Σκέψεις για το βιβλίο σε συνθήκες απομόνωσης

Νίκος Χρυσός

«Η δόμηση της ζωής βρίσκεται αυτή τη στιγμή πολύ περισσότερο κάτω από την εξουσία γεγονότων παρά πεποιθήσεων», έγραφε το 1928 ο Βάλτερ Μπένγιαμιν στον Μονόδρομο. Έναν σχεδόν αιώνα μετά, η σκέψη του Μπένγιαμιν περιγράφει με ακρίβεια την πραγματικότητα των τελευταίων μηνών. Το ίδιο επίκαιρη βέβαια θα φαινόταν και πριν δέκα χρόνια ή κατά τη διάρκεια της δεκαετίας που ακολούθησε, τη δεκαετία της Κρίσης, όπως συνηθίσαμε να λέμε (Η διαχρονική αξία της φράσης προσδίδει στον συγγραφέα της δυνάμεις προφήτη –ακόμα και μάγου–, όμοιες με εκείνες που αποδίδουν οι εύπιστοι ιθαγενείς στον αστρονόμο που προβλέπει την έκλειψη του ήλιου ή της σελήνης).

Οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των γνωσιοθεωρητικών και των υλικών πτυχών της ζωής και η μετατόπιση της ισχύος προς το δεύτερο σκέλος της εξίσωσης, η αδιαμφισβήτητη πίστη στη δύναμη της αγοράς και η αυστηρή πεποίθηση ότι η δύναμη αυτή δύναται να υποτάξει κάθε άλλη δυναμική της ζωής, δεν είναι καινοφανής, καλλιεργείται μάλιστα συστηματικά από το τέλος ήδη του Ψυχρού Πολέμου και είναι απορίας άξιο το γιατί συνεχίζει να μας σοκάρει. Ίσως επειδή στην Ελληνική οικονομία το πολιτισμικό εργαστήρι δεν εκβιομηχανίστηκε με τον ίδιο τρόπο που συνέβη στις ισχυρές δυτικές οικονομίες και ο νοσταλγικός τόνος της βιοτεχνικής παραγωγής δρα παρηγορητικά (Η εικόνα του χειροτέχνη σκυμμένου πάνω από τον πάγκο του αποτελεί στοιχείο μιας παραμυθίας κατευναστικής, αν όχι αποχαυνωτικής). 

Η επινόηση και η φαντασία δεν ταξινομούνται εύκολα σε κώδικες και κανόνες της μαζικής παραγωγής. Τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής και τα ακαδημαϊκά προγράμματα που απευθύνονται σε επίδοξους συγγράφεις έχουν βέβαια παιδευτικό χαρακτήρα, αλλά, σε καμιά περίπτωση, δεν εξασφαλίζουν στα μέλη τους αλμανάκ και συνταγολόγια δημιουργίας (Ο κύριος Ξ., χαρισματικός συγγραφέας, αλλά ατζαμής τζογαδόρος, αφού έχασε κάποιο στοίχημα, υποχρεώθηκε να αποκαλύψει τα μυστικά της συγγραφικής τέχνης στον κύριο Π., επίδοξο ομότεχνό του και αριστοτέχνη χαρτοπαίκτη. Χάριν οικονομίας, συνόψισε τη σοφία του σε τέσσερις απλούς κανόνες: (i) «Να φοράτε πάντα φαρδιά εσώρουχα και στεγνές κάλτσες όταν γράφετε», (ii) «Μην αλλάζετε πέννα ή γραφίδα εν τω μέσω μιας φράσης», (iii) «Μεταφράζετε, μετά φόβου και πίστεως, τους βρυχηθμούς των ηρώων σε ψίθυρους» (iv) «Μεταγράφετε τους ψίθυρους των ηρώων σε οιμωγές», (v) «Μην δείχνετε καμιά εμπιστοσύνη στις φωνές των ηρώων, κατά βάθος επιδιώκουν να σας γελάσουν». «Τώρα θα γράφω σαν εσάς», είπε ενθουσιασμένος ο κύριος Π. «Μην είστε αφελής, αγαπητέ μου. Το πολύ πολύ να γράψετε σαν εσάς», απάντησε αυστηρά ο κύριος Ξ.).

Είναι κοινός τόπος πως οι συνέπειες της απαγόρευσης κυκλοφορίας των τελευταίων ημερών ίσως αποδειχθούν δραματικές για τους εκδότες, τους βιβλιοπώλες, τους συγγραφείς, τους μεταφραστές, τους εργαζόμενους στο βιβλίο και τους αναγνώστες. Είναι στ’ αλήθεια αφελής όποιος πιστεύει πως οι συνθήκες αναγκαστικού περιορισμού ευνοούν την ανάγνωση (ή την γραφή). Η ανάγνωση δεν είναι απόπειρα απομόνωσης ούτε βέβαια σπουδή φροντίδας του εαυτού, αλλά κάλεσμα αλληλεγγύης, άνοιγμα προς το συλλογικό, απόδειξη συμμετοχής και συνύπαρξης. Ίσως γι’ αυτό η τέχνη αντιστέκεται στα αιτήματα ευεξίας και αυτοπραγμάτωσης, που έτσι κι αλλιώς έχουν τεθεί από τον νεωτερικό καπιταλισμό, εντείνονται ωστόσο σε αυτές τις συνθήκες αβεβαιότητας, ρίσκου και οδύνης, επεκτείνοντας τη ρήξη με την ουσιαστική φύση της λογοτεχνίας που είναι η διαρκής αμφισβήτηση, η καλλιέργεια της αμφιβολίας και όχι μια ανέξοδη αναζήτηση επίπλαστης και ανούσιας ευδαιμονίας. Η επινόηση, η δημιουργία, η λογοτεχνία εντέλει είναι η απαραίτητη προ-λογική γνώση, όπως με θαυμαστή οξυδέρκεια παρατήρησε η Μαρία Θαμπράνο. Αντίστοιχη πάντως παραχάραξη ευτελίζει και την επιστημονική εκπαίδευση σε επαγγελματική κατάρτιση. Συστηματικά λησμονούμε ότι οι επιστήμες και οι τέχνες ξανανακαλύπτουν τον κόσμο και η δυναμική τους δεν εξαντλείται στις επικερδείς εφαρμογές και τα αξιοποιήσιμα από την αγορά ευρήματα – εξαιρετικά διαφωτιστική αποδεικνύεται εδώ η πεποίθηση των Γάλλων μαθηματικών της ομάδας «Μπουρμπακί»: τα μαθηματικά –όπως και η λογοτεχνία– δεν έχουν σκοπό, δεν εξυπηρετούν καμιά πρακτική ανάγκη. Τα μαθηματικά –όπως και η λογοτεχνία– γίνονται για τη δόξα του ανθρωπίνου πνεύματος («Να αφιερώσουμε χρόνο στην παραποίηση της πραγματικότητας μέσω μικρών καταστροφών, μόνο και μόνο για να την ξαναφτιάξουμε μετά, όχι μόνο από μνήμης αλλά και λήθης [...]. Να γίνουμε σαν τους μοναχούς του Θιβέτ, που διατηρούν κάτι από την παιδική αμεριμνησία», λέει ο Αλεξάντερ Γκρότεντικ, περιώνυμο μέλος των «Μπουρμπακί», δια χειρός Κάρλος Φονσέκα στο έξοχο μυθιστόρημά του Ο συνταγματάρχης δεν έχει που να κλάψει. Το κάλεσμα για μικρές ή μεγάλες καταστροφές, τέτοιες μέρες, ίσως φαντάζει ανάρμοστο, στη βάση του πάντως παραμένει κάλεσμα ελευθερίας). 

Η εσωτερική ζωή χρειάζεται ελευθερία και όταν επιτελείται υπό καθεστώς απαγορεύσεων και σε συνθήκες απομόνωσης κινδυνεύει να εκφυλιστεί σε άνυδρη, στεγνή, άγονη εκδοχή της ζωής. Τόσο ο συγγραφέας όσο και ο αναγνώστης (αφού είναι αδιαμφισβήτητη και αναγκαία η αλληλεπίδρασή τους), υπακούοντας στην παρότρυνση να αντιγράψουν (και να ανακαλέσουν) φωτογραφικά την πραγματικότητα και όχι να την αμφισβητήσουν, αποφεύγουν να διευρύνουν τα σύνορά της, να παρατεντώσουν τους κώδικες και τις ερμηνείες τους, απέχουν δηλαδή συνειδητά από τη ζωή αφού την παρακολουθούν παθητικά από τη θέση ενός αμήχανου και άβουλου παρατηρητή (συχνά μέσα από μια οθόνη), σαν η ζωή να τους απευθύνεται πια σε μια γλώσσα που έγινε δυσανάγνωστη, αν όχι ακατάληπτη. Η συγκυρία ευνοεί τη εδραίωση της κυρίαρχης σκέψης, της σκέψης της εξουσίας, κι αυτό είναι που κάνει την λογοτεχνία διπλά επικίνδυνη κι επομένως διπλά αναγκαία. Η πολιτεία ωστόσο οφείλει να βοηθήσει τον κλάδο του βιβλίου να σταθεί στα πόδια του, όμως τα αρμόδια υπουργεία θα πρέπει να αντιληφθούν πως το βιβλίο δεν είναι μόνο ένα καταναλωτικό προϊόν, αλλά πρωτίστως ένα πολιτιστικό-κοινωνικό αγαθό. Μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι; Η εμμονή στην άσκηση της πολιτικής πολιτισμού στη χώρα μας με αποκλειστικό εργαλείο την αρχαία κληρονομιά μου φέρνει στο νου την προκήρυξη του Γιώργου Μακρή και συνεπακόλουθα το βιβλίο Ο βομβιστής του Παρθενώνα του Χρήστου Χρυσόπουλου (Ακόμα και η πιο δυσάρεστη διαπίστωση μπορεί να ανακαλέσει μια στιγμή αναγνωστικής ευδαιμονίας). 

Δεν είμαι ρομαντικός ούτε αφελής (το ίδιο και η εποχή μας)· γνωρίζω, τόσο σαν συγγραφέας όσο και σαν παλαιοβιβλιοπώλης, πως τα βιβλία, εκτός από φορείς θαυμαστών καινούργιων κόσμων είναι και προϊόντα μιας αλυσίδας που χρειάζεται να είναι κραταιά για να παραμένει ενεργή, θυμάμαι άλλωστε πάντα μια φράση του Ζαν Εσενόζ από το βιβλίο που έγραψε, αντί αποχαιρετισμού, για τον εκδότη του Ζερόμ Λεντόν: «Δεν είχα καταλάβει ακόμη πως ένα βιβλίο εκδίδεται για να πουληθεί. Κι αυτό θα το μάθαινα αργότερα» (Πόσο επικίνδυνη μπορεί να γίνει η γλώσσα, αν αγνοεί κανείς τους κανόνες της, αν για παράδειγμα συγχέει τα παραθετικά των επιρρημάτων· κινδυνεύει τότε το «αργότερα» να γίνει τελικά «πολύ αργά»).


(Πρώτη δημοσίευση: ΧΡΟΝΟΣ, 5 Μαΐου 2020)

ΧΡΟΝΟΣ #71, 5 Μαΐου 2020

Δείτε επίσης:

Ο Νίκος Χρυσός γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα Το μυστικό της τελευταίας σελίδας (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2009) και Καινούργια μέρα (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2018). Έχει επιμεληθεί τη σχολιασμένη επανέκδοση του βιβλίου Αξέχαστοι καιροί του Λευτέρη Αλεξίου (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2014), τον συλλογικό τόμο Ιστορίες βιβλίων (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2014) και τον συλλογικό τόμο Ο Νίκος Καζαντζάκης και η πολιτική (σε συνεργασία με την Ιωάννα Σπηλιοπούλου, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2019). Διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικούς τόμους. Για το μυθιστόρημα Καινούργια μέρα τιμήθηκε με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUPL) και με το Βραβείο Πεζογραφίας του περιοδικού Κλεψύδρα. Από τον Σεπτέμβριο του 2018 είναι Αντιπρόεδρος Β΄ του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Νίκου Καζαντζάκη (ΔΕΦΝΚ).

Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν: