Σύγχρονα κάτοπτρα της ελληνικότητας

Αλεξάνδρα Δεληγιώργη

Ιδεολογίες και ιδεολογικά ζητήματα τον 20ό αιώνα (προδημοσίευση)

Αλεξάνδρας Δεληγιώργη, ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΚΑΤΟΠΤΡΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑΣ. ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ, ΤΟΝ 20ό αι. (υπό έκδοση, σ. 380)

 

Απόσπασμα από το Κεφάλαιο Ι: «Η βαρειά σκιά των ερειπίων και των μεγάλων προσδοκιών του 19ου αι.»

 

…Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ακόμη και στη διάρκεια του 20ού αι., η επίδραση σύγχρονων Ευρωπαίων ή Ελλήνων φιλοσόφων ή θεωρητικών δεν στάθηκε δυνατό να διανοίξει το θεολογικό-μεταφυσικό υπόβαθρο της παιδείας και του πολιτισμού μιας χώρας προ πολλού απελευθερωμένης. Παρά τα εγχειρήματα που αναλήφθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση, το θεολογικό στοιχείο δεν μετατράπηκε σε αντικείμενο μιας δογματικής μεταφυσικής που θα ενίσχυε τον κοσμικό χαρακτήρα της παιδείας ούτε η μεταστοιχείωση της δογματικής σε ανθρωποκεντρική μεταφυσική θεωρήθηκε η βάση μιας χειραφέτησης της συνείδησης και της κοινωνίας, που θα έθετε φρένο σε άκριτα ιδεολογήματα και στον κομματισμό που ενίσχυαν με τον φανατισμό τους. Χωρίς αυτές τις διανοίξεις, ο ακαδημαϊσμός και ο λαϊκισμός ως αντίπαλες τάσεις, για πολλές δεκαετίες, ήταν οι μόνοι τρόποι επικοινωνίας με το εγγράμματο και μη κοινό. 

Έτσι, από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, και μέχρι σήμερα, το ιουδαιο-χριστιανικό θρησκευτικό δόγμα λειτούργησε ως πολιτική θεολογία, που κρατούσε αδιαχώριστες Πολιτεία και Εκκλησία στη βάση κρατικών και ιερατικών μηχανισμών εξουσίας, με ακατάλυτες σχέσεις σύμπραξης. Το αδιαχώριστο Πολιτείας και Εκκλησίας –κληρονομιά της παλιάς συνταύτισης Ρωμιού και Γραικού– που αναπόφευκτα θέτει υπό συζήτηση τη σχέση παράδοσης και ιστορικής αυτοσυνείδησης, έχει τη ρίζα του σε καταστάσεις και σε πρακτικές που ασκήθηκαν, από τον 19ο αι. και εξής, με ιδεολογικο-πολιτικούς και θρησκευτικούς αναχρονισμούς που συντηρούσαν μιαν εσκεμμένα ή μη παραπλανημένη και παραπλανητική συνείδηση, ανίκανη να υπερβεί τις άλυτες αντιφάσεις που αναπαρήγε η αναγωγή της ελληνικότητας στην ορθοδοξία. 

Και πράγματι, ανατρέχοντας στα πεπραγμένα του 19ου αι., διαπιστώνουμε ότι η τάξη του λόγου που διαμορφώθηκε, μετά τον απελευθερωτικό αγώνα και τις εμφύλιες διαμάχες που τον σημάδεψαν, αγνοεί την κοσμογονία των ιδεών και φιλοσοφικών ρευμάτων στην Ευρώπη απείρως περισσότερο από όσο τους αγνοούσε, στους δυο αιώνες σκλαβιάς που προηγήθηκαν. 

Όσον αφορά, όμως, την εξέταση των ιδεών και των ιδεολογικών ζητημάτων στην Ελλάδα του 20ού αιώνα, είναι δύσκολο έως αδύνατο να προβληματισθούμε για την σχέση που καλλιέργησε η ελληνική κοινωνία με την παράδοση, στα πεδία της τέχνης και του πολιτισμού, της πολιτικής και της ιδεολογίας, από την πρώτη ακόμη κρίσιμη 20ετία του 20ού αι., χωρίς την γνώση και την κατανόηση των κοινωνικο-πολιτικών και πολιτιστικών πραγμάτων που προηγήθηκαν, και τον τρόπο τα καθόρισαν οι πολιτικές ελέγχου των ισχυρών Ευρωπαϊκών δυνάμεων, σε όλο τον 19ο αι. Είναι αναγκαία επομένως, έστω μια σύντομη αναδρομή σε όσα προηγήθηκαν της ήττας του 1897 και της χρεωκοπίας της χώρας που ακολούθησε. 

Με αδιαμόρφωτο εν πολλοίς, το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας του κράτους που θα διευκόλυνε την οργάνωση της παιδείας, της νομοθεσίας, την προώθηση των ερευνών σε ζωτικής σημασίας γνωστικούς κλάδους, (Ιστορία, Δίκαιο, Πολιτική επιστήμη) η πολιτιστική κληρονομιά του απώτερου και του πρόσφατου παρελθόντος στάθηκε η κύρια πηγή απ’ όπου διανόηση και τύπος άντλησαν επιχειρήματα και θέσεις αόριστες και συγκεχυμένες που στήριζαν την ανακύκληση της αντιμαχίας των πολιτικών δυνάμεων, πράγμα που έφερνε τον απαίδευτο λαό [1] αντιμέτωπο με διελκυστίνδες ή διλήμματα που η λύση τους προσέκρουε στον συντηρητισμό και την αμάθεια. Από την βραχύτατη ακόμη διακυβέρνηση του Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος στο Σχέδιο των φυσικών ορίων της ελληνικής επικράτειας που του ζήτησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, έσπευσε να εντάξει τις τουρκοκρατούμενες Θεσσαλία, Ήπειρο, Μακεδονία, που η απελευθέρωσή τους θα εγγυόταν την μακροβιότητα του νεοσύστατου κράτους, αλλά και την εικοσαετία, που ακολούθησε μετά την δολοφονία του, ήταν φανερός ο κοινός πόθος του λαού για απελευθέρωση εκείνων των υπόδουλων, ακόμη, ελληνικών περιοχών. Με την εγκαθίδρυση της απόλυτης δεσποτείας του Όθωνα, Ο πόθος αυτός κατέληξε να αντλεί ερείσματα από την Ελληνική αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης για δυο και παραπάνω αιώνες πριν από την πτώση της.

Ο Ι. Κωλέττης, αρχηγός του «εθνικού» και μαζί «γαλλικού» κόμματος, με τον όρο «Μεγάλη Ιδέα» που επινόησε σε αγόρευσή του, στην Εθνοσυνέλευση, το 1844 [2], αν και υπερασπιστής των ετεροχθόνων που ενσωματώθηκαν στον κρατικό μηχανισμό και αφομοίωσαν ως δημόσιοι υπάλληλοι το καθεστώς της συντήρησης, υποστήριξε την άποψη των αυτοχθόνων, με σκοπό την εξασφάλιση ψήφων για την νίκη του στις επικείμενες εκλογές. Ασφαλώς, είχε συνείδηση της κενής ρητορικής με την οποία αναζωπύρωνε τον χιμαιρικό, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, πόθο του λαού για απελευθέρωση των διπλάσιων έως και τριπλάσιων σε αριθμό σκλαβωμένων ακόμη Ελλήνων, τη στιγμή που δεν διέθετε τα απαιτούμενα για να διαμορφώσει μια ρεαλιστική εικόνα της πραγματικότητας του κρατιδίου που συγκροτήθηκε και της δεινής θέσης του μέσα σε αυτό. Είχε προηγηθεί ως κεραυνός εν αιθρία το υπόμνημα του Βαυαρού Φαλμεράυερ για την καταγωγή της φυλής των Ελλήνων, τους οποίους, ο έως τότε καθηγητής της μέσης εκπαίδευσης, Βαυαρός περιηγούμενος την ευρύτερη περιοχή, από την Ιταλία έως την Αίγυπτο και έως την Τραπεζούντα, θεώρησε εξελληνισμένους Σλάβους, δικαιολογώντας τον φόβο της Γερμανίας για έναν ενδεχόμενο ρωσικό επεκτατισμό, που νομιμοποιούσε την φιλοτουρκική πολιτική της στην Εγγύς Ανατολή [3]. Ως μέλος ήδη, της βασιλικής Ακαδημίας του Βερολίνου, την δεκαετία του 1830, ο Φαλμεράυερ, επωφελούμενος και από τη δυσφορία των Γερμανών ιθυνόντων για τη μέχρι τότε άνθιση των κλασικών σπουδών, ανέλαβε να επιτελέσει τον θάνατο της αρχαίας Ελλάδας – αντικείμενο, μέχρι τότε, λατρείας των Γερμανών φιλολόγων και φιλοσόφων [4]. Όπως ομολογούσε ο ίδιος, στα αποσπασματικά ημερολόγιά του: «Η καταστροφή της Ελλάδας· ο θρίαμβός μου» [5].

Αντιδρώντας εμμέσως ή ευθέως οι Έλληνες διανοούμενοι έσπευσαν να τονίσουν την ανάγκη συγγραφής μιας Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους ικανής να αντικρούει τις υποβολιμαίες θέσεις του Βαυαρού ιστοριοδίφη, καθώς η θεωρία του χρησίμευσε ως εργαλείο σχεδίασης της πολιτικής των μεγάλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων απέναντι στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος και ως έναυσμα για την εφαρμογή και προώθησή της. 

Μιλώντας για τη Μεγάλη Ιδέα, ό,τι δεν μπορούσε ίσως να φανταστεί ο Κωλέττης, ήταν η μακροβιότατη δημοφιλία του έμμονου αιτήματος του λαού για απελευθέρωση των υπόδουλων περιοχών της ελληνικής επικράτειας, όπως και τον μελλοντικό ρόλο της ως μοχλού πολιτικο-ιδεολογικών πολώσεων της ελληνικής κοινωνίας. 

Το ζήτημα είναι ποια στοιχεία της λόγιας και δημώδους παράδοσης μετέτρεψαν εξ’ αρχής τον Μεγαλοϊδεατισμό σε βασική θέση του εκλογικού προγράμματος του Κωλέττη που ανάγκαζε τους αντιπάλους του, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, να το αναδείξουν σε κατ’ εξοχήν πολιτικό ιδεολόγημα που μονοπωλούσε την σχέση με την παράδοση, και ποια στοιχεία αναλώθηκαν στην κατάσβεση του οίστρου, με τον οποίο ο μεγαλοϊδεατισμός της εθνικής ολοκλήρωσης οδήγησε στις μεγάλες νίκες των βαλκανικών πολέμων, με την απελευθέρωση της Ηπείρου και της Μακεδονίας [6] όσο και σε ολέθρια εγχειρήματα, όπως την εκστρατεία ώς τον Σαγγάριο, το 1922, αλλά και ως εσωτερική ηγεμόνευση που οδήγησε στην εμφύλια εναντίωση σε αυτή των αντιστασιακών δυνάμεων της Κατοχής, που έσυρε την χώρα σε μιαν ακόμη καταστροφή. Το βέβαιο είναι ότι σε ολόκληρο τον 19ο αι., η Μεγάλη Ιδέα, παραλλάζοντας το περιεχόμενο και τη σημασία της, αναδείχθηκε σε κατ΄ εξοχήν πολιτικό διακύβευμα, με υποστηρικτές και αρνητές απολυταρχικές και δημοκρατικές δυνάμεις έκφρασης μιας ισχνής και υπό διαμόρφωση τάξης λόγου. 

Δυο θεωρητικοί, διανοούμενοι και πεζογράφοι του 19ου αιώνα που σημάδεψαν την γέννηση του σύγχρονου ελληνικού μυθιστορήματος, ενώ συγχρόνως στάθηκαν «εξάγγελοι» της μοίρας της Ελλάδας, ήταν ο Α. Π. Ραγκαβής και ο Π. Καλλιγάς, που, με τις απόψεις τους, πήραν θέση απέναντι στην σκληρή κοινωνική πραγματικότητα των μέσων του 19ου αι. Ο μεν Αλ. Ραγκαβής (1802-1892), συγγραφέας του Ο αυθέντης του Μωρέως, ιστορικού μυθιστορήματος à la manière του Ουώλτερ Σκοττ, δοξολογούσε το μεγαλείο του Βυζαντίου, βάζοντας τους Έλληνες να πολεμούν τους Φράγκους προκειμένου να ενεργοποιήσει το υψηλό φρόνημα και τον γλωσσικό και εθνικό καθαρμό κατ’ απαίτηση της ιδεολογίας του μεγαλοϊδεατισμού [7], που βαθμιαία αποκτούσε εθνικιστικό χαρακτήρα.

Ο Πάνος Καλλιγάς (1824-96), από την άλλη, αντίθετος με τη βασιλεία του Όθωνα, πολέμιος του μεγαλοϊδεατισμού των συντηρητικών, υπέρμαχος της πολιτικής του Χ. Τρικούπη και του εξευρωπαϊσμού της ελληνικής κοινωνίας, χωρίς να τυφλώνεται από τις χίμαιρες μελλοντικών μεγαλείων, με το μυθιστόρημά του Θάνος Βλέκας, κατήγγελλε την πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας της εποχής του, ενώ με κείμενα πού έγραφε ως νομικός ζητούσε την εξυγίανση και την προσαρμογή της χώρας στα δυτικά ήθη και τους θεσμούς, αλλά και την κατασκευή δρόμων και την απελευθέρωση των δουλοπαροίκων από το φόβο και τους τοκογλύφους [8]. Φυσικά ο Καλλιγάς, πολύ γρήγορα, ξεχάστηκε, μέσα στο κλίμα αντίδρασης των ιθυνόντων στις αξιώσεις για λόγο διδόναι που προκαλούσαν τα δυσάρεστα, όπως ξεχάστηκε και ο Εμ. Ροΐδης από τον Δημαρά «ως μη έχων φαντασία» [9], και κατ’ επέκταση, από τους αναγνώστες, μέχρι και σήμερα.

Χρειάζεται, όμως, να βλέπει κανείς και τα δυσάρεστα: Ο Κωλέττης εντάσσοντας στο εκλογικό πρόγραμμά του την απελευθέρωση των Τουρκοκρατούμενων περιοχών όπου κατοικούσαν Έλληνες ως αντιπερισπασμό στην αρνητική γνώμη των ψηφοφόρων για την εσωτερική και εξωτερική πολιτική του, δεν πρόλαβε, πεθαίνοντας το 1847, να δει την ήττα στον Κριμαϊκό πόλεμο, την αποτυχία της Θεσσαλικής εξέγερσης και την κατάληψη της Αθήνας από τους Αγγλο-Γάλλους· εκβάσεις, όλα, που σφράγισαν την δεκαετία του 1850, όταν έγινε πλέον σαφές ότι ο πολιτικός συντηρητισμός αναπαρήγε τη χίμαιρα της επανίδρυσης της αυτοκρατορίας των Ελλήνων βασιλέων του Βυζαντίου, που φαίνονταν να ακολουθούν τα χνάρια του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ιδρυτή μιας αυτοκρατορίας που ξεπερνούσε σε μεγαλείο τις ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες της εποχής. Τον ίδιο καιρό, προς ενίσχυση του εθνικού φρονήματος, προκηρύσσονταν ποιητικοί διαγωνισμοί για την συγγραφή στην καθαρεύουσα μιας ποίησης υμνητικής των εθνικών ιδεωδών. Με ανάλογη διάθεση τόνωσης του εθνικού φρονήματος που συντηρούσε η κατεστημένη τάξη λόγου, έκανε και ο Σπ. Ζαμπέλιος την ίδια εθνιστική επίκληση, με το μυθιστόρημά του Κρητικοί γάμοι (1871), και με τις αντιρρήσεις του για την δεύτερη ώριμη φάση της Σολωμικής ποίησης, καθώς ο μεγάλος ποιητής μας με τον Κρητικό του απομακρυνόταν από το δημοτικό τραγούδι.

Γέννημα του μεγαλοϊδεατισμού ήταν και το δίλημμα «κοσμοπολιτισμός και ελληνοκεντρισμός», και τα απλοϊκά του παράγωγα του όπως «ξενολατρεία και ξενοφοβία», που αλληλο-αποκλείονταν, εντείνοντας, έτσι, την πόλωση που έτρεφε ο σκοταδισμός και η προκατάληψη αναλφάβητων μέχρι πρότινος αναγνωστών. Τα νέα ψευδο-διλήμματα φάνηκαν να αναζωπυρώνουν την διαμάχη ετεροχθόνων και αυτοχθόνων [10] που προκαλούσε το κυνήγι θέσεων για την επάνδρωση των διοικητικών μηχανισμών του κράτους, στα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του, καθώς επανεμφανιζόταν, τώρα, με τη μορφή αντιμαχίας του εγχώριου με το ξενόφερτο στοιχείο που αλλοίωνε όσα έθιμα ειδυλλιακά αναδείκνυε το ελληνικό ηθογράφημα (roman de moeurs) ενώ, συγχρόνως, με την εξύμνηση της ελληνικής υπαίθρου, απέκρυπτε την σκληρή πραγματικότητα των ηθών της. 

Η Νανά του Εμίλ Ζολά μεταφρασμένη, στα τέλη του 19ου αι., από τον Φλοξ –ψευδώνυμο του Καμπούρογλου– ξεσήκωσε σκάνδαλο με την τολμηρό νατουραλισμό της, και προκάλεσε την αντίδραση του Ι. Δραγούμη, που κατευνάστηκε με τη μετάφραση της Ευγενίας Γκραντέ του Μπαλζάκ από τον Άγγελο Βλάχο. Παρά την κριτική του Εμ. Ροΐδη, οι εθνικιστικές επικλήσεις, με αντίμαχο τον Αγ. Βλάχο, και την έναρξη των Ολυμπιακών αγώνων του 1896, στην Αθήνα (ένα χρόνο πριν από τον ελληνο-τουρκικό πόλεμο) κατέληξαν να τονώνουν και πάλι τον μεγαλοϊδεατισμό των συντηρητικών. Βυζάντιο και ’21 –ορόσημα του μεγαλοϊδεατισμού– επισκίαζαν, επί χρόνια, τα μυθιστορήματα Η στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι (1869), αγνώστου συγγραφέα και Πάπισσα Ιωάννα (1866) του Ροΐδη, τον οποίο η Εκκλησία έσπευσε, όπως είπαμε, να αφορίσει, κατά την παγίως βολική για την Πολιτεία, πρακτική της διώξεων και αφορισμών που εξαπέλυε ο ανώτερος Κλήρος, εναντίον αντικληρικαλιστών και όχι άθεων διανοητών που τολμούσαν να αντλήσουν ιδέες και απόψεις από τα Ευρωπαϊκά ιδεολογικά ρεύματα της εποχής τους [11]. 

Όπως ήταν αναμενόμενο, το ψευδο-δίλημμα «κοσμοπολιτισμός ή ελληνικότητα» ανέσυρε στην επιφάνεια τις αντιφατικές διαθέσεις και στάσεις των πολιτών, προκαλώντας, εντέλει, την σύγχυση που ευνοεί τον σκοταδισμό: από τη μια, εκθειάστηκε η προσκόλληση στα ελληνικά ήθη και έθιμα και η εμμονή στην ομοιότητα της ζωής των νεώτερων με τον βίο των αρχαίων Ελλήνων, και από την άλλη, στάθηκε αδύνατο να κρυφτεί η δίψα για το καινούριο που ερχόταν από την Δύση με τη μορφή θεσμών, νόμων, συστημάτων διοίκησης, αλλά και εμπορεύσιμων αγαθών και συρμών. Ο ηπειρώτης Αγησίλαος Γιαννόπουλος, με τη βεβαιότητα ότι ο ρεαλισμός απορρέει από τον συνδυασμό της παράδοσης με την πρόοδο, του μεγαλοϊδεατισμού με τον κοσμοπολιτισμό, έγραφε: 

 «..το παρόν της ημετέρας προόδου όπως οι πολλοί θέλουσιν, επιβάλλει ημίν ως ορίζοντα πνευματικής πτήσεως τα πεπερασμένα όρια της μεγάλης Ελλάδας και ως ιδανικόν της ημετέρας ποιήσεως την Μεγάλην Ιδέαν» (βλ. Μ.Βιττι, ό.π., σ. ιβ΄).

Και εξηγώντας ότι νεωτερισμός σήμαινε πρόοδο, πρόσθετε:

« Αδύνατον ημείς να περικλεισθώμεν εν τη ιδία ημών ατμόσφαιρα, να ζήσωμεν μόνοι και δι’ ίδιον μόνον λογαριασμόν, να σταματήσωμεν εν τω παρόντι, όπως καλύτερον συνδέσωμεν την χθες προς την αύριον. Πρέπει να ζήσωμεν εν των κόσμω και μετά του κόσμου, πυρέσσοντες ή χασμούμενοι ως αυτός, σκεπτόμενοι και μελετώντες υπέρ αυτού. Έχομεν ανάγκη φιλολογίας και ποιήσεως πολύ ευρυτέρας εκείνης ήτις παρ’ ημίν καλείται εθνική. Η ποίησις είναι ευρεία όσο ο κόσμος και τον κόσμον όλον περιλαμβάνουσα η ημετέρα, θα μείνει πάντοτε Ελληνική (Μ. Βίττι, ό.π., σσ. ιγ’-ιδ’)

Διαφωνώντας με το αντιφατικό ανακάτωμα στοιχείων και τάσεων, ο Βικέλας, στο μυθιστόρημά του Λουκής Λάρας (1879) αντιπρότεινε στον μεγαλοϊδεατισμό και στον ριζοσπαστισμό, ένα κατευναστικό πνεύμα προσαρμογής στην κατεστημένη τάξη πραγμάτων [12] και στις αισθητικές της επιλογές. Αυτές, όμως, οι ακατέργαστες ακόμη επιλογές δεν βασίζονταν και ούτε ενθάρρυναν την καλλιέργεια αισθητικών κριτηρίων, με αποτέλεσμα να ευνοείται η αναγνώριση, αντί των έργων του Παπαδιαμάντη και του Καρκαβίτσα, εκείνων των αφηγημάτων του Γ. Δροσίνη (Το Βοτάνι της αγάπης, Γιάννης και Ζεμφύρα, Γυφτοπούλες μάγισσες κ.ά.) για την εφήμερη δημοφιλία των οποίων παρενέβη ως δίκαιος κριτής η λήθη. Κάτι τέτοιες πρόχειρες αποτιμήσεις που τάχα δεν επηρέαζαν το αισθητήριο του αναγνωστικού κοινού, στο παρόν και μελλοντικά, τόνωναν την τάση για την κατανάλωση φυλλάδων με ρομάντζα [13] στα οποία αρκούνταν, τα φτωχά και απαίδευτα λαϊκά στρώματα των πόλεων.

Παρ’ όλ’ αυτά, υπό την πίεση των περιστάσεων, το ηθογράφημα που ανήγε τον πατριωτισμό και τα όνειρα εθνικής ολοκλήρωσης του λαού στον τοπικισμό, έχοντας διανύσει την αναγκαία απόσταση που θα το απομάκρυνε από την έως τότε νηπιώδη κατάστασή του, ξεπερνούσε τα όριά του και κατακτούσε επιτέλους τον απαιτούμενο ρεαλισμό με τον Ζητιάνο του Καρκαβίτσα, τη Φόνισσα, του Παπαδιαμάντη, το Αμάρτημα της μητρός μου του Βιζυηνού, τα διηγήματα και μυθιστορήματα του Κ. Χατζόπουλου, τις νουβέλες του Κ. Θεοτόκη, μοναδικά και σημαίνοντα έργα της έντεχνης πεζογραφίας που αντικατοπτρίζουν με πιστότητα τον αγροτο-μικρο-αστισμό της ελληνικής κοινωνίας, και τα οποία βρήκαν δικαίως τη θέση τους στη χορεία των κλασικών έργων της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. 

Όπως υπογραμμίζει ο Μ. Βίττι, ο ρεαλισμός βρήκε, πράγματι, απήχηση στην Ελλάδα, μόλις μετά το 1880, με το τέλος της Αθηναϊκής Σχολής, όταν η πεζογραφία έπαψε να αναλίσκεται στην ειδυλλιακή αγροτική ζωή και έστρεψε το βλέμμα στην σκληρή πραγματικότητα του Ζητιάνου και της Φόνισσας [14]. Αποτέλεσμα είναι η διεύρυνση της κοινωνικής συνείδησης, πράγμα στο οποίο απέβλεπε ο Ροΐδης με τα κριτικά του δοκίμια που στηλίτευαν την ημιμάθεια και τον περίκλειστο τοπικισμό που έτρεφε την άγνοια των ευρωπαϊκών ρευμάτων ιδεών, τη στιγμή που, έναν αιώνα νωρίτερα, κοσμικοί και κληρικοί διανοούμενοι της υπόδουλης, ακόμη, Ελλάδας μετείχαν στο κίνημα των φώτων και είχαν άμεση επαφή με ιδέες και θεωρίες Γάλλων και Άγγλων επιστημόνων και φιλοσόφων.

Από την δολοφονία του Καποδίστρια, και το τέλος της περιόδου εθνικού προσανατολισμού που αναγνώρισε ο Γ. Τερτσέτης στην ολιγόχρονη καποδιστριακή διακυβέρνηση [15], και για εκατό σχεδόν ακόμη χρόνια, μέχρι το τέλος της πρώτης, κρίσιμης για την Ευρώπη και την Ελλάδα, εικοσαετίας του 20ού αιώνα, οι μέχρι τότε μεγάλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις της Γαλλίας και της Αγγλίας, αλλά και της Ρωσίας που στέκονταν εμπόδιο στις επεκτατικές βλέψεις των μονίμως φιλότουρκων Γερμανών, στάθηκαν το αντίπαλο δέος που είλκυε και απωθούσε τους Έλληνες, ανάλογα με τον βαθμό της κυμαινόμενης δυσπιστίας και οργής που προκαλούσαν με την πολιτική τους απέναντι στην εγκαθιδρυμένη ελληνική μοναρχία. Η τελευταία ναρκισσιστικά αυτοτιτλοφορήθηκε κράτος των «Νεοελλήνων», δανειζόμενη τον όρο «νέα Ελλάδα», από τον αφορισμένο Π. Σοφιανόπουλο [16], που βέβαια δεν το επινόησε για να δώσει δίκιο στον Φαλμεράυερ, αλλά για να ταχθεί εναντίον της βαθειάς οπισθοδρόμησης που προκαλούσε από την πλευρά των συντηρητικών, η άρνηση ακόμη και στοιχειωδών νεωτερισμών. 

Η επικράτηση, όμως, του όρου «Νεοέλληνες» ή «νεοελληνισμός» αντί να εμποδίσει, διευκόλυνε, τελικά, την γρήγορη μετατροπή του φιλελληνισμού των αρχών του 19ου αιώνα, σε έναν ελεγχόμενο ή συγκεκαλυμμένο ανθελληνισμό, τον οποίο επέβαλε ο Ευρωπαϊκός ηγεμονισμός, μέσω της οικονομίας και της διπλωματίας, αναγνωρίζοντας και στηρίζοντας την οθωμανική αυτοκρατορία, αφού τα οφέλη από την διάλυσή της ήταν πάντα αμφιλεγόμενα και σε καμιά περίπτωση, ξεκάθαρα προς όφελός του.

Αυτή η στάση των Ευρωπαϊκών δυνάμεων που επέβαλλε και, μαζί δυσκόλευε τον εξευρωπαϊσμό του ελληνικού βασιλείου, κρατώντας το σε καθεστώς ημι-ανεξαρτησίας, εν αντιθέσει με τα άλλα βαλκανικά κρατίδια που τους αναγνωρίσθηκε η πλήρης ανεξαρτησία τους, ήταν θέμα που, όπως θα δούμε, προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις του Ίωνα Δραγούμη, καθώς μετέτρεπε την χώρα σε κρίσιμο παράγοντα του Ανατολικού ζητήματος που διαιώνιζαν τα συμφέροντα της Δύσης στην Ανατολή και η αμφίρροπη σχέση της με την διαρκώς υπό διάλυση τουρκική αυτοκρατορία. Η διαπάλη της Δύσης με την Ανατολή, μέσω της διπλωματίας που την αναδείκνυε σε ρυθμιστή των όρων της κυριαρχίας της στην Ανατολή, υπήρξε μόνιμη πηγή απογοήτευσης του λαού από τον τρόπο άσκησης της εξωτερικής πολιτικής που ούτε συνέβαλλε στη λύση του Ανατολικού ζητήματος ούτε απεγκλώβιζε την χώρα από το χρόνιο αυτό ζήτημα, καθώς οι εγχώριες πολιτικές δυνάμεις, για πολλές δεκαετίες, αρκούνταν να συντηρούνται στο προσκήνιο, μέσω εκλογικών αναμετρήσεων, με τη βλέψη όχι βέβαια να λύσουν προβλήματα της χώρας και του λαού –αυτά ήταν «άλλων» δουλειά- όσο να ασκούν εξουσία προς όφελος των «ημετέρων», στα όρια που όριζαν οι έξωθεν δανειοδότες και επιτηρητές. 

Σε αυτό τον θολό καθρέφτη μιας τάξης πραγμάτων και λόγων που αναπαρήγε ή εξύφαινε ευκαιριακές ιδεολογίες με τη μορφή προγραμματικών θέσεων σε εκλογικές αναμετρήσεις πολιτικών δυνάμεων εναλλασσόμενων στην εξουσία, προοριζόταν να κοιταχθεί η χώρα, στην αυγή του 20ου αι., σε μία συγκυρία που ήταν αδύνατο να συγκαλύψει εκ του προχείρου τα βαρύτατα πλήγματα της εθνικής ήττας του 1897 και της πτώχευσής της, οικονομικής και πνευματικής.

Υπάρχουν, πάντως, ποιητές και διανοούμενοι του 20ού αιώνα που προβληματίσθηκαν για την συνάρτηση παράδοσης και ιστορικής αυτοσυνείδησης, η οποία άλλοτε παρεμπόδιζε και άλλοτε διευκόλυνε την ανανέωση της μιας και την ανάπτυξη της άλλης. Ο θετικός ή μη χαρακτήρας αυτής της δυναμικής συνάρτησης, σε ομαλές, κυρίως, όμως, σε κρίσιμες περιόδους, εξαρτάται και από τα στοχαστικά εν πολλοίς ερωτήματα σχετικά με την στασιμότητα ή την ποιοτική ανάπτυξη της κοινωνίας, που θέτουν όχι μόνον ποιητές ή στοχαστές, αλλά και πολιτικοί. Ερωτήματα όπως τι είναι αυτογνωσία και τι αυτοσυνείδηση, πώς αναπτύσσονται και πώς προωθούνται, αλλά και τι είναι παράδοση, ποια είναι η δική μας παράδοση, πού έχει την καταγωγική απαρχή της, ποιοι είναι οι κληρονόμοι και συνεχιστές της όσον αφορά την διαμόρφωση και την ανανέωσή της, τίθενται υπό εξέταση, σε κρίσιμες ιδίως, φάσεις της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας, που οφείλουν μικρό και άλλοτε μεγάλο μέρος της κρισιμότητάς τους και στον πολωτικό χαρακτήρα των απαντήσεων που τους δόθηκαν, με άλλους όρους και κάτω από άλλες συνθήκες, στο παρελθόν.

Με την απελευθέρωσή τους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι Έλληνες όφειλαν να δουν και να αναγνωρίσουν τον τρόπο τους ως συντεταγμένη πολιτική πραγματικότητα, σε έναν καθρέφτη που δεν διέθεταν, γιατί δεν είχαν φροντίσει να φτιάξουν. Καθρεφτίστηκαν, έτσι, σε πολλαπλούς δανεικούς φιλελληνικούς και ανθελληνικούς καθρέφτες που αντί να τους δίνουν μια σαφή και αντικειμενική εικόνα του τι ήταν και τι μπορούσαν να γίνουν, τους παραπλανούσαν. Η Μεγάλη Ιδέα θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί καρπός του συλλογικού ενστίκτου αυτοσυντήρησης, εξηγώντας έτσι και την ευρύτατη απήχησή της μέσα στην ελληνική κοινωνία. Το ότι, όμως, λειτούργησε ως αμφίλογο ιδεολόγημα παρά ως στρατηγικό σχέδιο για την αναγκαία ενεργοποίηση της αυτεπίγνωσης του λαού δεν επιβεβαιώνει τα του ενστίκτου αυτοσυντήρησης. Όπως και στο παρελθόν, οι εξεγέρσεις του λαού ήταν απέλπιδα εγχειρήματα, χωρίς στρατηγικό σχέδιο μιας καλά προετοιμασμένης εθνεγερσίας, με βάση μια κοπιώδη αυτό-αναγνώριση. Όταν, με τη σύσταση της Φιλικής Εταιρείας καταστρώθηκε ένα τέτοιο σχέδιο, αυτό αποδείχθηκε ανίσχυρο να εμποδίσει την εθνεγερσία να εξελιχθεί σε μια προδομένη επανάσταση. Η Πολιτεία με τη μορφή Διοίκησης, στα χρόνια του απελευθερωτικού αγώνα, και τη μορφή Κράτους, μετά, δε στάθηκε στο ύψος των προσδοκιών της κοινωνίας για αναγνώριση της αυταξίας των πολιτών της. Έλειπε μια καθολική σκέψη και βούληση όπως αυτή που διατύπωνε ο ανώνυμος συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας ως βάση και μπούσουλας ενός λαού που χρειαζόταν να αναδιατάξει τους όρους της ύπαρξής του και της σχέσης του με την πραγματικότητά του, σε ένα βάθος χρόνου, όταν η Φυλή των Ρωμιών και το Γένος των Γραικών είχε ήδη περάσει από το Βυζάντιο στην Ενετοκρατία και από την Ενετοκρατία στην Τουρκοκρατία, με μοναδικό υποτίθεται στοιχείο ταυτότητας το χριστιανικό θρήσκευμα, πράγμα που διέψευδαν τα τραγούδια, η σάτιρα και η ποίησή τους. 

Το γάντζωμα στην θρησκεία έκφραζε την θέληση του λαού να επιβιώσει συντεταγμένα, κατευθυνόμενος προς το άδηλο μέλλον του όχι περιστασιακά, κατά το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», αλλά υπό ένα θρησκευτικό, εν μέσω υποδούλωσης, ηγέτη, στηριζόμενο στον μηχανισμό προνομίων που εξασφάλισε έναντι παραχωρήσεων και υποχωρήσεων στον κατακτητή. Το δυστύχημα ήταν ότι κληρονόμος αυτής της πολιτικο-θεολογικής εξουσίας, η Εκκλησία, μετά την απελευθέρωση, αξίωσε την ενσωμάτωσή της στην Πολιτεία, πολεμώντας αλύπητα τον νεοελληνικό Διαφωτισμό που άφησαν κληρονομιά στον λαό λόγιοι και κληρικοί κατατρεγμένοι από τον ανώτερο Κλήρο. …» (σ. 19-24)

 

 

Σημειώσεις

1. Ο Στάθης Καλύβας μας πληροφορεί ότι η Ελλάδα ήταν από τα πρώτα κράτη που καθιέρωσαν την υποχρεωτική πρωτοβάθμια εκπαίδευση, το 1834 και ότι παρά την έλλειψη δασκάλων, η πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση αναπτύχθηκαν ραγδαία, τον 19ο αι., βλ. Καταστροφές και θρίαμβοι εκδ. Παπαδόπουλος, Αθήνα 2015, ό.π., σ. 83. Το κρίσιμο θέμα είναι πόσοι εγγεγραμμένοι είχαν την οικονομική δυνατότητα να φοιτήσουν και να αποφοιτήσουν. 

2. Ελ. Σκοπετέα, Το πρότυπο βασίλειο και η Μεγάλη Ιδέα, Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα, ό.π., σ. 257.

3. Ελ. Σκοπετέα, Φαλμεράυερ, Τεχνάσματα του αντίπαλου δέους, εκδ. Θεμέλιο, 1997.

4. Το β΄ μισό του 18ου αι., ο Φρειδερίκος ο Α’ της Πρωσίας, εκτός από τον Γαλλικό Διαφωτισμό, εισήγαγε τις ελληνο-ρωμαϊκές σπουδές, που στάθηκαν σημείο-καμπή για την ευρωπαϊκή σκέψη, με κορυφαίους φιλολόγους όπως ο Mendelssohn, ο Lessing, o Schiller κ. ά. που αντιμετώπισαν την Αρχαία Ελλάδα ως ιδεώδες, και κορυφαίους φιλοσόφους όπως οι Καντ, Φίχτε, Σέλλινγκ, Χέγκελ οι οποίοι, δεχόμενοι κριτική για την ιδεαλιστική μεθερμηνεία τους του αριστοτελικού πλατωνισμού, άνοιξαν τον δρόμο, σε μια δυναμική σκέψη - αντίπαλο δέος και συμπλήρωμα του μηχανικισμού, από τις αρχές του 19ο αι. και εξής. Γνώστες της κλασικής παιδείας, και ο Μαρξ και ο Νίτσε γείωσαν τον ιδεαλισμό, αντικαθιστώντας την Ιδέα με τον κόσμο των αισθητών και των νοητών πραγμάτων.

5. Ελ. Σκοπετέα, Φαλμεράυερ, Τεχνάσματα του αντιπάλου δέους, ό.π., σ. 16.

6. Με την συνδυασμένη εξόρμηση του 1912-13, η Ελλάδα διπλασίασε την εδαφική επικράτεια και τον πληθυσμό της με τα σύνορά της να φτάνουν στον Νέστο και στην Πρέσπα, βλ. Κ. Σιμόπουλος, Ξενοκρατία, μισελληνισμός και υποτέλεια, Αθήνα 1990, σ. 566.

7. Χαρακτηριστικός είναι ο φανατισμός εναντίον των αντιπάλων του, όταν αντί να συμβουλεύει την νεοσυσταθείσα Αρχαιολογική Εταιρεία, ο Ραγκαβής κοινοποιούσε τα λάθη των αντιπάλων του στην Γαλλική Επιθεώρηση.

8. Για τον νομικό Π. Καλλιγά, μαθητή του Savigny, η επιβολή του ρωμαϊκού δικαίου στο γερμανικό δίκαιο που είχαν σπεύσει να αποβάλουν οι Έλληνες νομικοί, ήταν ένα ζήτημα που εκκρεμούσε, βλ. Μ. Βίττι, Ιδεολογική εναντίωση στη Μεγάλη Ιδέα και ρεαλισμός στο μυθιστόρημα, εκδ. Κέδρος Αθήνα 1993, σ. 49, όπου μεταφέρεται αυτολεξεί η άποψη του Καλλιγά από το Μελέται 1, 1899, σ. 189: «Δια μιας εισερχόμενοι εντός των πεπολιτισμένων εθνών, κατά τον τύπον των οποίων κοινωνικά ρυθμιζόμεθα, το πρώτο ζήτημα είναι αν μεταξύ αυτών και ημών υπάρχει η πνευματική συγγένεια ώστε να μη περιπέσωμεν εις αντιφατικήν με τον εαυτόν μας κατάστασιν, βλ. επίσης Ν. Πολίτης, Μελέτη επί του βίου των νεωτέρων Ελλήνων, 1871, 1874 (ομοιότης του βίου των νέων με τους αρχαίους Έλληνες).

9. Κ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Ικαρος, Αθήνα, σ. 378.

10. Ελ. Σκοπετέα, Το « πρότυπο βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα, ό.π., σ. 41-64. 

11. Χ. Μαγουλάς, «Φραγκίσκος Πυλαρινός: σαινσιμονισμός στο λυκαυγές του ελληνικού κράτους», βλ. Α.Μαρίνη, Στρ. Μυρογιάννη, Ν. Σινιόσογλου, Π. Τσολιά, Χ. Μαγουλά, Ριζοσπαστική Σκέψη στη Νεότερη Ελλάδα, από τον νεοελληνικό Διαφωτισμό στο νεοελληνικό κράτος, ό.π., σ. 224.

12. Μ. Βίττι, ό.π., σ. 49.

13. Π. Μουλάς, Ο χώρος του εφήμερου, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα 2005.

14. Μ. Βίττι, ό.π., σ…

15. Ελ. Σκοπετέα, Το πρότυπο βασίλειο και η Μεγάλη Ιδέα, ό.π., σ. 55.

16. Ν. Σινιόσογλου, «Διαφωτισμός και Αλλόκοτοι. Η περίπτωση του Παναγιώτη Σοφιανόπουλου», βλ. Ριζοσπαστική σκέψη στη νεώτερη Ελλάδα, ό.π., σ. 150 και 151. Ο Κ. Τσουκαλάς μας πληροφορεί ότι ο όρος «νέοι Έλληνες» ως φαντασιακή αποκρυστάλλωση της ελληνικής ιδέας επιτελέστηκε εκτός Ελλάδας και όχι από τους ίδιους τους Έλληνες, βλ. Η Ελλάδα της λήθης και της αλήθειας, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 2013, σ. 34. Έτσι, η ονομασία που της δόθηκε εκτός Ελλάδος, δεν συνδέθηκε με το δόγμα της ιστορικής ασυνέχειας που ασπάστηκαν οι αριστερές δυνάμεις, τον 20ό αι.

(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 29 Μαρτίου 2021)

ΧΡΟΝΟΣ, 29 Μαρτίου 2021

Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, ομότιμος, σήμερα, εξελέγη τακτική καθηγήτρια Φιλοσοφίας των Κοινωνικών Επιστημών του Τμήματος Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του Α.Π.Θ. το 2002 και υπήρξε διευθύντρια του Εργαστηρίου Φιλοσοφίας των Κοινωνικών επιστημών από το 2003.

http://philosophein.web.auth.gr
http://users.auth.gr/~adeli/
www.deligiorgi.blogspot.com