Ο κεραστής

Κώστας Βραχνός

Το ’χω συνήθειο, μ’ αρέσει, μια φορά στο τόσο, μεσοβδόμαδα, να βγαίνω βραδάκι, χωρίς γυαλιά μυωπίας, να πηγαίνω σε ωραία λαϊκά, παρεΐστικα στέκια, κουτούκια, καπηλειά, χασαποταβέρνες, να κάθομαι σε μια γωνιά, να τρώω, να πίνω και να μερακλώνω χαζεύοντας τις θαμπές μορφές των ανθρώπων που διασκεδάζουν. Η καλύτερή μου. 

Την περασμένη Τετάρτη πήρα χαρούμενος τον ηλεκτρικό και κατέβηκα σ’ ένα κουτούκι στον Πειραιά, τον «Τσέλιγκα», το οποίο γεμίζει από το απόγευμα. Πρώτη φορά μετά από σχεδόν δύο χρόνια περιορισμού στο σπίτι λόγω της γνωστής πανδημίας, έβγαινα έξω για βράδυ. Δυο χρόνια παρά ένα μήνα! Κόντεψα να τρελαθώ. 

Έφτασα σχετικά νωρίς. Το μαγαζί φίσκα. Παρ’ όλα αυτά, βρήκα ένα πόστο δίπλα στο ταμείο, ό,τι έπρεπε. Λες και περίμενε εμένα. Παρήγγειλα αμέσως. Το πρώτο μισόκιλο το ήπια ούτε κι εγώ ξέρω πότε. Η μουσική τέρμα, ο κόσμος φώναζε, καπνός παντού κι αντάρα. Κράταγα το κεφάλι μου, ελαφριά ζαλισμένος, και χάζευα ένα προς ένα τα τραπέζια. Το θολό μου βλέμμα στάθηκε στον ψαρομάλλη με το λευκό μούσι, τέρμα στο βάθος δίπλα στο παράθυρο, ο οποίος κοίταγε συνεχώς προς τη μεριά μου. Μάλιστα, κάποια στιγμή άρχισε και τις χαιρετούρες. Ύψωνε κάθε τρεις και λίγο το ποτήρι του σαν να ’λεγε: «στην υγειά σου, ρε μάγκα». Ύψωνα κι εγώ με τη σειρά μου: «στην υγειά σου και σένα, ρε δικέ μου». Κι άσπρο πάτο.  

Δέκα, δέκα και μισή θα ήτανε όταν μες στον χαμό και την κάπνα ήρθε το γκαρσόνι και μου είπε: «Ό,τι πίνεις είναι κερασμένο απ’ τον κύριο στο βάθος». «Μη ρωτήσεις περισσότερα», με πρόλαβε. Ξαφνιάστηκα για λίγο, αλλά ευχάριστα. Εφεξής, όλο και πιο χτυπημένος απ’ το κρασί, κέντραρα κάθε τόσο κι ευχαριστούσα με το ποτήρι μου μακριά τη γενναιόδωρη, σεβάσμια φιγούρα, που πάντοτε ανταπέδιδε. «Για δες κωλοφαρδία απόψε», σκεφτόμουν και συνέχιζα να πίνω.

Η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβω. Πλησίαζαν δώδεκα και το μαγαζί είχε σχεδόν αδειάσει. Ετοιμάστηκα να φύγω κάπως βιαστικά, μπας και προλάβω το τελευταίο τρένο. Έγειρα στο ταμείο και, καθώς πλήρωνα, θυμήθηκα τον άγνωστο κεραστή. Γύρισα κι έριξα μια αποχαιρετιστήρια ματιά προς το τραπέζι του: ήταν ακόμη εκεί, στην ίδια θέση, ακούνητος. «Ας πάω δυο λεπτά να καληνυχτίσω τον άνθρωπο», είπα από μέσα μου. Σηκώθηκα, λοιπόν, και σύρθηκα παραπατώντας ώς την άλλη άκρη του καταστήματος, δίπλα στο παράθυρο, να ευχαριστήσω κι από κοντά τον ψαρομάλλη κουβαρντά με το λευκό μούσι, που μου ’φτιαξε ανέλπιστα τη βραδιά. Μα το μόνο που αντίκρισα ήταν ένα κεφάλι τράγου στερεωμένο στον τοίχο.

 

(Πρώτη δημοσίευση: ΧΡΟΝΟΣ, 6 Μαΐου 2020)

ΧΡΟΝΟΣ #71, 6 Μαΐου 2020

[Πρώτη δημοσίευση]

Ο Κώστας Βραχνός (Καλαμάτα 1975) είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής (1998) και της Θεολογικής (2008) Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Σαλαμάνκας (2003). Έργα του: El hambre del cocinero (ποίηση, Κόρδοβα 2008), Το μυστήριο ως πρόβλημα (δοκίμιο, Αθήνα 2010), Encima del subsuelo (ποίηση, Σεβίλη 2014), Πρώτα ο Θεός (ρωπογραφήματα, Νεφέλη, Αθήνα 2017). Μεταφραστής από τα ισπανικά (Carlos Edmundo de Ory, J.V. Piqueras, M. Labordeta, O. Girondo κ.ά.), τακτικός συνεργάτης του περιοδικού Φρέαρ.