Το Ττομούι

Μαρία Α. Ιωάννου

Εν ήμουν ποττέ πραγματικός καπνιστής.
Ώσπου το τσιάρον μου άρκεψεν να μιλά.
Έσβησα το μεσοδότζ̌ιν τζ̌ι άφηκα το στο τασάκι.

«Πήαιννε Σκιάθον», είπεν μου. «Παντρεύτου. Κάμε θκυο μωρά.»

Ερώτησα τον Πέτρον, τον καλλίττερον μου φίλον, αν εμιλούσαν τζ̌αι τα δικά του τα τσιάρα. Εκάπνιζεν παραπάνω που τριάντα την ημέραν, τα δόνγκια του κατατζ̌ίτρινα, κάτι έν νά ΄ξερεν, όμως ο Πέτρος είπεν μου ότι εμιλούσαν του μόνον άμαν εκάπνιζεν χόρτον, ειδικά γουάιτ γουίτο. «Παιχνίθκια του μυαλού. Δοκίμασε να πάεις που τα Royals στα Rothmans», είπεν μου. Το δέρμαν του εβρωμούσεν πάντα νικοτίνην, τες τελευταίες ημέρες όμως, είσ̌εν μιαν ωραίαν μυρωθκιάν, ειδικά άμαν έρκετουν που τα μπούκκικα, σαν να τζ̌ι εραντίζετουν με αρωματικόν χώρου. «Νομίζω έν να πεθάνω», ελάλεν μου, «αλλά όι που το τσιάρον!» Εφαίνετουν ετοιμοθάνατος – η αλήθκεια – οπότε εσυφφωνούσα μαζίν του. Ύστερα, εσκέφτουμουν πάλε το τσιάρον που εμιλούσεν, η φωνή του αθθύμιζε μου τον Αρχιεπίσκοπον, με λλίον Ήλιον μέσα.

Πάντως, το τσιάρον ήταν πάντα για μέναν μια πολλά μυστήρια προέκταση του σ̌ερκού μου. Εσφήνωννα το μες τα δάχτυλα τζ̌ι ένιωθα ότι έφκαλλα έναν έκτο, όπως την έκτην αίσθησην έναν πράμα, κάποτε αθθύμιζεν μου τζ̌αι μιτσικουρίν βίλλον έτσι όπως εκόρτωννεν πά’ στο σ̌έρι μου το δεξί. Ο καπνός του ετινάσσετουν όπως το σ̌σ̌οινίν στα Γουέστερν, έκαμνεν με να νιώθω μιάλος. Όπως τζ̌αι νά ’σ̌ει, ήμουν πάντα κοινωνικός καπνιστής, όι τόσον πολλά ζωντανόν τασάκιν όπως ο Πέτρος, μιτσίν ζωντανόν τασάκιν έν να μπορούσες να με πεις, τασάκιν μινιατούρα, όπως τζ̌είνα που πουλούν στα σουβενίρ-σ̌οπ. Γι’ αυτόν εν εκατάφερα ποττέ μου να το κόψω. Ένιωθα πως κάτι άλλον έν να έκοφκα, πως κάτι έν νἀ ’φευκεν που πάνω μου για πάντα.

«Είσαι μέσα;», ερώτησεν με το τσιάρον μόλις το εξανάναψα.
«Όι, έν πκιο αυστηρά τα μέτρα του αντικαπνιστικού τωρά…», είπα του.

Τζ̌ι άλλα τσιάρα πρέπει να εμιλούσαν, εν ήταν δυνατόν. Ο μάστρος μου κάποτε απαντούσεν τζ̌ιόλας, εκρέμμουνταν που τα σ̌είλη του ολόκληρες ξιτιμασ̌ιές την ώραν που εποφύσαν τον καπνόν του ποτζ̌εί-ποδά. Η Μάγδα, η σπιτονοικοτζ̌υρά, είπεν το τσιάρον της «ππεζεβέγκην» μιαν ημέραν. Ακόμα τζ̌ι ο Πέτρος εψιθύριζεν στα τυλιχτά του ώρες ώρες, σαν να τζ̌ι εμιλούσεν σ’ έναν μιτσήν χάρτινον αφτίν. Ανακούφιζεν με να τον θωρώ να το κάμνει τούτο για κάποιον λόγον…

«Είσαι μέσα ή όι;»
«Είμαι σπίτιν μου τωρά, κάμνω ό,τι θέλω.»
«Εννοώ, αν γουστάρεις!»
«Ίντα πράμα;»
«Την αλήθκειαν.»

Τζ̌είνην την νύχταν το τσιάρον άρκεψεν να μιλά πολλά γλήορα. Είπα του έν να το καπνίζω με διαλείμματα, για να μεν βουρά η φωθκιά, έπρεπε να το σβήννω τζ̌αι να το ανάφκω συνέχεια. Τζ̌αι τζ̌είνον εξομολοήθηκεν μου ότι εν ήταν απλώς έναν τσιάρον που προκαλεί καρκίνον του πνεύμονα, καρδιοαγγειακές παθήσεις τζ̌ι άλλες αρώσκιες, μα κάποιος που επαγιδεύτηκεν μες έναν τσιάρον, ύστερα ’πό ’ναν αποτυχημμένον πείραμαν κάπου στα βάθη του Ουζπεκιστάν, χρηματοδοτούμενου που τες παραπάνω χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης – έννεν πελλάρες που λαλώ, έν αλήθκεια – τζ̌αι πως τωρά ήταν τόσον μιτσής, που τον εχώρεν τζ̌είντο τσιάρον, είσ̌εν τζ̌αι δικόν του σαλόνιν που τον θωρείς, τζ̌αι κρεβάτιν που πίσσαν – «η αίσθηση θθυμίζει στρώμαν νερού» – τζ̌αι πως ήταν άλλος κόσμος τζ̌ει μέσα–τζ̌ει, τζ̌ι έν νά ’ταν καλόν να προσέχω πόσον καπνίζω τζ̌αι πώς σβήννω ένα τσιάρον, γιατί η ζωή του έννεν μες τον καπνόν, αλλά στο φίλτρον.

«Στο φίλτρον;»
«Τζ̌είνον ἐν το σπίτιν μου, το υπόλοιπον τσιάρον ἐν απλά η αυλή μου.»
«Πολλά έξυπνο!»

Το τσιάρον, που άρκεψα να το φωνάζω «Ττομούι» που τζ̌είνην την ώραν, εσυμπλήρωσεν πως τζ̌ι άλλοι σαν τζ̌είνον μπορεί να εβρίσκουνταν ποτζ̌εί ποδά, πως εγνώρισεν μάλιστα τουλάχιστον πέντε, μαζίν τους τζ̌αι μιαν Γιαπωνέζαν με μωβ μαλλιά με εξτένσ̌ιον – «πρόσεχε, αν δεις μωβ καπνόν, όι να λαωθείς» – τζ̌αι πως έπρεπε να προειδοποιήσω τον κόσμον, πως τούτος…τούτο…τούτος…τούτο…τούτος εμπήκεν σε τζ̌είντο πείραμαν εθελοντικά, κοινωνικός καπνιστής τζ̌αι τζ̌είνος, μα εγελάσαν του, εκάμαν τον να νομίζει πως τούτον ούλλον ήταν για να φκάλλουν πκιο υγιεινόν καπνόν ιμίσ̌ι μου.

«Ήμουν πάντα ακτιβιστής. Ελούθηκα το κέτσ̌απ μιαν φοράν. Το φίλτρον μου έσ̌ει Σκανδιναβικού τύπου εξαερισμόν. Άμαν εν έσ̌εις πολλές επιλογές, γίνεσαι πκιο κοψονούρης.»

Το Ττομούιν εμιλούσεν μόνον άμαν ήταν αναμμένον – «εσπάρκωσα, έσ̌ει να κάμω σεξ που το Ουζπεκιστάν» – αλλά άκουεν συνέχεια, «τζ̌είνοι που ἐν σε κώμμαν ακούουν μας που τ’ αλήθκεια, έννεν μύθος.»

Πόσους να έκαψα με το τσιάρον τόσα χρόνια; Πόσους;

Τζ̌ι αν εκάπνισα τζ̌ι εσκότωσα τζ̌ι άλλους; Τζ̌ι αν τζ̌είνοι εν ήταν κοψονούρηες ώστι να μείνουν στο φίλτρον, αλλά στον καπνόν ή, ακόμα σ̌ειρόττερα, στην καύτραν; Τζ̌ι αν τους επυρπόλησα ζωντανούς χωρίς να το καταλάβω; Πρώτα τζ̌είνους της καύτρας. Τα σ̌είλη τους να παουρίζουν, να λιώνουν, όπως τζ̌είνους τους στρατιώτες-πειραματόζωα που στέλλουν στους πολέμους.

«Πέτρο, τζ̌αιρός να το κόψεις.»
«Το κάπνισμαν έν η ζωή μου…»
«Πέτρο, σβήσ’ το τσιάρο σου τωρά, να μεν με πκιαν τα νεύρα!»

Ο Πέτρος εν εκαταλάββαιννεν τούντην απότομην αλλαγήν, άρκεψεν όμως να με θωρεί άλλως πως. Μιαν νύχταν εχαΐδεψεν μου την φούχταν. Μετά έτριφκεν τα δάχτυλα του πά’ στην ράσ̌η μου. Tην ώραν που εκάπνιζεν εποφύσαν κυκλούθκια τζ̌ι εθώρεν με μες τα ’μμάθκια.

«ΟΠάτροςθέλεισε», είπεν μου το Ττομούι, τωρά εμιλούσεν πάρα πολλά γλήορα, εμπέρδευκεν τζ̌αι τες λέξεις, εν του είσ̌εν μείνει σχεδόν καθόλου αυλή, η φωθκιά έτρωεν τον.

«Μα είμαστεν φίλοι που το σχολείον. Ξέρω ούλλες του τες σχέσεις!»
«Τζ̌ιεσύθάλειςτονΠέτρον.»

Εν εμπορούσα να πιστέψω πως ένα τσιάρον με κάποιον βαούμενον μες το φίλτρον του, που εφώναζα Ττομούι, τζ̌αι που εφκήκεν που έναν καταστροφικόν πείραμαν στα βάθη του Ουζπεκιστάν, κάποιος κλεισμένος σ’ έναν πακκέττον-φέρετρον, που εμιλούσεν τζ̌αι τζ̌είνος Κυπριακά για κάποιον λόγον – «αφού όπκοιαν πέτραν τζ̌ι αν σηκώσεις, βρίσκεις Κυπραίον» – ετολμούσεν να πει πως εγώ, εγώ που ούλλους τους αθρώπους, έν να μπορούσα να νιώθω κάτι για τον Πέτρον.

«Εν σου ξαναμιλώ.»
«Φοβλάσαιναδειςτονπραγματικόσουεαυτό;»
«Έν να καπνίσω ό,τι έμεινεν που την αυλήν τζ̌αι τον κήπον σου τωρά.»
«Είσαιπολλάσέξιάμαθυμούνεις.»
«Έν να σε κάψω γαμώτο!»
«Έθθατοκλάμεις.»
«Έν να το κάμω.»
«Έθθατοκάμεις.»
«Έν να το κάμω.»
«Έθθατοκά-»

Τζ̌είνην την ημέραν εκάπνισα τζ̌αι το φίλτρον. Εν εξανακάπνισα φίλτρον στην ζωήν μου. Έφαν μου κάμποσην ώρα, επόνησα την μασέλλαν μου. Ανακάτσ̌ιασα, η γεύση του ερίζωσεν μες το στόμαν μου.

Το Ττομούι εν εξαναμίλησεν.

Τζ̌ι εγώ εν το επαραδέχτηκα ποττέ μου.
 
 

(Πρώτη δημοσίευση: ΧΡΟΝΟΣ, 26 Απριλίου 2020)

ΧΡΟΝΟΣ #71, 26 Απριλίου 2020

Φωτογραφία/Photo: Lindsay Fox, https://ecigarettereviewed.com/blog/

«Το Ττομούι» – διαβάζει ο Γιώργος Κυριάκου

Η Μαρία Α. Ιωάννου γεννήθηκε στη Λεμεσό. Σπούδασε αγγλική λογοτεχνία και λογοτεχνία του 20ού αιώνα (MA King’s College London, BA University of Reading) και ολοκληρώνει το διδακτορικό της στη Δημιουργική Γραφή (University of Winchester), ενώ έχει λάβει το Vice-Chancellor's Excellence in Research Award 2019. Η πρώτη της συλλογή διηγημάτων - «Η γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας» (Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2011) - τιμήθηκε με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Λογοτέχνη στα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας Κύπρου. Το 2013 ίδρυσε το διεπιστημονικό φεστιβάλ λογοτεχνίας ΣΑΡΔΑΜ (πιστοποίηση EFFE Label 2019-2020). Η δεύτερή της συλλογή διηγημάτων - «Καζάνι» (Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2015) - συμπεριλήφθηκε στις υποψηφιότητες για το Βραβείο Νέου Λογοτέχνη 2016 (ελληνικό περιοδικό Κλεψύδρα / Έναστρον), ενώ έχει μεταφραστεί στα σερβικά και ουγγρικά. Το διήγημά της Pillars προτάθηκε από το περιοδικό SAND (Βερολίνο) για να συμπεριληφθεί στην ανθολογία Best Small Fictions 2020 (ΗΠΑ), ενώ «Η Μύγα κι η Κανάτα», το πρώτο παραμύθι που γράφει στα ελληνικά, κυκλοφόρησε το 2019 από τις Εκδόσεις Πατάκη (εικονογράφηση - Φίλιππος Θεοδωρίδης).

Κριτικές του πρώτου της βιβλίου, εδώ: http://www.vlef.wordpress.com/κριτικές/

Καζάνι – http://www.kazaninefeli.wordpress.com

Φεστιβάλ ΣΑΡΔΑΜ – http://www.sardamcy.wordpress.com

Περισσότερα στοιχεία, εδώ – http://www.mariajoannoushortstories.wordpress.com