Πανδημία, πανοπτισμός και Vitalpolitik
Αλεξάνδρα Δεληγιώργη
Το 2018, μια ασυνήθιστα συγχρονισμένη ανταγωνιστικότητα των ισχυρών χωρών ευνόησε την επεκτατική πολιτική των κεντρικών τραπεζών, υποσχόμενη παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη.
Καθώς το 2019 ο κύκλος ανταγωνιστικότητας-ανάπτυξης-ανισότητας φάνηκε να κλείνει υπέρ της Κίνας, το σκηνικό αλλάζει απότομα, και τη συγχρονισμένη επιτάχυνση αναπτυξιακής δραστηριότητας των κεντρικών τραπεζών διαδέχεται μια συγχρονισμένη επιβράδυνσή της, επειδή ήταν ήδη ορατός ο κίνδυνος να μηδενίσει την ανταγωνιστικότητα, με συνέπεια μια ξέφρενη ανισότητα και το ξέσπασμα πολιτικών αντιδράσεων κυρίως σε οικονομικά αποδυναμωμένες και μη ανταγωνιστικές χώρες, χωρίς περιθώρια άσκησης κοινωνικής πολιτικής στο εσωτερικό τους. Παγκόσμιοι οργανισμοί όπως το ΔΝΤ και ο ΟΟΣΑ τόνισαν, τότε, την ανάγκη διόρθωσης των πρακτικών ανισότητας που προκαλούσε η καθ’ υπερβολήν οικονομική ανάπτυξη.
Ελάχιστους μήνες μετά, έρχεται το ξέσπασμα της επιδημίας covid-19 στις υπερβιομηχανοποιημένες περιοχές του πλανήτη, ως ένα ακόμη εμπόδιο στις προσπάθειες εξισορρόπησης των τάσεων ανάπτυξης και εξαθλίωσης. Και επειδή προς το παρόν είναι άγνωστες οι εξελίξεις όσον αφορά την εξάπλωση ή μη της πανδημίας, το μόνο βέβαιο είναι η δραματική αύξηση της παγκόσμιας ύφεσης και της ανεργίας σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Αυτή την αρνητική τροπή καλείται να διαχειριστεί η παγκοσμιοποιημένη νεοφιλελεύθερη οικονομία της αγοράς, η οποία αδυνατώντας να προβλέψει τις τυχόν αντιδράσεις εργαζομένων και ανέργων παγκοσμίως, αποφασίζει σταδιακά τα μέτρα και τις πρακτικές που θα ασκήσει.
Είναι βέβαια γνωστό ότι, από την πρώτη μέχρι την τελευταία βιομηχανική επανάσταση, ο πάγιος στόχος της αγοράς είναι η μείωση του κόστους εργασίας και η αύξηση του πλούτου, αρχικά των εθνών, στη συνέχεια των πολιτών-κατόχων ατομικής ιδιοκτησίας, αργότερα των μονοπωλίων και βαθμιαία των υπερεθνικών επιχειρηματικών και τραπεζικών κολοσσών.
Από το τέλος του Β’ ΠΠ, υπό το καθεστώς της νεοφιλελεύθερης οικονομίας της αγοράς που επεξεργάστηκε η λεγόμενη Σχολή του Φράιμπουργκ και υιοθέτησε, με τη συναίνεση των σοσιαλδημοκρατών, η Γερμανία και στη συνέχεια η Ευρώπη, ο ρόλος της αγοράς ενισχύθηκε, ενώ με την είσοδο της ΕΕ στην παγκόσμια αγορά αυξήθηκε η ανταγωνιστικότητα και αναλόγως αυξήθηκε η ανισότητα Βορρά και Νότου, με αποτέλεσμα υπερχρεωμένες περιφερειακές χώρες-μέλη της ΕΕ να υποστούν εντέλει την πολιτική των μνημονίων και της αποστέρησης που τους επέβαλε σε καιρό ειρήνης η ΕΕ, με εξιλαστήριο θύμα την Ελλάδα.
Οι συνέπειες της πανδημίας στην Ευρώπη φαίνεται να μην αφήνουν περιθώρια στην ΕΕ να ασκήσει την ίδια πολιτική εξόντωσης αδόκητα υπερχρεωμένων και οικονομικά εξαντλημένων χωρών, εφόσον το όριο άντλησης οφέλους των δανειστών από την άσκησή της ξεπεράστηκε. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι βέβαιο τι ακριβώς πρόκειται να γίνει. Και καθώς οι συνέπειες της παγκόσμιας ύφεσης, σε συνδυασμό με αυτές της πανδημίας, προοιωνίζουν άσχημες μέρες για τον παγκόσμιο πληθυσμό, είναι θεωρητικά ενδιαφέρουσα και πολιτικά κρίσιμη η εξέταση προβλεπόμενων και πιθανών στρατηγικών διαχείρισης του ισχυρού σοκ που αναμένει τις χώρες στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης νεοφιλελεύθερης οικονομίας.
* *
Για να βγάλει όμως κανείς χρήσιμα συμπεράσματα από αυτή την εξέταση και να σκεφτεί συνέπειες που ενδέχεται να προκύψουν από την άρνηση των εργαζομένων και ανέργων να υποστούν ολόκληρο το βάρος της οικονομικής καθίζησης, χρειάζεται να γνωρίζει μέσα από ποιους δρόμους και κάτω από ποιες συνθήκες προέκυψε η νεοφιλελεύθερη οικονομία της αγοράς.
Βέβαια, το τι θέλουν οι εξαθλιωμένες μάζες ανέργων και υποαπασχολούμενων εξαρτάται από το τι μπορούν να θέλουν. Και αυτό που μπορούν να θέλουν εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από το πόσο καλά γνωρίζουν τους μηχανισμούς χρηματιστηριακής ασυδοσίας και πολιτικής ηγεμόνευσης που οδήγησε στην παρούσα κατάσταση. Απ’ αυτή την άποψη, ο μόνος τρόπος αποφυγής αυθαίρετων συνωμοσιολογικών θεωρήσεων είναι ακριβώς η γνώση του παρελθόντος, που μας βοηθά να σκεφτούμε και να καταλάβουμε καλύτερα τα νέα δεδομένα που προκύπτουν από την απώλεια ισορροπίας μεταξύ υπερπλουτισμού ενός ελάχιστου ποσοστού του πληθυσμού και της μέχρι θανάτου εξαθλίωσης των περισσότερων από τους άλλους.
Η συνωμοσιολογία, την αποφυγή της οποίας δικαιολογημένα συνέστησε ο Alain Badiou, ασφαλώς δεν βοηθά – αντίθετα, μεγιστοποιεί τον φόβο και την αδράνεια. Αλλά η συνωμοσιολογία ενεργοποιείται όταν η γνώση ενός καθεστώτος πραγμάτων και λόγου είναι προβληματικά ελλιπής. Αυτό όμως δεν ισχύει για τη συγκρότηση της νεοφιλελεύθερης οικονομίας της αγοράς και για την πορεία που διέγραψε έως ότου σήμερα αναφανούν οι όροι μετάλλαξής της σε ένα σύστημα εξουσίας που, με τη δική του λογική, θεωρεί όχι μόνον αναγκαία αλλά και δυνατή την άσκηση της Vitalpolitik μέσω νέων τεχνολογιών. Πράγμα που παρέλειψε να τονίσει ο A. Badiou. Αντίθετα, απέφυγε να συνδέσει την συνωμοσιολογία με την άγνοια ή την ημιμάθεια, που οδηγούν αναπόφευκτα σε λανθασμένες υποθέσεις, όπως λχ. στην υπόθεση που ο ίδιος διατύπωσε ότι οι επιδημίες δεν έχουν πολιτικούς επικαθορισμούς. Ανάλογα αβάσιμη είναι και η υπόθεση ότι τέτοιες επιδημίες δεν έχουν οικολογικούς και βιοψυχικούς επικαθορισμούς, μιας και μεταξύ των παραγόντων μόλυνσης από τον κορονoϊό είναι και η εξασθένηση του ανοσοποιητικού συστήματος έμβιων όντων όπως οι άνθρωποι που προξενεί η μόλυνση του περιβάλλοντος ιδίως σε υπερβιομηχανικές περιοχές του πλανήτη, αλλά και η συνεχώς μειούμενη διατροφική αξία των βιομηχανοποιημένων τροφίμων και η αυξανόμενη κατανάλωσή τους λόγω της έλλειψης φυσικών πόρων και ουσιών.
Το ζήτημα, λοιπόν, είναι εάν και κατά πόσον η νεοφιλελεύθερη οικονομία θα δει την αμφίβια –οικονομική και υγειονομική– κρίση ως ευκαιρία να ασκήσει τη Vitalpolitik, την αποκαλούμενη βιοπολιτική, επιχειρώντας να διαχειριστεί τη ζωή των εθνικών πληθυσμών με όρους ιδιωτικού ή κρατικού συμφέροντος προκειμένου να ενισχύσει την αγορά, δημιουργώντας νέες ανάγκες υγειονομικής φύσεως και τις αντίστοιχες υπηρεσίες για την αντιμετώπισή τους, με αποτέλεσμα νέους τρόπους επιχειρείν που θα μειώνουν το κόστος παραγωγής και διακίνησης με τη διεύρυνση της τηλε-εργασίας, της τηλε-εκπαίδευσης, της διαδικτυακής ενημέρωσης και της ρομποτικής.
Και επειδή είναι απίθανο η οικονομική και υγειονομική μαζί κρίση να αναγκάσει τη νεοφιλελεύθερη οικονομία της αγοράς να παραιτηθεί από τους πάγιους στόχους της, το ζήτημα είναι υπό ποιους όρους θα αντιμετωπίσει, στη φάση αυτή, τη βιοπολιτική ως ένα ακόμη -το τελευταίο ίσως- προπύργιο της αβυθομέτρητης απληστίας της.
Ειπώθηκε παραπάνω ότι η γνώση του τι συμβαίνει και του τι είναι πιθανό να συμβεί εξαιτίας της δραματικής παγκόσμιας ύφεσης, προϋποθέτει τη γνώση του παρελθόντος, αφού τα συμβαίνοντα όπως και τα συμβεβηκότα διαδραματίζονται μέσα στην Ιστορία και γιατί ανάλογες δραματικές καταστάσεις προέκυψαν σε ένα όχι τόσο μακρινό παρελθόν. Και είναι αναγκαία, γιατί μας βοηθά να καταλάβουμε και να διαχειριστούμε αποτελεσματικότερα την εμπειρία του παρόντος, μαθαίνοντας από τα λάθη ή τα σωστά που έγιναν σε ανάλογες περιπτώσεις στο παρελθόν, ώστε να λιγοστεύουν οι πιθανότητες αποτυχίας και αδιεξόδου στη διαχείριση τωρινών ζητημάτων.
Σήμερα, όμως, ένα μεγάλο μέρος των εργαζόμενων και των ανέργων δεν γνωρίζει ούτε ενημερώνεται, λόγω των βεβαρυμένων συνθηκών διαβίωσης, ενώ ένα άλλο, επίσης μεγάλο μέρος τους, υφίσταται υπερπληροφόρηση συνδυασμένη με τη σύγχυση που προκαλεί η διαδικτυακή διάδοση ψευδών ειδήσεων.
Υπ’ αυτούς τους όρους, παρά τον κυκεώνα των πληροφοριών για τα τρέχοντα, είναι αμφίβολο αν οι περισσότεροι εργαζόμενοι και άνεργοι έχουν μια σφαιρική αντίληψη του τρόπου λειτουργίας της παγκοσμιοποιημένης νεοφιλελεύθερης οικονομίας της αγοράς, του τρόπου διαμόρφωσής της στη μακρά διάρκεια της μοντερνικότητας, κυρίως από τα τέλη του 19ου αιώνα, όπως και του τρόπου επικράτησής της στο β’ μισό του 20ού αιώνα στην Ευρώπη, στις Η.Π.Α και βαθμιαία σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Η έλλειψη θεωρητικής και έμπρακτης γνώσης γινόταν έως τώρα φανερή από την πάγια διεκδίκηση ισότητας με όρους ατομικής υλικής ευημερίας. Αν οι εργαζόμενοι γνώριζαν τους λόγους για τους οποίους η νεοφιλελεύθερη οικονομία της αγοράς, από την οποία διεκδικούν την αύξηση της αγοραστικής τους δύναμης, είναι αυτή ακριβώς που προκαλεί την ανεργία και τη μείωση των αποδοχών τους, αυξάνοντας έτσι την εξαθλίωσή τους, τότε θα ήταν ευκολότερο να αντιληφθούν ότι τέτοιου είδους διεκδικήσεις νομιμοποιούν το κυνήγι της αγοράς για καθ’ υπερβολήν οικονομική ανάπτυξη, που προκαλεί την εκρηκτική ανισότητα στην αγοραστική-καταναλωτική δύναμη εργαζομένων, υποαπασχολούμενων και ανέργων,(1) αλλά όχι μόνο σ΄ αυτήν.
Υπό την πίεση, λοιπόν, της διπλής οικονομικής και υγειονομικής κρίσης, είναι αναγκαίος ο προβληματισμός για τα πιθανά μέτρα διαχείρισής της, που θα τους επέτρεπαν να διεκδικήσουν την αλλαγή των στόχων του δεδομένου οικονομικο-πολιτικού συστήματος. Ο προβληματισμός αυτός, όμως, προϋποθέτει όπως είπαμε γνώση της ιστορικής εμπειρίας των δύο αιώνων φιλελευθερισμού (18ου-20ού αι.) και γνώση της σημερινής εμπειρίας, που συναντούν, ωστόσο, εμπόδια από τις πρακτικές των ΜΜΕ και την υπερβολική χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας.
Πράγματι, με τη διαδικτυακή πληθωρική διάχυση πληροφοριών, οι διεργασίες διαφώτισης που ενεργοποιεί η μάθηση υποκαθίστανται από διεργασίες σύγχυσης που αναπαράγουν σκόπιμα ή μη τις γνωστές ψευδαισθήσεις περί του καταναλωτικού γοήτρου, που λίγες μόλις δεκαετίες νωρίτερα έκαναν τους εργαζόμενους πρόθυμους να εξασφαλίσουν το απαιτούμενο εισόδημα ακόμη και με 18ωρη καθημερινή εργασία. Όσο όμως οι εργαζόμενοι μετατρέπονται σε υποαπασχολούμενους ή ανέργους, το παιχνίδι της συσκοτιστικής ή προπαγανδιστικής υπερπληροφόρησης χάνει το ενδιαφέρον του.
Αντί της υπερπληροφόρησης, λοιπόν, χρειάζεται γνώση του παρόντος και γνώση του παρελθόντος απ’ όπου αναδύθηκε και αναπτύχθηκε ο καπιταλισμός έως την ύστερη φάση του. Κι ενώ η γνώση αυτή είναι ήδη διαθέσιμη, παρεμποδίζεται η διάχυσή της, καθώς προσκρούει στο τείχος των μηντιακών και ιντερνετικών τεχνικών.
Ο Φουκώ, ελλείψει ιντερνετικής και ψηφιακής τεχνολογίας την εικοσαετία 1960-1980, μετέδωσε υπό μορφή μαθημάτων την ιστορική γνώση που του απέδωσε η μελέτη των συστημάτων σκέψης και λόγου, εντός των οποίων διαμορφώθηκαν ή αναδιαμορφώθηκαν εννοιολογικοί, ιδεολογικοί, πολιτικοί και δικαιϊκοί θεσμοί που στήριξαν τον εμπορευματικό και, στη συνέχεια, τον χρηματιστηριακό καπιταλισμό, τους τέσσερις αιώνες της μοντερνικότητας.
Η ιστορική εξέταση στο πλαίσιο της έρευνας και της διδασκαλίας, η οποία προηγείται κάθε θεωρητικής επεξεργασίας των δεδομένων,(2) έδωσε, δικαιολογημένα, στις αναλύσεις του το προβάδισμα έναντι θεωρητικών που διαμόρφωσαν τις απόψεις τους, μέσω της πολεμικής εναντίον απόψεων των θεωρητικών ή ιδεολογικών αντιπάλων τους .
Στα μαθήματα του 1979 επιχείρησε να εντοπίσει την γένεση της Βιοπολιτικής, παρακολουθώντας την ιστορία δύο αιώνων φιλελευθερισμού. Δεν δίστασε μάλιστα να πεί: «Αν η τύχη μου χαμογελάσει μέσω αυτής της ανάλυσης, θα φτάσω στο πρόβλημα της βιοπολιτικής και της ζωής».(3) Και από αυτή την άποψη, τα μαθήματα του για τον ορντοφιλελευθερισμό και τον νεοφιλελευθερισμό, που έκαναν να γεννηθεί η δυνατότητα άσκησης της βιοπολιτικής (Vitalpolitik), ασχέτως αν δεν πρόλαβε να τη δει να πραγματοποιείται, θα χρειαστεί να γίνουν κάτι σαν ευαγγέλιο των εργαζομένων και ανέργων, ανάλογο με αυτό που υπήρξε το Κεφάλαιο για τους προλετάριους στο β’ μισό του 19ου αιώνα.
Αν αυτό δεν έγινε, στα σαράντα χρόνια που μας χωρίζουν από τα μαθήματα του Φουκώ, στο Ανώτατο εκπαιδευτικό Ίδρυμα της Γαλλίας είναι γιατί, όπως είπαμε, οι ενδεχόμενοι αναγνώστες, εργαζόμενοι και άνεργοι των μαζικών δημοκρατιών, ύστερα από δυο παγκόσμιους πολέμους και τους σωρούς ερειπίων που προκάλεσαν, δέχθηκαν να μεταλλαχθούν από παραγωγικές σε καταναλωτικές δυνάμεις, υποκύπτοντας στο δέλεαρ της εξίσωσης της αγοραστικής δύναμής τους. Το αποτέλεσμα ήταν η εκποίηση της ελευθερίας τους ως δυνατότητας αυτό-εκπλήρωσης και η ματαίωση πραγμάτωσης μιας εν δυνάμει πολιτικής και δικαιϊκής ισότητάς τους. Το σύνθημα της αποχής από τις κοινοβουλευτικές εκλογές, που διατρανώθηκε σε διάφορες φάσεις της πολιτικής ζωής της μεταπολεμικής Ευρώπης, αποδείχθηκε μια συγκεκαλυμμένη υπαναχώρηση προς όφελος της ισχύουσας τάξης πραγμάτων.(4)
Ανάλογο παράδειγμα με αυτό των μαθημάτων του Φουκώ στάθηκαν οι Κριτικές της Πολιτικής οικονομίας, τα Grundrisse και λίγο αργότερα ο Α΄ τόμος του Κεφαλαίου, όπου ο Μαρξ ανέλυε και αποτιμούσε τον εμπορευματικό καπιταλισμό στο πλαίσιο του τότε φιλελεύθερου κράτους δικαίου. Τα έργα αυτά, που διαβάστηκαν από χιλιάδες προλετάριους, στήριξαν το εργατικό κίνημα που έμαθε προς τα πού χρειαζόταν να κατευθυνθεί και με ποιους συγκεκριμένους στόχους. Η αναμόρφωση των εργασιακών σχέσεων και η συμμετοχή, μέσω της εκπροσώπησης, των εργατών στη διαμόρφωση των νομικών και πολιτικών θεσμών, ήταν στην πρώτη γραμμή των διεκδικήσεών τους.
Ήταν η εποχή που η αστική τάξη έδινε στις τέχνες το περιθώριο να εμβαθύνουν στη σχέση των αστών εκείνης της εποχής με την κατεστημένη τάξη πραγμάτων και σκέψης, και επιπλέον τη δυνατότητα να εκφράσουν τη θέληση των δημιουργών τους για κριτική των πεπραγμένων του δεδομένου, τότε, κόσμου. Είναι η εποχή, πριν από τον Α΄ ΠΠ, που οι αστοί διαβάζουν έργα της λογοτεχνίας που απηχούν τον κόσμο που έφτιαξαν και που, αντίστοιχα, οι προλετάριοι μελετούν την κριτική της κλασικής πολιτικής οικονομίας με βάση την οποία οργανώθηκε ο καπιταλισμός.
Αλλά έναν αιώνα μετά, το σκηνικό είναι ριζικά διαφορετικό, και η συγκυρία ακόμη σκληρότερη. Είναι πιθανόν η πανδημία, με τη μορφή μιας υποτίθεται πρωτοφανούς υγειονομικής κρίσης, να επιτρέψει στη νεοφιλελεύθερη οικονομία της αγοράς να μην παρεκκλίνει από τον πάγιο στόχο της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων και να απορρίψει για άλλη μια φορά μέτρα που θα θεράπευαν τον παραλογισμό των πρακτικών διακυβέρνησης που εγκαθίδρυσε. Τέτοια μέτρα, που θα περιόριζαν την εξοντωτική ανισότητα, είναι η ανακατανομή του παγκόσμιου πλούτου, η διανομή των εισοδημάτων των πλουσίων στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, η μείωση των τιμών, η μείωση του εργασιακού ωραρίου και δημόσιες επενδύσεις για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Αν η εφαρμογή όλων αυτών των μέτρων δεν έγινε δυνατή είναι γιατί συναρτάται με την αλλαγή στόχων της διακυβέρνησης ώστε το Κράτος, αντί να διασφαλίζει την ισχύ και την ύπαρξή του, νομιμοποιώντας το παιχνίδι της αγοράς, να επεκτείνει τον ανταγωνισμό από την οικονομία και την πολιτική στην ίδια την κοινωνία, να μπορεί, αντίθετα, να θέτει ως όρο για τη νομιμοποίησή της, τη διασφάλιση της προστασίας του κρατικού και του συλλογικού συμφέροντος.
Η αλλαγή, όμως, των στόχων διακυβέρνησης απαιτεί μια νέα πίστη͘ στη δυνατότητα μείωσης της εξαθλίωσης στον πλανήτη,(5) ικανή να υπερκαλύψει το ιδεολογικό κενό που προκάλεσε ο υπερτιμημένος για μεγάλο διάστημα δικαιωματισμός, καθώς διαχώρισε την κοινωνία σε ομάδες διεκδίκησης διαφορετικών δικαιωμάτων και παρέβλεψε το ζήτημα των υποχρεώσεων που συσπειρώνουν το μεγαλύτερο μέρος των εθνικών πληθυσμών και ενισχύουν τους δεσμούς της συλλογικότητάς τους.
Και επειδή αυτή η νέα πίστη εξακολουθεί να είναι αφανής ή ανύπαρκτη, η πανδημία ενδέχεται να επιτρέψει την άσκηση μιας ωμής βιοπολιτικης για τη διάσωση της ζωής των εθνικών πληθυσμών, με μέτρα όπως η αύξηση της αστυνομικής επιτήρησής τους και η νομιμοποίηση της ψήφισης νομοσχεδίων στη βάση τηλεδιασκέψεων των αρχηγών κομμάτων, χωρίς τη διαβούλευση των λαϊκών εκπροσώπων μέσα στο κοινοβούλιο. Αυτά τα δύο μέτρα αρκούν για να αναδυθεί μια νέα μορφή φασισμού, χωρίς έρμα, χωρίς θόρυβο, και χωρίς αντιστάσεις.
Γι’ αυτό και το επιχείρημα διάσωσης της ζωής με την άσκηση της Vitalpolitik λειτουργεί προσχηματικά και, στην πραγματικότητα, την εδραιώνει ως παραπλήρωμα του πανοπτισμού. Του μέγιστου, δηλαδή, δυνατού ελέγχου που μπορεί και ασκεί το κράτος, όχι στην αγορά, αλλά στον πληθυσμό που την υφίσταται ως ρυθμιστή της δημόσιας διοίκησης και της ζωής μέσα στην κοινωνία. Με άλλα λόγια, ενδέχεται, με επιχείρημα την πανδημία και γνώμονα το μέλημα της διάσωσης της ζωής του παγκόσμιου πληθυσμού, χωρισμένου σε μικροσκοπικές μονάδες που αθροίζουν οι μεταπολεμικές μαζικές δημοκρατίες,(6) να σβήσει από τη μνήμη -άγνωστο για πόσο καιρό– ο ρόλος της κοινωνίας των πολιτών σε κάποιες φάσεις ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού που ασκήθηκε στο παρελθόν, όπως συνέβη με την πολιτική του New Deal που ακολούθησε ο Αμερικανός πρόεδρος Ρούσβελτ και έβγαλε τις ΗΠΑ από το κραχ του 1929.
Η διολίσθηση της κοινωνίας των πολιτών σε μάζα ευνοήθηκε τη δεκαετία του 1950, εφόσον επέτρεπε τον ενισχυμένο έλεγχο με την άσκηση μιας βιο-εξουσίας, με τη μορφή μιας εκσυγχρονισμένης ποιμαντικής, η οποία ενισχύθηκε βαθμιαία και εδραιώθηκε τελικά με την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, σαράντα χρόνια αργότερα. Σε αυτή την ανασχετική τροπή, η ανακατανομή των εισοδημάτων των μεσαίων στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, η αύξηση των εργασιακών ωραρίων, η επέκταση της υποαπασχόλησης σε ευρύτερα τμήματα του παγκόσμιου πληθυσμού θεωρήθηκαν ως τρόποι εξόδου από την οικονομική κρίση, ως προσωρινή λύση του προβλήματος, που όμως δεν αντικαταστάθηκε από καμία άλλη εδώ και μία δεκαετία. Ίσως τώρα, με την αμφίβια κρίση -την οικονομική και υγειονομική- η ίδια αυτή λύση αναδειχθεί ως η μόνη δυνατή.
Τέτοιου είδους μέτρα μετέτρεψαν την κοινωνική πολιτική σε φιλανθρωπία διάσωσης της ζωής όσων είναι περισσότερο χρήσιμοι για την οικονομία της αγοράς, από το Κράτος που έχει αναλάβει την προστασία της.
Για όσους δεν είναι χρήσιμοι, όπως οι υπερήλικες, προβλέπεται η άσκηση εμμέσως ή και αμέσως μιας υγειονομικής πρακτικής όπως η εμπρόθετη ή μη ευθανασία, που μελετάται ήδη ευρέως στο πλαίσιο ερευνητικών προγραμμάτων βιοηθικής.
* *
Βρισκόμαστε επομένως σε μια νέα καμπή, που συνδέεται άμεσα με τον ρόλο που καλείται να παίξει το κράτος σε σχέση με την οικονομία της ελεύθερης αγοράς. Τέτοιου είδους καμπές έχει αναδείξει αρκετές η μοντερνικότητα από τον 16ο αιώνα και εξής, με τον μερκαντιλισμό πρώτα, μέσω του οποίου η πολιτική οικονομία ευθυγραμμίστηκε με το δεσποτικό καθεστώς της απόλυτης μοναρχίας όπου, ως φορέας του, ο απόλυτος δεσπότης διασφάλιζε την προστασία του κρατικού συμφέροντος αλλά και την ευημερία του έθνους που είχε υπό την πλήρη ηγεμονία του.
Σε μια δεύτερη καμπή, ο ρόλος του κράτους αλλάζει μέσω του νατουραλισμού, που έκανε σαφές ότι στον ανερχόμενο πλέον καπιταλισμό, η διακυβέρνηση του κράτους συνδεόταν άμεσα με την οικονομία της αγοράς, βασιζόμενη στην αρχή όχι πλέον της ελέω θεού εξουσίας του απόλυτου μονάρχη αλλά στην αρχή του φυσικού δικαίου που δικαιολογούσε και νομιμοποιούσε τη διακυβέρνηση της κοινωνίας και της οικονομίας από το κράτος.
Αν από τον 17ο αι. και εξής προείχε το κρατικό συμφέρον, από τα μέσα του 18ου αιώνα, με τη μεσολάβηση του Διαφωτισμού και την εργαλειακή ορθολογικότητα ως μοχλό οργάνωσης και ανάπτυξης της καπιταλιστικής οικονομίας, υπερίσχυσε η διεκδίκηση της πολιτικής οικονομίας για λιτή διακυβέρνηση, που μετέτρεψε το φυσικό δίκαιο σε δημόσιο. Πράγμα που έγινε δυνατό με την αμερικανική και τη γαλλική επανάσταση.
Με την εγκαθίδρυση ενός συστήματος νομικά αυτό-περιοριζόμενης διακυβέρνησης, τροποποιήθηκε ο ρόλος του Κράτους, που η ισχύς και το συμφέρον του συναρτήθηκαν ακόμη πιο στενά με τα συμφέροντα της εμπορευματικής οικονομίας του «αφήστε να δράσουν» (laissez-faire).
Αυτή η νέα τροποποίηση της λειτουργίας του κράτους χρειάστηκε, βέβαια, να στηριχθεί σε μια νέα πίστη, η οποία μετέθετε την προστασία του συμφέροντος του κράτους και της οικονομίας από τον θεό και τη φύση σε αρχές κοινής αποδοχής, επομένως αδιαμφισβήτητες. Μια τέτοια αρχή εξυφάνθηκε στο πλαίσιο της ιδεολογίας του ωφελιμισμού, η οποία πήρε τη μορφή οργάνου στην υπηρεσία της διακυβερνητικής πρακτικής.(7) Ο Φουκώ, σε έργα που εκδίδει μέσα στη δεκαετία του 1970 και πριν από τα μαθήματα για τη Γέννηση της βιοπολιτικής του 1979, διαχώριζε την οικονομία και την τάξη πραγμάτων που καθορίζει ως υποδομή, από την πολιτική και την τάξη του λόγου (ordre du discours) που ως υπερδομή αναλαμβάνει τη θέσμιση και τη νομιμοποίησή της. Αυτός ο αυθαίρετος διαχωρισμός επέτρεψε στον Φουκώ να προτάξει ως αντίβαρο στην εκμετάλλευση την οποία καταλογίζει ο Μαρξ στον καπιταλισμό, την πειθάρχηση, η οποία αντλεί νομιμότητα και περνά χωρίς αντιδράσεις από τη νέα πίστη στον ωφελιμισμό.(8) Ετσι εξηγείται γιατί ο Φουκώ αντιμετωπίζει τον ωφελιμισμό, ως προς την χρήση και την λειτουργία του, ως μια νέα τεχνολογία άσκησης εξουσίας. Μόνον υπό όρους ενός συνόλου νέων τεχνικών ωφελιμότητας μπορούσε να δικαιολογηθεί και να περάσει, από τη μια η αυστηρή πειθάρχηση του ποιμνίου και από την άλλη ο περιορισμός της δημόσιας ισχύος του κράτους. Και αυτό εφόσον το κριτήριο, με βάση το οποίο θεωρούνταν κάτι ωφέλιμο, ήταν το οικονομικό συμφέρον που αποκτούσε έτσι μια σαφή πολιτική διάσταση. Καθώς το συμφέρον ήταν ήδη κριτήριο για τις εμπορικές ανταλλαγές, μπορούμε να δούμε καθαρότερα την ολοένα βαθύτερη διείσδυση της οικονομίας στην πολιτική διακυβέρνηση των εθνικών κρατών. Με τον ωφελιμισμό, λοιπόν, το συμφέρον της οικονομίας ενώθηκε με το συμφέρον της πολιτικής διακυβέρνησης του κράτους(9) και επεσκίασε το ζήτημα της εκμετάλλευσης.
Ο Φουκώ στα μαθήματά του σπεύδει να διακρίνει δύο λογικές: 1) τη διαλεκτική λογική, που συνδέει τους μετασχηματισμούς και τις καινοτομίες με πράξεις επαναστατικού χαρακτήρα και 2) τη στρατηγική λογική, που επιτυγχάνει αναπροσαρμογές, αναδιαμορφώσεις και μεταρρυθμίσεις του ισχύοντος με πράξεις ριζοσπαστικού χαρακτήρα.(10)
Ο Φουκώ θεωρεί τις δύο λογικές διαφορετικές αλλά όχι αντίθετες,(11) και τις αντιμετωπίζει ως τις δύο όψεις ενός ίδιου νομίσματος που είναι το καθεστώς του φιλελευθερισμού. Η όψη της στρατηγικής λογικής είναι αυτή των φιλελεύθερων φορέων της ισχύουσας τάξης πραγμάτων και λόγου, ενώ η όψη της διαλεκτικής λογικής είναι αυτή των πληθυσμών που ο φιλελευθερισμός καταδικάζει στην εξαθλίωση, στην οποία αναφερόταν ο Ένγκελς στο βιβλίο του για την Εργατική τάξη στην Αγγλία (1845).
Ο ίδιος ο Φουκώ επιλέγει να εξετάσει τη στρατηγική λογική, με την οποία το φιλελεύθερο κράτος δικαίου με τη μεσολάβηση της ωφελιμιστικής ιδεολογίας επέλεξε, από τις αρχές του 19ου αιώνα, να κινηθεί ριζοσπαστικά, περιορίζοντας τη νομική ισχύ του και συνδέοντας τις οικονομικές ανταλλαγές όχι μόνο με το συμφέρον των κεφαλαιούχων, αλλά και με το δικό του συμφέρον, εφόσον προστατεύοντας τις οικονομικές ανταλλαγές, αυτοπροστατευόταν.
Με αυτή την στρατηγική, ο φιλελευθερισμός εξασφάλιζε τη μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία στην οικονομία της αγοράς και ταυτοχρόνως έσωζε τα προσχήματα, καθώς ανέθετε τη διακυβέρνηση σε ένα κράτος δικαίου που σεβόταν την ελευθερία της και, στα περιθώρια που αυτή άφηνε, της επέτρεπε να διαπνέει την παιδεία, τις επιστήμες και τις τέχνες που ελάμπρυναν με την αίγλη τους τον αστικό πολιτισμό. Αυτό κάνει τον Μαρξ να διευκρινίζει ότι το φιλελεύθερο κράτος στηρίζεται σε ένα τυπικό και αφηρημένο δίκαιο, το οποίο κρύβει την εκμετάλλευση που προκαλεί η ταξικότητά του υπό τον πέπλο μιας οιονεί καθολικότητας ή οικουμενικότητας.(12)
Εξετάζοντας τον φιλελευθερισμό στο επίπεδο της τάξης του λόγου που λειτουργεί ως θεματοφύλακας της εξουσίας, δικαιολογημένα ο Φουκώ θεωρεί την οικονομία της αγοράς ως τον κατ’ εξοχήν τόπο αληθολογίας, από τον οποίο αντλείται το κριτήριο της αλήθειας με βάση το οποίο επαληθεύεται ή διαψεύδεται η κυβερνητική πρακτική και οι νομικοί μηχανισμοί που τη στηρίζουν (ό.π., σσ. 49-50). Ο Φουκώ σπεύδει να ξεκαθαρίσει ότι δεν ασκεί κριτική ούτε στην εργαλειακή ορθολογικότητα, όπως έκανε η Σχολή της Φραγκφούρτης στον μεσοπόλεμο και στον Β’ ΠΠ, ούτε στη στρατηγική λογική. Επιχειρεί μόνο να αναλύσει τη στρατηγική λογική γιατί ό,τι κυρίως τον ενδιαφέρει είναι να εξακριβώσει τις συνθήκες και τους λόγους για τους οποίους η εξουσία μέσα στο φιλελεύθερο καθεστώς έχει τη δύναμη να αποφασίζει τι είναι αληθές ή ψευδές.
Ήδη από το εναρκτήριο μάθημά του στο Κολλέγιο της Γαλλίας, που αφιέρωνε στην τάξη του λόγου, είχε δείξει ότι η γνώση, και κατ’ επέκταση και η αλήθεια, είναι υπόθεση των μηχανισμών που στήνει η εξουσία στους τομείς της επιστήμης και της εκπαίδευσης,(13) με σκοπό τη διασφάλιση και την κατανάλωση ελευθερίας στο πεδίο της οικονομίας, ώστε η ελευθερία όχι μόνο να προϋποθέτει αλλά και να συνεπάγεται ηγεμονία ικανή να επιβάλλει περιορισμούς, καταναγκασμούς, υποχρεώσεις και τιμωρίες που την καθιστούν δυνατή και την εδραιώνουν (Η γέννηση της βιοπολιτικής, ό.π., σ. 76).
Το επιχείρημα που υψώνεται σε γνώμονα του φιλελευθερισμού είναι, όπως είπαμε, η ασφάλεια και η προστασία του συλλογικού συμφέροντος. Αυτή δικαιολογεί και νομιμοποιεί την αύξηση της ελευθερίας της αγοράς και ταυτόχρονα την αύξηση του ελέγχου της κοινωνίας με τεχνικές πανοπτισμού, εφόσον η κοινωνία, με τις αντιδράσεις της στις αυθαιρεσίες της αγοράς, προκαλεί κρίσεις κυβερνητικότητας (ό.π., σσ. 79-81). Έχουμε έτσι ελευθερία της αγοράς στο πλαίσιο ενός αστυνομικού κράτους που, με τις τεχνικές συνεχούς επαγρύπνησής του, προστατεύει τον ανταγωνισμό, ασχέτως αν έτσι διασφαλίζει και την ανισότητα που αυτός προκαλεί.
Ο Φουκώ, αναλύοντας τους μηχανισμούς εξουσίας που τροποποιούν τη λειτουργία του κράτους, έρχεται αντιμέτωπος και με μια ακόμη καμπή που σημειώνεται –και παίρνει μάλιστα τη μορφή ρήξης με το παρελθόν– και συντελείται στα τέλη του 19ου αιώνα, στο πλαίσιο του Γερμανικού κράτους, τότε που αυτό διασφαλίζει την πολιτική του κυριαρχία εδραιώνοντας την οικονομική ελευθερία στη βάση του θεσμού των μονοπωλίων, τον οποίο επαναφέρει προκειμένου, προστατεύοντας την, να προστατεύσει τον ρόλο του ως φορέα κυριαρχίας.
Αυτή η απόλυτη σύμπραξη κράτους και οικονομίας της ελεύθερης αγοράς την οποία ο Φουκώ θεωρεί ως απαρχή του νεοφιλελευθερισμού και της γένεσης της βιοπολιτικής, καθώς φαινόταν να μεταθέτει τις ευθύνες της διαχείρισής της στο κράτος (ό.π.,σ. 122), δεν άφησε τα περιθώρια στους σοσιαλιστές να ασκήσουν επιτυχή αντιπολιτευτική δράση, καθώς αυτός ο νέος φιλελευθερισμός, με τον αντικρατισμό που διέχεε ως αντίδραση στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, δημιουργούσε μια φοβία για το κράτος. Με αποτέλεσμα, μέσα σε λίγα χρόνια, να περάσει χωρίς αντιστάσεις η αντικατάστασή του από τον Φύρερ και η αναγνώρισή του ως μοναδικού φορέα της κρατικής εξουσίας.
Ο Φουκώ διερωτάται κατά πόσον η διείσδυση στο ίδιο το κράτος της ανταγωνιστικότητας της νεοφιλελεύθερης οικονομίας της αγοράς ήταν δυνατόν να περάσει και στην ίδια την κοινωνία και να την αναμορφώσει με βάση τους δικούς της στόχους (ό.π., σ. 123). Δεν έζησε για να δει ότι αυτή η πιθανότητα πραγματώνεται ολοένα και πιο αποφασιστικά στα χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατό του. Ο ίδιος, πάντως, στην ιστορική αναδρομή του στα τέλη του 19ου αιώνα ώστε να την αξιοποιήσει για την κατανόηση του παρόντος, εστιάζει το ενδιαφέρον του στον ανταγωνισμό ως ͘έννοια-κλειδί για την λειτουργία της αγοράς στον ορντοφιλελευθερισμό και τον νεοφιλελευθερισμό.
Ορίζει λοιπόν τον ανταγωνισμό ως ένα τυπικό παιχνίδι ανισοτήτων που αποκτά ένα είδος υπόστασης μέσω του νόμου, χωρίς να πηγάζει από χαρακτηριστικά ή ιδιότητες της ανθρώπινης φύσης (σ. 126). Για να παιχτεί αυτό το τυπικό παιχνίδι, χρειάζεται σεβασμός στη λογική του, έστω και αν αυτή δεν έχει έρμα. Γι’ αυτό και ο Φουκώ σωστά αντιμετωπίζει τον ανταγωνισμό ως στόχο που θέτει η νεοφιλελεύθερη οικονομία, αφ’ ης στιγμής αφήσει πίσω της τον στόχο του «αφήστε να δράσουν».
Ο ανταγωνισμός ως νέος στόχος, όπως και η αγορά, δεν έχει τις ρίζες του στη βάση της κοινωνίας, αλλά σε τυπικές οικονομικές διαδικασίες που επινοούνται για να προωθήσουν τη βλέψη της αγοράς. Γι’ αυτό και ο Φουκώ ορθά εξισώνει αγορά και ανταγωνισμό. Πράγμα που σημαίνει ότι οι όποιες ανατροπές και, πιο σωστά, οι όποιες τροποποιήσεις έγιναν στο πεδίο του κράτους, επέτρεψαν στη νεοφιλελεύθερη οικονομία της αγοράς να επιβάλει τον ανταγωνισμό και την ανισότητα που γεννά και στη λειτουργία του κράτους, έτσι ώστε αυτό να προσαρμόζει τις κυβερνητικές πρακτικές στην ανταγωνιστικότητα. Και εφόσον η τελευταία αυτή νομιμοποιήθηκε και τυποποιήθηκε από την κρατική μηχανή, ήταν δυνατό να περάσει κάποτε και μέσα στην ίδια την κοινωνία (ό.π., σ. 131), καταστρέφοντας κάθε στοιχείο κοινότητας που μπορούσε να την συνέχει.
Έχουμε λοιπόν τον ανταγωνισμό-αγορά να λειτουργεί ως οικονομικός, πολιτικός και τώρα ως κοινωνικός ρυθμιστής του εθνικού και του παγκόσμιου πληθυσμού (σ. 140), που αναθέτει στο κράτος το μέλημα να επαγρυπνεί ώστε οι συνθήκες να το επιτρέπουν. Και επειδή η αγορά έφτασε να εισδύσει, εκτός από τη δημόσια σφαίρα της κυβερνητικότητας, και στην ίδια την κοινωνία, κοινωνική πολιτική είναι δυνατή μόνο εφόσον υπάρχει οικονομική ανάπτυξη. Αυτό επιτρέπει στον Φουκώ να παρατηρήσει ότι πρόκειται για μια ιδιωτικοποιημένη (σ. 145) κοινωνική πολιτική που απαλλάσσει τις πρακτικές κυβερνητικότητας από την υποχρέωση να διορθώνουν τις καταστρεπτικές συνέπειες της αγοράς πάνω στην κοινωνία.(14) Καθώς η κοινωνική πολιτική ευθυγραμμίστηκε με τη λογική της αγοράς, δεν μπορεί να αξιώνει να μην υπόκειται στην ορθολογικότητα της αγοράς.
Η Vitalpolitik γίνεται επομένως κι αυτή ένα πρόγραμμα οικονομικού εξορθολογισμού, που αντιμετωπίζει την κάθε οικογένεια χωριστά ή μεμονωμένους οικισμούς όπως τις μικρο-επιχειρήσεις, που τις χρεώνει με την ευθύνη για τη χρεωκοπία ή για την διάσωσή τους. Η ίδια η κοινωνία μετατρέπεται σε ένα μπλoκ πολλαπλών επιχειρήσεων που υπόκειται σε πολλούς νομικούς θεσμούς (σ. 150).
Επομένως, σε φάσεις οικονομικής ύφεσης, πόσο μάλλον υγειονομικής πανδημίας, κοινωνική πολιτική δεν μπορεί να υφίσταται, εφόσον το νομικό δίκαιο την προβλέπει μόνο για κοινωνίες επιτυχώς ρυθμισμένες με βάση την ανταγωνιστική οικονομία της αγοράς. Γι’ αυτό οι νομικές διατάξεις και οι θεσμοί αναπροσαρμόζονται μόνο σε φάσεις οικονομικής ανάπτυξης και τεχνικής αναδιοργάνωσης, οι οποίες υποχρεώνουν τις οικογένειες να δρουν και να αντιδρούν ως μικρές επιχειρήσεις που άλλοτε αναπτύσσονται, άλλοτε παλεύουν να διασωθούν και κάποτε φτάνουν αναπόφευκτα στη χρεωκοπία. Η χρεωκοπία τόσο μικρών επιχειρήσεων δεν έχει συνέπειες για την οικονομία της αγοράς, η οποία στηρίζει τις μεγάλες επιχειρήσεις που τη στηρίζουν. Το νεοφιλελεύθερο κράτος διαθέτει νομικούς θεσμούς που επιτρέπουν ακόμη και την παρέμβαση των ιδιωτών στα διοικητικά δικαστήρια, παρατηρεί ο Φουκώ. Με τον τρόπο αυτό, ο οικονομικός παρεμβατισμός γίνεται νομικός παρεμβατισμός που ελέγχει τυχόν παρεκκλίσεις του κράτους ή των ιδιωτών (ό.π., σ. 175) από το συμφέρον της οικονομίας της αγοράς.
Στο σημείο αυτό, ο Φουκώ παρατηρεί ότι το νεοφιλελεύθερο κράτος λειτουργεί ως υποκείμενο που έχει αντικείμενο ή κατηγόρημά του την κοινωνία. Η παρατήρηση αυτή παραπέμπει στην χεγκελιανή Φιλοσοφία του κράτους και του δικαίου (1821) όπου το κράτος, ως σύλληψη του αντικειμενικού πνεύματος, το ενσαρκώνει ο απόλυτος μονάχης με δορυφόρο του τη διοίκηση και τους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς με τους οποίους ελέγχει την κοινωνία.
Ο Φουκώ δεν παραπέμπει στον Χέγκελ και δεν σχολιάζει την αυθαίρετη αντιστροφή κοινωνίας και κράτους. Δεν παραπέμπει ούτε στον Μαρξ που την αποκαθιστά, στην πρώτη από τις Κριτικές του.(15) Εδώ, χρειάζεται να πούμε ότι ο Μαρξ ξανακάνει την κοινωνία υποκείμενο και το κράτος αντικείμενο ή κατηγόρημά της, αναφερόμενος στην κοινωνία των πολιτών την οποία η κλασική πολιτική οικονομία την ανήγε, αφηρημένα, σε πληθυσμό. Για τον Μαρξ, η κοινωνία των πολιτών μπορούσε να αναθέσει την προστασία των συμφερόντων της όσο και του δημόσιου συμφέροντος σε ένα συγκεκριμένο κράτος δικαίου που πρωταρχικό του μέλημα είναι να προνοεί όσον αφορά το συμφέρον του καθενός από τους πολίτες-μέλη του όπως και για το δημόσιο συμφέρον, αντλώντας έτσι την ισχύ του από τη λειτουργία του ως φορέα ατομικής και καθολικής πρόνοιας.
Ο Φουκώ δεν αναφέρεται στον Χέγκελ, μολονότι η νεοφιλελεύθερη οικονομία αναγνωρίζει το κράτος ως υποκείμενο που ενσαρκώνεται ως απόλυτος ηγεμόνας, με τη μορφή της αγοράς και όχι πλέον του κληρονομικού μονάρχη. Και δεν αναφέρεται στον Χέγκελ γιατί αν το έκανε θα υποχρεωνόταν να αναφερθεί και στον Μαρξ, ο οποίος είναι ο πρώτος που θεμελίωσε την βιοεξουσία στον μηχανισμό της παραγωγικής και, γενικότερα, της οικονομικής διαδικασίας, πράγμα που αναγνωρίζει και ο ίδιος ο Φουκώ στην Ιστορία της σεξουαλικότητας.(16) Η σχέση βέβαια της βιοεξουσίας με τη μισθωτή εργασία, που καταγράφεται στον Α΄ τόμο του Κεφαλαίου του Μαρξ, θα περνούσε γενικότερα απαρατήρητη, χωρίς τη μελέτη του Pierre Macheray για το παραγωγικό υποκείμενο(17) που εξετάζει καταλεπτώς τη σχέση του Foucault με το 4ο μέρος του Α’ τόμου του Κεφαλαίου, όπου ο Μαρξ αποδίδει την καθυπόταξη των εργαζομένων ως προσώπων και κυρίως ως σωμάτων στον μηχανισμό ανταλλαγής της εργασίας που πουλά ο μισθωτός εργάτης και της υπεραξίας που δημιουργει, αντικειμενοποιώντας τη ζωντανή εργατική δύναμή του. Με την αντικειμενοποίησή της (τη νέκρωση της), η εργατική δύναμη μετατρέπεται σε παραγωγική δραστηριότητα, με βάση κοινούς κανόνες (normes) μη υποκείμενους σε νομικό έλεγχο.(18) Παράγει έτσι βιο-εξουσία που, ασκούμενη στον μισθωτό, τον μετατρέπει από ον που ζει και υπάρχει σε παραγωγικό υποκείμενο, γρανάζι της οικονομικής μηχανής.
Όμως, στο συγκεκριμένο σημείο των μαθημάτων για τη Γέννηση της βιοπολιτικής, ο Φουκώ όφειλε να αναφερθεί στον Μαρξ της Κριτικής της χεγκελιανής φιλοσοφίας του δικαίου (1843) που υποστήριζε: «η καθολική (κοινωνική) συνείδηση του ανθρώπου δεν είναι παρά η θεωρητική μορφή αυτού που το ζωντανό του σημάδι είναι η πραγματική κοινότητα, η κοινωνική κατασκευή, μολονότι προς το παρόν η καθολική συνείδηση είναι μια αφαίρεση από την πραγματική ζωή και ως τέτοια συγκρούεται μαζί της».(19)
Αν δεν τον αναφέρει είναι γιατί, εν μέσω της βασιλείας του ατομικισμού και της φιλοσοφίας του ωφελιμισμού που ανέδειξε ως ιδεολογία του το φιλελεύθερο καθεστώς, ο Μαρξ θέτει πάνω από την ταξική διάρθρωση της κοινωνίας που οι κλασικοί πολιτικοί οικονομολόγοι εμφάνιζαν ως πληθυσμό, άθυρμα δηλαδή μονάδων, την κοινωνική (καθολική) συνείδηση, για να διευκρινίσει αμέσως ότι πρόκειται για μια νοητική σύλληψη που παραμένει τέτοια και η οποία όμως μπορεί να λειτουργήσει ως γνώμονας ή κατευθυντήρια ιδέα της πραγματικής ζωής, ακόμη και αν οι φιλελεύθεροι ως ατομικιστές-ωφελιμιστές –όπως και οι νεοφιλελεύθεροι ατομικιστές-πραγματιστές φιλόσοφοι, οικονομολόγοι και πολιτικοί– εναντιώνονται σε αυτήν.
Για τον κριτικό Μαρξ των ετών 1843-1844,(20) η διαμόρφωση κοινωνικής συνείδησης είναι ο νέος στόχος ως όρος εκ των ων ουκ άνευ, προκειμένου το κράτος του αφηρημένου και τυπικού δικαίου να μετατραπεί σε κράτος συγκεκριμένου και ουσιαστικού δικαίου. Γι’ αυτό, πραγματικό ιστορικό υποκείμενο δεν θεωρεί ούτε τη σκέψη ούτε τον άνθρωπο ή τη φύση, γενικά και αφηρημένα, αλλά την κοινωνία καθ’ εαυτή, η οποία «παράγει τους ανθρώπους που την παράγουν».(21)
Ο Φουκώ, μολονότι θεωρεί την ιστορική εμπειρία, που μεταδίδει τα κείμενα στον αναγνώστη ως βασικό συντελεστή κατανόησης του παρόντος, στην προκειμένη περίπτωση δεν αναφέρει τον Χέγκελ και συνακόλουθα τον Μαρξ, όχι γιατί απλώς παραλείπει να κάνει τη σχετική αναφορά ή παραπομπή. Ο λόγος είναι ότι η λογική της στρατηγικής, την οποία επέλεξε να εξετάσει, διαφέρει από την επαναστατική λογική, με την οποία οι τότε σοσιαλιστές ως αντιπολιτευόμενες δυνάμεις επιχειρούσαν να κατανοήσουν από τη ρίζα τους τις αντιφάσεις του τότε καπιταλισμού, πράγμα που κάνει και ο ίδιος ο Μαρξ στις αναλύσεις του.
Λίγα χρόνια μετά τα Μαθήματα για τη Γέννηση της Βιοπολιτικής του Φουκώ, ο Ernesto Laclau μετέφερε τις στρατηγικές ηγεμονισμού και αντιηγεμονισμού στο πεδίο του πολιτικού, αποσυνδέοντάς τις από την πολιτική, με αποτέλεσμα να μετατρέψει τις πολιτικές αντιπαραθέσεις σε ένα παιχνίδι αέναης αντιπαλότητας. Αποδομώντας προηγουμένως όχι μόνο τον δογματικό μαρξισμό αλλά και τη θεωρία του Μαρξ, αποσυνδέει τον χώρο των πολιτικών αναμετρήσεων, που καλύπτει το πολιτικό, από την πολιτική, που έργο της έχει να υλοποιεί τους νέους στόχους που θέτει η θεωρία ή η φιλοσοφία ως γνώμονα για τη λύση πραγματικών και συγκεκριμένων προβλημάτων.(22) Εν προκειμένω, το πιθανότερο είναι ο Λακλάου να ακολούθησε το παράδειγμα του Φουκώ, επιχειρώντας να μετατρέψει τη στρατηγική λογική της εξουσίας σε μια στρατηγική εναντίωσης στην εξουσία.
Ο Φουκώ, ωστόσο, αρκείται να εξετάσει τη στρατηγική λογική ως λογική της εξουσίας, με την οποία οι ατομικιστές και ωφελιμιστές ιδιώτες-ιδιοκτήτες-κεφαλαιούχοι καταστρώνουν ριζοσπαστικές λύσεις που τροποποιούν τη λειτουργία του κράτους, με βάση το ίδιον συμφέρον τους, εμφανίζοντάς το ως καθολικό. Και δεν εξετάζει τη διαλεκτική λογική ως στρατηγική εναντίωσης στην εξουσία, θεωρώντας ενδεχομένως ότι, έως τον 20ό αιώνα, οι αγώνες για την εδραίωση του σοσιαλισμού απέτυχαν και ο σοσιαλισμός είτε παρέμεινε ένα ουτοπικό όραμα που δεν κατάφερε να συγκροτηθεί ως νέα τεχνολογία διακυβέρνησης –αφήνοντας έτσι τη διαχείριση των πραγμάτων στον φιλελευθερισμό– είτε υπήρξε η αιτία να αναδυθεί το σταλινικό ολοκληρωτικό καθεστώς, στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ίσως γι’ αυτόν τον λόγο δεν συζητά ούτε τις δογματικές διαστρεβλώσεις της θεωρίας του Μαρξ ως αντίπαλου δέους στον φιλελευθερισμό.
Η παράληψη, ωστόσο, αυτή μπορεί να θεωρηθεί και ως ανακολουθία του Φουκώ στα συμφραζόμενά του, γιατί ενώ αναλύει τον ωφελιμισμό ως τη νέα φιλοσοφία που συνήργησε στην εδραίωση του φιλελευθερισμού, δεν αντιμετωπίζει την θεωρία του Μαρξ ως μια εξίσου νέα φιλοσοφία που έπαιξε ρόλο, όχι βέβαια στον μετασχηματισμό του φιλελευθερισμού σε ένα νέο δικαιότερο πολιτικο-κοινωνικό καθεστώς αλλά στην διαμόρφωση ενός διαφορετικού επιστημονικού και επιστημολογικού παραδείγματος, στη βάση μιας νέας οντογνωσιοθεωρίας και μιας νέας κοσμοαντίληψης.
Η τόσο μεθοδευμένη εναντίωση που συνάντησε το νέο αυτό φιλοσοφικό και επιστημονικό όργανο από την τάξη του λόγου που εδραίωσε ο φιλελευθερισμός, όχι μόνο στην οικονομία και στην πολιτική αλλά και στην εκπαίδευση –όπου η εκρίζωσή της είχε και τις σοβαρότερες συνέπειες–, εξηγεί την παντελή απουσία της από τα διδακτικά και ερευνητικά προγράμματα στη Δύση για πάνω από έναν αιώνα. Αλλά και όταν, από τον μεσοπόλεμο και μετά, βρίσκει τη θέση της στον ακαδημαϊκό χώρο στη Γαλλία, η απήχησή της δεν θα διαρκέσει πολύ. Δεν είναι τυχαίο που μια κατ’ εξοχήν ανοιχτή σκέψη όπως είναι η γαλλική, που ανθίζει ως τα μέσα του 1960, αποκαθηλώνεται σε λίγα μόλις χρόνια για να αντικατασταθεί από τον δομισμό αρχικά και τον μεταδομισμό στη συνέχεια, αφήνοντας έτσι απλήρωτο το φιλοσοφικό κενό που προκάλεσε ο σταλινικός ή ο μαοϊκός ολοκληρωτισμός. Έτσι, έμεινε ακάλυπτη και η ανάγκη της πραγματικής ζωής για την πίστη σε έναν κόσμο με λιγότερη αθλιότητα.
Αναμφίβολα, ο Φουκώ, αντιμέτωπος με την αποτυχία του υπαρκτού σοσιαλισμού και με την απειλή ενός υφέρποντος νεοναζισμού, προέκρινε τον φιλελευθερισμό ο οποίος, ως πανίσχυρη ιδεολογία, φτάνει τη δεκαετία του ‘90 να εξαγγείλει το τέλος της ιστορίας. Είναι η φάση που ακόμη και οι αριστεροί διανοητές χρησιμοποιούν τον φιλελευθερισμό ως ασφαλιστική δικλείδα του δικαιωματισμού που προτάσσουν ως στόχο τους. Το κλίμα είναι ευνοϊκό: το φιλοσοφικό και το ιδεολογικό κενό μπορούσε και κρυβόταν κάτω από τις φτερούγες ενός θελκτικού, μοδάτου μηδενισμού που, προσφερόμενος ως αντικείμενο μιας ψυχογραφικής ανατομίας, απάλλασσε το ασυνείδητο από το βάρος του ποιητικού και του ηθικοπολιτικού εγώ.
Εκείνη η «άνοιξη του φιλελευθερισμού» που έφερε μαζί της τη μεταμοντέρνα σκέψη του «όλα ισχύουν» και η οποία θεωρώντας την αλήθεια «μεγάλο μπελά» την καταργούσε, δεν άργησε, ελάχιστες δεκαετίες μετά τον θάνατο του Φουκώ, να εξελιχθεί σε βαρύ χειμώνα, που στο ψύχος του μόνον η αγορά έμενε να κάνει την πραγματική ζωή να μην είναι εφιάλτης ή ψέμα. Γιατί τι είναι η Vitalpolitik; Μια πολιτική ζωής και θανάτου ασκούμενη πάνω στα ανθρώπινα σώματα που τα αντιμετωπίζει σαν άχρηστες ή χρήσιμες μηχανές.(23)
Σημειώσεις:
1. Το ίδιο πνεύμα καταλόγιζε ο Έρνεστ Μπλοχ στα πενταετή προγράμματα με τα οποία η Σοβιετική Ενωση έτρεχε να ξεπεράσει τον καπιταλισμό στη Δύση, με αποτέλεσμα την ανοχή της στη σήψη. Βλ. Έρνεστ Μπλοχ, Ουτοπία και Επανάσταση, εκδ. Έρασμος, Αθήνα, χ.χ., σ. 36. Την ανοχή στη σήψη συγκάλυπτε η εντατικοποιημένη γραφειοκρατία.
2. Την ανάγκη της ιστορικής διερεύνησης ο Φουκώ τη διδάσκεται από τον Μαρξ και την αρχή της πραγματικότητας που στηρίζει την ιστορικο-κριτική θεμελιωση του έργου του Μαρξ. Για περισσότερα, βλ. Αλ. Δεληγιώργη, «Η ιστορικο-κριτική θεμελίωση της έννοιας της βιο-εξουσίας. Από τον Φουκώ στον Μαρξ», περ. Φιλοσοφείν 19, Ιαν. 2019.
3. Μ. Foucault, Η Γέννηση της βιοπολιτικής, μτφρ. Β. Πατσογιάννης, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2012, σ. 88.
4. Και σε αυτό το σημείο, χρειάζεται να τεθεί το θέμα της υφιστάμενης δημοκρατίας στο πολιτικό-δικαιϊκό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς, ως αντικείμενο προσέγγισης οικονομολόγων, νομικών και πολιτικών επιστημόνων ώστε να αποσαφηνισθούν οι όροι υπονόμευσής της, με σκοπό την επεξεργασία θεωρητικών και έμπρακτων λύσεων των οικονομικο-πολιτικών αντιφάσεων που κρατούν τη δημοκρατία στην κατάσταση αμφιλεγόμενου πολιτεύματος, το οποίο στην κοινή συνείδηση αποτυπώνεται άλλοτε ως φάντασμα κι άλλοτε ως φαντασίωση.
5. Αλ. Δεληγιώργη, Καιρός, σύγχρονοι προβληματισμοί για έναν καλύτερο κόσμο, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2008.
6. Ο Μαρξ, στα Χειρόγραφα του ’44, αντιδρά στη χρήση του όρου «πληθυσμός», με τον οποίο οι κλασικοί της πολιτικής οικονομίας σβήνουν τα ίχνη της αναδυόμενης κοινωνίας των πολιτών ως δημιουργού του κράτους. Ο Φουκώ έχοντας υπόψη του τον Μαρξ, μιλώντας για την κοινωνία των πολιτών, υποστήριξε ότι ο δεσμός που συνδέει τα άτομα-πολίτες δεν είναι το μέγιστο κέρδος στην ανταλλαγή, αλλά ανιδιοτελή συμφέροντα (ένστικτο, συναίσθημα, συμπάθεια, έλξη, αγαθή προαίρεση, συμπόνια, αποστροφή). Βλ. Η Γέννηση της βιοπολιτικής, ό.π., σσ. 175-176. Την αναφέρει όμως και ως κοινότητα, όπως ο Μαρξ, και ως μόνιμη μήτρα πολιτικής εξουσίας. Μεταγενέστεροι του Μαρξ θεωρητικοί, όπως ο Ζόμπαρτ στις αρχές του 20ού αιώνα, ασκώντας κριτική στη μαζική κοινωνία, έδειξαν ότι ο καπιταλισμός αποκόπτει τα άτομα από τη φυσική τους κοινότητα για να τα αθροίσει σε ένα ανώνυμο και επίπεδο μόρφωμα όπως η μάζα, που περιορίζει την επικοινωνία στο παιχνίδι σημείων και θεαμάτων. Με τον ναζισμό, η μαζική κοινωνία συνδέθηκε με τον αντιφιλελευθερισμό και τον ναζιστικό κρατισμό, βλ. Η Γέννηση της βιοπολιτικής, ό.π., σσ. 119-120.
7. Μ. Foucault , ό.π., σ. 55.
8. Βλ. Αλ. Δεληγιώργη, «Η ιστορικο-κριτική θεμελίωση της βιοεξουσίας. Από τον Φουκώ στον Μαρξ», περ. Φιλοσοφείν 19, Ιαν. 2019.
9. Μ. Fοucault, ό.π., σ.
10. Μ. Fοucault, H γέννηση της βιοπολιτικής, ό.π., σ. 57
11. Δύο αντιλήψεις του νόμου, της ισχύος, της ελευθερίας που εξηγούν την αμφισημία του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού.
12. K. Marx, Le _ 18 Brumaire de Louis Bonaparte, éd. sociales Paris, 1969.
13. Μ. Foucault, L’ ordre du discours, έκδ. nrf Gallimard, Παρίσι 1971. Στο εναρκτήριο μάθημά του, ο Φουκώ δείχνει την σύνδεση της γνώσης με την εξουσία, που τον υποχρεώνει να αναζητήσει την αλήθεια σε μια γενεαλογικού τύπου κριτική που εστιάζει στην γένεση της γνώσης. Μόνο την τέχνη θεωρεί ως τον κατ΄εξοχήν θεματοφύλακα της αλήθειας.
14. Αυτό έκανε τον μελετητή του καπιταλισμού Im. Wallerstein να μιλήσει για μια επερχόμενη κόλαση στη διάρκεια του πρώτου μισού του 21ου αιώνα, βλ. Im.Wallerstein, Utopistics, or Historical Choices of the Twentieth-first Century, ed. The New York Press, 1998, σ. 35.
15. Βλ. Αλ. Δεληγιώργη, «Η ιστορικο-κριτική θεμελίωση της βιοεξουσίας. Από τον Φουκώ πίσω στον Μαρξ», περ. Φιλοσοφείν 19, Ιαν. 2019, το οποίο είναι καλό να διαβαστεί πριν από το παρόν άρθρο.
16. M.Foucault, Histoire de la sexualité, 3 τομ. Volonté et savoir (1976).
17. Pierre Macheray, Φουκώ και Μαρξ. Το παραγωγικό υποκείμενο, εκδ. Εκτός γραμμής, 2014.
18. P. Macheray, ό.π., σ. 33-34.
19. Βλ. Marx-Engels, Collected Works, εκδ. Lawrence and Wishart Λονδίνο 1970, τ. 3, σ. 298.
20. Αλ. Δεληγιώργη, Ο κριτικός Μαρξ: 1843-1844, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1985.
21. Αλ. Δεληγιώργη, Ο Μοντερνισμός στη σύγχρονη φιλοσοφία, εκδ. Αλεξάνδρεια, εμπλουτ. έκδοση 2007, σ. 187.
22. Ernesto Laclau, Hegemony & Socialist Strategy. Towards a Radical Democratic Politics, εκδ. Verso, Λονδίνο 1985. Βλ. AΛ. Δεληγιώργη, «Η δημοκρατια ως άλυτο θεώρημα στην θεωρία του ριζικού φιλελευθερισμού των Εrnesto Laclau και Chantal Mouffe», περ. ΧΡΟΝΟΣ, Νοέμβριος 2017.
23. Μόνο στα τα τέλη του παροπλισμένου ’90 , ο Im. Wallerstein, εξετάζοντας την τροπή των πραγμάτων σε κάποια μεγάλη χρονική απόσταση, συγκροτεί ένα νέο πεδίο –την Ουτοπιστική– όπου διάφορες μορφές οράματος, πίστης ή ουτοπίας, με βάση μιαν ουσιαστική και όχι πλέον τυπική και αφηρημένη ορθολογικότητα, μπορούν να αποκτήσουν έρμα και έρεισμα. Αλλά αυτό είναι το θέμα προσέγγισης, μιας παραπέρα ενότητας.
ΧΡΟΝΟΣ #71, 17 Μαΐου 2020
Photo: "CCTV" by Alexandre Dulaunoy is licensed under CC BY-SA 2.0
Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, ομότιμος, σήμερα, εξελέγη τακτική καθηγήτρια Φιλοσοφίας των Κοινωνικών Επιστημών του Τμήματος Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του Α.Π.Θ. το 2002 και υπήρξε διευθύντρια του Εργαστηρίου Φιλοσοφίας των Κοινωνικών επιστημών από το 2003.
http://philosophein.web.auth.gr
http://users.auth.gr/~adeli/
www.deligiorgi.blogspot.com
Εκείνη η «άνοιξη του φιλελευθερισμού» που έφερε μαζί της τη μεταμοντέρνα σκέψη του «όλα ισχύουν» και η οποία θεωρώντας την αλήθεια «μεγάλο μπελά» την καταργούσε, δεν άργησε, ελάχιστες δεκαετίες μετά τον θάνατο του Φουκώ, να εξελιχθεί σε βαρύ χειμώνα, που στο ψύχος του μόνον η αγορά έμενε να κάνει την πραγματική ζωή να μην είναι εφιάλτης ή ψέμα. Γιατί τι είναι η Vitalpolitik; Μια πολιτική ζωής και θανάτου ασκούμενη πάνω στα ανθρώπινα σώματα που τα αντιμετωπίζει σαν άχρηστες ή χρήσιμες μηχανές.