ΧριστουγεννΆττικα

5 ΙΣΤΟΡΙΕΣ, ΓΡΑΜΜΕΝΕΣ (ΓΙΑ) ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ 2020

Ο δαίμονας των Χριστουγέννων (της Γεωργίας Συριοπούλου)

Εφτά βδομάδες καραντίνας. Έξω από το γωνιακό καφενείο κάθε μέρα ο καφετζής φοράει τη μάσκα σαν μούσι κάτω από το πιγούνι και στέκεται όρθιος μόνος του ακριβώς στη μέση του δρόμου. Του πλαϊνού στενού που δεν έχει αυτοκίνητα. 

Σήμερα 22 Δεκέμβρη. Η μεγάλη νύχτα πρώτη φορά εδώ και μήνες θα είναι μικρότερη από χθες. Έξω από το καφενείο δώδεκα άντρες, θαμώνες προφανώς του καφενείου, όλοι τους πάνω από τα πενήντα πέντε, σκόρπιοι στη γωνία έχουν καταλάβει μια έκταση ακτίνας δεκαπέντε μέτρων και φορώντας μάσκες ή μισοφορώντας μάσκες στέκονται όρθιοι μόνοι τους ο καθένας διακριτά και καπνίζουν. Πού και πού φωνάζουν σε κάποιον «δικηγόρε!» ή κάτι αντίστοιχο. Δεν είναι ούτε χαρούμενοι, ούτε βιαστικοί, ούτε πένθιμοι, αν και ο χειμωνιάτικος μισός ήλιος και το φως που έρχεται από πίσω τους τους προβάλλει σαν μαύρες σιλουέτες που θυμίζουν από μακριά τη συνοδεία μιας κηδείας. Πέρασα ανάμεσά τους κάτι που αν ήταν ανοιχτό το καφενείο δε θα είχε συμβεί ποτέ. Δε θα είχα μπει ποτέ ούτε εγώ ούτε ο σκύλος μου σε ένα συνοικιακό καφενείο της γειτονιάς μου γεμάτο από άντρες που φορούν μπουφάν πάνω από γραβάτες. 

Πέρασα ανάμεσά τους όπως θα πέρναγα ένα μπλόκο συνόρων κι, έχοντας τον μισό ήλιο κατά πρόσωπο να με τυφλώνει, εξακολούθησα να τους βλέπω κόντρα φως σα σιλουέτες, ακόμα και από την απόσταση των δύο μέτρων. Για μερικά δευτερόλεπτα, μιας κι ήμουν εκεί στη γωνία τους, ένιωσα να γίνομαι ένας από αυτούς. Το καφενείο είχε γυρίσει τα μέσα έξω, ξέρασε το περιεχόμενο του, ενώ το ίδιο δίπλα έμεινε άδειο, σα σώμα που τα σπλάχνα του είχαν χυθεί ακατάστατα. Έγινα ένα με τα σπλάχνα ενός σώματος με το οποίο δεν είχα ως τώρα σχετιστεί και το έβλεπα με την τεράστια τζαμαρία του να καταλαμβάνει δύο πλευρές μιας γωνίας, μονάχα μια βιτρίνα. Σήμερα κατάλαβα ότι αυτή η βιτρίνα που μου επέτρεπε να βλέπω μέσα στο καφενείο φευγαλέα ήταν και μια οθόνη στην οποία οι δώδεκα αυτοί άνθρωποι με έβλεπαν καθημερινά να περνάω με το σκύλο μου. Τα σπλάχνα του σώματος χυμένα έξω, οι εικόνες διαλύθηκαν και έγιναν ένας μικρός χριστουγεννιάτικος δαίμονας, εγώ και αυτοί βρεθήκαμε χωρίς εικόνα χωρίς σώμα να περιμένουμε τις μέρες που θα μεγαλώσουν.

 

 

Χριστουγεννιάτικα δώρα άδωρα (του Αχιλλέα ΙΙΙ)

Πρωινό της 26ης Δεκεμβρίου. Ο περισσότεροι άνθρωποι ήταν ακόμη στα κρεβάτια τους και απολάμβαναν το χουζούρι της δεύτερης συνεχόμενης επίσημης αργίας, όμως εκείνος ήταν από νωρίς στο πόδι και κατευθυνόταν με το αυτοκίνητο προς το νοσοκομείο, καθώς εκείνη την ημέρα θα έπρεπε να βρίσκεται στο πόστο του πίσω από το γκισέ του γραφείου εισερχομένων. Έπιασε την αριστερή λωρίδα που οδηγούσε στο φανάρι για το Νοσοκομείο και σταμάτησε πίσω από μια νεκροφόρα η οποία ήταν ήδη εκεί περιμένοντας να ανάψει το πράσινο. Μέσα από το μεγάλο πίσω τζάμι του μακρόστενου μαύρου οχήματος διέκρινε ένα φέρετρο από σκούρο ξύλο, από το καπάκι του οποίου φαινόταν να προεξέχει η άκρη ενός κομματιού κόκκινου γυαλιστερού υφάσματος, σαν γλώσσα που έβγαινε περιπαικτικά προς το μέρος του. Ίσως επειδή ακριβώς η εικόνα ενός άδειου φερέτρου να του βγάζει τη γλώσσα του φάνηκε αστεία, δεν αισθάνθηκε καμία ανατριχίλα από την ξαφνική πρωινή συνάντηση – παρότι δεν πετύχαινε τόσο συχνά το μεταφορικό μέσο εκείνης της κατηγορίας επισκεπτών του νοσοκομείου οι οποίοι δεν αναχωρούσαν μόνο από τις εγκαταστάσεις του, αλλά και από τα εγκόσμια, ώστε να είναι εξοικειωμένος με αυτό. 

Χτυπώντας τα δάκτυλα του στο τιμόνι, στο ρυθμό του “Fables of Faubus” του Charles Mingus που ακουγόταν από τα ηχεία του αυτοκινήτου του, είδε για λίγο να περνάνε σαν ταινία μπροστά από τα μάτια του, σκηνές από όλες τις φορές που βρέθηκε κοντά σε κάποιον που ήταν έτοιμος να πεθάνει, και σκηνές από όλες τις κηδείες στις οποίες είχε παραβρεθεί από τότε που ήταν παιδί. Την ίδια στιγμή επανέφερε στο μυαλό του, με τυχαία σειρά, τα λόγια που είχε ακούσει στο παρελθόν και τα δάκρυα που είχε παρατηρήσει να κυλούν σε πρόσωπα ανθρώπων που είτε είχαν χάσει κάποιον δικό τους, είτε είχαν καταλάβει ότι σύντομα θα τον έχαναν. Επιστρέφοντας στο παρόν, του φάνηκε πως το φανάρι καθυστερούσε να αλλάξει αρκετά περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως. Με το βλέμμα του να πηγαίνει μια στο ξύλινο κουτί και μια στη διακριτικά στολισμένη για τα Χριστούγεννα είσοδο του νοσοκομείου, αναρωτήθηκε αν ο άγνωστος άνθρωπος τον οποίο πήγαινε να παραλάβει η νεκροφόρα είχε πεθάνει την παραμονή των Χριστουγέννων ή ανήμερα (που σημαίνει ότι είχε είχε περάσει ένα ή δυο βράδια μέσα σε κάποιο ψυγείο), ή αν είχε μόλις εκείνο το πρωί περάσει την κρίσιμη γραμμή και είχε αλλάξει στρατόπεδο, για να συνταχθεί με τους νεκρούς. Να πρόλαβε, άραγε, να ανοίξει κανένα δώρο; Και τι δώρο μπορείς να κάνεις σε κάποιον ο οποίος ίσως και να μη ζήσει αρκετά ώστε να το ανοίξει; Οπωσδήποτε κάποιο δώρο με καρτούλα αλλαγής, απάντησε πικρόχολα στον εαυτό του, και αμέσως μετά άρχισε να φτιάχνει μια φανταστική λίστα με χριστουγεννιάτικα δώρα για άτομα που σύντομα θα γίνονταν μακαρίτες:

Ένας φακός με αλκαλικές μπαταρίες για φως μέσα στο τούνελ.

Ένας μίτος, γνήσιο αντίγραφο εκείνου που είχε γλιστρήσει η Αριάδνη στα χέρια του Θησέα προκειμένου να καταφέρει να γυρίσει πίσω στην αγκαλιά της.

Ένα πτυσσόμενο φτυάρι για κάθε ενδεχόμενο.

Ένα ημερολόγιο που μόλις το κρεμάει κανείς στον τοίχο οι τυπωμένες στην επιφάνειά του ημέρες αρχίζουν να λιώνουν και να γλιστράνε προς τα κάτω μέχρι που το αφήνουν εντελώς κενό.

Μια άρπα και μια σγουρομάλλικη περούκα σαν αυτή του Χάρπο Μαρξ ή οποιουδήποτε άλλου αγγέλου.

Μια πυρίμαχη βεντάλια και μια αλοιφή για τα εγκαύματα.

Μια ατζέντα και ένα στυλό χωρίς μελάνη για να σημειώνει τα σχέδια και τις υποχρεώσεις του.

Ένα αντίτυπο του «Οδυσσέα» του James Joyce για να διαπιστώσει ότι ακόμη και αν είχε μια αιωνιότητα στη διάθεσή του ούτε τότε θα το ξεκινούσε και θα το τελείωνε ποτέ.

Μια φιμέ κλεψύδρα χωρίς άμμο.

Ένα κίβδηλο ασημένιο νόμισμα μέσα σε ένα πουγκί, για να μείνει για πάντα σε μια αποβάθρα να κοιτάζει τους άλλους να φεύγουν.

Ένα στρόγγυλο βότσαλο από την αγαπημένη του παραλία για να του θυμίζει τα διακριτικά εκτελεσμένα εγκλήματα των ακούραστων κυμάτων του χρόνου.

Ένα σακουλάκι με σκόνη μαζεμένη από τα έπιπλα του παιδικού του δωματίου, πάνω στην οποία θα έχουν κολλήσει και μερικές στιγμές από την εποχή που όλα έμοιαζαν τεράστια και χωρίς τέλος.

Ένα άπλυτο φλιτζάνι του καφέ με ξεραμένη για πάντα στο εσωτερικό του μια αδιάβαστη, ανείπωτη, ανήκουστη και ψεύτικη καλή προφητεία

Το φανάρι, επιτέλους, άλλαξε και έγινε πράσινο. Η νεκροφόρα ξεκίνησε, εκείνος έμεινε για δυο δευτερόλεπτα αδρανής, και τελικά την ακολούθησε όταν η κόρνα του αυτοκινήτου που περίμενε πίσω του εισέβαλλε στις σκέψεις του και τις σκόρπισε αριστερά δεξιά. Πέρασε την πύλη του νοσοκομείου αλλά, αντί να κατευθυνθεί προς τις θέσεις πάρκινγκ των εργαζομένων όπως συνήθως, ακολούθησε το όχημα που μετέφερε το φέρετρο μέχρι το πίσω μέρος του νοσοκομείου, εκεί όπου δεν υπήρχε ίχνος από χριστουγεννιάτικο στολισμό. Το προπορευόμενο αυτοκίνητο σταμάτησε δίπλα σε μια ράμπα φορτώσεως, και εκείνος με το δικό του σταμάτησε δίπλα του. Ενώ ο υπάλληλος του γραφείου τελετών, ένας μεγαλόσωμος ηλικιωμένος άνδρας με μακριά λευκά μαλλιά και γένια είχε ήδη βγει και κλείδωνε την πόρτα πίσω του, πετάχτηκε και εκείνος έξω και στάθηκε μπροστά του.

—Χρόνια πολλά, του είπε.

—Χρόνια πολλά, του ανταπέδωσε και εκείνος και κινήθηκε προς τη ράμπα φορτώσεως.

—Ήρθατε να παραλάβετε κάποια σωρό, σωστά;

—Ακριβώς.

—Γνωρίζετε πότε πέθανε; 

—Στις 26 το μεσημέρι. 

—Μάλλον εννοείτε στις 25. 

—Όχι, στις 26, χθες δηλαδή. Σήμερα είναι 27.

—Νομίζω ότι κάνετε κάποιο λάθος. Εκτός αν αστειεύεστε..

—Κανένα λάθος δεν κάνω φίλε. Και δεν αστειεύομαι με τέτοια πράγματα. Νέος άνθρωπος ήταν ο μακαρίτης. Απ’ ό,τι άκουσα στο γραφείο πριν φύγω, είχε βάρδια χθες στο γραφείο εισερχομένων του νοσοκομείου και, εκεί που καθόταν και δούλευε, κατέρρευσε και έμεινε στον τόπο. Μάλλον έμφραγμα. Τρέχα γύρευε, γιορτάρες μέρες...

—Πώς λεγόταν; ρώτησε αρχίζοντας να τρέμει.

—Κάτσε, μισό, να δω τα χαρτιά, είπε, και ανέσυρε μερικές διπλωμένες κόλλες Α4 από την εσωτερική τσέπη του πανωφοριού του. Ζεκάκης. Εμμανουήλ Ζεκάκης.

Ακούγοντας τον ηλικιωμένο άνδρα να προφέρει το όνομα του, ο Εμμανουήλ Ζεκάκης –μέχρι πρόσφατα υπάλληλος του γραφείου εισερχομένων– αισθάνθηκε τα πάντα να γυρίζουν. Έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω. Το έδαφος κάτω από τα πόδια του έμοιαζε με παλλόμενη κρούστα πάνω από κάτι ιδιαίτερα ρευστό, σαν να βάδιζε πάνω σε ένα στρώμα γεμάτο με παχύρρευστο υγρό. Παραπατώντας, έφτασε ως το αυτοκίνητό του, μπήκε μέσα, κατέβασε την ασφάλεια και άνοιξε το ραδιόφωνο ακριβώς τη στιγμή που ξεκινούσε να παίζει ένα τραγούδι του Lee Hazlewood το οποίο είχε πολύ καιρό να ακούσει. H φωνή του τραγουδιστή έφτανε από μακριά, με το γνωστό στον ίδιο χαλαρό και οικείο τρόπο, ξεκαθαρίζοντας κάπως τα πράγματα έτσι όπως τόνιζε τις λέξεις, και βοηθώντας τον να αποδεχτεί την αλήθεια. Κοιτάζοντας στο πίσω κάθισμα είδε πως στη μια μεριά βρίσκονταν ένα σωρό πακέτα τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο, και στην άλλη μια στοίβα από σκισμένα και κουβαριασμένα χαρτιά περιτυλίγματος, τα οποία είχαν πάνω τους διάφορες χαρούμενες χριστουγεννιάτικες παραστάσεις. Στο κέντρο, τοποθετημένες η μια πάνω στην άλλη, σαν μικρός χάρτινος πύργος, βρίσκονταν αρκετές κάρτες αλλαγής. Έβαλε όπισθεν, και απομακρύνθηκε με χαμηλή ταχύτητα, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στον κεντρικό καθρέπτη, την ώρα που ο ηλικιωμένος άνδρας έκλεινε το πορτ μπαγκαζ. Μέσα από το πίσω τζάμι της νεκροφόρας είδε το ίδιο κόκκινο κομμάτι γυαλιστερού υφάσματος να ξεπροβάλλει από το φέρετρο, εξακολουθώντας να τον κοροϊδεύει, αλλά πλέον με διαφορετικό τρόπο. Άρχισε να υπολογίζει τι είχε χάσει αποχωρώντας από τη ζωή, απαριθμώντας πρόσωπα, καταστάσεις και συνθήκες που ήδη ξεμάκραιναν. Έπειτα γύρισε το κεφάλι ξανά στο πίσω κάθισμα. «Τουλάχιστον δεν έφυγα με άδεια χέρια», μονολόγησε και χαμογέλασε στον εαυτό του, πριν περάσει από τη στολισμένη με λίγα λαμπάκια και σκονισμένες χριστουγεννιάτικες γιρλάντες πύλη του νοσοκομείου, και βγει έξω στο δρόμο που τώρα φωτίζονταν από ένα παράξενο κιτρινωπό φως. Μπροστά του απλωνόταν μια ατελείωτη ευθεία. Ακούμπησε το κεφάλι του πίσω, πήρε μια βαθιά ανάσα, εστίασε το βλέμμα του κάπου στο τίποτα που αχνοφαινόταν στο βάθος του ορίζοντα και, ανεβάζοντας την ένταση στο ραδιόφωνο, αφέθηκε να οδηγεί και να οδηγείται.

 

 

Χάραμα (του Βαγγέλη Χαλικιά)

Χαραμα. Ο Μελιος θα αναγκαστεί να κάνει ακόμα μια αρχή. Να μετρήσει πάλι τα άστρα. Το βιβλίο τελείωσε. Έκανε να σηκωθεί. Κοίταξε το σεντόνι του. Ένα μικρό χάρτινο αστεράκι είχε σταθεί επάνω του. Του άρεσαν οι συνειρμοί. Από τις πρώτες στιγμές πάλι βάρυνε η ανάσα του. Το σώμα του έχει πέσει σε κατάθλιψη και δεν έχει τη δύναμη να το σηκώσει. Δεύτερη καραντίνα απορρύθμισης. Αναζητά τη διάθεση. Οι θόρυβοι του πρωινού τον τρομάζουν. Πάλι από την αρχή. Περιμένοντας το καλύτερο αύριο. Μοιάζει τόσο άπιαστο. Το χάδι τον αφήνει παγερά αδιάφορο και αυτό τον τρομάζει αλλά και τον αφήνει παγερά αδιάφορο. Θέλει να πιάσει τον Χρόνη πάλι. Η εποχή ανάγνωσης των εξόριστων. Σαν αυτόν. Εξόριστος στην ίδια του τη ζωή. Ανυπομονεί οι νότες να χορέψουν γύρω του να σκεπάσουν τους θορύβους. Να μετρήσει τα άστρα, μα απαγορεύεται. Μόνο σαν βγει στο μπαλκόνι. Κρυώνει. Θέλει να χαθεί στις λέξεις που κρύβουν οι άλλοι. Αυτοί που έχουν γράψει. Κάθε βήμα θεριεύει και πιο πολύ μέσα του η διάθεση να εξαφανιστεί. Τα άστρα. Ονειρεύεται να γίνει πουλί. Να πετά ελεύθερο. Μικρό και ανέμελο. Μα υπάρχει πλάσμα ανέμελο; Όταν απαγορεύεται να ζήσεις. Όταν απαγορεύεται να ζήσεις όπως σε ένα όνειρο αλλά δεν απαγορεύεται να ζεις τον εφιάλτη.

 

 

Χριστουγεννιάτικη κουφάλα (του Νεοπτόλεμου Δρακουλόγκωνα)

Ο Φαίδων Γεωργάτος ξύπνησε από το βουητό της δόνησης του κινητού του πάνω στο κομοδίνο. «Ποιος πούστης είναι πάλι χριστουγεννιάτικα;», σκέφτηκε και σηκώθηκε σιγά σιγά αγνοώντας το τηλέφωνο που συνέχιζε να δονείται. Έφτιαξε καφέ, έκατσε στον καναπέ και άνοιξε την τηλεόραση χωρίς να δίνει σημασία στο χαζοχαρούμενο μουσικό πρόγραμμα. 

Είχε αποκτήσει, κοψοχρονιά, αυτό το μικρό δυάρι στην Βαλτετσίου σε μια σπάνια συναισθηματικά στιγμή νοσταλγίας. Στα πρώτα χρόνια της κρίσης ένας κολλητός από το νομικό τμήμα της Eurobank του το σφύριξε, «βγαίνει σε πλειστηριασμό το διαμέρισμα που νοίκιαζε η Αργυρώ ρε μαλάκα!». Η Αργυρώ, ήταν η πρώτη του γκόμενα στην σχολή, υποδιευθύντρια τώρα στη ΔΟΥ Μεσολογγίου και παντρεμένη με έναν πρώην υφυπουργό της ΝΔ. Σε αυτό το διαμέρισμα είχε περάσει ουκ ολίγα οργιώδη βράδια ειδικά όταν η Αργυρώ έλειπε στο σπίτι της στο Αγρίνιο και του άφηνε τα κλειδιά. Σε αυτό προπαραμονή κάποιων παλιών Χριστουγέννων, που ήρθε εκτάκτως για την κηδεία ενός θείου της, τον έκανε τσακωτό μαζί με μια δευτεροετή της ιατρικής, τη Βάσω… Από τότε άρχισε να σιχαίνεται και τα Χριστούγεννα και τους θείους. 

Η προσωπική του ιστορία λίγο πολύ γνωστή, αρραβώνας με την κόρη Σουηδού μεγαλομετόχου πετρελαϊκής εταιρίας και πρόσληψη για δουλειά στο εξωτερικό, η γνωριμία με τη Γερασιμούλα Ντόριζας, μονάκριβη ανιψιά συμπατριώτη εφοπλιστή. Επιστροφή στην Αθήνα, γάμος εντός εξαμήνου, κουμπαριά με φίλο περιφερειάρχη, ίδρυση εταιρίας με τα λεφτά του θείου. Γάμος μπίζνα, λεφτά με ουρά. 

Αυτά μέχρι πέρσι, 23 Δεκέμβρη, που αποφάσισε να «ξεσκάσει» λίγο στο εξοχικό στο Σούνιο πριν πάει να συναντήσει τη γυναίκα του και το υπόλοιπο σόι στο νησί για τις γιορτές. Η παρουσία του περιφερειάρχη κουμπάρου με τα σώβρακα μπροστά στο στολισμένο χριστουγεννιάτικο δένδρο πέρασε σχεδόν απαρατήρητη, όχι χάρη στον ευγενικό χαρακτήρα του Φαίδωνα, αλλά επειδή το εκρηκτικό ταμπεραμέντο της συζύγου του δεν της επέτρεψε καν να μπει στον κόπο να εξηγήσει πως είχε καταφέρει να στριμώξει στο ολόσωμο δικτυωτό κολάν την κωλαρά της, αλλά αντίθετα, την ώθησε να επιτεθεί κατά του αντρουλη της που, καθόλου αθώα, συνοδευόταν από «εκείνη την καριόλα» την γραμματέα του… 

Ο γερο-εφοπλιστής έγινε πυρ και μανία με τα καμώματα της μοναχοκόρης της αδελφής του και του άντρα της. Ο Φαίδωνας έβλεπε κόπους δολοπλοκιών μιας ζωής να διαλύονται μέσα σε μια δικαστική διαμάχη για την εταιρία κανονικό οικονομικό Γολγοθά, έναν περιφερειάρχη που δεν θα φρόντιζε τελικά τα περιβαλλοντικά πρόστιμα, την αναπόφευκτη δέσμευση των τραπεζικών του λογαριασμών και μια μακροχρόνια εκδίκαση αγωγής διαζυγίου… Ένιωσε να γερνάει απότομα σκεπτόμενος τη μιζέρια του μελλοντικού του βίου…

Η δόνηση του τηλεφώνου από το υπνοδωμάτιο άρχισε για άλλη μια φορά. Βαριεστημένα αποφάσισε να απαντήσει. Ήταν η παλιά του φίλη η Βάσω, προϊσταμένη πλέον παθολογικού στον Ευαγγελισμό. Είχαν κρατήσει μία αρκετά καλή επαφή όλα αυτά τα χρόνια… 

«Καλά ρε μαλάκα πόσες φορές πρέπει να σε πάρω για να το σηκώσεις; Σκέψου καλά πριν πεις το οτιδήποτε, έχω εδώ κάποιον που πρέπει να του μιλήσεις.» 

«Φαίδωνακι μου» άκουσε τη φωνή της εν διαστάσει συζύγου του…

«Ο θείος… κοβιντ… πέθανε χτες… 50-50 μετοχών»… συγκράτησε τα βασικά. 

Ο Φαίδων Γεωργάτος σηκώθηκε, έκλεισε την τηλεόραση, μπήκε στην τουαλέτα σφυρίζοντας το σκοπό από τα κεφαλλονίτικα κάλαντα. Τελικά μπορεί και να άλλαζε γνώμη για τα Χριστούγεννα …και τους θείους.

 

 

Νικολοπούλειο Ορφανοτροφείο (του Bill Hunchback)

Κάθε Χριστούγεννα περίπου τα ίδια και τα ίδια. Φέτος αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό. Πρώτα απ’ όλα ξυπνήσαμε αρκετά πρωί, κάτι που από μόνο του ήταν εντελώς εκτός των συνηθειών μας για τέτοιες μέρες, κατά τις οποίες βρίσκαμε σχεδόν από πάντα την ευκαιρία να δείξουμε πόσο ρεμάλια μπορούμε να γίνουμε και πόσο μεγάλο είναι το συκώτι μας σε αντοχή και δύναμη.

Σηκωθήκαμε από το κρεβάτι στις επτά και ήμασταν στο δρόμο κατά τις οκτώ και μισή. «Για να είμαστε σίγουροι» όπως είπε γελώντας η Μαρία.

Αποφασίσαμε να κινηθούμε με τα πόδια, μιας και η μέρα ήταν όμορφη και η στολισμένη πόλη έβαζε τα δυνατά της να εμφανίσει το, όσο περνούσε ο χρόνος και πιο δύσκολο στην πιστοποίησή του, πνεύμα των εορτών. 

Στην Καλλιθέα φθάσαμε κατά τις 11 και πίσω από το χορταριασμένο σινέ Φλερύ σε περίπου μισή ώρα ακόμα.

Πίσω από το σινεμά βρίσκεται το εγκαταλελειμμένο από τη δεκαετία του 60 «Oρφανοτροφείο Tυφλών Παίδων». Το κτίριο ακόμα και το μεσημέρι μοιάζει ζοφερό, παρόλα αυτά εμείς σαχλαμαρίζαμε. Έχοντας διαβάσει σχεδόν οτιδήποτε μπορεί να βρεθεί σε παλιά αρχεία του δήμου, χρονικά εφημερίδων, διηγήματα που το αφορούσαν, μα και ντόπιες φήμες της γειτονιάς δημοσιευμένες σε περίεργα και όχι τόσο αξιόπιστα σάιτ του ίντερνετ, είχαμε καταλήξει πως όντως μέσα στα χρόνια θεωρούνταν το κτίριο απαγορευμένο, αν όχι χαρακτηρισμένο με τη λέξη που κάθε σύγχρονος αστός φοβάται να προφέρει μήπως και τον πάρουν στο ψιλό: στοιχειωμένο. Σαχλαμαρίζαμε λοιπόν, το πιθανότερο για να επιδείξουμε τη μόρφωση μας σε συνδυασμό με μια κάποια εναλλακτικότητα που δεν επιτρέπει την εμφάνιση δεισιδαιμονιών και προκαταλήψεων. Υποτίθεται.

Ο ήλιος ήταν δυνατός και χαρούμενος. Το κτίριο παλιό θλιβερό και μισοφαγωμένο από τον καιρό, διάφορους που είχαν –σύμφωνα με μαρτυρίες– θελήσει να το κατακτήσουν και τις γάτες που είχαν ανοίξει τρύπες σχεδόν σε κάθε χτισμένη είσοδό του, είτε αυτή αφορούσε κάποτε πόρτα ή κάποτε παράθυρο. Υποθέταμε για το ποιος τις έχτισε και γιατί, αλλά βλέπαμε με τα μάτια μας ποιος νίκησε το μπετόν και κουτρουβαλιαζόταν από τρύπες σε διάφορα σημεία ώστε να μπει στα σκοτεινά του εντόσθια. Οι άφοβες γάτες.

«Αν δεν φοβούνται οι γάτες γιατί να φοβηθούμε εμείς;» είπα χαμογελώντας. Πήδηξα λοιπόν από τον πλαϊνό αρχαίο φράκτη και βρέθηκα στον περίβολο με μιας. Με λίγο περισσότερη προσοχή ακολούθησε και η Μαρία. 

Το «Ορφανοτροφείο Τυφλών Παίδων» χτίστηκε το 1927 από τους αδελφούς Νικολόπουλους και μπορούσε κανείς να πει με ασφάλεια πως πατούσαμε σε σχεδόν αρχαίο έδαφος, πράγμα που σήμαινε πως θα έπρεπε να έχουμε το νου μας ώστε να είμαστε ασφαλείς. Ο στόχος μας ήταν να μπούμε έστω και για λίγο μέσα στο κτίριο και να τραβήξουμε φωτογραφίες. Μετά γρήγορα-γρήγορα να ξαναβγούμε στον ήλιο και να γυρίσουμε στα σπίτια μας με κάποια τρόπαια στις κάμερες των κινητών μας τηλεφώνων. 

Τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά όσο φανταζόμασταν, τουλάχιστον όχι για ερασιτέχνες. Κυκλώσαμε το κτίριο αρκετές φορές. Δεν πρόκειται για ένα μικρό κατασκεύασμα και πρέπει να πω πως είχαμε αρχίσει να απογοητευόμαστε, όταν παρατήρησα ένα μεγάλο σχετικά άνοιγμα στους τσιμεντόλιθους που έφραζαν την μία από τις πόρτες του υπογείου. Ένας χοντρός γάτος μπήκε από κει και σκέφτηκα πως θα λερωθούμε αλλά θα μπούμε κι εμείς.

Έτσι κι έγινε.

Μέσα ήταν πολύ χειρότερα απ’ ότι περιμέναμε. Η υγρή απομόνωση, η εγκατάλειψη και το παχύ σκοτάδι μας άφησαν βουβούς. Οι σταγόνες όπως έπεφταν από ποιος ξέρει που, έκαναν την καρδιά μας να αναπηδάει . Τ’ ότι γρήγορα συνήθισαν τα μάτια μας και άρχισαν να υποβοηθούνται από το φως του ήλιου που έμπαινε από ρωγμές και ανοίγματα στους τοίχους και τις πόρτες, δεν έκανε τα πράγματα καλύτερα. Σπασμένα πιάτα και μεταλλικοί δίσκοι κατά δεκάδες στο έδαφος, μακριά σε μήκος τραπέζια που αποτελούσαν την τραπεζαρία μικρών τυφλών παιδιών, καθώς και η λέξη «φύγετε» σε πολλά σημεία γραμμένη από σύγχρονους εισβολείς με σπρέι, μας έκαναν να ανατριχιάσουμε και μας αποκάρδιωσαν. Ουσιαστικά ένα βίτσιο σε συνδυασμό με τον εγωισμό του να μην φανεί πως λιγοψυχούμε μας έκαναν να ανέβουμε ένα-ένα τα σκαλιά έως τα τεράστια υπνοδωμάτια του πρώτου και δευτέρου ορόφου, που ήταν γεμάτα αράχνες, σύριγγες, λευκά σεντόνια στο χρώμα του άσπρου που σαπίζει και σπασμένα κρεβάτια. Στους τοίχους υπήρχαν ονόματα. Τάσος , Γεωργία, Γιάννης, Αλέξανδρος και πολλά άλλα. Κάποια έμοιαζαν να έχουν σκαλιστεί από παιδιά, τρόφιμους αυτού του μελαγχολικού μέρους, και άλλα από νεότερους «επισκέπτες». Κάποιοι από αυτούς τους δεύτερους είχαν σχεδιάσει πεντάλφες και άλλα τέτοιου είδους σχέδια, στους τοίχους.

Επισκεφτήκαμε τα γραφεία των κάποτε υπευθύνων του χώρου. Λιωμένα χαρτιά, σπασμένα ξύλα, ετοιμόρροπα πατώματα, θλιβερά παντζούρια, παράξενα δερμάτινα λουριά και κάποιες δέστρες που πρέπει να ήταν για το κεφάλι. Οι ήχοι του κτιρίου ακόμα και με το παραμικρό αεράκι ήταν αρκετά καθηλωτικοί. Η υγρασία έσταζε, αντικείμενα έπεφταν, τα ξύλα έτριζαν και που και που ούρλιαζε κάποια γάτα ή κάτι άλλο. Τα κλιμακοστάσια μπορούσαν να πείσουν και τον πιο ορθολογιστή πως κάτι μπορεί να βρίσκεται στις σκιές.

Δεν ξέρω για ποιον λόγο αποφασίσαμε ταυτόχρονα να φύγουμε από κει. Είχαμε κάνει το καθήκον μας, τραβήξαμε μερικές φωτογραφίες, νιώσαμε πολλές φορές τις τρίχες των χεριών μας να πονούν όπως πιέζονταν από τα στενά μανίκια των πανωφοριών μας σε κάθε σκιά και κάθε ήχο, είχαμε μελαγχολήσει περισσότερο από όσο θα έπρεπε, καιρός να σταματήσει όλο αυτό, καιρός να βγούμε έξω και να πάμε για έναν καφέ σε ένα ηλιόλουστο παρά τις χειμωνιάτικες μέρες αλσύλλιο, καιρός να επιστρέψουμε στο χαζολόγημα των ημερών. 

Αρχίσαμε ταυτόχρονα να κατεβαίνουμε τους ορόφους όχι όπως τους σκαρφαλώσαμε. Όχι αργά και προσεκτικά, αλλά γρήγορα σαν κάτι να βρίσκονταν συνεχώς πίσω μας, και οι φακοί από τα τηλέφωνά μας που δημιουργούσαν αυτή τη χοάνη φωτός μόνο προς τα εμπρός, δεν βοηθούσαν – εγώ, τουλάχιστον, είχα συνεχώς την αίσθηση πως κάτι θα πεταχτεί από πίσω μου· αργότερα το ίδιο ομολόγησε και η Μαρία.

Ήχοι, τρεχαλητό βάδην, σκοντάμματα, σταγόνες, πυκνή θλίψη, πυκνό σκοτάδι που το έσκιζαν οι φακοί με ακόμα πιο μελαγχολικό τρόπο, αλλά τίποτα πραγματικά επικίνδυνο. Τίποτα που θα μπορούσε να δικαιολογήσει αυτή τη φρικτή ανασφάλεια η οποία μας είχε κατακτήσει.

Τότε φύσηξε ένας άνεμος.

Τότε το μικρό παράθυρο του ισογείου άνοιξε με δύναμη, κουτούλησε στραβό στο εξωτερικό πεζούλι και γύρισε πίσω αφήνοντας να μπει κόντρα φως. Όλα τα τεράστια παράθυρα τα είχε χτίσει ο Δήμος ή άλλοι, όμως αυτό τους είχε ξεφύγει. Πλησιάσαμε με την ελπίδα να πηδήξουμε από κει στον χορταριασμένο κήπο.

Δεν ξέρω αν τα είδα εγώ πρώτος ή η Μαρία. Δεν μπορώ να θυμηθώ, ούτε κι εκείνη. Τα είδαμε όμως σίγουρα και είμαστε μάρτυρες ο ένας του άλλου. 

Στο κάτω μέρος του τζαμιού, αυτού του άσπαστου στοιχείου ενός τσακισμένου κτιρίου, πάνω στη βρωμιά ενός αιώνα, υπήρχαν τα φρέσκα αποτυπώματα από μικρά δαχτυλάκια στη σειρά, σε όλο το πλάτος του ενός και του άλλου από τα δύο παραθυρόφυλλα που αποτελούσαν το άνοιγμα.

Ένιωσα πόνο στο στήθος. Αυτό ένιωσα. Πόνο καθαρό και δειλία. Εκείνο το αίσθημα υποχώρησης που δεν δίνει σημασία σε κανέναν και τίποτα. Άρχισα να τρέχω. Έτρεχα και ’γω δεν ξέρω για πού, πατώντας διάφορα και σπάζοντας διάφορα. Χτυπούσα σε πόρτες και τοίχους και άκουγα τη Μαρία φυσικά πίσω μου, έβλεπα τον φακό της να ανεβοκατεβαίνει παρανοϊκά όπως έτρεχε, αλλά το μυαλό μου δεν ήταν εκεί, δεν πίστευα πως ήταν εκείνη, πίστευα πως κάτι υπάρχει και πρέπει να φύγω με όποιο τίμημα.

Σωριάστηκα στο υπόγειο πάνω στον σωρό από τους μεταλλικούς δίσκους αφού πρώτα σκόνταψα σε ένα τραπέζι που έκλεινε κάπως τη σκάλα. Στην αγκαλιά μου έπεσε για τον ίδιο λόγο και η Μαρία.

Με μια αναπνοή σχεδόν αναφιλητού σηκωθήκαμε και μηχανικά τινάξαμε τα ρούχα μας σαν να τινάζουμε τον τρόμο. Οι φακοί φώτιζαν εμπρός και στα πλάγια φαινόταν το άνοιγμα απ’ όπου μπήκαμε. Σιγανά προχωρήσαμε προς τα εκεί.

Κανείς μας δεν θέλησε να κοιτάξει πίσω.

Χωρίς προειδοποίηση ένας αναστεναγμός πετάρισε από το σκοτάδι δίπλα στο αυτί μου.

«Τι είναι αυτό;» ούρλιαξα στον αέρα. «Τι είναι αυτό;» γύρισα στριγγλίζοντας και στη Μαρία λες και θα ’πρεπε να μου απαντήσει.

Την πρόσεξα να έχει παγώσει κοιτώντας ένα τραπέζι.

Το τελευταίο που θυμάμαι, που θυμόμαστε και οι δύο, ενώ θέλουμε τόσο πολύ να ξεχάσουμε, είναι ένα μικρό δεντράκι με μία κόκκινη μπάλα σε κάποιο από τα τραπέζια συσσιτίου, πριν να σκίσουμε τα ρούχα και τα κορμιά μας για να πεταχτούμε από το μικρό άνοιγμα μέσα στις λάσπες και τα χόρτα του κήπου.

 

(Πρώτη δημοσίευση: ΧΡΟΝΟΣ, 28 Δεκεμβρίου 2020)

ΧΡΟΝΟΣ #71, 28 Δεκεμβρίου 2020