Οι γλωσσοκοπάνες

Γιώργος Βιδάλης

Για το βιβλίο «Οι Καστρωμένες» του Αντώνη Συριανού

Ένα βιβλίο έκπληξη για τον θαυμαστό κόσμο των θηλυκών μιας άλλης εποχής το οποίο διαδραματίζεται στην Τήνο. Άρωμα γυναίκας με ανεξάντλητο χιούμορ και πηγαίο γλωσσικό ύφος, που φέρνει αναλογικά στο νου τη «Λωξάνδρα» της Μαρίας Ιορδανίδου ή τη Νίνα και την Εκάβη στο «Τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή. Στη Χώρα του κυκλαδίτικου αυτού νησιού τα μεταπολεμικά και δώθε χρόνια έζησαν κι έδρασαν… «Οι Καστρωμένες». Με τον παραπάνω ευρηματικό τίτλο κυκλοφόρησε πρόσφατα συλλογή αφηγημάτων που έγραψε ο εκ Τήνου καταγόμενος Αντώνης Συριανός (εκδόσεις Νεφέλη).

Στη γειτονιά της Πάνω Βρύσης έμεναν οι πιο ευκατάστατες, σχεδόν όλες γεροντοκόρες, τσαούσες, ετοιμόλογες κι ανάποδες. Μαζευόντουσαν συνήθως στο Κάστρο (ένα τριώροφο σπίτι) όπου το κουτσομπολιό και το «θάψιμο» πήγαινε σύννεφο. Στη γειτονιά της Κάτω Βρύσης κατοικούσαν οι πιο φτωχές, (παραδουλεύτρες, πλύστρες, αγρότισσες) που κι αυτών η γλώσσα έκοβε κι έραβε για τις ψηλομύτες μεγαλοκοπέλες της πάνω γειτονιάς, που ζούσαν στον περίκλειστο κόσμο τους.

Λογούδες, κ’τάλες, ξόμπλια, πουρδοσφυρίχτρες, κάργες, σκουλιόπετρες, παρακαθίστρες, αγγειούδενες, τσακμακόπετρες. Κατηγορίες γυναικών που η καθεμία είχε ξεχωριστή τέχνη στο κουτσομπολιό. Το «σου ψου ψου» πήγαινε ροδάνι όχι μόνο σε σπίτια, βρύσες και λαγκάδια αλλά και στις εκκλησίες με τη λειτουργία της Κυριακής αλλά και σε κηδείες, μνημόσυνα, γάμους.

Σε τούτες τις μικρές συμπυκνωμένες ιστορίες, που εκτυλίσσονται σαν μέρη μιας ασυνήθιστης χορωδιακής «παρτιτούρας» για γυναικεία μέλη, πρωταγωνίστρια στις περισσότερες είναι η θεία Ανεστασία. Μια έξοχη «πριμαντόνα» της αφήγησης που δεν αφήνει τίποτα όρθιο με τη σκωπτική της διάθεση. Γυναίκες και άντρες περνιούνται απ’ αυτήν γενεές δεκατέσσερις με τη γουστόζικη γλώσσα της.

Τα υπονοούμενα και τα πειράγματα δίνουν και παίρνουν στα περιστατικά που διηγούνται, στις μνήμες που ανακαλούν αυτές οι γυναικείες παρέες, είτε οι πιο μορφωμένες είτε οι πιο λαϊκές. Είναι και το μεγάλο ατού του βιβλίου οι τσαχπίνικες, βιτριολικές «μπηχτές» που πετάνε κάθε τόσο στις συναντήσεις τους οι Καστρωμένες όχι μόνο για τον έξω κόσμο αλλά και για τις ίδιες μεταξύ τους, με ιδιαίτερη έμφαση στα ερωτικά αλισβερίσια των άλλων.

«Ο Θεός ίκαμε πλάσματα, ίκαμε και κλάσματα… Η ομορφάδα θέλει τρόπο, κώλο, β’ζί, παράστημα και γκελ» λέει η θεία Ανεστασία στην ιστορία «Η ομορφάδα».

Κουσούρια, παραξενιές, αδυναμίες, ελαττώματα της ανθρώπινης φύσης που μεγεθύνονται με τον παραμορφωτικό φακό του κουτσομπολιού. Ματιάσματα και ξεματιάσματα, μάγια και λουκετώματα με σμυρνέικη σφραγίδα, αποκριάτικα αθυρόστομα ξεφαντώματα («Για τα σένα π’λί μ’ / πήρε φωτιά το π’λί μ’ / κι άντε να τ’νε κουμαντάρω / τ’ν κάτω κεφαλή μ’»). Φυσικές ανάγκες που λόγω ευπρέπειας μέσα σε κόσμο δεν επιτρέπονται αλλά όταν σπάει ο διάολος το ποδάρι του ξεφεύγουν άλλοτε πορδές κι άλλοτε κατουρλιά με τις ανάλογες μοσχοβολιστές επιπτώσεις. Όνειρα σημαδιακά, κουβέντες ζώντων και τεθνεώτων. Γάϊδαροι, κατσίκες, σκύλοι, γάτες σε μικρότερους ρόλους με τα δικά τους τραγελαφικά καμώματα.

Τα πετοκορωνίσματα (σεξουαλικές συνευρέσεις) και οι καψωλίδες (ερωτικές διεγέρσεις) έχουν συχνά την τιμητική τους όπως στην ιστορία για το σπίτι της μαντάμ Ανζέλ όπου τα κορίτσια της (οι «ανάσκελες») πρόσφεραν χαρούμενες ερωτικές στιγμές στους επισκέπτες. Μερικές Καστρωμένες πήγαιναν στο σπίτι της Φεβρωνίας, ελαφρά μεσοτοιχία με το σπίτι της μαντάμ Ανζέλ κι έστηναν αυτί. Εκστασιασμένες μετέδιδαν αργότερα με απαράμιλλο τρόπο τα καθέκαστα στις άλλες. «Οι πουτάνες και οι λωλές, έχουν τις τύχες τις καλές» φώναζε η Ευανθία για να ακουστεί πιο πέρα.

Ιδού μια… τηλεγραφική ιστορία με τίτλο «Τέτοια βίζιτα να μ’ λειπ’»:

– Μα γιατί μωρ’ Ανεστασία μ’, δε θες τον Μπαλαμάρκο και τ’ Μπαλαμάρκαινα πια στο Κάστρο; ρώτησε μια μέρα τη θεία μου η Σωκράταινα.
– Να τ’ς κάμω τι, Μαρίκα μ’; απάντησε εκείνη. Έρχονται μόλις πεσ’ ο ήλιος, θρονιάζονται στον καναπέ μ’, ο Μπαλαμάρκος βαζ’ τα χέρια τ’ απάνω στα π’λιά τ’, εκείνη απάνω στο πράμα τ’ς, και κοιμούνται του καλού καιρού μέχρι τ’ς εννιά, π’ αναγκάζομαι να τ’ς ξυπνήσω για να σ’κωθούν να ξεκουμπιστούνε. Τέτοια βίζιτα, μάτια μ’, να μ’λείπ’!

Μια ακόμη ιστορία με τίτλο «Η αγελάδα» όπου η θεία Ανεστασία μιλάει για τη φίλη της την Άννα, μια γυναίκα πυρή (θερμή ερωτικά). «Από μ’κρή ήταν πονόψυχια! Εχει εξυπηρετήσ’ κόσμο και κοσμάκη!». Και στη συνέχεια πιο κάτω:
«Ερχόταν τακτικά η Άννα και κοιμόταν στο Κάστρο. Εκείνα τα χρόνια, κάθε δωμάτιο είχε ένα πήλινο δοχείο νυκτός με εμαγιέ καπάκι, το λεγόμενο «αγγειό» στην τοπική διάλεκτο. Η χρεία ή «απόπατος», όπως αποκαλούσε το αποχωρητήριο η θεία μου, ήταν στην αυλή και κανείς δεν το χρησιμοποιούσε τη νύκτα.
Ένα βράδυ, περασμένη η ώρα, η Αννα σηκώθηκε να κατουρήσει στ’ αγγειό, κι απ’ το διπλανό δωμάτιο ακούστηκε έντονος ο βαρυτονικός ήχος του γυναικείου τρόπου ούρησης. Με μια άγαρμπη σπρωξιά η θεία μου με ξυπνά και την ακούω να λέει μες στο σκοτάδι:
– Άκου την, μάτια μ’, πως κατουρά, σα τ’ν αγελάδα. Γιατί; Γιατί το ’χει δουλεμένο!».

Ανηψιός της θείας Ανεστασίας, που αποχαιρέτησε τα εγκόσμια πριν δυο δεκαετίες, υπήρξε ο συγγραφέας. Όλες οι κουβέντες που άκουγε μικρός ανάμεσα στον γυναικείο περίγυρο ασυναίσθητα χαράσσονταν μέσα του. Εδώ κι αρκετά χρόνια τις επεξεργαζόταν με αποτέλεσμα να βγει το τωρινό πρώτο του βιβλίο.

Σκαμπρόζικα αφηγήματα που αναπαριστούν ολοζώντανα τον μικρόκοσμο της Χώρας της Τήνου σε αλλοτινούς καιρούς, διασώζοντας παράλληλα τον γλωσσικό «θησαυρό» της κυκλαδίτικης ντοπιολαλιάς. Το βιβλίο έχει στο τέλος εκτεταμένο επεξηγηματικό γλωσσάριο με λέξεις και φράσεις του νησιού (η έκδοσή του τελεί υπό την αιγίδα του δήμου Τήνου, την Κοινωφελή Επιχείρηση Υπηρεσιών του).

 

(Πρώτη δημοσίευση: ΧΡΟΝΟΣ, 14 Αυγούστου 2020)

ΧΡΟΝΟΣ #71, 14 Αυγούστου 2020

Ακούστε εδώ το πρώτο αφήγημα του βιβλίου, «Ο 'Γούδουρας»:


Ο Γιώργος Βιδάλης εργάστηκε ως δημοσιογράφος για 32 χρόνια στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», στο πολιτιστικό τμήμα. Εχει γράψει το μυθιστόρημα Τρυφερή είναι η ήττα (Κέδρος).

Ένα βιβλίο έκπληξη για τον θαυμαστό κόσμο των θηλυκών μιας άλλης εποχής το οποίο διαδραματίζεται στην Τήνο. Άρωμα γυναίκας με ανεξάντλητο χιούμορ και πηγαίο γλωσσικό ύφος, που φέρνει αναλογικά στο νου τη «Λωξάνδρα» της Μαρίας Ιορδανίδου ή τη Νίνα και την Εκάβη στο «Τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή.

Σκαμπρόζικα αφηγήματα που αναπαριστούν ολοζώντανα τον μικρόκοσμο της Χώρας της Τήνου σε αλλοτινούς καιρούς, διασώζοντας παράλληλα τον γλωσσικό «θησαυρό» της κυκλαδίτικης ντοπιολαλιάς.