Η Τετάρτη των Τεφρών ή οι βλαβερές συνέπειες των συναθροίσεων

Νίκος Χρυσός

Έτσι όπως είχε απομείνει μονάχος, ο Σεβαστιανός, εκείνο το βράδυ, μια κι έλειπαν οι τέσσερις σύντροφοί του, μαζεύτηκαν γύρω του ένα τσούρμο άστεγοι που θα περνούσαν τη νύχτα στο αμαξοστάσιο. Κάθισαν σιωπηλοί ο ένας δίπλα στον άλλο σαν να περίμεναν καιρό την ευκαιρία, ίσως γιατί τον είχαν ακούσει ξανά να διηγείται τις παράξενες ιστορίες του ή ίσως πάλι γιατί άναβε ζωηρές φωτιές στο υγρό τσιμέντο, χωρίς προσάναμμα, εκεί, στη μέση της αλάνας, στα σκοτεινά. Μια εστία που όλους τους χώραγε.
«Την πρώτη φορά που ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο με τον Ρόντι, ο Αργύρης δεν πίστευε στα μάτια του. Ήταν εκείνον τον Απρίλη η πιο πετυχημένη ανθοκομική έκθεση της δεκαετίας. Χιλιάδες άνθρωποι συνωστίζονταν γύρω από τους φορτωμένους πάγκους κι έφευγαν κρατώντας στην αγκαλιά ανθεκτικά γεράνια κι ευαίσθητες γαρδένιες ή εξωτικά μπονσάι που αν δεν φρόντιζες να στήσεις στο νέο τους σπίτι το νοτερό μικρόκοσμό τους, σύντομα αποδημούσαν εις –ποιος ξέρει ποιον θαλερό– Κύριον. Κάθε βράδυ οι ανθοπώλες ιδρωμένοι από τον μόχθο της ημέρας και με τις τσέπες γεμάτες, χωρίς ανάγκη για ύπνο, τρέχανε στα φυτώρια και στα θερμοκήπια για να ανανεώσουν τις προμήθειες για την επέλαση της επομένης.
»Ο Αργύρης βέβαια δεν επισκέφθηκε την έκθεση τις πρώτες μέρες. Είχε μια φυσική απέχθεια για τον όχλο κι απέφευγε τις μαζικές συναθροίσεις, τουλάχιστον στην πρώτη εκδήλωση τους, γιατί στην συνέχεια, επιρρεπής όπως ήταν στις νέες μόδες, δεν κατάφερνε να μένει μακριά τους. Είχε ακούσει για τις διαστάσεις σχεδόν επιδημίας που είχε πάρει η ανθοφιλία στην πόλη μα δεν το περίμενε πως θα βρισκόταν στα τέσσερα να διεκδικεί την ίδια γλάστρα με τον Ρόντι. Μέσα στη γλάστρα μοχθούσε μια θλιμμένη ορτανσία κι ο Αργύρης, που αγνοούσε τότε το όνομα της, την λάτρεψε. Αν το γνώριζε δεν θα είχε μπει σ’ αυτή την περιπέτεια. Είχε μια θεία στα παιδικά του χρόνια, γειτόνισσα από τη διπλανή αυλή, την κυρά Ορτενσία, σκέτη υποκρισία, πάντα με το χαμόγελο και με μια βέργα ξύλινη, του ’χε τσακίσει τη ράχη. Κι ενώ, ανίδεος κι ευτυχής, έσκυβε να αποκτήσει το λειψό λουλούδι που θα ξυπνούσε τους παιδικούς του εφιάλτες, δεν το περίμενε από τον Ρόντι να δείξει τέτοια αδιακρισία και να χώσει τη μούρη του στην ίδια γλάστρα. Βέβαια αν τα σκεφτόταν καλύτερα όλα αυτά –κι αν τα ήξερε–, θ’ άλλαζε γνώμη· τόσες συμπτώσεις, Ορτανσία, Ορτενσία, υποκρισία, αδιακρισία, σε καλό δεν θα του ’βγαιναν.
»Εκείνη τη μέρα, μέρα Τετάρτη, ο αριθμός των επισκεπτών είχε ξεπεράσει κατά πολύ τις προσδοκίες των εμπόρων. Δεν υπήρχε ούτε ίντσα ελεύθερου εδάφους για να χωρέσει ένας ακόμα επισκέπτης κι όσοι βόλταραν στο φουντωμένο πάρκο, που φιλοξένησε για πρώτη και για τελευταία φορά την έκθεση, ακολουθούσαν ο καθένας τα βήματα εκείνου που προπορευόταν σχεδόν αγγίζοντας τον κάθε τόσο. Αυτή ήταν η αιτία για αρκετές παρεξηγήσεις που εκδηλώθηκαν μεταξύ των παρευρισκομένων, αφού η ξαφνική αγάπη τους για τα φυτά τούς είχε μετατρέψει σε ακούσιους εφαψίες. Συχνά μια ανοιχτή παλάμη κινώντας ν’ αρπάξει μια νανοτριανταφυλλιά ή έναν αγιορείτικο βασιλικό, κατέληγε στα τροφαντά οπίσθια μιας νεαράς η οποία, σχεδόν πάντα συνοδευόταν. Κι αν βέβαια ο συνοδός ήταν ο θείος, ο πατέρας ή κάποιος κηδεμόνας, η ατυχής αυτή πράξη έμενε συνήθως ατιμώρητη, μιας και η παθούσα, από ντροπή ή από φιλαρέσκεια, απέφευγε να μοιραστεί το πάθημά της. Εκείνες όμως τις φορές που το θύμα επιθυμούσε να κεντρίσει το ενδιαφέρον του συνοδού–εραστή, το επεισόδιο κατέληγε σε έντονες λογομαχίες και σε καβγάδες, κυρίως λεκτικούς, μια κι η στενότητα του χώρου απέτρεπε τους ξυλοδαρμούς. Σημειώθηκαν βέβαια και ένα δυο επεισόδια χειροδικίας στην έξοδο της έκθεσης, όπου ξαναμμένοι νεαροί περίμεναν τον δράστη για να αποδώσουν με τις γροθιές τους τα δέοντα.
»Αυτό που έκανε στον Αργύρη την μέγιστη εντύπωση δεν ήταν τα μαραμένα φύλλα της ορτανσίας μα το αφράτο χώμα στη γλάστρα της. Με μικρά βήματα κατάφερε να ξεφύγει από την ανθρώπινη αλυσίδα και το απότομο σταμάτημα μιας ιδρωμένης θείας που έπιασε ένα ανίερο χέρι στα πισινά της δεκαεξάχρονης ανιψιάς της, του έδωσε τον χρόνο να χωθεί με κινήσεις ακριβείας κάτω από τον πάγκο του ανθοπώλη και να πλησιάσει την γλάστρα. Κι εκεί πάνω από το καψερό φυτό πρωτοαντίκρισε τον Ρόντι.
»Προφυλαγμένοι κάτω από τον πάγκο, σκυμμένοι πάνω απ’ το λουλούδι, ζυγίζοντας ο ένας τον άλλον, δεν είδαν να ξεκινάει αυτό, που για χρόνια μετά οι εφημερίδες, κάθε τρίτη Τετάρτη του Απρίλη, θα σημείωναν με μαύρα γράμματα: Η θλιβερή επέτειος της Τετάρτης των Τεφρών
»Η ευέξαπτη θεία αψηφώντας την ασφυκτική πολυκοσμία κι εκμεταλλευόμενη τον κενό χώρο που άφησε η μετακίνηση του Αργύρη έγειρε το στρογγυλό σώμα της, πήρε φόρα και οδήγησε μια τσάντα γεμάτη ακανθώδεις κάκτους προς το κεφάλι του άτιμου γητευτή, ο οποίος, καθώς δεν ήταν από εκείνους τους άνευ πρόθεσης εφαψίες που λέγαμε, μα συστηματικός λάτρης της σφριγηλής σάρκας ανυποψίαστων κορασίδων, αντιλήφθηκε έγκαιρα τον κίνδυνο και πρόφτασε να σκύψει –κι ας τον κρατούσε η αγριεμένη μεσήλικας απ’ το ένα χέρι– και η τσάντα κατέληξε, ατυχώς, στα μούτρα ενός πυγμάχου, η ευγενής κυρά του οποίου έλπιζε πως η επαφή με τα φυτά θα αφύπνιζε μια τρυφερή πλευρά του έως τότε λανθάνουσα. Παρά το αιφνίδιο χτύπημα, ο ρωμαλέος μποξέρ δεν ξαφνιάστηκε· αυτόματα σχεδόν, εξαπέλυσε ένα δυνατό ντιρέκτ προς λάθος όμως κατεύθυνση κι αυτήν την φορά ο εφαψίας τιμωρήθηκε. Η ξαφνική του πτώση αιφνιδίασε τη θεία, η οποία τον κρατούσε ακόμα, κι έτσι τον ακολούθησε παρασύροντας μάλιστα και την μικρανιψιά της η οποία κατέληξε στα χέρια ενός θαλερού πενηντάρη.
»Ο έμπειρος πυγμάχος δεν αρκέστηκε βέβαια στο πρώτο ντιρέκτ, μα ζαλισμένος από την τσαντιά συνέχισε να γρονθοκοπά δεξιά κι αριστερά, παρασύροντας κι άλλα σώματα σε μια αλληλουχία πτώσεων που θύμιζε ντόμινο. Ο πανικός γενικεύτηκε. Ο ένας άρπαζε τον άλλον από γιακάδες κι από πέτα και τον τραβολογούσε. Κουμπιά ξηλώνονταν, πουκάμισα άνοιγαν και γυναικεία στήθη πρόβαλαν εγκλωβισμένα σε ποικιλόμορφους στηθόδεσμους. Γλάστρες άρχισαν να εκσφενδονίζονται στον αέρα σε ελλειπτικές τροχιές που κατέληγαν σχεδόν πάντα σε κεφάλια, μια και δεν υπήρχε σπιθαμή άδειου εδάφους για να αστοχήσουν. Άνθη και πέταλα στόλιζαν τις οργισμένες κόμες κι εκατοντάδες χέρια είχαν επιδοθεί σε βάρβαρες θωπείες, έτσι που αν κοίταζες από ψηλά, θα νόμιζες πως βλέπεις μια αρχαία Διονυσιακή γιορτή στο φόρτε της.
»Οι έμποροι, προφυλαγμένοι πίσω από τους πάγκους, γέλασαν στην αρχή, αλλά σαν είδαν πως τα εμπορεύματα πήγαιναν τώρα από χέρι σε κεφάλι χωρίς να νοιάζεται κανείς να αποδώσει το αντίτιμο, εξαγριώθηκαν και μπήκαν στο χορό.
»Όταν η ζηλιάρα συμβία του πενηντάρη κατάφερε μες στην αναμπουμπούλα να τον πλησιάσει, τον αντίκρισε με την ζαλισμένη έφηβη στην αγκαλιά, διακρίνοντας μάλιστα στο βλέμμα του έναν πόθο χρόνια αδρανή. Παρασυρμένη από το γενικό πανδαιμόνιο δεν σκέφτηκε την ευγενή ανατροφή της και χίμηξε με άγριες ιαχές στο αταίριαστο ζευγάρι, με τη γροθιά υψωμένη. Όμως μια στιγμή πριν βρει το στόχο της, μια γλάστρα που έσκασε στο σβέρκο του άπιστου συζύγου τον ξάπλωσε φαρδύ πλατύ στο έδαφος κι εκείνη, αδυνατώντας να ελέγξει την ορμή της, κατέληξε πάνω σε έναν πάγκο, παρασύροντας ένα μπιτόνι βενζίνη που είχε ο λουλουδάς για να γεμίσει την γεννήτρια. Στο πρώτο ξάφνιασμα κανείς δεν παρατήρησε πως το μπιτόνι ήταν μισάνοιχτο και το εύφλεκτο υγρό πότιζε τα γλαστράκια γεμάτα δυόσμους και νεαρές δάφνες. Ο λουλουδάς βοήθησε την ντροπιασμένη αστή να σταθεί στα πόδια της κι ίσως το επεισόδιο να είχε λήξει, αν ένας ράθυμος μάγκας, ράθυμος παρά τον καβγά που είχε φουντώσει τριγύρω, δεν αποφάσιζε να σβήσει το τσιγάρο του σε μια από τις βενζινοποτισμένες γλάστρες. Με μιας ολόκληρος ο πάγκος λαμπάδιασε κι οι ζαλιστικές αναθυμιάσεις της δάφνης, μαζί με την εικόνα της φωτιάς, κορύφωσαν το γενικό παραλήρημα.
»Ο Αργύρης και ο Ρόντι σε άλλη περίσταση ίσως να κατέληγαν σε άγριο καβγά για τη διεκδίκηση της γλάστρας, μα η πολεμική ατμόσφαιρα τους συνέτισε και συνάπτοντας σιωπηλή συμφωνία, φρόντισαν να προστατεύσουν την ορτανσία και να τη φυγαδεύσουν από τον πυρπολημένο ανθόκηπο.
»Οι επισκέπτες της έκθεσης είχαν πια μεταμορφωθεί σε άγριους. Έσκιζαν ρούχα και χιμούσαν με νύχια και με δόντια ο ένας στον άλλον κι όλοι μαζί στις φουντωμένες γλάστρες που κατέληγαν μισερές και μαραμένες η μια μετά την άλλη. Άντρες με ανοιγμένα κεφάλια και γυναίκες με πληγωμένα μέλη σέρνονταν πάνω και κάτω από τους πάγκους γυρεύοντας μια διέξοδο από όλη εκείνη την παραφροσύνη. Κι όταν δεν απέμενε πια τίποτα όρθιο, ένας χοντρός επίσκοπος βρήκε την ευκαιρία να αναφωνήσει: “Ἐξηράνθη ὁ χόρτος καί τό ἄνθος αὐτοῦ ἐξέπεσε”, οι τελευταίες του λέξεις πριν τον πετύχει μια από τις λίγες καιόμενες γλάστρες, που έμεναν ακόμα ακέραιες, κατακούτελα. Και βέβαια αυτές οι λέξεις χρησιμοποιήθηκαν, τρεις μέρες μετά, κατά την αποφώνηση του επικηδείου του και οι θλιμμένοι ακροατές αλάλαξαν εν χορώ “Αλληλούια!”
»Μετά από όλα αυτά ο Αργύρης, ο Ρόντι και η ορτανσία έγιναν αχώριστοι και μιας κι ο Αργύρης ήταν άστεγος, κι η ορτανσία δεν είχε πια σπίτι, βρήκαν στέγη στο ισόγειο δυάρι που ως τότε φιλοξενούσε μόνο τον Ρόντι.
»Τον πρώτο καιρό ο Ρόντι, ο οποίος εκτελούσε χρέη οικοδεσπότη, φρόντιζε να ποτίζει τακτικά το φυτό και να περιποιείται τον Αργύρη, διαλέγοντας γάργαρο καθαρό νερό κι εκλεκτούς μεζέδες. Όμως η ατελής του φύση επιθυμούσε κι απ’ τους δυο τυφλή υπακοή, κι όσο βέβαια οι φροντίδες του ήταν ενθουσιώδεις και οι απαιτήσεις του ευγενείς, κανείς δεν την αρνήθηκε.
»Το καλοκαίρι είχε προχωρήσει και οι τρεις τους, μπροστά ο Ρόντι με την Ορτανσία στα χέρια κι ο Αργύρης ν’ ακολουθεί, έβγαιναν συχνά μακρινούς περιπάτους έξω από την πόλη αναζητώντας δροσιά στους γύρω λόφους. Έβρισκε έτσι ο Αργύρης μια ευκαιρία να ξεμουδιάσει. Βλέπεις, μαθημένος χρόνια στην αλητεία και στη γύρα, ζοριζόταν στη σιωπή τού διαμερίσματος ολημερίς παρέα με την ορτανσία. Κι εκείνη βέβαια έπληττε καμιά φορά και ίσως την κούραζε η ενοχλητική συνήθεια του Αργύρη να ανακατεύει τα χώματα της γλάστρας της, δήθεν για ν’ αφρατέψουν. Όταν όμως, αργά το απόγευμα, επέστρεφε ο Ρόντι στο σπίτι, απολάμβαναν τις περιποιήσεις του.
»Ωστόσο, όσο περνούσε ο καιρός, ο Ρόντι έδειχνε όλο και μικρότερο ενδιαφέρον για τους δυο φίλους του. Δεν τους άφησε βέβαια ποτέ απότιστους ή νηστικούς, μα πια δεν μοιραζόταν τη μέρα μαζί τους, ενώ είχε και την απαίτηση να τον υπακούν πιστά σαν αφέντη. Η ορτανσία ευγενής και εύθικτη –ιδιότητες που είχε κληρονομήσει από τους Ιάπωνες προγόνους– δεν άντεξε στις νέες συνθήκες κι έτσι μια μέρα, αρχές του φθινοπώρου, ενώ έκαιγε ακόμα ένας Αυγουστιάτικος ήλιος, ήπιε τα τελευταία αποθέματα νερού σε μια γουλιά και ξεψύχησε.
»Αυτό που πείραξε τον Αργύρη δεν ήταν η ψυχρή αδιαφορία του Ρόντι η οποία οδήγησε την ορτανσία στο θάνατο. Αυτό ίσως να του το συγχωρούσε αν ένιωθε ότι είχε μετανιώσει. Εξάλλου, εκείνο τον Σεπτέμβρη, ο Ρόντι μοχθούσε για μια επαγγελματική προαγωγή που θα τους εξασφάλιζε ένα μεγαλύτερο σπίτι κι αυτό ήταν και το άλλοθι του. Τους έλεγε, “για σας το κάνω, εγώ μονάχος και στο δυάρι βολευόμουν”. Μα όταν τον είδε να χώνει το άψυχο κουφάρι της στη μαύρη πλαστική σακούλα με τα σκουπίδια, δεν άντεξε. Το επόμενο πρωί, κι ενώ ο Ρόντι έκανε το λουτρό του, ο Αργύρης έδωσε ένα σάλτο έξω από το ανοιχτό παράθυρο της κουζίνας κι εξαφανίστηκε.
»“Καλύτερα ζωή σκυλίσια, παρά παρατημένη οδαλίσκη”, σκέφτηκε.
»Ο Ρόντι δεν ξαναπήρε κοντά του ούτε φυτό, ούτε σκύλο και το συμπέρασμα που έβγαλε ήταν πως όλα τα έμψυχα, ζώα, φυτά και άνθρωποι, είναι αχάριστα, κι αυτή η οριστική απόφαση στην μοναξιά, θεώρησε πως ήταν η καλύτερη τιμωρία για όλα τους. Τέτοιος, κι όμοιος με τους περισσότερους, ήταν ο Ρόντι. Μάζεψε γύρω του φυτά σε γλάστρες και ζώα σε κλουβιά κι αφιέρωσε λίγο από το χρόνο του να τα περιποιείται, όχι από αγάπη μα από ανάγκη να νιώθει μεγαλόπρεπος, απαραίτητος, πολύτιμος, σαν να αδυνατεί η ζωή να προχωρήσει αν δεν της ρίξει δυο σταγόνες με το πάντα επηρμένο ποτιστήρι του».
Κανείς τους δεν γύρευε το νόημα της ιστορίας, έκλειναν τα μάτια και άκουγαν τις λέξεις, έγλειφαν τον πάγο κι άγγιζαν τη φωτιά κι έτσι αθώοι και αγαθοί, σαν τα μωρά που νανουρίζονται στην παιδική τους κλίνη, αποκοιμιόντουσαν, μα όσο το νόημα τους ξέφευγε, έμεναν όλα δίχως νόημα κι όταν η αφήγηση έφτανε στο τέλος, βολικοί κι υπάκουοι, αδύναμοι μπρος στην ιστορία που ένιωθαν πως δεν τους χώρεσε ποτέ μέσα της, ξανάπαιρναν σκυφτοί το δρόμο τους και δεν συνειδητοποιούσαν πως η διήγηση του Σεβαστιανού θα αποκτούσε νόημα, η ίδια η ζωή θα είχε ένα νόημα, αν επέλεγαν ένα ρόλο μες στην Ιστορία, αν τελικά κατανοούσαν πως στο εδώ, στο τώρα τους, ήταν γραμμένη μια ιστορία κι ας μην την καταλάβαιναν.


(Αναδημοσίευση: ΧΡΟΝΟΣ, 6 Απριλίου 2020)

ΧΡΟΝΟΣ #71, 6 Απριλίου 2020

Πρώτη δημοσίευση: στη σελίδα του συγγραφέα στο FB

«Τελειώνοντας την Καινούργια μέρα (Εκδόσεις Καστανιώτη) υπήρξαν ιστορίες του Σεβαστιανού που δεν περιέλαβα τελικά στο βιβλίο. Μια από αυτές σκεφτόμουν τις τελευταίες μέρες και τη δημοσιεύω σήμερα εδώ. Η ιστορία αποσπασμένη από το αρχικό σώμα του βιβλίου δεν είχε τίτλο, αλλά θα μπορούσε να τιτλοφορείται: "Η Τετάρτη των Τεφρών ή οι βλαβερές συνέπειες των συναθροίσεων"».

Ο Νίκος Χρυσός γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα Το μυστικό της τελευταίας σελίδας (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2009) και Καινούργια μέρα (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2018). Έχει επιμεληθεί τη σχολιασμένη επανέκδοση του βιβλίου Αξέχαστοι καιροί του Λευτέρη Αλεξίου (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2014), τον συλλογικό τόμο Ιστορίες βιβλίων (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2014) και τον συλλογικό τόμο Ο Νίκος Καζαντζάκης και η πολιτική (σε συνεργασία με την Ιωάννα Σπηλιοπούλου, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2019). Διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικούς τόμους. Για το μυθιστόρημα Καινούργια μέρα τιμήθηκε με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUPL) και με το Βραβείο Πεζογραφίας του περιοδικού Κλεψύδρα. Από τον Σεπτέμβριο του 2018 είναι Αντιπρόεδρος Β΄ του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Νίκου Καζαντζάκη (ΔΕΦΝΚ).

Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν: