Σχετικισμός και σχετικότητα στην παραστατική και στην πραξιακή σκέψη

Αλεξάνδρα Δεληγιώργη

[Αφιερώνεται στους φοιτητές της φιλοσοφίας.]

Η επίθεση εναντίον της φιλοσοφίας μεγαλύτερη από ποτέ. 
Οι φιλόσοφοι πιο αδύναμοι από ποτέ.

Νίτσε, Η φιλοσοφία σε δύσκολους καιρούς

 

Με τη βαθμιαία, μέσα στον 20ό αι., επικράτηση της γλωσσοκεντρικής τάσης στο πλαίσιο της παραστατικής σκέψης[1] και της εμπειρικοδομιστικής θεμελίωσής της, έγιναν εμφανή τα σημάδια του σχετικισμού (relativism) που κάλυψε ένα ευρύτατο πεδίο ρευμάτων, στις παρυφές του θετικιστικού και εν μέρει και του ερμηνευτικού παραδείγματος. Μεταξύ άλλων, ο πραγματισμός, ο ιστορικισμός, ο κουλτουραλισμός είχαν ιδιαίτερη απήχηση στους τομείς των ανθρωπιστικών και πολιτισμικών σπουδών. 

Τα ρεύματα αυτά, λίγες δεκαετίες μετά τον Β΄ ΠΠ, εξελίχθηκαν σε αναλυτικά, νεοπραγματιστικά και μεταδομιστικά ρεύματα της μεταμοντέρνας σκέψης. Αρνούμενα τη δυνατότητα διατύπωσης αληθών προτάσεων καθολικής ισχύος, απέρριψαν τη διαλεκτική λογική και μέθοδο ως ψευδοεπιστημονικές, αποδίδοντάς τες, μαζί με τον υλισμό και τον ιδεαλισμό, αδιακρίτως, στον μεταφυσικό λογοκεντρισμό, φορέα ενός εξουσιαστικού ορθού λόγου, προαγωγού λανθασμένων απόψεων, δογματικών πεποιθήσεων ή απόλυτων θέσεων. Ελλείψει του απαιτούμενου κριτικού ελέγχου, ο σχετικισμός (Relativism) που καλλιεργήθηκε στο πλαίσιο της παραστατικής σκέψης του 20ού αι., σχετικοποιήθηκε έτι περαιτέρω ώστε εύκολα να εκλαμβάνεται ως αναρχισμός, και στην ακραία μορφή του, ως ανορθολογισμός ή μηδενισμός. Ενδεικτική είναι η περίπτωση του Fr. Lyotard που χωρίς να απαξιώνει τα επιστημολογικά ενδιαφέροντα και τις γνωσιοθεωρητικές έρευνες περί θεμελίωσης και εγκυρότητας των θεωριών, παρεξέκλινε από το θετικιστικό παράδειγμα και τον συναφή προς αυτό αντικειμενισμό, αλλά και από το ερμηνευτικό και το διαλεκτικό παράδειγμα, κάνοντας λόγο για την επιστήμη στραμμένη στη μελέτη απροσδιόριστων και μη προβλέψιμων φαινομένων, με κύριο γνώρισμά τους την παραλογία, τα οποία προκύπτουν από μοναδικά συμβάντα ή μοναδικές διεργασίες που αποσιωπά η καθαρά ντετερμινιστική θετικιστική επιστήμη. 

Μιαν ανάλογη παρέκκλιση επιχείρησε και ο σχετικιστής R. Rorty, ο οποίος, ακολουθώντας τη γραμμή σκέψης αναλυτικών φιλοσόφων που προηγήθηκαν, όπως ο W.V. Quine, απέφυγε να εμπλακεί σε επιστημολογικές συζητήσεις περί θεμελίωσης ή περί εγκυρότητας της γνώσης, θεωρώντας τες απηρχαιωμένες. Συγκεκριμένα, ακολούθησε τον W.V. Quine, ο οποίος, διαχωρίζοντας την επιστήμη από τη φιλοσοφία, θεώρησε το γνωσιοθεωρητικό ζήτημα καθαρά ενδοεπιστημονικό, αφαιρώντας από τη φιλοσοφία την αρμοδιότητά της να κρίνει την εγκυρότητα των παραγόμενων γνώσεων. Τον κάθετο διαχωρισμό της φιλοσοφίας από τις επιστήμες είχε διακηρύξει και ο Μ. Χάιντεγγερ, στα χρόνια του Μεσοπολέμου, με ανάλογες συνέπειες. Ο R. Rorty ακολουθώντας τους στην απόσπαση της επιστημολογίας από τη φιλοσοφική κριτική παράδοση και από τη δυνατότητά της να αποσαφηνίζει τους όρους που καθιστούν δυνατή την επιστήμη, κατέφυγε στον πραγματισμό, τις βασικές θέσεις του οποίου επιχείρησε να ανανεώσει. 

Όπως ο Fr. Lyotard, έτσι και ο R. Rorty, παραμένοντας στο πλαίσιο της παραστατικής σκέψης, δεν αναγνωρίζει την αρχή της σχετικότητας που δεσμεύει την πραξιακή σκέψη στο πλαίσιο της οποίας εντάσσονται οι κοινωνικές επιστήμες διαλεκτικού και ερμηνευτικού τύπου.

Εξαίρεση μπορεί να θεωρηθεί ο φυσικός και επιστημολόγος P. Feyerabend, μαθητής του Κ. Popper, ο οποίος αμφισβήτησε το θετικιστικό γνωστικό παράδειγμα και άσκησε κριτική στη θετικιστική επιστήμη με βάση τη διαλεκτική σχέση θεωρίας και πράξης (βλ. Science in a Free Society, 1978), ενώ διέκρινε τον φιλοσοφικό από τον πολιτικό ρελατιβισμό που, ενώ είναι αθεμελίωτοι και οι δύο, διαφέρουν ως προς το ότι ο μεν ένας συνδέει την αντικειμενικότητα των επιστημονικών προσδιοριστικών κρίσεων με τον ανιστορικό χαρακτήρα της γνώσης και δέχεται ως εξίσου αληθείς ή ως εξίσου ψευδείς όλες τις επιστημονικές και φιλοσοφικές θεωρίες· πράγμα που καθιστά αναγκαία την απόδοση τιμών αληθείας στην καθεμιά. Ο δε άλλος (ο πολιτικός ρελατιβισμός), χωρίς να τις θεμελιώνει, αποδίδει ίσα δικαιώματα σε όλες τις ιδεολογικές παραδόσεις, από τον δογματισμό της προπαγάνδας ώς τον ακραίο φιλελευθερισμό. 

Στο πλαίσιο της πραξιακής σκέψης και στη διαδικασία της λογικής στήριξης (θεμελίωσης) των απόψεων, βασικό ρόλο παίζει η έννοια της σχετικότητας ή αλληλεξάρτησης ή συμπληρωματικότητας ή, αλλιώς, της αμοιβαίας αναγνώρισης, την οποία ο Χέγκελ αντιπαρέθεσε στην εξουσιαστική σχέση κυρίου-δούλου, υψώνοντάς τη σε αρχή της δυναμικής οντολογίας, που αποτελεί το υπόβαθρο της χεγκελιανής λογικής. Με βάση αυτή την αρχή, θεωρητικές ή επιστημονικές προτάσεις που θεωρούνται ασύμβατες για την τυπική και την υπερβατολογική λογική της παραστατικής σκέψης, θεωρούνται συμπληρωματικές ή συμβατές για τη χεγκελιανή λογική και για τις θεωρητικές επεξεργασίες στις οποίες την υπέβαλαν φιλόσοφοι και επιστημολόγοι, από τον 19ο έως και τον 20ό αι., από τον Μαρξ έως τον Bachelard και έως τον Ed. Moren. 

Η αρχή της σχετικότητας στη χεγκελιανή οντο-λογική και στις μεταστοιχειώσεις της υποδηλώνει την εν σχέσει ύπαρξη πραγμάτων που βρίσκονται πίσω από μεμονωμένα φαινόμενα, τα οποία η παραστατική σκέψη, αγνοώντας τις μεταξύ τους σχέσεις, θεώρησε ανυπόστατα. Για την πραξιακή σκέψη, αντίθετα, τα πράγματα καθ’ εαυτά δεν είναι αποκομμένα το ένα από το άλλο. Αντιθέτως, συστήνουν δίκτυα σχέσεων στις οποίες χρωστούν ιδιότητές τους, οι οποίες δεν γίνονται αντιληπτές με τις αισθήσεις, γιατί δεν πρόκειται για χαρακτηριστικά που μπορούμε να παρατηρήσουμε (λ.χ. το ύψος ή το πάχος ή το χρώμα των μαλλιών ενός ατόμου) αλλά για μη παραστάσιμες ιδιότητες, τις οποίες συνάγουμε από την ανάλυση των μεταξύ τους σχέσεων, από τις οποίες τέτοιου είδους ιδιότητες προκύπτουν (λχ. δίκαιος, μνησίκακος, επιρρεπής κ.ο.κ.).

Ενώ, λοιπόν, για την παραστατική σκέψη, το γνωστικό Υποκείμενο και το γνωστικό Αντικείμενο αποτελούν ξεκομμένες οντότητες (παρουσίες), για την πραξιακή σκέψη, γνωστικό Υ και γνωστικό Α θεμελιώνουν το καθένα την ύπαρξή του μέσα από τη σχέση του με το άλλο· σχέση βασική και μη αναγώγιμη που τα συνδέει και αμοιβαία τα καθορίζει. Γι' αυτό και, αντίθετα με τον ρελατιβισμό, o ρελασιοναλισμός (Relationalism), με βάση την αρχή της σχετικότητας, επιτρέπει τη συγκρότηση λογικών κατηγοριών που διασυνδέονται μεταξύ τους και δίνουν στη σκέψη τη δυνατότητα να διατυπώνει και να ελέγχει αληθείς προτάσεις με βάση θεωρητικά κριτήρια εγκυρότητας που δεσμεύουν τις αντικειμενικές προσδιοριστικές κρίσεις επιστημονικού χαρακτήρα και αντίστοιχα, με βάση αξιακά κριτήρια που δεσμεύουν υποκειμενικές στοχαστικές κρίσεις ηθικού, αισθητικού, πολιτικού χαρακτήρα. 

Υπ’ αυτή την έννοια, η αρχή της σχετικότητας αποτελεί το οντο-γνωσιοθεωρητικό υπόβαθρο της πραξιακής σκέψης και της λογικής με βάση την οποία επεξεργάζεται μεθοδολογικές έννοιες και κατηγορίες που της επιτρέπουν να διατυπώσει προτάσεις αληθείας, αλληλένδετες μεταξύ τους ώστε να αποδίδουν το αντικείμενο που μελετούν, στην ολότητα των μερών του. Τις προτάσεις αυτές τα διπολικά και δυιστικά μοντέλα της παραστατικής σκέψης –παράγωγα της δυαδικής λογικής– τις θεωρούν ασύμβατες ή ασύμμετρες. 

Γι’ αυτό και η αρχή της σχετικότητας στάθηκε η κινητήρια δύναμη για τη συγκρότηση της χεγκελιανής θετικής ή διαλεκτικής λογικής, και την υπέρβαση των αξιωματικών αρχών της ταυτότητας, της μη αντίφασης και του αποκλεισμού του τρίτου, που δεσμεύουν τη δυϊστική λογική της παραστατικής σκέψης. Και όπως είπαμε, ως όργανο γνώσης φυσικών ή ιστορικοκοινωνικών φαινομένων στο γίγνεσθαί τους, αυτός ο τύπος θετικής λογικής έγινε αντικείμενο εντατικής επεξεργασίας, στα κριτικά κείμενα του Μαρξ, και απέβαλε έτσι τον ιδεαλιστικό τρόπο θεμελίωσης και εφαρμογής της. Την επεξεργασία της συνέχισαν φιλόσοφοι, επιστημολόγοι και θεωρητικοί του 20ού αιώνα (G. Bachelard, M. Horkheimer, H. Marcuze, M. Merleau-Ponty, G. Gurvitch, J. Piaget, Κ. Καστοριάδης,  Εd. Moren). 

Χάρη στο ανοιχτό και εμπλουτιζόμενο σύστημα λογικών κατηγοριών της, η λεγόμενη διαλεκτική λογική καθιστά δυνατή τη ριζική κατανόηση των αντινομιών και αντιθέσεων μιας δεδομένης και συγκεκριμένης πραγματικότητας, οι οποίες προκύπτουν από τους διαχωρισμούς και δυισμούς που επιβάλλουν οι αξιωματικές αρχές της δυϊστικής λογικής της παραστατικής σκέψης, όπως είναι οι αρχές της ταυτότητας, της μη αντίφασης και του αποκλεισμού του τρίτου. 

Η πραξιακή σκέψη, που συμπληρώνει και δεν αποκλείει την παραστατική σκέψη, διαυγάζει τον τρόπο γένεσης των αντινομιών και των αντιθέσεων, εφαρμόζοντας τις κατηγορίες της θετικής (διαλεκτικής) λογικής, με πρώτη, όπως είπαμε, ανάμεσά τους την κατηγορία της αλληλεπίδρασης ή αμοιβαιότητας ή συμπληρωματικότητας, που ενέχει θέση γενικής αρχής της πραξιακής σκέψης. Αυτή η αρχή επιβάλλει τη διαλεκτικοποίηση της πραξιακής σκέψης, πράγμα που της επιτρέπει να υπερβεί τις αξιωματικές αρχές (ταυτότητας, μη αντίφασης, αποκλεισμού του τρίτου) της δυιστικής λογικής, μετασχηματίζοντάς τες στις ουσιαστικές αρχές της ένωσης των αντιθέτων, της αντίφασης και της άπειρης σχέσης.

Η ίδια έννοια της σχετικότητας απετέλεσε τη γενική αρχή της θεωρίας του Albert Einstein, και σ’ αυτήν χρωστά το ουσιαστικό νόημά της ως θεωρία του χώρου και του χρόνου ως σχετικών μεγεθών. Η ίδια αρχή της σχετικότητας ή σχεσιακότητας ή συμπληρωματικότητας παίζει εξίσου κεντρικό ρόλο και στη μικροφυσική θεωρία των κβάντα και στις εξισώσεις αβεβαιότητας των Bohr και Heisenberg. Η αναγνώρισή της στις φυσικές επιστήμες συνέβη στις αρχές του 20ού αιώνα, σε μια περίοδο κατά την οποία οι κοινωνικές επιστήμες θετικιστικού τύπου την απέρριπταν, και την εγκυρότητα της οποίας αναγκάστηκαν να παραδεχθούν, δεκαετίες αργότερα, στα χρόνια του ’60, με την παρέμβαση του θετικιστή ιστορικού της επιστήμης Th. Kuhn. 

Η αρχή της σχετικότητας, όπως και οι αρχές της απροσδιοριστίας, της αντικειμενικότητας, της σταθερότητας κ.ά., θεωρήθηκαν αρχικά μεταφυσικολογικές αρχές για τον λόγο ότι δεν μπορούν να αποδειχθούν με συλλογισμούς, εφόσον αποτελούν αρχές στη βάση των οποίων συλλογιζόμαστε. Επομένως, κάθε προσπάθεια απόδειξής τους μας εμπλέκει σε φαύλο κύκλο. Πράγμα που, αντίθετα με όσα διακήρυσσε ο θετικισμός στα μέσα του 19ου αι. εναντίον της μεταφυσικής, ανάγκασε τον θετικιστή επιστημολόγος Imre Lakatos να παραδεχθεί ότι η μεταφυσική αποτελεί ολοκληρώνον μέρος της επιστήμης.[2] 

Τέτοιου είδους αρχές είναι, πράγματι, υποθετικές, τις οποίες επαληθεύει ή διαψεύδει η ίδια η συγκεκριμένη, φυσική ή κοινωνική, πραγματικότητα στο γίγνεσθαί της, πράγμα που κάνουν πειραματισμοί και αναλύσεις στο πλαίσιο επιστημονικών θεωριών. Το ίδιο έγινε και με την αρχή της σχετικότητας, στη βάση της οποίας η φυσική θεωρία του Αϊνστάιν αντιμετώπισε τον χρόνο και τον χώρο ως σχετικά πεπερασμένα μεγέθη. Στη βάση της ίδιας αρχής συλλαμβάνουμε σχέσεις που διασυνδέουν αντί να διαχωρίζουν τους όρους μιας πρότασης, με τη μεσολάβηση ενός τρίτου όρου που αναλαμβάνει τη διασύνδεση ή την ενοποίησή τους. Οι ίδιοι όροι ή οι ίδιες προτάσεις, στο πλαίσιο διπολικών μοντέλων που κινούνται με τη δυιστική λογική, θεωρούνται αλληλοαποκλειόμενοι, με αποτέλεσμα είτε ο ένας είτε ο άλλος όρος, είτε η μια ή άλλη πρόταση να θεωρείται λογικά αστήρικτη και να αποκλείεται. 

Φιλοσοφικά, πεδίο διαύγασης της έννοιας/αρχής της σχετικότητας υπήρξε το τμήμα της λογικής του Χέγκελ που επιγράφεται «θεωρία της Ουσίας» (βλ. The Logic of Hegel, μτφρ. N. Wallace, εκδ. Oxford Univ. Press, 1931 και τη μικρή Λογική, μτφρ. Γ. Τζαβάρα, εκδ. Δωδώνη, 1993). Σε αυτό το συγκεκριμένο τμήμα της Επιστήμης της Λογικής, του Χέγκελ, η ουσία των πραγμάτων ή, αλλιώς, η αληθινή τους πραγματικότητα (differentia specifica) που κρύβεται πίσω από το φαίνεσθαι των φαινομένων, έρχεται στο φως όταν συλλάβουμε τις συσχετίσεις ταυτού-θάτερου, όλου-μερών, μορφής-περιεχομένου, δύναμης-έκφρασης, εσωτερίκευσης-εξωτερίκευσης κλπ, που καθορίζουν τον τρόπο ύπαρξης των πραγμάτων. 

Υπ’ αυτή την έννοια, η ουσία δεν υπονοεί κάποιαν οντότητα ή υπόσταση, αλλά το σύνολο των σχέσεων που συνδέουν τα πράγματα καθ’ εαυτά μεταξύ τους, όπως μας τα φανερώνει η ανάλυση και όχι οι αισθήσεις. Κι αυτό γιατί οι κατηγορίες της λογικής των διεργασιών φωτίζουν την ουσία των φαινομένων, υπό την έννοια ότι μας φανερώνουν τις σχέσεις που συνδέουν τα πράγματα μεταξύ τους (Για περισσότερα βλ. Α. Δεληγιώργη, Ο μοντερνισμός στη σύγχρονη φιλοσοφία. Η αναζήτηση της χαμένης ενότητας, εμπλ. έκδοση, Αλεξάνδρεια 2007, σ. 124-172 και το κεφ. «Σχετικότητα και ολοποίηση στον εννοιακό ιδεαλισμό», στο Σκέψη και προοπτική από το quattrocento στο ηλεκτρονικό novecento, εκδ. Αλεξάνδρεια 2002, σ. 137-182). 

Στη σύγχρονη πραξιακή σκέψη που συγκροτήθηκε με το πέρασμα από την Α΄ και τη Γ΄ καντιανή Κριτική στη Φαινομενολογία και στη Λογική του Χέγκελ, και την οποία, όπως είπαμε, ήλεγξε ιστορικοκριτικά ο Μαρξ σε μια σειρά κριτικών κειμένων του, εντάσσεται και η νιτσεϊκή ερμηνευτική, την οποία όμως οι θιασώτες του σχετικισμού θεώρησαν άκρως σχετικιστική, για τον λόγο ότι ο Νίτσε επεσήμανε τον προοπτικό και αξιοθετικό χαρακτήρα της. Ο νιτσεϊκός προοπτικισμός, ωστόσο, όπως θα δουμε στο β΄ μέρος αυτού του δοκιμίου, δεν αρνείται τη δυνατότητα άρθρωσης λογικά αναγκαίων προτάσεων οικουμενικής ισχύος και δεν ταυτίζει την αλήθεια με αυτό που είναι αποδεκτό ή χρήσιμο για τους περισσότερους, επικυρωμένο με την αρχή της πλειοψηφίας που υψώνεται στο α και το ω της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Με όλα τα παραπάνω, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αντιπαράθεση της παραστατικής και πραξιακής σκέψης που επικράτησε αντί της συμπληρωματικότητάς τους, αντικατοπτρίζει την αντιπαράθεση του σχετικισμού (relativism), που καλλιεργήθηκε στο πλαίσιο της παραστατικής σκέψης και της σχεσιακότητας ή του ρελασιοναλισμού (relationalism), τον οποίο θεμελιώνει η σχετικότητα ως πρωταρχική αρχή της πραξιακής σκέψης. 

Προς αποφυγή των παρεξηγήσεων και της σύγχυσης που συνεπάγονται, παρενθετικά, πρέπει να πούμε ότι στον σχετικισμό εναντιώθηκαν ο αντικειμενισμός (οbjectivism), και ο θεμελιωτισμός (foundamentalism) που επεξεργάστηκε ο Karl Popper, παραμένοντας στο πλαίσιο της παραστατικής σκέψης, πράγμα που τον υποχρέωσε να ανατρέξει στον παλαιού τύπου μεταφυσικό ρεαλισμό και εσσενσιαλισμό (essentialism), και να τον διασυνδέσει με τη γνωσιοθεωρία, θεωρώντας την καντιανή αρχή της υπερβατολογικότητας ως το θεμέλιο των λογικά αναγκαίων προτάσεων της επιστήμης που διασφάλιζει όχι μόνον την οικουμενική ισχύ τους, αλλά και την αχρονία τους. 

Από την καντιανή αρχή της υπερβατολογικότητας, ο Karl Popper εμπνεύστηκε την ύπαρξη μιας αντικειμενικής και ανιστορικής (άχρονης) μήτρας ορθολογικότητας πάνω στη οποία θεμελίωσε την οικουμενική και απαρασάλευτη ισχύ των λογικά αναγκαίων προτάσεων. Μια τέτοια, όμως, υποθετική αρχή όπως η αρχή μιας άχρονης και αναλλοίωτης μήτρας ορθολογικότητας, που επικαλέστηκε ο Ποππερ, είναι μη επαληθεύσιμη και γι' αυτό τον λόγο, δογματική. Στη βάση της, ο K. Popper, στο Objective Knowledge (1974) στήριξε τη θεωρία της ύπαρξης τριών κόσμων: 1) του υλικού κόσμου, 2) του κόσμου των συνειδησιακών καταστάσεων και 3) του κόσμου των θεωριών, της γλώσσας και των επιχειρημάτων, που στηρίζει τους άλλους δύο κόσμους, τον υλικό και τον κόσμο των συνειδησιακών καταστάσεων. 

Η άποψη του Πόππερ ότι οι τρεις αυτοί κόσμοι διασφαλίζουν την αντικειμενική πραγματικότητα της φύσης και της ουσίας τους, με την ανιστορικότητά τους, έφεραν τον ποππεριανό αντικειμενισμό σε ευθεία αντιπαράθεση με τον ιστορικισμό, πράγμα που ανάγκασε τον Πόππερ, προκειμένου να στηρίξει τον αντικειμενισμό του, να ανατρέξει σε μια παλιότερη μορφή μεταφυσικού ρεαλισμού που υποστήριζε την αντιστοιχία του νου με τα πράγματα ή την αντανάκλασή τους στη σκέψη. Γι' αυτό και ο ανιστορικός αντικειμενισμός του Κ. Πόππερ προκάλεσε αντιδράσεις ακόμη και σε φιλοσόφους της παραστατικής σκέψης, που αντιπαρέθεσαν σχετικιστικές θέσεις στον μεταφυσικό εσσενσιαλισμό και στον οιονεί πλατωνισμό, που καταλόγισαν στη θεωρία του των τριών κόσμων. Οι μεταδομιστές συγχέοντας τη χεγκελιανή και τη μαρξική σκέψη με τον μεταφυσικό ρεαλισμό, στον οποίο ανάγεται ο ποππεριανός αντικειμενισμός, κατηγόρησαν άκριτα και ανεξέταστα τον Χέγκελ και τον Μαρξ ως ουσιοκράτες.[3]

Τον σκόπελο του μεταφυσικού ρεαλισμού και της αχρονίας ο Κ. Πόππερ θα μπορούσε να τον αποφύγει, αν ανέτρεχε στη μη αξιωματική στοχαστική λογική της πραξιακής σκέψης, η οποία συνάγει την αναγκαιότητα και την ουσιαστική εγκυρότητα των προτάσεων, με βάση τις λογικές της κατηγορίες, χωρίς, όμως, να παραβλέπει τον ιστορικό χαρακτήρα τους. Το γεγονός λ.χ. ότι η νευτωνική φυσική που θεωρούσε τον χρόνο και τον χώρο άπειρα μεγέθη, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, έδωσε, δύο αιώνες αργότερα, τη θέση της στη θεωρία της σχετικότητας, που θεωρεί τον χρόνο και τον χώρο ως εν σχέσει μεγέθη, δείχνει τον ιστορικό χαρακτήρα των επιστημονικών και φιλοσοφικών θεωριών, και, γενικότερα, κάθε μορφής σκέψης. Υπ’ αυτή την έννοια, η γνώση δεν είναι άχρονη ή αιώνια, μπορεί, όμως, να είναι καθολικά δεσμευτική. 

Μια βασική κατηγορία για τη συναγωγή της λογικής αναγκαιότητας και της ουσιαστικής (και όχι μόνον τυπικής) εγκυρότητας είναι η κατηγορία του θεμελίου. Με την εφαρμογή της, δείχνουμε τον λόγο ύπαρξης πραγμάτων που οφείλουν αυτό πού έγιναν στις μεταξύ τους σχέσεις, σε έναν συγκεκριμένο χωροχρόνο, μιας και τίποτα δεν είναι ξεκομμένο από κάτι άλλο. Το θεμέλιο, λοιπόν, είναι ο λόγος ύπαρξης ενός πράγματος, τον οποίο προσδιοριζουμε βάσει της έλλογης ιστορικοκριτικής εξέτασης, ανταποκρινόμενοι έτσι στην αρχή του λόγον διδόναι, που με το κρίναι λόγω συστήνουν τις δυο άρρητες αρχές του φιλοσοφείν. 

Υπάρχουν, ωστόσο, γνωσιοθεωρητικά ρεύματα και μεθοδολογίες που δεν διαυγάζουν αυτό που τις θεμελιώνει, το τι στο οποίο στηρίζονται. Ο δομισμός λ.χ. αντιμετωπίζει τις δομές σαν κλειστά συστήματα, με τον ίδιο τρόπο που ο κειμενισμός (textualism) αντιμετωπίζει τα κείμενα ως κλεισμένα στον εαυτό τους, διακηρύσσοντας έτσι τον θάνατο του συγγραφέα. Αλλά οι δομές όπως και τα κείμενα δεν είναι κλειστά αυτορρυθμιζόμενα συστήματα, γιατί έχουν τον λόγο της ύπαρξής τους έξω από αυτά, σε ιδέες, πεποιθήσεις, αξίες ή κοσμοείδωλα, πράξεις. Τη σχέση των δομών με αυτά τα, επίσης διαπλεκόμενα, στοιχεία μπορεί και διαυγάζει η πραξιακή σκέψη, εφόσον κάποιος ή κάποιοι στην αλληλεξάρτησή τους φτιάχνουν, με τη δράση τους, τις δομές και κάποιος δημιουργός, στην αλληλεξάρτηση του με ένα δεδομένο περιβάλλον, γράφει το κείμενο.

Οι μεταδομιστές, ωστόσο, εξισώνοντας τον θεμελιωτισμό με έναν πολιτικό φονταμενταλισμό, εξοβελίζουν την υποκειμενικότητα, με τον ίδιο άκριτο τρόπο με τον οποίο εξοβελίζουν και την αντικειμενικότητα. Το αβάσιμο επιχείρημά τους είναι ότι η υποκειμενικότητα συστήνει παρουσία, ενώ στο σύστημα αναφοράς της πραξιακής σκέψης, η υποκειμενικότητα είναι αναφορική και εν σχέσει ώστε να μη συστήνει παρουσία. 

 

 ΙΙ 

 Nitimur in veritum: με αυτό το σημάδι η φιλοσοφία μου θα 
θριαμβεύσει κάποια μέρα, γιατί αυτό που έχουν απαγορεύσει
ως θέμα αρχής είναι η αλήθεια και μόνον.

Φρ. Νίτσε, Ecce homo

 

Η μετατόπιση της σύγχρονης παραστατικής σκέψης από τον ανιστορικό αντικειμενισμό στον σχετικισμό συντελέσθηκε με τη μεσολάβηση των Αμερικανών φιλοσόφων Quine, Sellars, Goodman, που εναντιώθηκαν στους πρωτεργάτες της σύγχρονης Αναλυτικής φιλοσοφίας G. Frege, A. Meinοng, B. Russel και G.E. Moore, οι οποίοι, όπως και αυτοί προηγουμένως, εναντιωνόμενοι στον ψυχολογισμό, στον συμβατισμό και στον ιδεαλισμό, αναζήτησαν καταφύγιο στον ρεαλισμό (Βλ. C. West, “Nietzsche’s Prefiguration of Postmodern American Philosophy” στο D. O’Hara (ed.), Why Nietzsche Now?, εκδ. Indiana Univ. Press, 1985). 

Και ο Κουάιν και ο Σέλλαρς και ο Γκούντμαν, σε μια προσπάθεια να ενισχύσουν τον επιστημονισμό των αρχών του 20ού αι., εκσυγχρονίζοντάς τον, αποσπώντας τον δηλαδή από το βαρυ φορτίο της φιλοσοφίας, κινήθηκαν προς έναν αντιθεμελιωτισμό ή συμβατισμό, απογυμνώνοντας το γνωστικό Υποκείμενο από τα υπερβατολογικά στοιχεία (αρχές, κατηγορίες) που του εξασφαλίζουν τη δυνατότητα διερεύνησης της αλήθειας (βλ. C. West, o.π., σ. 242). Κατέληξαν, έτσι σε έναν σχετικισμό που τους επέτρεπε να επικυρώνουν και να νομιμοποιούν θέσεις, χωρίς να έχει προηγηθεί ο αναγκαίος επιστημολογικός έλεγχός τους.

Στην τάση αυτή συνετέλεσε, λίγο μετά τον πόλεμο, και η αναφορά στον Χάιντεγγερ και στον νιτσεϊκό προοπτικισμό (perspectivism) τον οποίο οι σχετικιστές μελετητές του Νίτσε έσπευσαν να προσαρμόσουν στην παραστατική σκέψη, ταυτίζοντάς τον με την ιδέα ότι τα γνωστικά Υποκείμενα διαμορφώνουν απόψεις, υπό την οπτική του γωνία το καθένα, με αποτέλεσμα οι απόψεις αυτές να μπορούν να κριθούν μόνο στο σύστημα αναφοράς στο οποίο η καθεμιά εξυφαίνεται. Έτσι, όμως, οδηγούνταν σε έναν ακραίο σχετικισμό, θεωρώντας τον Νίτσε ως έναν αντιρεαλιστή φιλόσοφο που ταύτιζε την αλήθεια με ερμηνείες υπό μία μεμονωμένη οπτική γωνία κάθε φορά, στο πλαίσιο ενός έρμηνευτικού πλουραλισμού. 

Αγνόησαν το γεγονός ότι ο Νίτσε θεώρησε τον αντιρεαλισμό, τον αντιθεμελιωτισμό ή την αποϋπερβατολογικοποίηση του νοείν ως κινήσεις που οδήγησαν τη σύγχρονη δυτική σκέψη στον μηδενισμό, καθώς δεν στηρίζονται σε μια νέα κοσμοαντίληψη που να υποκαθιστά τη μέχρι τότε ισχύουσα. Τέτοιου είδους κοσμοαντίληψη απουσιάζει και από τις αναλυτικές προσεγγίσεις των Σέλλαρς και Γκούντμαν και από τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις του μεταγενέστερου νεοπραγματιστή Ρ. Ρόρτυ.

Τα πράγματα είχαν άλλη τροπή και άλλη έκβαση στο πλαίσιο της πραξιακής σκέψης, όπου με την ιστορικοκριτική (διαλεκτική και διαφορική) εξέταση, ο κλειστός μεταφυσικός ρεαλισμός μετατράπηκε, από την Κριτική του Καντ ακόμη, σε έναν ανοιχτό επιστημονικό/φιλοσοφικό ρεαλισμό. Κι αυτό γιατί η κριτική αυτοεξέταση της γνωστικής διαδικασίας έδειξε την ιστορική συνθηκοποίηση του γνωστικού Υποκειμένου και επομένως και του κόσμου των συνειδησιακών καταστάσεων, των θεωριών, της γλώσσας και των επιχειρημάτων που επεξεργάζεται η σκέψη, κατά τη γνωστική (εξηγητική ή κατανοητική) διαδικασία. 

Με την αναγνώριση του πραξιακού-δυναμικού χαρακτήρα της γνωστικής διαδικασίας που αναλαμβάνει το Υποκείμενο, το γνωστικό Αντικείμενο παύει να θεωρείται ως αποκλειστικός συντελεστής της αντικειμενικότητας της γνώσης. Και αυτό γιατί η συγκρότησή του ως γνωστικού Αντικειμένου καθορίζει μεν τις γνωστικές και αξιακές ενέργειες του γνωστικού Υποκειμένου, αυτές, όμως, με τη σειρά τους, το καθορίζουν. Αυτή η θεμελιώδους σημασίας αμοιβαία σχέση Υ-Α έχει ως αποτέλεσμα ο ρεαλισμός να μη λειτουργεί ως κλειστό σύστημα και άρα ως δογματική θέση. 

Με την άρση της κλειστότητάς του, που επιφέρει η αναγνώριση της αλληλεπίδρασης Υ και Α, ο ρεαλισμός –είτε πρόκειται για τον αφελή ρεαλισμό, είτε για τον πλατωνικό, τον κριτικό ή τον λεγόμενο εσωτερικό ρεαλισμό– υπονομεύει τον άκαμπτο αντικειμενισμό που απορρέει από τη συσκότιση του αλληλοκαθορισμού του υποκειμενικού και του αντικειμενικού στοιχείου. Ετσι, η γνώση που προκύπτει από την αλληλεπίδραση Υ-Α δεν είναι απλή αντανάκλαση της αντικειμενικής πραγματικότητας ούτε υπάρχει απόλυτη αντιστοιχία ανάμεσα στην αντικειμενική πραγματικότητα και στις προτάσεις που διατυπώνει το γνωστικό Υποκείμενο. Αντιθέτως, η γνώση της πραγματικότητας είναι καρπός της αλληλεπίδρασης γνωστικού Υποκειμένου και γνωστικού Αντικειμένου, που εντοπίζουμε στη βάση των προτάσεων που διατυπώνουν οι φυσικές και οι κοινωνικές επιστήμες, μιας και η φυσική και η κοινωνική πραγματικότητα αποτυπώνονται στις μαθηματικές και στις ιστορικοκοινωνικές σχέσεις αντίστοιχα που συλλαμβάνουν οι θεωρίες αντίστοιχα, διερευνώντας τες. 

Σε πρώτη ματιά, η αλληλεπίδραση Υ-Α φαίνεται ασύμβατη με τον ρεαλισμό. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι ασύμβατη μόνο με τον κλειστό ρεαλισμό, που εκλαμβάνει την πραγματικότητα ως πεδίο γραμμικών αιτιακών σχέσεων, τις οποίες προκαλούν αντικειμενικές και αυθύπαρκτες αιτίες. Γι' αυτό και ο Νίτσε, σε σχέση με τον κλειστό, μεταφυσικό ρεαλισμό που δεχόταν την ύπαρξη ενός κόσμου αντικειμενικών οντοτήτων, ανεξάρτητων από τον νου, θεώρησε τον εαυτό του αντιρεαλιστή. Το επιχείρημά του ήταν ότι τέτοιου είδους αυθύπαρκτες οντότητες προκύπτουν από ερμηνείες των μεταφορικών εκφράσεων της φυσικής γλώσσας που υποστασιώνουν τα γλωσσικά σχήματα (βλ. Fr. Nietzsche, Περί αληθείας και ψεύδους υπό εξωηθική έννοια, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991). 

Η σημαντική (semantics) της φυσικής γλώσσας ώθησε τον Νίτσε να κάνει λόγο για αντιρεαλισμό, που ώθησε ορισμένους μελετητές του στην απολυτοποίησή του, παραβλέποντας το γεγονός ότι ο Νίτσε, ενώ κάνει λόγο για λεκτικές υποστασιώσεις των σχημάτων που αποδίδουν την πραγματικότητα, την ίδια στιγμή, ο ίδιος, στο πλαίσιο μιας μεταφυσικής του γίγνεσθαι που υπερασπίσθηκε, ανάγει την πραγματικότητα στο χαοτικό γίγνεσθαι που προκαλεί η θέληση για δύναμη, καθώς η θέληση για δύναμη, σε μια δεύτερη κίνηση, αναλαμβάνει τη μορφοποίηση αυτού του χαοτικού γίγνεσθαι, στη βάση μιας διαφορικής λογικής που αντί να υποστασιώνει τις κατηγορίες της και να τις προβάλει έξω από αυτήν, τις εφαρμόζει για να συλλάβει τους αστερισμούς σχέσεων ή τις συζεύξεις (conjunctions) κβάντων δύναμης που γεννούν ιδιότητες, τις δράσεις ή τις καταστάσεις οι οποίες καθορίζουν τα ίδια πράγματα (βλ. P. Poelner, Nietzsche and Metaphysics, Clarendon Press, Oxford 1995). 

Υπ’ αυτή την έννοια, ο νιτσεϊκός αντιρεαλισμός αρνείται τον κλειστό ρεαλισμό που υποστηρίζει ότι η αντικειμενική πραγματικότητα είναι ανεξάρτητη από το γνωστικό Υποκείμενο, το οποίο, στην πραγματικότητα, προσδιορίζεται από αυτήν και την προσδιορίζει. Ο Νίτσε, λοιπόν, δέχεται τον ανοιχτό ρεαλισμό που συναρτά την αντικειμενικότητα της εξωτερικής πραγματικότητας από τις ερμηνείες και τις εξηγήσεις των φαινομένων που προσεγγίζουμε, με βάση την αλληλεπίδραση Υ-Α, καθώς, όπως είπαμε, η σκέψη, λόγω της εμμενούς αναφορικότητάς της, ανοίγεται στα πράγματα που την καθορίζουν και τα οποία καθορίζει με τη σειρά της. 

Ο ανοιχτός ρεαλισμός διαφέρει από τον μεταφυσικό ή κλειστό ρεαλισμό γιατί με βάση την αρχή της σχετικότητας, στην οποία στηρίζεται, μπορεί και αναγνωρίζει, στην πραγματικότητα, τον εκκοσμικευμένο και ιστορικό χαρακτήρα της, όπως και τον δικό της ιστορικό και προοπτικό χαρακτήρα. Από αυτή την άποψη, η διαφορά που χωρίζει τον ανοιχτό από τον κλειστό ή μεταφυσικό ρεαλισμό είναι μεγαλύτερη από όση φαίνεται. Κι αυτό γιατί για τον κλειστό ή μεταφυσικό ρεαλισμό, η αντικειμενική πραγματικότητα είναι ανεξάρτητη από το γνωστικό Υποκείμενο και την οπτική γωνία υπό την οποία το μελετά ο ερευνητής. Έτσι, όμως, το γνωστικό Υποκείμενο χάνει τον δραστικό ρόλο που παίζει κατά τη γνωστική διαδικασία και τον οποίο του αναγνωρίζει ο ανοιχτός ρεαλισμός. Επιπλέον, χάνει και τον προοπτικό χαρακτήρα που σωστά του προσέδωσε ο Νίτσε, εφόσον το Υποκείμενο παρατηρεί ή αναλύει το γνωστικό αντικείμενο υπό μιαν ορισμένη, πάντα, οπτική γωνία λήψης. Για τον Νίτσε, η σχετικοποίηση της αλήθειας των προτάσεων είναι αναπόφευκτη λόγω του ιστορικού χαρακτήρα της σκέψης και των προτάσεων της, οι οποίες έχουν οικουμενική ισχύ για όσο χρονικό διάστημα είναι οικουμενικά αποδεκτές, όπως συνέβη λ.χ. με το Πτολεμαϊκό σύστημα έως ότου το διαδεχθεί το ηλιοκεντρικό σύστημα του Αρίσταρχου του Σάμιου και, πολλούς αιώνες μετά, του Κοπέρνικου. Αυτή, όμως, η σχετικοποίηση δεν υπονομεύει την εγκυρότητα της θεωρίας για όσο διάστημα είναι οικουμενικά αποδεκτή. Από την άλλη, οι απόψεις (δόξες) έχουν ένα λόγο που τις στηρίζει, αναλόγως της οπτικής γωνίας υπό την οποία μιλούν για το αντικείμενό τους, αρθρώνοντας λόγους και επιχειρήματα. Γι' αυτό και οι Σοφιστές υποστήριζαν ότι υπάρχουν ποικίλες απόψεις και ποικίλου λόγοι που τις στηρίζουν. Ο Χέγκελ, έχοντας πίσω του τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, καταλογίζει στους Σοφιστές ότι αμελούν να εξετάσουν ποιοι αντικειμενικοί λόγοι έχουν βαρύνουσα σημασία και ποια εντέλει άποψη είναι η ορθότερη, αρκούμενοι να δείξουν ότι ατομικές βλέψεις και ενδιαφέροντα καθορίζουν τον τρόπο θεμελίωσης των απόψεων. Θέλοντας έτσι να κλονίσουν τις απόψεις που ίσχυαν δια της επιβολής, έφταναν στο άλλο άκρο και αγνοούσαν τη δυνατότητα μιας αντικειμενικής θεμελίωσης, βάσει του κρίναι λόγω που υπακούει στην αρχή του λόγον διδόναι, που επιβάλλει να δούμε τις αντιμαχόμενες απόψεις ή θεωρίες από ένα προοπτικό σημείο που να μας δείχνει ολόκληρο τον ορίζοντα που αυτές θεώνται μερικά μόνον. Γι' αυτό και η κρτικη εξέταση αντιμαχόμενων θεωριών ή απόψεων συναρτά τον κατά το δυνατόν αντικειμενικό θεμελιωτισμό με μιαν ολιστική προοπτική που υπερβαίνει τις επιμέρους οπτικές γωνίες, υπό τις οποίες εκφέρονται οι επιμέρους απόψεις, και οι οποίες γι’ αυτό ακριβώς στερούνται καθολικής ισχύος. Ούτε ο μηχανικισμός λ.χ. ούτε ο τελεολογισμός έχουν την καθολική ισχύ που αξιώνει ένα ολιστικό σύστημα σκέψης τέτοιο που να τους ενσωματώνει εντός του, έχοντας συλλάβει τις μεταξύ τους σχέσεις. Ποικίλες, λοιπόν, επιμέρους απόψεις εξηγούν το αντικείμενό τους, με βάση κάποιους λόγους, διαφορετικούς για την καθεμιά, πράγμα για το οποίο κρίνονται ως ασύμβατες ή ασύμμετρες ή αλληλοσυγκρουόμενες, μέχρις ότου η σκέψη διευρύνει την οπτική γωνία υπό την οποία τις προσεγγίζει. 

Ο Χέγκελ, έχοντας υπόψη του τον επιστημονικό αντικειμενισμό της καρτεσιανής νοησιαρχικής επιστήμης, όπου το αντικειμενικά τι είναι νοητικά ανακατασκευασμένο μέσω της μαθηματικοποίησής του, αξίωσε, με τη σειρα του, έναν επιστημονικό αντικειμενισμό όπου το αντικειμενικό τι ανακατασκευάζεται νοητικά, με τη μεσολάβηση εκτός των μαθηματικών, και της στοχαστικής σκέψης. Κι αυτό γιατι η στοχαστική σκέψη φωτίζει το τρόπο με τον οποίο το αντικειμενικό τι διαμεσολαβείται από τις γνωστικές ενέργειες που υπαγορεύει στον νου η εμμενής αναφορικότητά του. 

 Η διαμεσολάβηση της στοχαστικής σκέψης συμβάλλει στην αναβάθμιση της σχέσης Υ-Α, εφόσον το Υποκείμενο, πριν καν κυριαρχήσει πάνω στο Αντικείμενο (φύση ή άνθρωπο) αναγνωρίζει, με βάση την αρχή της σχετικό9τητας/συμπληρωματικότητας, ότι είναι μέρος του αντικειμένου που μελετά και αντιστρόφως. Καλλιεργείται, έτσι, το πνεύμα της αμοιβαίας αναγνώρισης που καταλύει την εξουσιαστικότητα της ratio. Το σύγχρονο γνωστικό παράδειγμα της πολυπλοκότητας (Ed. Μorin, Κ. Καστοριάδης, I. Prigogine, κ.ά.), που συγκροτείται παράλληλα με τη μεταμοντέρνα σκέψη, κινείται σ’ αυτή τη γραμμή, με ανάλογες αρχές. 

Για να ξαναγυρίσουμε, όμως, στον περίφημο αντιρεαλισμό του Νίτσε και να τον αντικρούσουμε, χρειάζεται να προσθέσουμε ότι ο Γερμανός φιλόσοφος δεν υποτίμησε την αξία της διερεύνησης της αλήθειας, ούτε καταδίκασε τη γνωστική σκέψη σε έναν Υποκειμενισμό που στερεί τη γνώση από την αντικειμενικότητά της. Πράγμα που έκαναν οι μεταμοντέρνες σχετικιστικές ερμηνείες του νιτσεϊκού προοπτικισμού, μετακινώντας τον από το σύστημα της πραξιακής σκέψης, όπου τον έθεσε ο Νίτσε, στο σύστημα της παραστατικής σκέψης, η οποία δεν αναγνωρίζει την αλληλεπίδραση Υ-Α κατά τη γνωστική διαδικασία, με αποτέλεσμα να παγιδεύεται στη μονομέρεια είτε ενός υποκειμενισμού είτε ενός αντικειμενισμού, που παλεύουν ο ένας να υπερισχύσει του άλλου. 

Με τον ίδιο τρόπο, οι σχετικιστικές ερμηνείες που δόθηκαν στον νιτσεϊκό προοπτικισμό, στο πλαίσιο της παραστατικής σκέψης, τον συνέδεσαν με τον ιστορικισμό ή με τον σκεπτικισμό για να τον ενσωματώσουν, εντέλει, στον μηδενισμό, που αρνείται την αξιακή διάσταση της γνώσης. 

Τέτοιες, όμως, παλινδρομήσεις από επιστημολογικές θέσεις της πραξιακής σκέψης, σε θέσεις της παραστατικής σκέψης είναι αυθαίρετες και το μόνο που κάνουν είναι να μετατρέπουν τον προοπτικισμό σε έναν ακραίο σχετικισμό, με το επιχείρημα ότι δεν είναι δυνατό να ελέγξουμε την εγκυρότητα και την ορθότητα μιας άποψης που συγκροτείται σε ένα ειδικό σύστημα αναφοράς, υπό μιαν ιδιαίτερη οπτική γωνία, παρά μόνον με τους όρους αυτού του συστήματος αναφοράς. Ελλείψει γνωστικών και αξιακών κριτηρίων, σωστή θεωρείται έτσι εκείνη η άποψη που έχει τη μεγαλύτερη απήχηση.

Οι ακραίες σχετικιστικές συνεκδοχές του νιτσεϊκού προοπτικισμού, όπως είναι ο υποκειμενισμός, ο ιστορικισμός, ο πλουραλισμός που δίνει έναυσμα σε διαιρετικές και όχι σε ενοποιητικές πρακτικές, ο σκεπτικισμός ή ο μηδενισμός, υιοθετούν την αρχή της ασυμμετρίας των θεωριών, των γνωστικών παραδειγμάτων ή των εννοιολογικών σχημάτων, με επιχείρημα ότι το καθένα έχει τη δική του ορθολογικότητα ή τη δική του αλήθεια, πράγμα που δεν μας επιτρέπει να τις συγκρίνουμε προκειμένου να ελέγξουμε ποια είναι ορθή και ποια εσφαλμένη. Το ίδιο ισχύει και για τα γλωσσικά παιχνίδια, που η ασυμμετρία τους ισούται με την άλυτη διαφωνία τους, την οποία ο Λυοτάρ αποκαλεί «διάφορο» (differend).

Για τους σχετικιστές υποστηρικτές της ασυμμετρίας των απόψεων, δεν υπάρχει μια σταθερή μορφή ορθολογικότητας ή μια ουδέτερη γλώσσα ικανές να στηρίξουν την επιστημολογική ανάλυση των πολλαπλών, μεμονωμένων και διαφορετικών απόψεων ούτε σταθερά κριτήρια αξιοθέτησής τους, αφού η κάθε άποψη προκύπτει υπό μιαν ορισμένη υποκειμενική οπτική γωνία, οπότε το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να εξετάσουμε τις πολλαπλές απόψεις, την καθεμιά στο δικό της πλαίσιο, ανεξάρτητα από κάθε άλλη. Με βάση το επιχείρημα της ασυμμετρότητας (incommesurability) μόνον ένας βεμπεριστής μπορεί να κρίνει την αλήθεια ή την πλάνη της θεωρίας του Max Weber και μόνον ένας μαρξιστής μπορεί να κρίνει την αλήθεια ή την πλάνη της θεωρίας του Μαρξ. 

Τότε, όμως, δεν έχουμε κριτική εξέταση, αλλά απολογία. Γι’ αυτό και το επιχείρημα της ασυμμετρότητας είναι σαθρό, αφού όλες οι θεωρίες αξιώνουν αλήθεια, αλλά δεν είναι όλες αληθείς. Στην πραγματικότητα, για να ελέγξουμε την αλήθεια ή την πλάνη των θεωριών, απόψεων ή θέσεων, αντί να κλειστούμε στο σύστημα αναφοράς της καθεμιάς, είναι γόνιμο και νόμιμο να κινηθούμε στο ευρύτερο σύστημα αναφοράς που συστήνει η Κριτική των θεωριών ή η Κριτική των ιδεολογιών, όπου ανιχνεύονται τα λάθη των θεωριών ή των ιδεολογιών στη βάση μιας αδέσμευτης και αυτοκρινόμενης ιστορικοκριτικής προσέγγισής τους. 

Αυτό στο οποίο εναντιώνεται ο σχετικισμός είναι ο θεμελιωτισμός ως γνώμων των απόψεων περί αντιστοιχίας του νου με τα πράγματα ή περί συνεκτικότητας των θεωριών. Και κατ’ επέκταση εναντιώνεται στο φιλοσοφείν ως οντογνωσιοθεωρία και ως ιστορικοκριτική εξέταση, με βασικές αρχές το κρίναι λόγω και το λόγον διδόναι. Για τους Rorty και Lyotard, το φιλοσοφείν δεν είναι σε θέση να νομιμοποιήσει τα εννοιολογικά σχήματα που παράγει η επιστημονική διάνοια για να εξηγήσει τα φαινόμενα που μελετά ούτε τα ιστορικοκριτικά σχήματα που παράγει ο φιλοσοφικός λόγος, εξετάζοντας τους δυνατούς τρόπους σχέσης του νου με τα πράγματα. Θεωρούν τον φιλοσοφικό λόγο μη ικανό να το κάνει γιατί σχετικοποιούν την κανονικότητα που εδραιώνει αυτοκρινόμενος ο νους, με βάση το κριτήριο της χρησιμότητας ή της αποδοτικότητας που ορθώνει ο πραγματισμός. 

Αντίθετα με τις σύγχρονες διαλεκτικές θεωρίες περί αληθείας, μαρξικές και μη, που ναι μεν αναγνωρίζουν τη σχετικότητα της γνώσης, λόγω της ιστορικότητάς της, αλλά δεν αμφισβητούν την αξία της αλήθειας της για όσο διάστημα εξακολουθεί να ισχύει, ο πραγματισμός και ο νεοπραγματισμός, ενώ ιδιοποιούνται το πραξιακό-ιστορικό πρίσμα υπό το οποίο η κοινωνική επιστήμη διαλεκτικού τύπου αντιμετωπίζει τη γνώση, παραβλέπουν, ωστόσο, την ιστορικοκριτική εξέταση και την επιστημολογική επεξεργασία της, με αποτέλεσμα να παρεκκλίνουν σε έναν αφελή κοινωνιολογισμό, υπό το πρίσμα του οποίου αμφισβητούν το ιστορικό a priori που επικαλείται η σκέψη για να στηρίξει τις αναζητήσεις της αληθούς και νόμιμης γνώσης. Τη δυνατότητα αυτή την εκχωρούν, όπως είπαμε, στην κοινότητα και στα γλωσσικά παιχνίδια που διαμείβονται εντός της. 

Έτσι, ο κλασικός όσο και ο νεοπραγματισμός κάνουν λόγο για ένα φιλοσοφικό ιδίωμα, με το οποίο η κάθε κοινότητα περιγράφει τη σχέση της με την πραγματικότητα, αποκλείοντας από το λεξιλόγιό της όρους όπως «ορθολογικότητα», «επιχείρημα», «απόλυτο», «κριτική», «θεμελίωση», καθώς τους θεωρεί καρπό του ιστορικά τυχαίου ιδιώματός της. Ένα τέτοιο, ιστορικά τυχαίο, φιλοσοφικό ιδίωμα δεν αναζητά την αλήθεια αλλά την κατασκευάζει με τους όρους που κρίνει σκόπιμους η κοινότητα. Αν η κοινότητα είναι η φιλελεύθερη κοινότητα, τότε αυτό που ορίζεται ως αληθές δεν είναι μια καθολική και λογικά αναγκαία πρόταση που αποδίδει τη σχέση του νου με τα πράγματα, αλλά μια φράση τυχαία, περιορισμένης ισχύος που κατόρθωσε, μεταξύ πολλών άλλων, να πείσει στη διάρκεια μιας συζήτησης (Βλ. R.Rorty, Contingency, Irony and Solidarity, 1982, σ. 68).  

Σ’ αυτό το σημείο, ο νεοπραγματιστής Ρόρτυ, συγχέοντας τον φιλοσοφικό (γνωσιοθεωρητικό) με τον πολιτικό ρελατιβισμό, διαφοροποιείται από τον Λυοτάρ. Ενώ ο Λυοτάρ αναγνωρίζει τη μεταβλητότητα των θεωρητικών κριτηρίων και κανόνων μέσα στον χρόνο, προβλέποντας τρόπους νομιμοποίησής τους, ο πολιτικός σχετικισμός του Ρόρτυ δεν ενδιαφέρεται για την τυπική ή την ουσιαστική εγκυρότητα των προτάσεων. Αυτό που επιχείρησε, ως στυλίστας της γραφής, να κάνει ο ίδιος με τα κείμενά του, είναι να διαμορφώσει τον ορίζοντα της διανόησης των τελευταίων δύο δεκαετιών του 20ού αι., δημιουργώντας την αίσθηση ότι μιλά για λογαριασμό των αναγνωστών του, πράγμα που εξηγεί και την εκδοτική επιτυχία των έργων του.

Με αφετηρία και βάση τη γλωσσική στροφή, και τις αναφορές του στους Wittgenstein, Heidegger, Derrida, επιχειρεί να συνενώσει στα κείμενά του την παράδοση της αγγλοσαξωνικής αναλυτικής σκέψης με την παράδοση της λεγόμενης ηπειρωτικής (continental) ευρωπαϊκής σκέψης, σε μια δική του σύνθεση δοκιμιακού χαρακτήρα όπου δεν έχει πλέον θέση το φιλοσοφικό απορείν και οι προβληματισμοί περί αληθείας και αγαθού, τους οποίους απορρίπτει ως υπολείμματα ενός ξεπερασμένου Πλατωνισμού. Ηδη ο Αμερικανός πραγματιστής φιλόσοφος W. James είχε υποστηρίξει ότι «αλήθεια είναι το όνομα για ο,τιδήποτε αποδεικνύεται ως αγαθό με τη μορφή πεποίθησης και εξίσου καλό για καθορισμένους, κοινώς αποδεκτούς λόγους.» (βλ. R. Rorty, Consequences of Pragmatism, ό.π., σ. xvii και xiii κε.). Την άποψη του James υιοθετεί πλήρως ο Ρόρτυ, ο οποίος με τη σειρά του υποστηρίζει ότι «αληθές είναι αυτό που θεωρεί χρήσιμο ή επικροτεί η πλειοψηφία στο εσωτερικό μιας κοινότητας». Η άποψη αυτή, βέβαια, δεν αποτελεί τόσο φιλοσοφική όσο, κυρίως, πολιτική θέση. Και πράγματι, όπως γράφει ο ίδιος, «ο πραγματισμός με τη μορφή που του έδωσε ο Dewey είναι κομμένος και ραμμένος στις ανάγκες του πολιτικού φιλελευθερισμού. Είναι ένας τρόπος να κάνει τον πολιτικό φιλελευθερισμό να φαίνεται καλός σε πρόσωπα με φιλοσοφικό γούστο».

Με τον τρόπο αυτό, ο Ρόρτυ, παραμένοντας σταθερά στο πλαίσιο της παραστατικής σκέψης, εγκαταλείπει τις γνωσιοθεωρητικές προβληματοποιήσεις, απορρίπτοντας ασυζητητί και τη θεμελίωση των απόψεων ως καταδικαστέο φονταμενταλισμό, αλλά και τις απόψεις περί της συμφωνίας ή της αντιστοιχίας της σκέψης με τα πράγματα ή περί ενός υπερβατολογικού σημαινόμενου που δεσμεύει τον λόγο που αρθρώνουμε. Συγχρόνως, υποστηρίζει ότι η αλήθεια ως εργαλείο χειρισμού της πραγματικότητας είναι ένα είδος ισχύος που εδραιώνεται με την απόρριψη του φιλοσοφείν ως θεμελιώδους αναζήτησης κοινού λεξιλογίου, ικανού να αποτελέσει τον κοινό πυρήνα ή την αλήθεια όλων των δυνατών λεξιλογίων που μπορούν να προκύψουν και να πάρουν τη θέση του. Όπως λέγει ο ίδιος, ενώνει τη φωνή του με τους πραγματιστές φιλοσόφους James και Dewy όπως και με τον Nietzsche και τον Foucault εφόσον, κατά τη γνώμη του, ούτε αυτοί δέχονται ότι μπορεί να υπάρξει ένα κριτήριο ή ένα μέτρο ορθολογικότητας ή μια επιχειρηματολογία ανεξάρτητη από τις δικές μας συμβάσεις, βάσει των οποίων κρίνουμε τις τακτικές ή πρακτικές που επινοούμε και εκείνες των άλλων. 

Με όλα τα παραπάνω, ο Ρορτυ αξιώνει την εδραίωση μιας μεταφιλοσοφικής κουλτούρας με κύριό της γνώρισμα την καταστολή φιλοσοφικών αναζητήσεων, τις οποίες συνοψίζει υπό τον γενικό όρο «πλατωνισμός». Κι αυτό γιατί κατά τον ίδιο, τα περί αληθείας ή μη δεν είναι θεωρητικό αλλά πρακτικό ζήτημα και, ειδικότερα, πολιτικό ζήτημα. Ανάλογα πολιτικό είναι και το ζήτημα της εδραίωσης μιας μεταφιλοσοφικής κουλτούρας που δεν έχει σχέση με την αναζήτηση της αλήθειας όσο με την επιλογή μεταξύ πολλών εναλλακτικών αυτο-εικόνων μας (βλ. ό.π., σ.xiii-xiiv).

Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η εναντίωσή του στον Αριστοτελικό Πλατωνισμό, την οποία κληρονομεί από τον Μ. Χάιντεγγερ, είναι άκρως συζητήσιμη, καθώς και ο Πλάτων αλλά και ο Αριστοτέλης που επεξεργάσθηκε τις απόψεις του Πλάτωνα, δεν αγνόησαν τον προοπτικό χαρακτήρα των ατομικών απόψεων ή γνωμών (δόξα). Αντιπαρατιθέμενοι στην άποψη του Πρωταγόρα περί του ανθρώπου ως μέτρου, επιχείρησαν να διασώσουν το ανθρώπινο μέτρο από τον υποκειμενισμό και τον σχετικισμό, όπως και τη ν αξίας της αλήθειας ως δύναμη διάσωσης, μέσω του διαλέγεσθαι. Και ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης θεώρησαν τον πρωταγόρειο άνθρωπο αρχικά ως τον ατομικά προσδιορισμένο άνθρωπο (βλ. Πλάτων, Θεαίτητος 166d κε.) με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η παρεξήγηση ότι αντιμετωπίζουν το πρωταγόρειο μέτρο ως πηγή ενός ανεξέλεγκτου σχετικισμού. Ο Πλάτων, όμως, όσο κυρίως ο Αριστοτέλης δεν ταυτίζουν τον ένα έκαστον με όλους τους άλλους, τον καθένα χωριστά, στο όνομα της αρχής της ισότητας, που είναι άλλωστε ανύπαρκτη στον αρχαίο κόσμο. Ο μεν Πλάτων, μεταξύ του ανθρώπου ως μέτρου των πραγμάτων και των ίδιων των πραγμάτων, παρεμβάλλει τα μαθηματικά και τη διαλεκτική μέθοδο, ενώ ο Αριστοτέλης παρεμβάλλει την αίσθηση και την επιστήμη, οι οποίες μετριούνται μάλλον με βάση τα πράγματα παρά τα μετρούν. Έτσι, από τον ατομικά προσδιορισμένο άνθρωπο-φορέα δόξας περνούν στον άνθρωπο-γνώστη μέσω της αντίληψης, της επιστήμης και του διαλόγου. Με τον τρόπο αυτό αφαιρούν από την πρωταγόρεια άποψη περί μέτρου, κάθε υποψία σχετικισμού. 

Προϊόντος του χρόνου, η πλατωνική και, κυρίως, η αριστοτελική ερμηνεία της πρωταγόρειας άποψης που βάσιζε το μέτρον στο δαλέγεσθαι και στην επιστήμη, παρερμηνεύτηκε παίρνοντας τη μορφή μιας δογματικής θέσης εναντίον του σχετικισμού, με τη δικαιολογία ότι ο τελευταίος κινδυνεύει να οδηγήσει στον αγνωστικισμό. Κάθε, όμως, εναντίωση στον σχετικισμό δεν οδηγεί απαραιτήτως στον δογματισμό. Ο Αριστοτέλης ήταν σαφής ως προς αυτό, όταν υποστήριζε: «και την επιστήμην δε μέτρον των πραγμάτων λέγομεν και την αίσθησιν διά το αυτό, ότι γνωρίζομεν τι αυταίς, επεί μετρούνται μάλλον ή μετρούσιν. Πρωταγόρας δ’ άνθρωπον φησί πάντων είναι μέτρον, ώσπερ αν ει τον επιστήμονα ειπών ή τον αισθανόμενον τούτους δ’ ότι έχουσιν ο μεν αίσθησιν ο δε επιστήμην, α φαμέν είναι μέτρα των υποκειμένων.» (Αριστ., Μετά τα φυσικά 11.1053α 31.) 

Μεσω των σύγχρονων μεταστοιχειώσεων του αρχαιοελληνικού αριστοτελικού πλατωνισμού προέκυψε το σύστημα αναφοράς της πραξιακής σκέψης όπου ή έννοια της σχετικότητας, όπως είδαμε, λειτουργεί ως οντογνωσιοθεωρητική αρχή της ουσιαστικής εγκυρότητας μιας γνώσης την οποία αναπόφευκτα καθορίζει το συνεχές του ιστορικοκοινωνικού χωροχρόνου.

Ο αντιπλατωνιστής Ρόρτυ συμμερίζεται την άποψη των θετικιστών ότι έργο της επιστήμης δεν είναι η αλήθεια, αλλά η βεβαιότητα — και, επομένως, η φιλοσοφία, ως οντολογία ή οντογνωσιοθεωρία ή επιστημολογία, νομιμοποιεί απλώς τη βέβαιη επιστημονική γνώση. Έτσι, ό,τι δεν μπορεί η φιλοσοφία να δικαιολογήσει στο πλαίσιο της οντογνωσιοθεωρίας ή της ιστορικοκριτικής εξέτασης ως βέβαιο ή αληθές, αναλαμβάνει να το δικαιολογήσει και να το επιβάλει η πολιτική, εδραιώνοντας με τα δικά της μέσα, έναν «ιστορικό σχετικισμό». 

Στην εναντίωσή του στο φιλοσοφείν, ο Ρόρτυ συντάσσεται με τους θετικιστές, με τον ύστερο Βιτγκενστάιν και με τους αναλυτικούς φιλοσόφους Quine, Sellars, Davidson, οι οποίοι θεώρησαν ότι σχέσεις μορφής-περιεχομένου, παρατήρησης-θεωρίας, εμπειρίας-γλώσσας, σημασιολογικού-πραγματολογικού, αντιστοιχίας-συνάφειας κλπ. προκύπτουν από προσεγγίσεις των ιδεαλιστών, των φαινομενολόγων, και των διαλεκτικών, σε ένα προγλωσσικό έδαφος, πάνω στο οποίο θεμελιώνουν τη γλώσσα και τις συμβάσεις της. 

Στους ιδεαλιστές, αλλά και στους φαινομενολόγους και στους διαλεκτικούς εναντιώθηκε και ο Ντερριντά, κατηγορώντας τους ότι οπισθοδρομούν στον λογοκεντρισμό της μεταφυσικής, δογματικής και μη δογματικής, απορριπτέας στο σύνολό της. Απορρίπτοντάς την, ωστόσο, στο σύνολό της, αχρηστεύουν την οντολογία και τη γνωσιοθεωρία που εξασφαλίζει στην επιστήμη το αναγκαίο υπόβαθρο και την ιστορικοκριτική του εξέταση. Εξαίρεση μπορεί να θεωρηθεί ο μεταθετικιστής επίγονος της αναλυτικής παράδοσης, W.V. Quine (βλ. Ontological Relativity and Other Essays, Columbia Univ. Press, 1969).

Ο Φρ. Λυοτάρ, από την άλλη, απομακρύνεται και αυτός από την ιστορικοκριτική μέθοδο εξέτασης θεωριών και απόψεων, και επιχειρεί να επανασημασιοδοτήσει την έννοια της ελευθερίας στον μεταμοντέρνο κόσμο, προωθώντας στη βάση συμβάντων που επινοεί στο πλαίσιο μιας αυτοσχεδιαστικής λογοτεχνίας, τη θέση «όλα επιτρέπονται», συνηγορώντας έτσι υπέρ ενός ερμηνευτικού πλουραλισμού. 

Παραμένοντας στο πεδίο της παραστατικής σκέψης και με βάση τη γλωσσική στροφή, ο σχετικισμός σε όλες τις συνεκδοχές του (υποκειμενισμός, ιστορικισμός, σκεπτικισμός ή μηδενισμός) εξισώνεται αναγκαστικά με την άποψη περί ασυμμετρίας των θεωριών, των επιστημονικών παραδειγμάτων, των εννοιολογικών σχημάτων ή ακόμη και των τρόπων ζωής, εφόσον η καθεμιά από αυτές ισχυρίζεται ότι έχει τη δική της ορθολογικότητα ή τη δική της αλήθεια, ώστε να μη μπορούμε να τις συγκρίνουμε για να ελέγξουμε ποια είναι σωστή ή θετική και ποια εσφαλμένη ή άγονη. Το ίδιο ασύμμετρα είναι κατά τα γλωσσικά παιχνίδια, με αποτέλεσμα να μη μπορούμε να τα συγκρίνουμε, καθώς για να τα εξετάσουμε, πρέπει να κλειστούμε στο σύστημα αναφοράς του καθενός από αυτά. 

Το επιχείρημα υπέρ της ασυμμετρότητας των διαφόρων και πολλαπλών απόψεων είναι ότι δεν υπάρχει αρχιμήδειο σημείο, ανιστορική ανορθολογική μήτρα, μια ουδέτερη γλώσσα ή σταθερά κριτήρια ικανά να στηρίξουν τυχον επιστημολογικές αναλύσεις και αξιοθετήσεις. Και δεν υπάρχουν γιατι οι αναλύσεις και αποτιμήσεις γίνονται υπό μιαν ορισμένη οπτική γωνία που δεν ανάγεται ούτε συνδέεται με κάποιαν άλλη που θα μπορούσε να την συμπληρώσει διευρύνοντάς την. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να εξετάσουμε και να κατανοήσουμε την καθεμιά, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη, σαν να προέκυψε ab ovo, χωρίς καμιά σχέση με οποιαδήποτε άλλη.

Αυτές οι ακραία σχετικιστικές θέσεις συμπαρασύρουν και τον προοπτικισμό, τον οποίο ερμηνεύουν ως μια γνωσιοθεωρητική θέση που πρεσβεύει την ύπαρξη πολλαπλών οπτικών γωνιών, ασύμμετρων και ασύνδετων μεταξύ τους, που η καθεμιά τους προβάλλει την αυτοεικόνα που σχηματίζει ένα άτομο ή μια ομάδα για τον εαυτό της, χωρίς τη μεσολάβηση της ιστορικοκριτικής ορθολογικότητας, ή μιας ουδέτερης γλώσσας κατανοητής από όλους ή θεωρητικών κριτηρίων. 

Αυτά τα επιχειρήματα συνηγορούν υπέρ της κατάργησης της κριτικής οντογνωσιοθεωρητικής λειτουργίας της φιλοσοφίας και υπέρ της μετάλλαξής της σε ένα είδος γραπτού λόγου, μεταξύ πολλών άλλων, που συμβάλλουν εν γένει στον πολιτισμό και στη διατήρηση του ανθρώπινου είδους. Η τάση αυτή είναι έκδηλη, όπως θα δούμε, στον λεγόμενο κειμενισμό (βλ. περισσότερα Α. Δεληγιώργη, Σκέψη και προοπτική, από το quattrocento στο ηλεκτρονικό novecento, 2002, σ. 289-313).

Mε όλα τα παραπάνω, ο πλουραλισμός των απόψεων, θεωριών και αυτοεικόνων θεωρήθηκε ως ένα υγιές σύμπτωμα του λόγου που αποβάλλει την αυταρχία του και γίνεται δημοκρατικότερος, σε ένα κόσμο που εξακολουθεί και νοείται σχηματικά ως ταυτότητα και ομοιογένεια, ευνοώντας την εντατική τυποποίηση των εμπορευμάτων και των ηθών.

Με τους όρους αυτούς, όμως, το πρόβλημα είναι ότι αποκλείεται η ενοποίηση ταυτοτήτων και διαφορών, και η δυνατότητα λύσης των αντιπαραθέσεων που γεννά η αποθέωση των πλειοψηφικών αναμετρήσεων ως πρακτικών υπερίσχυσης. Γιατί ο σχετικισμός στον οποίο οδήγησαν τα δυιστικά, διπολικά ή δυαδικά μοντέλα προσέγγισης που επεξεργάζονται οι αναλυτικές-εμπειρικές επιστήμες, με τη χρήση αξιωμάτων της τυποποιητικής λογικής της παραστατικής σκέψης, κάνουν να προκύψει μια χαλαρή έννοια της υποκειμενικότητας, απογυμνωμένης από τη δυνατότητά της να μορφοποιεί το χαοτικό κοινωνικό γίγνεσθαι, δίνοντας στις μορφοποιήσεις της τον χαρακτήρα μιας de jure θέσμισης, ικανής να δεσμεύει ατομικές ή συλλογικές μορφοποιήσεις αυτοεικόνων. Κι αυτό γιατί, η σχετικιστική υποκειμενικότητα δημιουργεί ένα, κατά κάποιο τρόπο, θεσμικό προηγούμενο όχι τόσο με αυτό που κάνει και τον τρόπο με τον οποίο το κάνει, όσο με τον τρόπο που χειρίζεται και προωθεί την απήχησή του. Με τον τρόπο, όμως, αυτόν, ενισχύεται και διαιωνίζεται ο ανταγωνισμός — που τίποτα δεν τον εμποδίζει να γίνει αθέμιτος. 

Ακολουθώντας το παράδειγμα του κλειστού δομισμού, ο μεταδομισμός και ο νεοπραγματισμός παρέκαμψαν τη φιλοσοφική παράδοση της πραξεολογίας και τις κριτικές επεξεργασίες τις οποίες δέχθηκε όχι μόνον από τον Μαρξ και από τον Νίτσε, στο πλαίσιο της πραξιακής σκέψης, αλλά και από τις κριτικές επεξεργασίες πού δέχθηκε από τα σύγχρονα διαλεκτικά και ερμηνευτικά ρεύματα. Απέφυγαν, έτσι, το οξύ ζήτημα της αναστοχαστικής-κριτικής θεμελίωσης της αλήθειας, αντιμετωπίζοντας, με πρώτο τον Χάιντεγκερ, τη νιτσεϊκή θέληση για δύναμη μονομερώς, ως δίψα υπερίσχυσης και κατίσχυσης, με τρόπους άσχετους από το κρίναι λόγω και από το λόγον διδόναι του φιλοσοφείν. 

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Για τη διάκριση παραστατικής και πραξιακής σκέψης, βλ. Α. Δεληγιώργη, Σκέψη και προοπτική από το quattrocento στο ηλεκτρονικό novecento, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2002. Βλ. επίσης «Προοπτικές και συστήματα παραστατικής και πραξιακης σκέψης, στο περιοδ. ΦΙΛΟΣΟΦΕΙΝ, τεύχος 1, σ. 29.

2.  Και βέβαια, προς αποφυγη παρεξηγήσεων, η μεταφυσική δεν έμεινε σταθερή και αναλλοίωτη από το Μεσαίωνα και μετά, καθώς η θεολογική μεταφυσική μεταλλάχθηκε σε δογματική μεταφυσική θεοδικία και, μέσω της καντιανής κριτικής, σε μιαν εκκοσμικευμένη μη δογματική μεταφυσική ανθρωποδικία, στο πλαίσιο της οποίας η αναζήτηση της πρώτης αιτίας ή της απαρχής των πραγμάτων δεν έχει πλέον τον χαρακτήρα μιας regressio ad infinitum που οδηγεί στη αρχή του θεού ή του πρώτου κινούντος ακινήτου και αποκτα πεπερασμένο χαρακτήρα καθως προσκρούει στο αυτοκινούμενο, αυτοτιθέμενο, μορφοποιητικό, σκεπτόμενο ον φορέα του γνώναι ορέγεσθαι. 

3.  Ενδεικτική για τις αδυναμίες της είναι η κριτική που ασκεί ο Ernest Laclaou στην «ουσιοκρατία» του Μάρξ προκειμένου να μην αντιταχθεί στο δόγμα «ο ανταγωνισμός για τον ανταγωνισμό» βλ. E. Laclau & Ch. Mouffe, Hegemony & Socialist Strategy. Toward a Radical Democratic Politics, Verso, 1985.

 

(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 12 Αυγούστου 2022)

ΧΡΟΝΟΣ, 12 Αυγούστου 2022

 

*

Το παρόν κείμενο είναι προδημοσίευση ενός νέου κεφαλαίου που περιλαμβάνεται στο Φιλοσοφία των κοινωνικών επιστημών θετικιστικού και ερμηνευτικού, διαλεκτικού τύπου, σύγγραμμα που επανεκδίδεται εμπλουτισμένο, μέσα στο 2022, από τις εκδόσεις Ζήτη.

 

Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, ομότιμος, σήμερα, εξελέγη τακτική καθηγήτρια Φιλοσοφίας των Κοινωνικών Επιστημών του Τμήματος Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του Α.Π.Θ. το 2002 και υπήρξε διευθύντρια του Εργαστηρίου Φιλοσοφίας των Κοινωνικών επιστημών από το 2003.

http://philosophein.web.auth.gr
http://users.auth.gr/~adeli/
www.deligiorgi.blogspot.com