Από εκδότη σε εκδότη:

4. Γιάννης Φαλδαμής (εκδ. Κλειδάριθμος)

Π. Δουβίτσας: Πώς διαφοροποιείται ο εκδότης του επιστημονικού βιβλίου από τον «γενικό» εκδότη;

Γ. Φαλδαμής: Ο εκδότης του επιστημονικού βιβλίου έχει μια βασική διαφοροποίηση σε σχέση με τον εκδότη λογοτεχνικών και λοιπών βιβλίων. Πιο συγκεκριμένα, στο επιστημονικό βιβλίο ο εκδότης πρέπει να συλλάβει την ιδέα του τι θα πραγματεύεται το βιβλίο που θα εκδώσει, ποια ειδική επιστημονική ανάγκη καλείται αυτό να καλύψει και τι ακριβώς ζητούν να γνωρίζουν οι επιστήμονες του κλάδου στον οποίο απευθύνεται.

 

Π.Δ.: Μπορείτε να μας δώσετε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα;

Γ.Φ.: Ένας εκδότης ιατρικών βιβλίων παρακολουθεί τις εξελίξεις της επιστήμης και διαπιστώνει π.χ. ότι στην ουρολογία έχει αναπτυχθεί στις ΗΠΑ ή σε χώρες της Ευρώπης μια νέα τεχνική για τις ρομποτικές εγχειρίσεις προστάτη. Αφού ερευνήσει το θέμα, εκτιμά ότι πιθανώς να υπάρξει ένας Χ αριθμός ιατρών και ένας Ψ αριθμός φοιτητών που θα τους ενδιέφερε να προμηθευτούν ένα αντίστοιχο σύγγραμμα. Με βάση τη διαπίστωσή του αυτή λοιπόν έχει δύο επιλογές, είτε να αναζητήσει στη διεθνή βιβλιογραφία (αγγλική, γερμανική, γαλλική, ιταλική) ένα σύγγραμμα που ήδη κυκλοφορεί για να το μεταφράσει στα ελληνικά, είτε να απευθυνθεί σε έναν Έλληνα διακεκριμένο ιατρό ουρολόγο ή διακεκριμένο καθηγητή ουρολογίας και να του ζητήσει να γράψει ένα σύγγραμμα για αυτό το θέμα. Υπάρχει και μια άλλη περίπτωση, αυτή του να έρθει κάποιος ιατρός ή καθηγητής με ένα έτοιμο προς έκδοση σύγγραμμα – περίπτωση που είναι μεν λίγο πιο απλή αλλά οι περισσότεροι συγγραφείς αυτής της μορφής είναι και αυτοεκδότες, οπότε η περίπτωση αυτή είναι σπανιότερη.

Στην πρώτη περίπτωση λοιπόν, ο εκδότης αναζητά στη διεθνή βιβλιογραφία τους τίτλους που κυκλοφορούν, τους αξιολογεί και ακολούθως αποφασίζει με ποιον από αυτούς θα προχωρήσει. Έπειτα, έρχεται σε επαφή με τον κάτοχο των πνευματικών δικαιωμάτων του τίτλου. Μάλιστα, αρκετές φορές, φωτογραφίες, σχέδια, διαγράμματα και λοιπό υλικό που περιλαμβάνεται στο έργο απαιτεί ξεχωριστή συμφωνία με τους επιμέρους κατόχους των πνευματικών δικαιωμάτων, προτού ολοκληρωθεί η αγορά του τίτλου. Η συμφωνία με τον ξένο δικαιούχο του έργου ακολουθεί. Στη συνέχεια, σειρά έχει η αναζήτηση έμπειρων μεταφραστών, σχετικών πάντα με το θέμα του έργου. Στην προκειμένη περίπτωση δηλαδή αναζητά ιατρούς –είτε ελεύθερους επαγγελματίες, είτε μέλη ΔΕΠ των ΑΕΙ–, για να προχωρήσουν στη μετάφραση. Παράλληλα ο εκδότης, με βάση την προηγούμενη εκδοτική του δραστηριότητα, έχει δημιουργήσει ήδη λεξικά, γλωσσάρια και άλλο υλικό, το οποίο θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο στον μεταφραστή. Από κοινού λοιπόν τώρα, ο εκδότης και ο μεταφραστής συμφωνούν σε ένα χρονοδιάγραμμα, από το οποίο βέβαια αρκετά συχνά παρατηρούνται αποκλίσεις, κυρίως λόγω καθυστέρησης των μεταφραστών.

Στη δεύτερη περίπτωση έκδοσης ενός επιστημονικού τίτλου, ο εκδότης συμφωνεί με τον Έλληνα συγγραφέα για το περιεχόμενο του έργου που θα εκδοθεί αλλά και για την αμοιβή του. Στη συνέχεια αρχίζει η συγγραφή. Και σε αυτή την περίπτωση, ο εκδότης παραδίδει στον συγγραφέα ό,τι υλικό έχει δημιουργήσει ήδη από προηγούμενες εκδόσεις, όπως λεξικά, γλωσσάρια, σχέδια, φωτογραφίες κ.λπ. Επίσης, αναθέτει την καθοδήγηση του συγγραφέα σε κάποιον έμπειρο επιμελητή, από αυτούς που συνεργάζεται ο εκδοτικός του οίκος. Ο επιμελητής βρίσκεται συνεχώς δίπλα στον συγγραφέα και τον συμβουλεύει, του επισημαίνει λάθη ή ασάφειες σε παραγράφους και του ζητάει να τις ξαναγράψει όταν δεν είναι κατανοητά.

 

Π.Δ.: Πώς αντιλαμβάνεστε εσείς τον ρόλο του εκδότη στο επιστημονικό βιβλίο;

Γ.Φ.: Στο επιστημονικό βιβλίο ο εκδότης λειτουργεί σαν τον αρχιτέκτονα. Συλλαμβάνει δηλαδή την ιδέα του έργου, «σχεδιάζει» και αναθέτει στους επιμέρους συντελεστές, μεταφραστές ή συγγραφείς, σελιδοποιούς, μακετίστες, σχεδιαστές να «κατασκευάσουν» το έργο με βάση την ιδέα που έχει συλλάβει και παράλληλα αναλαμβάνει και την οικονομική ευθύνη της παραγωγής του έργου. Στην περίπτωση δηλαδή που το έργο δεν έχει αργότερα αξιόλογες πωλήσεις, υφίσταται και την οικονομική ζημία.

Όταν πρόκειται για ξενόγλωσσο σύγγραμμα, πολύ συχνά ο Έλληνας εκδότης αναζητά και βρίσκει τρόπους να το προσαρμόσει στα ελληνικά δεδομένα ή στην ελληνική πραγματικότητα. Για παράδειγμα, ένα αμερικάνικο βιβλίο λογιστικής, εάν δεν είναι προσαρμοσμένο στην ελληνική λογιστική νομοθεσία, δεν έχει αξία. Έτσι λοιπόν ο εκδότης, εάν το βιβλίο που πρόκειται να εκδώσει είναι αρκετά ειδικό και αναφέρεται μεταξύ άλλων σε τοπικούς κανονισμούς, αναζητά έμπειρους επιστήμονες, πέραν του μεταφραστή, για να το μεταφέρουν στην ελληνική πραγματικότητα.

Βέβαια, μπορεί το θέμα που θέλει να προσαρμόσει να είναι και πιο γενικό ή να θέλει να προσθέσει στο αρχικό έργο μια ελληνική πινελιά. Για παράδειγμα, σε ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε στα αγγλικά από το Design Μuseum του Λονδίνου με τίτλο «50 Cars that changed the world» ο Έλληνας εκδότης προσέθεσε και ένα ελληνικό αυτοκίνητο (Pony) και ο τίτλος έγινε «50 αυτοκίνητα που άλλαξαν τον κόσμο και ένα που… θα μπορούσε να έχει αλλάξει την Ελλάδα».

 

Π.Δ.: Ποια στοιχεία χαρακτηρίζουν κατά τη γνώμη σας έναν καλό και έμπειρο εκδότη επιστημονικών βιβλίων;

Γ.Φ.: Παραδείγματος χάριν, η δυνατότητα που έχει να καθοδηγεί τους συγγραφείς στην τήρηση ομοιόμορφης ορολογίας στα βιβλία και στην προσπάθεια ύπαρξης σαφήνειας στα κείμενά τους, ούτως ώστε να γίνονται ευκολότερα κατανοητά από τους αναγνώστες (μην ξεχνάμε πόσο στριφνά και δυσνόητα είναι αρκετά επιστημονικά βιβλία).

 

Π.Δ.: Μπορείτε να μας δώσετε ένα παράδειγμα καλής εκδοτικής πρακτικής από την προσωπική σας εκδοτική εμπειρία;

Γ.Φ.: Το χαρακτηριστικότερο είναι μάλλον η καθιέρωση της ελληνικής ορολογίας πληροφορικής. Πίεζα μεταφραστές και συγγραφείς να χρησιμοποιούν και να δημιουργούν ελληνικούς όρους. Οι αμερικανοσπουδαγμένοι καθηγητές και μεταφραστές πληροφορικής, στα πρώτα χρόνια της εμφάνισης της επιστήμης αυτής, χρησιμοποιούσαν τις λέξεις printer, monitor, computer (γραμμένες μάλιστα με λατινικούς χαρακτήρες στο ελληνικό κείμενο). Τους γύριζα τα κείμενα πίσω και ζητούσα να μου τα ξαναφέρουν με ελληνικές λέξεις (π.χ. εκτυπωτής, οθόνη, υπολογιστής) ή τους ζητούσα να αναζητήσουν όρους στα ελληνικά. Όταν για πρώτη φορά υιοθέτησα τη λέξη «λογισμικό», αντί του μέχρι τότε ευρέως χρησιμοποιούμενου «software», τα περιοδικά πληροφορικής της εποχής εκείνης με λοιδορούσαν. Σήμερα χρησιμοποιούμε και αυτόν και όλους τους υπόλοιπους όρους πληροφορικής στα ελληνικά, χωρίς να μας φαίνονται περίεργοι.

Η απουσία μάλιστα κάποιου έμπειρου και καλού Έλληνα εκδότη στις αρχές τις δεκαετίας του ’60, σε συνδυασμό με την ατολμία των τότε καθηγητών των Οικονομικών Σχολών της Ελλάδας, είχε σαν αποτέλεσμα να μην δημιουργηθεί ελληνική ορολογία στις οικονομικές επιστήμες και κατά συνέπεια οι περισσότεροι όροι έμειναν να χρησιμοποιούνται στα αγγλικά (π.χ. μάρκετινγκ, μάνατζμεντ κ.λπ.).

 

Π.Δ.: Φαίνεται να υπάρχει σε αρκετές περιπτώσεις Ελλήνων εκδοτών ένα επίπεδο αντίστοιχο των διεθνών συναδέλφων τους. Θέλετε να μας πείτε δυο λόγια γι’ αυτό;

Γ.Φ.: Παρά το μικρό μέγεθος της ελληνικής αγοράς, οι Έλληνες εκδότες έχουν παραγάγει ιδιαιτέρως αξιόλογα συγγράμματα, τα οποία βοηθούν σημαντικά στη μεταφορά τεχνολογίας από τις προηγμένες τεχνολογικά χώρες προς εμάς. Οι γιατροί, οι μηχανικοί και οι άλλοι επιστήμονες της χώρας βρίσκουν στα συγγράμματα αυτά τεκμηριωμένες απαντήσεις για τα θέματα που τους αφορούν, γραμμένες από υπεύθυνους επιστήμονες και ειδικούς – σε αντίθεση με το διαδίκτυο, όπου υπάρχουν κάθε λογής πληροφορίες ατάκτως ερριμμένες από κάθε ανεύθυνο-υπεύθυνο.

 

Π.Δ.: Γιατί είναι σημαντικό να διαφυλάσσεται η λειτουργία ενός καλού και έμπειρου εκδότη επιστημονικών βιβλίων; Τι όφελος έχει από αυτό η κοινωνία και το εκπαιδευτικό σύστημα;

Γ.Φ.: Θεωρώ ότι το εκπαιδευτικό σύστημα και η ελληνική κοινωνία γενικότερα έχουν κερδίσει πολλά από την έκδοση άριστων ξενόγλωσσων επιστημονικών βιβλίων στα ελληνικά. Παράλληλα, καλοί και έμπειροι εκδότες, αφού «πίεσαν» και κατεύθυναν τους συγγραφείς στο να γράψουν ένα καλό ελληνικό σύγγραμμα, με τις επαφές τους ανά τον κόσμο, κατόρθωσαν στη συνέχεια να πουλήσουν τα βιβλία τους αυτά και σε άλλες χώρες και μάλιστα πιο προηγμένες τεχνολογικά από την Ελλάδα. Έτσι βλέπουμε βιβλία καθηγητών ελληνικών ΑΕΙ να κυκλοφορούν από μεγάλους ξένους εκδοτικούς οίκους στα αγγλικά, στα γαλλικά, στα γερμανικά κ.λπ.

Τι πιο καλό και χαρακτηριστικό της σημασίας του καλού και έμπειρου εκδότη από το να βλέπει κανείς ότι βιβλία που διδάσκονται για παράδειγμα στο MIT, Harvard και Columbia κυκλοφορούν μεταφρασμένα και διδάσκονται αυτούσια και στα ελληνικά πανεπιστήμια, ενώ από την άλλη πλευρά πόσο καλό κάνει στη χώρα μας να υπάρχουν βιβλία καθηγητών ελληνικών ΑΕΙ μεταφρασμένα σε άλλες γλώσσες. Για παράδειγμα, υπάρχουν βιβλία καθηγητών του ΕΜΠ μεταφρασμένα στα γερμανικά που διδάσκονται στα γερμανικά πολυτεχνεία. Ο Γερμανός φοιτητής του πολυτεχνείου που ακούει από τον κ. Σόιμπλε και τα γερμανικά ΜΜΕ ότι οι Έλληνες είναι τεμπέληδες, ανίκανοι κ.λπ. πολύ εύκολα από τη στιγμή που διαβάζει το βιβλίο του Έλληνα καθηγητή καταλαβαίνει ότι αυτά είναι μάλλον παραμύθια.

Υπάρχει και μια άλλη προέκταση αυτού του θέματος. Στη δεκαετία του ’60, που γερμανικές εταιρείες σαν τη Siemens, την ΑΕG κ.λπ. κατασκεύαζαν τα εργοστάσια της ΔΕΗ ανά την Ελλάδα, επικρατούσε στον κόσμο εδώ η εντύπωση ότι έστελναν μηχανικούς κατώτερου επιπέδου (κάποιοι τους ονόμαζαν «ανθυπομηχανικούς»), θεωρώντας μας χώρα Β΄ κατηγορίας που δεν είχε το τεχνολογικό επίπεδο να ελέγξει τι της προσέφεραν και γιατί. Σήμερα, ένας υπεύθυνος Γερμανός μηχανικός που στις σπουδές του διάβαζε βιβλία Ελλήνων καθηγητών πολυτεχνείου πώς θα λειτουργήσει σε μια αντίστοιχη περίπτωση; Θα τολμήσει να στείλει έναν «ανθυπομηχανικό»;

Δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίσει τη συνεισφορά των Ελλήνων εκδοτών. Aν λάβει δε υπόψη του το μικρό μέγεθος της ελληνικής αγοράς, σε συνδυασμό με την πειρατεία από τις φωτοτυπίες κ.λπ. καταλαβαίνει τον άθλο που επιτελεί αυτός ο κλάδος. Η σωστή λειτουργία του θα έπρεπε να διαφυλαχθεί και να ενισχυθεί με κάθε τρόπο.

(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 9 Αυγούστου 2017)

 

ΧΡΟΝΟΣ #52, 9 Αυγούστου 2017

Με τις υπερβολικές καθυστερήσεις στις πληρωμές του Υπ. Παιδείας για τα συγγράμματα (που μετρούν ήδη δυόμισι εξάμηνα) οι εκδότες επιστημονικών βιβλίων, ένας κλάδος του εκδοτικού χώρου που μέχρι στιγμής δεν είχε επηρεαστεί ιδιαίτερα από την κρίση, βρίσκονται πια σε σοβαρό κίνδυνο. Με αφορμή την πρώτη επιστολή του ΣΕΕΒΙ στις 23/6 και την πιο πρόσφατη «ύστατη έκκλησή» του προς τον πρωθυπουργό, στις 24/7 ο Π. Δουβίτσας (εκδ. Νεφέλη / fairead.net) συνομιλεί με συναδέλφους του.

Στο επιστημονικό βιβλίο, ο εκδότης πρέπει να συλλάβει την ιδέα του τι θα πραγματεύεται το βιβλίο που θα εκδώσει, ποια ειδική επιστημονική ανάγκη καλείται αυτό να καλύψει και τι ακριβώς ζητούν να γνωρίζουν οι επιστήμονες του κλάδου στον οποίο απευθύνεται.

Παρά το μικρό μέγεθος της ελληνικής αγοράς, οι Έλληνες εκδότες έχουν παραγάγει ιδιαιτέρως αξιόλογα συγγράμματα, τα οποία βοηθούν σημαντικά στη μεταφορά τεχνολογίας από τις προηγμένες τεχνολογικά χώρες προς εμάς. Οι γιατροί, οι μηχανικοί και οι άλλοι επιστήμονες της χώρας βρίσκουν στα συγγράμματα αυτά τεκμηριωμένες απαντήσεις για τα θέματα που τους αφορούν, γραμμένες από υπεύθυνους επιστήμονες και ειδικούς – σε αντίθεση με το διαδίκτυο, όπου υπάρχουν κάθε λογής πληροφορίες ατάκτως ερριμμένες από κάθε ανεύθυνο-υπεύθυνο.

Θεωρώ ότι το εκπαιδευτικό σύστημα και η ελληνική κοινωνία γενικότερα έχουν κερδίσει πολλά από την έκδοση άριστων ξενόγλωσσων επιστημονικών βιβλίων στα ελληνικά. Παράλληλα, καλοί και έμπειροι εκδότες, αφού «πίεσαν» και κατεύθυναν τους συγγραφείς στο να γράψουν ένα καλό ελληνικό σύγγραμμα, με τις επαφές τους ανά τον κόσμο, κατόρθωσαν στη συνέχεια να πουλήσουν τα βιβλία τους αυτά και σε άλλες χώρες και μάλιστα πιο προηγμένες τεχνολογικά από την Ελλάδα. Έτσι βλέπουμε βιβλία καθηγητών ελληνικών ΑΕΙ να κυκλοφορούν από μεγάλους ξένους εκδοτικούς οίκους στα αγγλικά, στα γαλλικά, στα γερμανικά κ.λπ.