4. Η εκπαίδευση στον ορίζοντα των μεγάλων αλλαγών

Αντώνης Λιάκος

Εισαγωγή στα Πορίσματα του Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία, 2016

4. Η εκπαίδευση στον ορίζοντα των μεγάλων αλλαγών

4Α. Ψηφιακή στροφή

Ένα από τα ζητήματα που δύσκολα θα διαφωνήσει κανείς, ως προς τις μεγάλες αλλαγές, είναι η στροφή της εκπαίδευσης στην ψηφιακή εποχή. Η στροφή αυτή, για να είναι άξια του ονόματός της, πρέπει να μην περιοριστεί απλώς στη χρήση νέων μέσων και στην πρόσθεση ενός μαθήματος πληροφορικής, αλλά να περάσει συνολικά από την εκπαίδευση, γιατί πράγματι αλλάζει και ανασημασιοδοτεί όλα τα συστατικά της. Πού βρισκόμαστε στην Ελλάδα; Όχι στο σημείο μηδέν. Πράγματι έχουν ξοδευτεί πάρα πολλά χρήματα –κυρίως προερχόμενα από την ΕΕ– για επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στην ψηφιακή εκπαίδευση, για τη δημιουργία σχολικών εργαστηρίων, αποθετηρίων και εργαλείων. Μπαίνοντας ο επισκέπτης στον νοητό χώρο της ψηφιακής εκπαίδευσης δεν θα δει ένα δωμάτιο άδειο. Θα δει ένα δωμάτιο γεμάτο από σπασμένα ή ατελή παιχνίδια. Αποθετήρια και ηλεκτρονικοί κόμβοι κατώτεροι των προσδοκιών και των επενδύσεων, προγράμματα που τέλειωσαν και δεν συνεχίστηκαν, άλλα που διακόπηκαν χωρίς να ολοκληρωθούν, σωροί από παλιούς υπολογιστές και ψηφιακά εργαλεία αναποτελεσματικά πλέον. Ποιος έχει την ευθύνη; Εκ πρώτης όψεως ο αποσπασματικός χαρακτήρας των προγραμμάτων και το γεγονός ότι μετά την διακοπή της ευρωπαϊκής χρηματοδότησής τους, αυτή δεν συνεχίστηκε μέσα στις γνωστές συνθήκες από το ελληνικό κράτος. Υπάρχει όμως ένα γενικότερο πρόβλημα διακυβέρνησης, παρακολούθησης, στοχοθεσίας και αξιολόγησης. Αν δεν αντιμετωπιστεί κατά προτεραιότητα, η μετάβαση της εκπαίδευσης στην ψηφιακή εποχή θα συνεχίσει να χωλαίνει. Παράλληλα πρέπει να καταστρωθεί ένα ρεαλιστικό σχέδιο, όχι χαμηλών προσδοκιών, αλλά ένα τολμηρά ρεαλιστικό σχέδιο ως προς τους στόχους. Στην κατεύθυνση αυτή και μέσα από το διάλογο, όπως διεξήχθη σε όλη του τη διάρκεια και με την εμπλοκή τόσο των εμπειρογνωμόνων αλλά και αυτών που συμμετείχαν μέσω δημόσιων παρεμβάσεων, σχολίων, προτάσεων κ.λπ., επιβεβαιώνονται οι ανωτέρω διαπιστώσεις και ενισχύεται η ανάγκη για άμεσες ενέργειες που θα βελτιώσουν την παρούσα κατάσταση και θα οδηγήσουν μέσο - μακροπρόθεσμα στην υλοποίηση των απαιτούμενων αλλαγών και τη σχεδίαση περαιτέρω ενεργειών, ώστε η ψηφιακή εκπαίδευση να συντελέσει στη συνολική αναδιάρθρωση της δημόσιας εκπαίδευσης.

Προτείνονται top down ενέργειες, άμεσης υλοποίησης, όπως η οριστικοποίηση της στρατηγικής κατεύθυνσης (για την ανάπτυξη του εκπαιδευτικού περιεχομένου, την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, την επέκταση της υπάρχουσας υποδομής και τη διασφάλιση της χρήσης και συντήρησής της, το προτεινόμενο μοντέλο διδακτικής και μαθησιακής διδασκαλίας, την υιοθέτηση της αποκέντρωσης, της αυτενέργειας και άλλων χαρακτηριστικών ως κυρίαρχα για την ανάπτυξη των σχολικών μονάδων σε τοπικό χαρακτήρα) και της πολιτικής δέσμευσης που μεταφράζεται σε νομοθετικές ή/και κανονιστικού χαρακτήρα ρυθμίσεις και σε πόρους (τακτική χρηματοδότηση, Δημόσιες Επενδύσεις, ΕΣΠΑ). Κανονιστικό πλαίσιο που θα καθορίζει με σαφήνεια τους ρόλους στο πλαίσιο υλοποίησης της στρατηγικής, καθώς και τις υποχρεώσεις των θεσμικά εμπλεκόμενων φορέων σε ολόκληρη την έκταση και τον χρόνο της παρέμβασης. Εξασφάλιση ισχυρής ηγεσίας (και ισχυρής ηγετικής ομάδας που θα συντονίζει) και διασφάλιση της διακυβέρνησης της συνολικής παρέμβασης με όρους μεγάλου έργου αποστολής (mission oriented) και κατά συνέπεια σχέδιο με στόχους, προτεραιότητες ρόλους, ευθύνες, σύστημα παρακολούθησης με βάση συμφωνημένους δείκτες αποτελέσματος (ποιοτικούς και ποσοτικούς) και επιβολή διορθωτικών κινήσεων όπου απαιτείται. 

Θα πρέπει να προσανατολιστούμε σε πρακτικές και έξυπνες, out of the box, προτάσεις. Π.χ. οι σημερινές τεχνολογικές λύσεις στην περιοχή των μικρών φορητών υπολογιστικών συσκευών, μπορούν να προσφέρουν σημαντική υποστήριξη της καθημερινής εκπαιδευτικής διαδικασίας καθώς και στην ανάπτυξη των κλίσεων και ψηφιακών ικανοτήτων κάθε μαθητή. Μία σύγχρονη κινητή συσκευή –ταμπλέτα χαμηλού κόστους– μπορεί σήμερα να λειτουργήσει ως εργαλείο μάθησης και δημιουργικής ψυχαγωγίας με παιδαγωγική διάσταση και να αξιοποιηθεί και σε σχολικές δραστηριότητες, αλλά και δραστηριότητες που ένα παιδί επιθυμεί να συμμετέχει στην καθημερινή «εκτός τάξης» ζωή του. Πολλά από τα παιδιά διαθέτουν ήδη αυτές τις ταμπλέτες και επομένως μπορούν να προμηθευτούν από το σχολικό δίκτυο το κατάλληλο πρόγραμμα. Για όσα δεν διαθέτουν μπορεί να υπάρξει άμεση πρόνοια χωρίς μεγάλο κόστος. 

 

4Β. Οπτικοακουστική εκπαίδευση

Τις τελευταίες δεκαετίες, η ραγδαία εξάπλωση της οπτικοακουστικής πληροφορίας και επικοινωνίας (τηλεόραση, διαδίκτυο, «έξυπνες» συσκευές, βιντεοπαιχνίδια κ.λπ.) έχει εισάγει το πολυτροπικό μήνυμα (κείμενο-εικόνα-ήχος) σε όλες τις πλευρές της καθημερινής ζωής. Όλα δείχνουν ότι πρόκειται για μια γεωμετρικά αυξανόμενη τάση. Η πραγματική αυτή συνθήκη είναι πλούσια σε δυνατότητες και υποσχέσεις. Προκειμένου όμως κανείς να τις αξιοποιήσει χρειάζεται να γνωρίζει τη χρήση της οπτικοακουστικής γλώσσας. Χωρίς αυτή τη γνώση κινδυνεύει να μετατραπεί σε παθητικό δέκτη-καταναλωτή οπτικοακουστικών μηνυμάτων. Ο διαχωρισμός σε εκείνους που ξέρουν να χειρίζονται την οπτικοακουστική επικοινωνία και σε εκείνους που δεν ξέρουν έχει ταξική διάσταση και σταδιακά γίνεται μια από τις ισχυρότερες μορφές κοινωνικού αποκλεισμού. Εάν στοχεύουμε σε μια κοινωνία ενσυνείδητων και ενεργών πολιτών, δημοκρατική και κοινωνικά δίκαιη, πρέπει να επιδιώξουμε η οπτικοακουστική παιδεία να γίνει κτήμα του καθενός· δεν πρέπει να αποτελεί ταξικό προνόμιο. Ο καλύτερος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι μέσω της εισαγωγής της οπτικοακουστικής εκπαίδευσης στο σχολείο. Πρόκειται για κοινωνική αναγκαιότητα και ζήτημα πολιτικό. Για το λόγο αυτό δώσαμε εξαρχής ιδιαίτερη έμφαση στον οπτικοακουστικό εγγραμματισμό. Δεν πρόκειται ούτε για εισαγωγή νέου μαθήματος, ούτε για αλλαγή προγράμματος σπουδών. Πρέπει να λειτουργήσει κυρίως ως τρόπος προσέγγισης, διδασκαλίας και εκμάθησης των άλλων μαθημάτων, κατά τρόπο δομικό και όχι απλώς ως εικονογράφηση. Τα όποια εξειδικευμένα μαθήματα εντάσσονται στην ευρύτερη αυτή λογική. Η τέχνη του κινηματογράφου είναι για την οπτικοακουστική γλώσσα ό,τι είναι η λογοτεχνία για μια γραπτή λεκτική γλώσσα.

 

4Γ. Η εκπαίδευση των εκπαιδευτικών

Δεν γίνεται να αντικρύσει το σχολείο τον ορίζοντα των μεγάλων αλλαγών χωρίς την εκπαίδευση και τη διαρκή επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Έως τώρα, το τοπίο απόκτησης της διδακτικής και παιδαγωγικής επάρκειας των εκπαιδευτικών ειδικοτήτων στην πρωτοβάθμια και στη δευτεροβάθμια είναι άναρχο και αναποτελεσματικό. Οι φοιτητές κατά κανόνα εκπαιδεύονται για να έχουν διδακτική επάρκεια σε ένα γνωστικό αντικείμενο και σπανιότερα σε ένα διεπιστημονικό πεδίο, το οποίο ως εκπαιδευτικοί θα κληθούν να υπηρετήσουν. Τέλος, στις επιμέρους σχολές δεν αναπτύσσεται εκ των πραγμάτων η κουλτούρα της εκπαίδευσης στο σχολείο.

Για να υπάρξει μια συνεκτική αντιμετώπιση της αρχικής εκπαίδευσης, πιστοποίησης, ένταξης στο επάγγελμα και επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών η πολιτεία οφείλει να θεσμοθετήσει ένα δυναμικό πλαίσιο προσόντων των εκπαιδευτικών το οποίο μπορεί να λειτουργήσει ως ρυθμιστικό εργαλείο μιας συνεκτικής εκπαιδευτικής και επιμορφωτικής πολιτικής.

Για να απογειωθεί η εκπαίδευση, η επιτροπή συνιστά τη δημιουργία Σχολών Εκπαίδευσης που θα εστιάζουν στην προετοιμασία με μεταπτυχιακά προγράμματα όσων επιθυμούν να εργαστούν στην εκπαίδευση. Αυτός ο σχεδιασμός μπορεί να αποτελέσει την αρχή, προκειμένου να μπει τάξη το πλήθος των (συχνά αναξιόπιστων) μεταπτυχιακών προγραμμάτων που έχουν αναπτυχθεί άναρχα και πληθωριστικά τα τελευταία χρόνια. 

Βραχυπρόθεσμα, και αξιοποιώντας το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο, η επιτροπή κατέληξε στις παρακάτω προτάσεις: Διετής υποχρεωτική εισαγωγική επιμόρφωση όσων πρωτοδιορίζονται στην εκπαίδευση μετά τις εξετάσεις του ΑΣΕΠ. Οι εκπαιδευτικοί που θα επιλεγούν αναλαμβάνουν, ως δόκιμοι, εκπαιδευτικό έργο στα σχολεία και παράλληλα θα παρακολουθούν το πρόγραμμα επιμόρφωσης. Στο τέλος της διετούς επιμόρφωσης, με βάση τις προβλεπόμενες δοκιμασίες, θα παρέχεται πιστοποίηση, η οποία θα επιτρέπει στον/στην εκπαιδευτικό να αναλάβει ως μόνιμος διδακτικό και παιδαγωγικό έργο. Προτείνεται το παραπάνω επιμορφωτικό πρόγραμμα με παραλλαγές να εφαρμοστεί σε όσους διοριστούν την ερχόμενη χρονιά, δεδομένου ότι αυτοί οι εκπαιδευτικοί θα διαθέτουν εμπειρία της σχολικής τάξης. 

Ως προς την επιμόρφωση, θα πρέπει να είναι διαρκής. Βασική αρχή που είναι sine qua non συνθήκη για την επιτυχία της επιμόρφωσης είναι η αμφίδρομη επικοινωνία βάσης και κορυφής. Η αποτυχία των μέχρι σήμερα επιμορφωτικών προγραμμάτων οφείλεται στο σχεδιασμό τους από πάνω, ερήμην της γνώμης των επιμορφούμενων. Προτείνονται δύο μορφές επιμόρφωσης: η μία θα βασιστεί στη δημιουργία Κοινοτήτων Μάθησης και Πρακτικής και θα ακολουθηθεί μια μικτή μεθοδολογία εξ αποστάσεως (σύγχρονη και ασύγχρονη) και η δεύτερη θα εκτυλίσσεται στο επίπεδο της σχολικής μονάδας ή μιας ομάδας σχολικών μονάδων. Η ενδοσχολική επιμόρφωση συναρτάται με τις ιδιαίτερες ανάγκες, το σχέδιο δράσης και τους εκπαιδευτικούς στόχους της σχολικής μονάδας, αλλά και τις ευρύτερες κεντρικές στοχεύσεις της εκπαίδευσης. Το ζητούμενο σε αυτού του είδους την επιμόρφωση είναι η συμμετοχή του συλλόγου των διδασκόντων, της διοίκησης και της κοινότητας των γονέων για το μετασχηματισμό της σχολικής μονάδας σε «οργανισμό που μαθαίνει». 

 

4Δ. Εθνικό πλαίσιο εκπαίδευσης 

Η δυναμική στοχοθεσία της νέας εκπαίδευσης θα πρέπει να αποτυπωθεί σε ένα καλοσχεδιασμένο πλαίσιο, το οποίο θα περιγράφει το τι εκπαίδευση θέλουμε, τον τύπο του πολίτη που επιδιώκουμε να διαμορφώσουμε – να προσδιορίσουμε τι προσδοκούμε να γνωρίζει και να μπορεί να κάνει ο μαθητής σε κάθε βαθμίδα της εκπαίδευσης, τον τύπο των λειτουργιών στον οποίο προσδοκούμε να ανταποκριθούν οι δάσκαλοι, οι καθηγητές και τα διευθυντικά στελέχη της εκπαίδευσης. Στο πλαίσιο αυτό θα γίνει δυνατό να αποτιμηθεί το έργο των εκπαιδευτικών, γι αυτό και τα ζητήματα αξιολόγησης θα αντιμετωπιστούν εντός του. Η υιοθέτηση, επίσης, ενός παρόμοιου πλαισίου, θα παρέχει τη δυνατότητα διαφοροποίησης του εκπαιδευτικού έργου ανάλογα με τις ανάγκες των μαθητών, της τοπικής κοινωνίας, κτλ., ενώ θα δίνει τη δυνατότητα εφαρμογής τεχνικών διαφοροποιημένης διδασκαλίας και μάθησης. Εδώ θα αποτυπωθεί η απελευθέρωση από το ασφυκτικό αναλυτικό πρόγραμμα και η δυνατότητα πρωτοβουλίας, διαφοροποίησης και προσαρμογής στις ιδιαίτερες συνθήκες. Η έννοια της παιδαγωγικής αυτονομίας θα αποκτήσει νόημα μόνο μέσα στο πλαίσιο αυτό. Κατά τη διάρκεια του Διαλόγου, στο έργο των επιτροπών, στις δημόσιες συζητήσεις, όπως επίσης και στις προτάσεις των πολιτών, διατυπώθηκαν σε γενικές γραμμές οι τάσεις για μια σύγχρονη και δημοκρατική εκπαίδευση. Στο Εθνικό Πλαίσιο Σπουδών θα πρέπει να αποτυπωθούν με τη μεγίστη λιτότητα, σαφήνεια και βερμπαλισμούς που επιχωριάζουν στο λόγο των εκπαιδευτικών σχεδιασμών.

3. Η αυτονομία των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης← →Εφαρμογή, εφαρμογή, εφαρμογή!

Αποθετήρια και ηλεκτρονικοί κόμβοι κατώτεροι των προσδοκιών και των επενδύσεων, προγράμματα που τέλειωσαν και δεν συνεχίστηκαν, άλλα που διακόπηκαν χωρίς να ολοκληρωθούν, σωροί από παλιούς υπολογιστές και ψηφιακά εργαλεία αναποτελεσματικά πλέον. Ποιος έχει την ευθύνη; Εκ πρώτης όψεως ο αποσπασματικός χαρακτήρας των προγραμμάτων και το γεγονός ότι μετά την διακοπή της ευρωπαϊκής χρηματοδότησής τους, αυτή δεν συνεχίστηκε μέσα στις γνωστές συνθήκες από το ελληνικό κράτος. Υπάρχει όμως ένα γενικότερο πρόβλημα διακυβέρνησης, παρακολούθησης, στοχοθεσίας και αξιολόγησης. Αν δεν αντιμετωπιστεί κατά προτεραιότητα, η μετάβαση της εκπαίδευσης στην ψηφιακή εποχή θα συνεχίσει να χωλαίνει.

Ο Αντώνης Λιάκος γεννήθηκε το 1947 στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στα 1969-73 φυλακίστηκε από τη δικτατορία. Πτυχιούχος στα 1977, συνέχισε με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. και του Συμβουλίου της Ευρώπης μεταπτυχιακές σπουδές στην Ιταλία, διδακτορική διατριβή στη νεότερη και σύγχρονη ιστορία στο Α.Π.Θ. (1984). Δίδαξε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. (1981-1990). Επισκέπτης ερευνητής/καθηγητής στα Πανεπιστήμια Μπέρμιγχαμ, European University Institute (Φλωρεντία), Πρίνστον, Νέας Υόρκης, Σύντνεϋ, École normale supérieure (Παρίσι), Πανεπιστήμιο του Πεκίνου. Συνέβαλε στην ίδρυση του Ι.Α.Κ.Α. στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και συμμετείχε στο πρόγραμμα European Doctorate in the Social History of Europe. Από το 1990 καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει διατελέσει μέλος της Εφορείας των Γ.Α.Κ., της Επιτροπής Ιστορίας της Εθνικής Τράπεζας, των Α.Σ.Κ.Ι., του Ιστορικού Αρχείου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι managing editor του περιοδικού Historein/Ιστορείν, πρόεδρος της International Commission for History and Theory of Historiography, διηύθυνε εκδοτικές σειρές Ιστορίας στις εκδόσεις Γνώση, Θεμέλιο και Νεφέλη. Την περασμένη δεκαετία υπήρξε μέλος των ερευνητικών ομάδων NHIST (Writing of National Histories in Nineteenth and Twentieth Century Europe) και CLIOHRES.net (Creating Links and Innovative Overviews for a New History Research Agenda for the Citizens of a Growing Europe). Το ερευνητικό και συγγραφικό έργο αφορά τη νεότερη και σύγχρονη ιστορία και την ιστορία και θεωρία της ιστορίας. Έχει εκδώσει επτά μονογραφίες (από τις οποίες μία μεταφράστηκε στα ιταλικά και μία στα τουρκικά) και έχει δημοσιεύσει πενήντα μελέτες περίπου σε ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά επιστημονικά περιοδικά και ειδικούς τόμους. Αρθρογραφεί συχνά στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Το 2012 έλαβε το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου για το βιβλίο του Αποκάλυψη, ουτοπία, ιστορία (Πόλις, 2011). 

Ηλεκτρονική διεύθυνση: aliakos@otenet.gr

Ιστοσελίδες:
www.antonisliakos.gr
http://uoa.academia.edu/AntonisLiakos
http://www.culturahistorica.es/liakos.english.html