Προσωπικά εργαλεία για την Καταλονία

Ναταλία Καραγιάννη

Τον τελευταίο μήνα ξυπνάω κάθε πρωί με τη στυφή γεύση του εφιάλτη στο στόμα. Σήμερα η διάθεσή μου έχει μετατοπιστεί μάλλον προς την απορία – αν και η δυσπιστία, που τη νιώθω γύρω από τα μάτια, με συντροφεύει πάντα σταθερά. Το βασικό ερώτημα που αναδύεται μέσα μου, από τότε που η επείγουσα κατάσταση που αντιμετωπίζουμε προσωρινά καταλάγιασε κάπως, είναι αν έχω ή αν έχουμε τα σωστά εργαλεία για να διαβάσουμε την κατάσταση.

Πιάνω τον εαυτό μου να ισορροπεί αβέβαια μεταξύ δύο διαθέσεων, μιας αγωνιστικότερης και μιας πιο συναινετικής. Η πρώτη πάει μαζί με τη σιγουριά πως μπορώ να αντιληφθώ την τρέχουσα πολιτική αναταραχή με τα οικεία μου εργαλεία: κοινωνική και πολιτική θεωρία, ένταξη στη δημοκρατική αριστερά, τη δημοκρατική ιστορία, και με μία αγωνιστική προδιάθεση (την οποία ανάγω πολύ περισσότερο στο φυσικό μου τεμπεραμέντο παρά σε μια σοφή επιλογή). Πώς λειτουργούν όμως αυτά τα εργαλεία;

Αρχίζοντας με τον αγώνα ως στάση, σημαίνει πως είμαι έτοιμη να παλέψω σφοδρά και με επιχειρήματα για ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά της δημοκρατίας: την διαφωνία. Όχι, η διαφωνία δεν είναι η ανεξέλεγκτη έκφραση των χειρότερών μας ενστίκτων όπως συχνά τη συναντούμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η διαφωνία, εδώ, είναι η εναντίωση με επιχειρήματα πάνω σε πολιτικά θέματα. Συχνά συνοδεύεται από μία καχυποψία απέναντι στην πειθαρχική ρητορική και από μια τάση να μην τίθεται υπέρ της πλειοψηφικής ή επικρατούσας σκέψης. Η αγωνιστική διάθεση που υποστηρίζει τη διαφωνία είναι μια διάθεση που δεν αγκαλιάζει τη συναινετική πολιτική per se. Ένα πρόβλημα που διακρίνω καθαρά στην κατάσταση της Καταλονίας είναι η απώθηση της διαφωνίας,μειοψηφικής ή πλειοψηφικής. Ο εθνικισμός έχει την ικανότητα να κινητοποιεί τους ανθρώπους και να υπερβαίνει τις υπάρχουσες κοινωνικές τάξεις, που η μη εθνικιστική, μη προλεταριακή πλευρά δεν έχει. Προσθέστε σ’ όλο αυτό τις ισχυρές ροές χρήματος και δημοσίων σχέσεων που κυρίως προσέφεραν δυο μεγάλες 'πολιτισμικές' οργανώσεις, η ANC και η Omnium Cultural (που δεν είναι επισήμως πολιτικά υπεύθυνες) όπως και την έλλειψη αντίστοιχων μέσων από την άλλη πλευρά, που δεν είναι η αντίθετη πλευρά όταν δεν ταυτίζεται με την Ισπανική κυβέρνηση, και θα σχηματίσετε μία εικόνα της κατάστασης.

Κατά την τρέχουσα κρίση, ανακάλυψα πως η δέσμευσή μου στη δημοκρατική αριστερά είναι πολύ πιο διαδικαστική απ’ ό,τι νόμιζα. Πάντα θεωρούσα τη διαδικαστική δημοκρατική θεωρία ως μια σχετικά αφελή, αρκετά αφαιρετική σχολή σκέψης, που δεν καθρεφτίζει με τον αρμόζοντα τρόπο θέματα ισχύος και κοινωνικής δικαιοσύνης στις Δυτικές δημοκρατίες. 'Έτσι, πίστευα και επιχειρηματολογούσα πως αυτό που έχει σημασία είναι η ουσία της δημοκρατίας, η πρακτική πρόσβαση στη λήψη των αποφάσεων και στα πράγματα εν γένει, πολύ περισσότερο από τα όρια, τα δικαιώματα και την επικοινωνία. Στις 6 και 7 Σεπτεμβρίου, η κυβερνούσα πλειοψηφία στην καταλανική Βουλή – μια πλειοψηφία που δεν αντιστοιχεί σε λαϊκή πλειοψηφία λόγω του εκλογικού συστήματος – διέταξε το δημοψήφισμα και το ξεκίνημα του νόμου μετάβασης προς την ανεξαρτησία με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς να αφήσει χρόνο και χώρο έκφρασης στα κόμματα της αντιπολίτευσης και, εξίσου σημαντικό, καταπατώντας τους νόμους της ίδιας αυτής της Βουλής σχετικά με τη διαδικασία. Τώρα καταλαβαίνω γιατί η διαδικαστική θεωρία επιμένει τόσο στα μέσα: γιατί κανένας σκοπός δεν τα αγιάζει. Ας σημειωθεί εδώ το όνομα του βουλευτή Joan Coscubiela (που φημολογείται, παρεμπιπτόντως, πως είναι υπέρ της ανεξαρτησίας), του οποίου η επείγουσα και στοχαστική επέμβαση έναντι των γεγονότων της 7ης Οκτωβρίου μέσα στη Βουλή πρέπει να μείνει στα ιστορικά αρχεία ως η πρώτη και πιο διαυγής προειδοποίηση για ό,τι ζούμε σήμερα.

Ποτέ δεν ήμουν καλή στην ιστορία, αυτό είναι ένα μυστήριο που δεν το έχω ακόμη εξιχνιάσει, και που ενίοτε το αποδίδω στην αμέριστη αφοσίωσή μου στο παρόν. Παρόλα αυτά, με ψυχραιμία, κατανοώ την αναγκαιότητα να μελετούμε την ιστορία, ώστε να εντρυφούμε στο παρόν σοφότερα και διαυγέστερα. Τις τελευταίες μέρες, ακατάπαυστες ιστορικές αναφορές ακούγονται από παντού, κυρίως από τους υποστηρικτές της ανεξαρτησίας, υπενθυμίζοντάς μας τους αιώνες καταπίεσης της Καταλονίας από την Ισπανία, όπως επίσης και από εκείνους που αντιτίθενται στον εθνικισμό, που μας προειδοποιούν πως ποτέ δεν έζησε πολύ η Δημοκρατία της Καταλονίας. Τελευταία όλοι έχουν να διηγηθούν μία ιστορία που συνέβη στον πατέρα τους (όμως, δεν έχω ακούσει ούτε μια ιστορία για τις μητέρες). Η ανάγνωση των γεγονότων της 6ης και 7ης Οκτωβρίου από τον σύντροφό μου ως ανάλογα της επιβολής των Νόμων του '33 στη Γερμανία, με εμπόδισε να συνυπογράψω ένα κείμενό του, παρόλο που συμφωνώ μαζί του, όσον αφορά στη μη δημοκρατική, εθνικιστική dérive που ζούμε. Πώς, αναρωτήθηκα, θα εκλάβουν μια τέτοια χρήση της ιστορίας οι φίλοι μου εδώ που υποστηρίζουν την ανεξαρτησία; Πώς θα χωνέψουν την ιδέα πως ό,τι συμβαίνει τώρα εδώ μοιάζει με ό,τι επέτρεψε στον Ναζισμό να καταλάβει τη Γερμανία της δεκαετίας του 1930;

Μία από τις πυκνότερες αυτές ημέρες, τηλεφώνησα σε μία Βραζιλιάνα φίλη και τον Ιρλανδό σύντροφό της, για να φάμε μαζί. Η φιλία έχει γίνει τρομερά σημαντική. Μερικές φιλίες μας σπάνε κάτω από το βάρος των ημερών, άλλες αντιστέκονται επειδή οι φίλοι μας συμφωνούν μαζί μας, επειδή είναι ξένοι σαν κι εμάς, ή επειδή συμφωνούμε να αποφεύγουμε τις πολιτικές συζητήσεις. Περάσαμε όλο το βράδυ μιλώντας για το θέμα, και αφού ανταλλάξαμε διάφορες ιστορίες εθνικιστικού μπούλινγκ που έχουμε περάσει εμείς ή τα παιδιά μας, η φίλη μου ρώτησε: είμαστε, όμως, έτοιμοι να αλλάξουμε τις απόψεις μας; Ποιος είναι ανοιχτός να αλλάξει την άποψή του; Η δεύτερη διάθεση που με καταλαμβάνει αυτές τις μέρες είναι η αβεβαιότητα και η υποψία πως δεν έχω τα εργαλεία για να αντιληφθώ ό,τι συμβαίνει: κι αυτό, με σπρώχνει προς τον διάλογο και την συναίνεση, παρά προς τη μαχητικότητα.

Ο καταλανικός εθνικισμός δίνει αγκαλιές, φοράει σκουλαρίκι στο ένα αυτί και μοδάτο μούσι. Είναι επίμονα ειρηνικός. Αναβλύζοντας από τη Βαρκελώνη, την πόλη του σύγχρονου ντιζάιν και της αρχιτεκτονικής, γνωρίζει καλά τη σημασία της εικόνας και των νέων τεχνολογιών. Είναι εμφανώς μεσοαστικός, γιατί η Βαρκελώνη και η Καταλονία είναι μεσοαστικές σε παγκόσμια κλίμακα – και περιέχει αρκετή δόση διαφθοράς ακόμα και στην πιο αριστερίστική του έκφανση (ίσως θα έπρεπε να θυμίσουμε τη φοροδιαφυγή μιας βουλευτίνας της CUP, που ξέχασε να δηλώσει ξενοδοχείο ιδιοκτησίας της). Δεν πρόκειται για εθνικισμό που κουβαλάει τουφέκι, αλλά πολλά λεφτά. Την ίδια στιγμή που λαϊκισμοί σε γειτονικές χώρες έχουν σαφώς αντι-Ευρωπαική ατζέντα, ο καταλανικός εθνικισμός προσβλέπει στην αναγνώριση της Καταλονίας ως ανεξάρτητου κράτους από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιπροσθέτως, η κρίση, που ξεκίνησε με έντονο τρόπο το 2007-2008 εδώ, έσπρωξε λαϊκά κοινωνικά κινήματα προς την εθνικιστική τάση: η αριστερίστικη μειοψηφία που υποστηρίζει την καταλανική κυβέρνηση αγχώνει διεθνώς τους καλοθελητές αριστερούς διανοούμενους, που θα ήθελαν να βρεθούν απ’ την σωστή πλευρά της Ιστορίας.

Εκτός όμως από τη σύγχυση που προκαλεί, τόσο στους υποστηρικτές, όσο και στους επικριτές της ανεξαρτησίας, ο καινούργιος αυτός εθνικισμός έχει ένα διαβρωτικό αποτέλεσμα στο σύνολο της καταλανικής κοινωνίας (αποσχιστών και μη). Η μνήμη του εμφυλίου πολέμου και οι κριτικές της Μεταβατικής περιόδου, ακόμα στοιχειώνουν τη δημοκρατική ζωή στην Ισπανία, και ο γυρισμός σε διενέξεις εθνικού μεγέθους είναι τελικά αυτό που περισσότερο φοβίζει ένα μεγάλο φάσμα σκεπτόμενων ανθρώπων. Παρόλα αυτά το φάντασμα του εμφυλίου στοιχειώνει κυρίως τις παλιότερες γενιές. Οι πιο νέες δείχνουν να το αγνοούν. Αυτή είναι μία από τις εξηγήσεις που δίνω για τη δημοτικότητα του CUP στους νεαρότερους φίλους μου εδώ, καθώς και για την επαναλαμβανόμενη πίεση πάνω στον παρόντα πρόεδρο της Καταλονίας ώστε να ανακοινώσει μονομερώς την ανεξαρτησία. Τέλος, ενώ το κίνημα ανεξαρτησίας διακηρύττει το άνοιγμά του προς τους μετανάστες και τους ξένους, η δική μου εμπειρία, καθώς και άλλων ξένων φίλων μου, είναι αυτή της απλούστατης αλλοτρίωσης και μιας αυξανόμενης αποξένωσης από το κοινωνικό σώμα. Η έλλειψη διεθνούς υποστήριξης στο κίνημα ίσως μπορεί να ερμηνευτεί και ως η ανάποδη μετάφραση αυτής της αλλοτρίωσης μέσα στο ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο. Σ' αυτά τα τρία κοινωνικά ρήγματα (εσωτερικό, γενεαλογικό προς τον ξένο) πρέπει να προστεθεί κι ένα τέταρτο: το ρήγμα εκείνο μεταξύ της οικονομίας και της πολιτείας. Η αποχώρηση μεγάλων εταιρειών από τη Βαρκελώνη είναι ο άλλος ισχυρός λόγος (πέρα από την έλλειψη διεθνών συμμάχων) για τον οποίο ματαιώθηκε η διακήρυξη ανεξαρτησίας. Τελικά, η κυβερνούσα συμμαχία δεν μπορεί να χάσει εντελώς τον προσανατολισμό της: αν το μεγάλο κεφάλαιο δε υποστηρίξει την πολιτική της, τι θα μπορέσει να κάνει;

Από όσο πιο κοντά κοιτάς, τόσο πιο πολύ θολώνει η εικόνα. Ή όχι; Ζω σ' ένα μικρό σπίτι στη μέση της πόλης, στην πιο συμβολικά ανεξάρτητη γειτονιά. Είναι μια γειτονιά της μόδας, με πολλές πλατείες, καφενεία, καταστήματα βιολογικής διατροφής και ένδυσης, όπου τα ενοίκια έχουν γίνει απαγορευτικά για τους περισσότερους φίλους μου. Οι άνθρωποι γύρω μου ντύνονται επιμελώς ατημέλητα, χρησιμοποιούν ποδήλατα, και τα ενδιαφέροντά τους εστιάζονται στις τέχνες, τη διανόηση και, εν γένει, τη δημιουργικότητα. Τα παιδιά, οι φίλοι των παιδιών μου, μεγαλώνουν μ' έναν φιλελεύθερο, προνομιακό τρόπο: στο σχολείο, μαθαίνουν να σέβονται την διαφορετικότητα, τον Άλλον και να στοχεύουν στην ειρηνική συγκατοίκηση. Παρόλα αυτά όμως, στο σχολείο τα παιδιά φωνάζουν καταλανικά συνθήματα και τραγουδούν αυθόρμητα τον καταλανικό ύμνο στο διάλειμμα. Αυτά τα ίδια παιδιά βγαίνουν στον δρόμο ντυμένα με τις καταλανικές σημαίες και με βαμμένα τα πρόσωπά τους στα εθνικά χρώματα. Οι γονείς τους αποφεύγουν τις πολιτικές συζητήσεις μαζί μου. Αναρωτιέμαι: είμαι μάρτυρας της εμφάνισης μιας καινούργιας ανθρωπολογικής κατηγορίας, του millenial εθνικιστή;

Τα δύσπιστα αυτιά και μάτια μου ακούν και αναγνωρίζουν πολλά, πάρα πολλά κατάλοιπα παλιότερων εθνικιστικών λόγων. Τα πάθη που αναμοχλεύονται και εκφράζονται φέρνουν αναμνήσεις από τις παλιές, εθνικιστικές ιδεολογίες των παιδικών χρόνων μου στην Ελλάδα. Φυλάγομαι, ώστε να μην πετάξω το μωρό μαζί με το βρώμικο νερό του μπάνιου, μα τελικά, οι αμφιβολίες μου παραμένουν. Αμφιβάλλω αν μια ριζοσπαστικά νέα κοινωνία αναδύεται μπροστά μου. Αμφιβάλλω αν είμαστε μάρτυρες της ίδρυσης μιας νέας κοινωνικής μορφής. Αμφιβάλλω αν το όνειρο μιας Δημοκρατίας της Καταλονίας, ένα όνειρο που κάποιοι οραματίζονται, ένα όνειρο μιας αμεσότερης πολιτικής, μια πολιτικής που θα στόχευε σε περισσότερη ελευθερία και μεγαλύτερη αλληλεγγύη, βρίσκει αντιστοιχία στην τρέχουσα πολιτική του θεάματος και της ισχύος.

Τα παλιά μου εργαλεία μπορεί να μη δουλεύουν πια καλά, αλλά μου υπενθυμίζουν να παραμένω πάντα δύσπιστη. Χρειάζομαι μια ριζικά καινούργια γλώσσα ώστε να μιλήσω για ό,τι βλέπω πως αισθάνονται;

Βαρκελώνη, 13.10.2017

 

ΥΓ. Ευχαριστώ πολύ τον Δημήτρη Λεοντζάκο που χτένισε τη γλώσσα του κειμένου. Ο πολιτικός λόγος δεν μου είναι εύκολα προσβάσιμος στα ελληνικά.

 

 

 

(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 17 Οκτωβρίου 2017)

ΧΡΟΝΟΣ #54, 17 Οκτωβρίου 2017

Η Ναταλία Καραγιάννη (Παρίσι, 1972) βασίζεται επαγγελματικά στο Institut für Sozialforschung, στη Φρανκφούρτη, αλλά ζει κυρίως στη Βαρκελώνη. Τα θέματα που την ενδιαφέρουν, από θεωρητικής άποψης, αυτή την εποχή είναι οι σχέσεις αλληλεγγύης, βίας και δημοκρατίας, η εξορία, το χρέος, και η φυσιογνωμία του περάτη.

Ένα πρόβλημα που διακρίνω καθαρά στην κατάσταση της Καταλονίας είναι η απώθηση της διαφωνίας, μειοψηφικής ή πλειοψηφικής.

Εκτός όμως από τη σύγχυση που προκαλεί, τόσο στους υποστηρικτές όσο και στους επικριτές της ανεξαρτησίας, ο καινούργιος αυτός εθνικισμός έχει ένα διαβρωτικό αποτέλεσμα στο σύνολο της καταλανικής κοινωνίας (αποσχιστών και μη).

Ενώ το κίνημα ανεξαρτησίας διακηρύττει το άνοιγμά του προς τους μετανάστες και τους ξένους, η δική μου εμπειρία, καθώς και άλλων ξένων φίλων μου, είναι αυτή της απλούστατης αλλοτρίωσης και μιας αυξανόμενης αποξένωσης από το κοινωνικό σώμα.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

Catalunya
ΧΡΟΝΟΣ, 5.10.2017