25/07

Ναταλία Καραγιάννη

Εδώ είναι όλο ξέρα και φωτιά. Εκεί νιαούριζαν οι γάτες απ' τον εγκλεισμό και αλυχτούσαν τα φυλακισμένα σκυλιά. Ζήσε υγρασία και ζήσε λειψό καλοκαίρι, μυρωδιές από τηγανισμένο αυγό και ηλεκτρικά πριόνια να λειαίνουν τους τοίχους. Καλύτερα έτσι, είναι υποφερτό, όταν είναι συγγενικό, μας ταράζει τα φρένα. Νιαούριζαν οι γάτες και γαυγίζαν με λυγμούς τα σκυλιά και ενώ όλα κινούνταν –δεν ήταν άλλο από κίνηση οι φωνές τους– με κάρφωνε στον τόπο ο πόνος τους. Το ίδιο με τις πρόωρα γερασμένες γυναίκες που σκαρφαλώνουν στο βουνό χωρίς δόντια, χωρίς παπούτσια, με μαύρα ούλα, με ρυτίδες γύρω απ' τα μάτια: σ' εμάς το χαμόγελο, σ' εκείνες η πρόβλεψη του καιρού. Όλα τα συγχωρεί η νύχτα που πέφτει, λέμε, ενώ μας αφαιρεί από το αναπόδραστο μάτι του κόσμου: και τη δίψα της ημέρας και τον τυφλό αναπαμό στο ένστικτο που λέει, πάλι: πέσε τώρα. Ακολουθούμε και ξαπλώνουμε, πάντα έχοντας βρει το ίσιωμα μες στο επικλινές. Υπάρχουν και οι φορές που μόνο το πρωί αντιλαμβάνεσαι πως κοιμήθηκες με το κεφάλι κάτω, δεν είναι οι χειρότερες. Ούτε εκείνες που, απ' τη μέθη, αποκοιμήθηκες με τα πόδια στο προσκεφάλι. Όπως στρώσεις..., έλεγαν, πιστεύοντας στην κοσμική δίκη, και ταυτόχρονα ψέκαζαν τις τρελές ιδέες παρέα με τα μυρμήγκια.

Κοπανάτε, κοπανάτε προστακτικά, εργάτες, πέφτουν οι τοίχοι, δεν αντιστέκονται αν βάλουμε τα δυνατά μας. Η κατεδάφιση είναι όργιο, μού έλεγε ένας. Αλλος ο ήχος από το μεγάλο κομμάτι του σοβά που αποχωρίζεται τον τοίχο, άλλος εκείνος της σκόνης που ξαναγίνεται ό,τι ήταν.

Μετά, όλο μαζί ένα: μπάζα, γιατί αποτελεί το σκουπίδι του πολιτισμού. Από το χτίσιμο στον απόπατο, η απόσταση είναι ελάχιστη. Όμως, τα ζώα παραμένουν κλειδωμένα στα μαντριά –κάτω μαίνεται η φωτιά, γιατί λες τα ανεβάζουν στο βουνό το καλοκαίρι;- και μες στα σπίτια. Μεσημέρι, φυσάει ο αέρας, παύουν όλοι. Μετεωρίζεται η αντίσταση και χάνει τον ορισμό της. Όσοι βαρέθηκαν να ανεβούν, τη βγάλαν κάτω από ένα αρμυρίκι και ονειρεύτηκαν πως ήταν παιδάκια και τους κόβαν καρπούζι. Αλλά δεν το θυμούνται, ανασηκώνονται ράθυμοι. Πού πήγαν όλοι; Εδώ δεν έχει τζιτζίκια, συνεχίστε άφοβα.

Το μουντό τρίξιμο της εξώπορτας ακούστηκε το καταμεσήμερο και μετά σιωπή κάτω απ' τον ήλιο, επειδή πατούσε το καυτό τσιμέντο της αυλής αθόρυβα και πριν πεθάνει. Ήξερα απ' τον ήχο της εξώπορτας πως θα τη βρω ν' ανεβαίνει τη σκάλα. Να μην ανέβει ως τα μύχια, αρκετά ήδη. Προσέφερα χυμό και γλυκό – έλιωνε τα βουτήματα με τα ούλα και τη γλώσσα, σάλιο είχε, δόντια δεν είχε. Η σκιά του σπιτιού σου, έλεγε, είναι βαθιά, και καθόταν. Ήταν ανακόλουθη ως προς τον αριθμό των παιδιών της: άλλοτε τέσσερα, άλλοτε πέντε. Άφηνε πλαστικές σακούλες με χόρτα κρεμασμένα στο χερούλι της εξώπορτας. Άλλοι άφηναν μελιτζάνες, αχλάδια, σύκα. Πέφτουν τα σύκα συνεχώς και από πάνω οι σφίγγες. Και τα λεμόνια πέφτουν και δεν τα μαζεύει κανείς. Πλούσια χώρα, λέει ο θετός υιός. Όπως κατεβαίνοντας, εκείνος που δεν ήξερε πια να ξεχωρίζει τα πρόσωπα και χαιρετούσε αγνώστους, πετούσε: η φτώχεια θέλει καλοπέραση, και γελούσε διορθώνοντας το ψαθάκι πάνω στο κεφάλι του. Χαμογελούν συγκαταβατικά όσοι εξαρτώνται από την αλλοδαπή του χάρη και τρώμε μεζεδάκια και πίνουμε μπύρα και καπνίζουμε σαστισμένοι στην αιώνια παύση μας ως το βράδυ.

Καμιά φορά γελούσε με μια ιστορία που διηγιόταν. Επειδή ήξερα πως κάτω απ' τις φούστες, δε φορά βρακί: Βαυβώ. Το δέρμα των ποδιών της ήταν σόλα. Συχνά το μούχρωμα την είδα ν' ανεβαίνει στο βουνό καβάλα στο μουλάρι. Όταν τυφλώθηκε εντελώς, ανέβαινε τη νύχτα.

Σ' εμάς η ευγένια, σ' εκείνες η βαναυσότητα, η οργή και το βρισίδι. Άκουγα την ηχώ απ' τους τσακωμούς, αποδρούσαν οι λέξεις μες στους γκρεμούς μαζί με το σκλήρισμα της αλεπούς και τη σαΐτα του γερακιού: αλλά ηλιοπύρι ο θυμός τους, δεν τσακιζόταν πουθενά και έμενε εκεί, πάνω σε κάθε πέτρα, κάθε φύλλο, τόσο αδιάφορος για τους ωτακουστές, τους ποιητές, όσο και ο πύρινος κόσμος. Γυρίστε σελίδα και πάλι απ' την αρχή.

Στο μονοπάτι της βρήκαμε μια χελώνα. Εκείνη ήταν. Τη βοηθήσαμε να διασχίσει τα κακοτράχαλα και αδιός, τα λέμε.

Εκεί φωτιά, εδώ μέσα στον Αύγουστο ανθίζουν ακόμα τα φυτά, μόνο με άλλο χρώμα: το κόκκινο ροδίζει, το πορτοκαλί κιτρινίζει. Όταν ανάψει η μηχανή του θέρους, θερίζει – τίποτα δεν τη σταματάει, και τρέχει ο κόσμος στις μηχανές και μαζί τους, μέσα τους, ελπίζει. Απροσδιόριστο το αντικείμενο, καλύτερα έτσι. Γύρνα από την άλλη και σπάραζε, σκύλε.

Λιάζεται η γάτα πάνω στη ζεστή πέτρα και το αεράκι με τα θαυμαστά σύννεφα από πάνω. Και ανάμεσα η βουκαμβίλια που λίγο να την πειράξεις, σταματά να χρωματίζεται ως την επόμενη άνοιξη. Το ίδιο με το γιασεμί που μονομιάς ρουφάει μέσα του το άρωμά του, το ίδιο με τη λεμονιά που ρίχνει τον ανθό της. Η νύφη της, που λένε, αφού νύφη σημαίνει αυτή που έμπασε ο υιός μέσα στο σόι και τους παντρεύεται όλους αδιαχωρίστως, φαινόταν να 'χει την ίδια ηλικία με την ίδια. Ακόμα πιο ξερακιανή, άσπρισε η κεφαλή της αμέσως μετά το γάμο. Φορούσε παντελόνια και τα μάγουλά της ήταν σκαμμένα από τις ρυτίδες. Στο οροπέδιο κρυβόταν ανάμεσα στα ζώα, με την πρόφαση ότι τα προσέχει. Την φωνάζαν να έρθει να χαιρετίσει τους επισκέπτες και δεν έβγαινε. Την πήραν στο βουνό και το έμαθε απ' έξω. Ψάχνετε εσείς. Ο άντρας της ανεβοκατέβαινε νυχτιάτικα, λένε πως είναι δυνατός όσο τρία άλογα. Μια φορά ξύπνησα από τον κρότο των πετάλων στις πέτρες, και έγυρα απ’ το παράθυρο να δω. Με βλέπει που έσκυβα γυμνή και συνεχίζει ατάραχος με το χαλινάρι στο χέρι. Τρία μεγάλα ζώα, οι γρύλοι και τα αστέρια.

Της πήρα δυο φυτά, μου έπλυνε δυο χαλιά παλιά με πολλά νερά. Ο πεθερός της έλεγε: μη με βλέπεις έτσι, έχω εκατό χιλιάδες στην τράπεζα. Όταν έπεσε να πεθάνει, ζήτησε να μιλήσει μ' ένα παιδί: πες του πατέρα σου τον συγχωρώ, να με συγχωρήσει γιατί πεθαίνω.Έτσι είχαν ακούσει, έτσι έκαναν. Έμειναν οι δυο πιο νέοι στο βουνό, ποτέ δεν φάνηκαν μαζί.

Πήδηξε προς τη θάλασσα.

Βρέχει τώρα, μου λέει. Η στέρνα του σπιτιού σου θα γεμίσει. O σάλτος που αν γινόταν, όχι: γίνεται αλλά δεν αποφασίζεται. Επειδή καλύτερα να πεθάνεις ακίνητος παρά μέσα στην ύστατή σου κίνηση; Εκεί υγρασία, όλα ζουν και βασιλεύουν μέσα σε θύλακες δροσιάς. Στο λεωφορείο οι τουρίστες μιλούν για πολιτική και τρών' κινέζικο πεπόνι. Σκουπίζουν τα δάχτυλα στα μπούτια τους και δυο αδερφές απευθύνονται πολιτισμένα και βάναυσα η μια στην άλλη, τα πλαδαρά τους μπράτσα σείονται. Αν πατρίδα είναι η πιο αποκρουστική λέξη, γιατί το μαύρο μου λιθάρι σήμερα;


(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 3 Αυγούστου 2018)

ΧΡΟΝΟΣ #64, 3 Αυγούστου 2018

Φωτό: https://en.wikipedia.org/wiki/File:Red_Spider_Lily----Lycoris_radiata.jpg
Author: i_am_jim

Η Ναταλία Καραγιάννη (Παρίσι, 1972) βασίζεται επαγγελματικά στο Institut für Sozialforschung, στη Φρανκφούρτη, αλλά ζει κυρίως στη Βαρκελώνη. Τα θέματα που την ενδιαφέρουν, από θεωρητικής άποψης, αυτή την εποχή είναι οι σχέσεις αλληλεγγύης, βίας και δημοκρατίας, η εξορία, το χρέος, και η φυσιογνωμία του περάτη.

Δείτε επίσης: