Ο κόσμος που δεν βλέπουμε

Αιμιλία Σαλβάνου

Η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ έπεσε για πολλούς σαν κεραυνός εν αιθρία. Ερμηνεύτηκε ως το «μη αναμενόμενο», ως η επαλήθευση ενός ανομολόγητου φόβου που ψιθυριζόταν στα πηγαδάκια πιο πολύ σαν το κακό που ήθελαν να ξορκίσουν παρά σαν ένα ενδεχόμενο που θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα. Το αποτέλεσμα διέψευσε όλες τις δημοσκοπήσεις. Τι μπορεί να πήγε λάθος; Τι συμβαίνει και όλο και περισσότεροι λαοί –και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού– ριζοσπαστικοποιούνται προς τα δεξιά, επαναφέροντας στο προσκήνιο εφιαλτικά σενάρια του παρελθόντος; 

Έχουμε συνηθίσει να ερμηνεύουμε την ψήφο σε κόμματα της αντιδραστικής δεξιάς ως ψήφο διαμαρτυρίας κατά του συστήματος. Είτε πρόκειται για τον Τραμπ, τη δική μας Χρυσή Αυγή, είτε για τη Λεπέν στη Γαλλία, τη Λίγκα του Βορρά στην Ιταλία, το Κόμμα των Ελευθέρων στην Αυστρία αλλά ακόμη και τους ψηφοφόρους του Brexit, εντοπίζουμε συνήθως την αιτία του «μη αναμενόμενου» εκλογικού αποτελέσματος στα «λαθεμένα κριτήρια» με βάση τα οποία οι λαοί αποφάσισαν την ψήφο τους, στην «ανωριμότητά» τους, στην ευκολία με την οποία παρασύρονται από λαϊκιστικές υποσχέσεις των δημαγωγών. Πρόκειται για μια απολύτως επιδερμική ερμηνεία, που όχι μόνο δεν βοηθάει στο να κατανοήσουμε το φαινόμενο της αντιδραστικής στροφής, αλλά που με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγήσει στη διόγκωση και επιτάχυνση της τάσης αυτής.

Αναμφισβήτητα αυτό που συμβαίνει είναι τρομακτικό. Πρόκειται για ευθεία, ανοικτή, απροκάλυπτη απόρριψη των θεμελιακών αρχών της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας πάνω στην οποία έχει στηριχτεί ο ευρωπαϊκός και ο αμερικάνικος πολιτισμός ήδη από τον 18ο αιώνα. Σημεία από τον εναρκτήριο λόγο του Τραμπ είχαν έντονα φασιστικές αναφορές, όπως η προτροπή να «ξανακάνουμε την Αμερική δυνατή» ή η έμφαση στους βετεράνους και το μιλιταριστικό πρόσωπο της χώρας. Άλλα σημεία παραπέμπουν σε απωθημένα του αμερικάνικου εμφυλίου και στην Πράξη Πολιτικών Δικαιωμάτων του 1964 (Πανουργιά εδώ: http://chronos.fairead.net/election16-panourgia-greek). Ο ρατσισικός, ως προς το φύλο και τη φυλή, λόγος του μοιάζει να διαπερνά τον πληθυσμό, ανεξάρτητα από το επίπεδο μόρφωσής του. 

Η περιγραφή του φαινομένου ωστόσο δεν αρκεί για την κατανόησή του, ιδιαίτερα όταν η περιγραφή αυτή δεν μπορεί να υπερβεί τις κοινωνικές και οικονομικές παραμέτρους που ως ένα σημείο το διαμόρφωσαν. Και εξηγούμαι. Προκειμένου η «αγανάκτηση» των πνευματικών και κοινωνικών ελίτ για το εκλογικό αποτέλεσμα να μην εξαντληθεί σε ξέσπασμα του θυμικού ή να μην αναλωθεί σε συμβολικές πρακτικές με αμφίβολη αποτελεσματικότητα (όπως για παράδειγμα οι παραμάνες στο πέτο), είναι απαραίτητο οι ίδιες αυτές ελίτ να αναστοχαστούν όχι μόνο στο τι οδήγησε στη σημερινή αντιδραστική ριζοσπαστικοποίηση, αλλά κυρίως στο γιατί τους φαίνεται αδιανόητη. 

Εδώ και αρκετά χρόνια, ο δημόσιος λόγος, αυτός που ορίζει εν τέλει την αυτο-εικόνα μιας κοινωνίας, έχει συστηματικά θέσει εκτός του οπτικού του πεδίου μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται σε αυτό που οι κύκλοι που τον παράγουν θέλουν να πιστεύουν για τον εαυτό τους και για την κοινωνία στην οποία ζουν. Εξηγούμαι με ένα παράδειγμα από τα δικά μας: Όταν το 2008 δολοφονήθηκε ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος και ενώ σύσσωμος ο πνευματικός κόσμος είχε καταδικάσει το θάνατό του ως αδιανόητο, στις συνοικίες της Αθήνας υπήρχαν φωνές που θεωρούσαν το θάνατο αυτό σχεδόν ως δίκαιη τιμωρία της επιλογής να συχνάζει στα Εξάρχεια. Πρόκειται για τις ίδιες φωνές που λίγα χρόνια αργότερα, με το που ξεκίνησε η κρίση, δικαιολόγησαν τις επιθέσεις στους μετανάστες και που μετά βρέθηκαν απολογητές (πιθανώς και ψηφοφόροι;) ακροδεξιών κομμάτων. Πρόκειται για άνδρες και γυναίκες μέσης ηλικίας, απόφοιτους λυκείου ή και πανεπιστημίου, που παρουσιάζουν στους κοινωνικούς τους κύκλους την εικόνα του καλού χριστιανού και οικογενειάρχη, με κάποια σχετική οικονομική επιφάνεια που συνήθως προέρχεται από κληροδοτημένη οικογενειακή περιουσία. Ταυτόχρονα, η οικονομική τους δραστηριότητα και τα εισοδήματά τους έχουν πληγεί σημαντικά, με αποτέλεσμα να βιώνουν έντονα την εργασιακή επισφάλεια. Οι αγωνίες και η φωνή των ανθρώπων αυτών για πολλά χρόνια υποτιμήθηκαν και ο κόσμος μέσα στον οποίο διαμορφώνονταν παρέμενε «αόρατος».

Παρά την παγκοσμιοποίηση στο πεδίο της οικονομίας και του πολιτισμού, παρά το γεγονός ότι οι πόλεις της Δύσης μοιάζουν όλο και περισσότερο η μία με την άλλη, οι κοινωνίες παραμένουν βαθιά κατακερματισμένες. Η «φωτεινή» πλευρά της παγκοσμιοποίησης, αυτή που επιτρέπει τη μετακίνηση υψηλόβαθμων (και υψηλόμισθων) στελεχών επιχειρήσεων και διανοουμένων, αυτή που έχει δώσει τη δυνατότητα άνθρωποι που ανήκουν στις κοινωνικές ελίτ (ακόμη και αν οι ίδιοι δεν έχουν την αντίστοιχη οικονομική επιφάνεια) να κινούνται και να δρουν σε παγκοσμιοποιημένα περιβάλλοντα, η ίδια που στην πιο εκλαϊκευμένη εκδοχή της έχει ενοποιήσει την κουλτούρα και την καταναλωτική συμπεριφορά σε ευρεία πληθυσμιακά στρώματα, αυτή η πλευρά της παγκοσμιοποίησης έχει και μια «σκοτεινή» όψη. Πρόκειται για τον συστηματικό παραγκωνισμό όλο και μεγαλύτερων ομάδων στο περιθώριο της κοινωνικής, εργασιακής και πολιτισμικής δραστηριότητας. Πρόκειται για ανθρώπους που όλο και περισσότερο νιώθουν ότι έχουν «χάσει το τρένο» του νέου κόσμου και φοβούνται ότι θα τους αφήσει πίσω – αν δεν το έχει ήδη κάνει. Σε αυτούς τους ανθρώπους απευθύνεται ο συντηρητικός ριζοσπαστισμός, υποσχόμενος την «επιστροφή» σε μια κατάσταση όπου οι άνθρωποι αυτοί και οι ιδέες τους είχαν αναγνωρισιμότητα.

Ωστόσο, ακόμη και αν μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί αυξανόμενα οι λαοί κινούνται προς τον αντιδραστικό ριζοσπαστισμό, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η εξέλιξη αυτή δεν αποτελεί μέγιστη απειλή για το μέλλον τόσο κάθε κοινωνίας χωριστά όσο και των δια-εθνικών πολιτισμικών και κοινωνικών δικτύων. Η απάντηση ωστόσο δεν βρίσκεται στο να εξακολουθήσουμε να «νουθετούμε τις μάζες» ώστε να γίνουν «αρκετά» καλλιεργημένες, ευαισθητοποιημένες ή επιτυχημένες ώστε να μπορέσουν να βρουν τη θέση τους στο σύστημα. Με άλλα λόγια, ο λόγος προς αυτές δεν μπορεί να είναι τιμωρητικός. Αν θέλουμε να διατηρήσουμε το πλαίσιο του αστικού φιλελευθερισμού και της δημοκρατίας που φαινόταν να έχει επικρατήσει μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είναι σημαντικό να μπορέσουμε να δώσουμε ελπίδα και σε όσους μέχρι σήμερα δεν βλέπαμε. Με άλλα λόγια, η απάντηση στον εφιάλτη της ακροδεξιάς δεν μπορεί να είναι αμυντική (γιατί δεν πρέπει, για παράδειγμα, να επικρατήσει), αλλά μια απάντηση που θα στηρίζεται στον οραματισμό ενός ελπιδοφόρου μέλλοντος. Μπορούμε;

 

(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 18 Noεμβρίου 2016)

US Flag: WIKIMEDIA COMMONS, by Jnn13

ΧΡΟΝΟΣ #43, 18 Νοεμβρίου 2016

Η Αιμιλία Σαλβάνου γεννήθηκε το 1972 στις ΗΠΑ. Πραγματοποίησε τις σπουδές της στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (1989-93) και εκπόνησε διδακτορική διατριβή με θέμα τις «Όψεις της διαδικασίας νεωτερικού μετασχηματισμού στις ελληνορθόδοξες κοινότητες της ύστερης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: Οι περιπτώσεις της Αδριανούπολης και της Ραιδεστού (1878-1908)» στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου (2006). Στη συνέχεια ασχολήθηκε εκτεταμένα με τη μνήμη εκτοπισμένων ομάδων του 20ού αιώνα στον βαλκανικό χώρο, πραγματοποιώντας ταυτόχρονα τις μεταδιδακτορικές της σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας (2012). Έχει εργαστεί ως ιστορικός στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού καθώς και σε ευρωπαϊκά και εθνικά ερευνητικά προγράμματα. Αυτή τη στιγμή συνεργάζεται ως ιστορικός σε ερευνητικό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και ως διδάσκουσα ψηφιακής ιστορίας σε σεμινάρια επιμόρφωσης αποφοίτων. Στα τωρινά ερευνητικά της ενδιαφέρονται συγκαταλέγονται θέματα ιστοριογραφίας, μνήμης και ιστορικής κουλτούρας.

Εντοπίζουμε συνήθως την αιτία του «μη αναμενόμενου» εκλογικού αποτελέσματος στα «λαθεμένα κριτήρια» με βάση τα οποία οι λαοί αποφάσισαν την ψήφο τους, στην «ανωριμότητά» τους, στην ευκολία με την οποία παρασύρονται από λαϊκιστικές υποσχέσεις των δημαγωγών. Πρόκειται για μια απολύτως επιδερμική ερμηνεία, που όχι μόνο δεν βοηθάει στο να κατανοήσουμε το φαινόμενο της αντιδραστικής στροφής, αλλά που με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγήσει στη διόγκωση και επιτάχυνση της τάσης αυτής.