Ας ξανασκεφτούμε την Αλληλεγγύη

Μυρσίνη Ζορμπά

Από τον καλό Σαμαρείτη στις ΜΚΟ και στους αλληλέγγυους

Το 2015 γίναμε μάρτυρες ενός κύματος πρωτόγνωρης αλληλεγγύης απέναντι στους εκατοντάδες χιλιάδες Σύρους, Αφγανούς και άλλους πρόσφυγες που προσπαθούσαν να διασχίσουν το Αιγαίο για να φτάσουν στην Ευρώπη, διακινδυνεύοντας τη ζωή τους. Η ανθρωπιστική κρίση χτύπησε την πόρτα μας και οι εικόνες που πλημμύρισαν τις οθόνες των τηλεοράσεων ήταν, για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό, οικείες, μαζί με τα πρόσωπα που πρωτοστατούσαν στη διάσωση και τη γλώσσα των συναισθημάτων τους. Το ίδιο οικείοι ήταν οι τόποι, τα νησιά από τα οποία πολλοί από μας καταγόμαστε ή κάνουμε διακοπές τα καλοκαίρια, το λιμάνι του Πειραιά όπου έφταναν και κατασκήνωναν οι πρόσφυγες. Η ροή των προσφύγων προκάλεσε γρήγορα μια ροή αλληλεγγύης και αλληλέγγυων. Για πολλούς από τους κατοίκους των ελληνικών νησιών αλλά και για αρκετές χιλιάδες πολίτες που ευαισθητοποιήθηκαν και έτρεξαν να βοηθήσουν τον προσφυγικό πληθυσμό, η ανθρωπιστική κρίση μεταστοιχειώθηκε γρήγορα από μακρινή ψηφιακή εικόνα σε αμοντάριστη εμπειρία και βίωμα. Με τον τρόπο αυτό, η απόσταση ανάμεσα στο συναίσθημα που γεννάει μια μακρινή εικόνα και έκκληση και στο πώς μπορεί να ενεργοποιηθεί κάποιος καταργήθηκε μέσα από μια πιεστική ανάγκη άμεσης δράσης και πρωτοβουλίας, αποτέλεσμα συναισθηματικής και πολιτικής επιλογής, στην οποία πολύς κόσμος ανταποκρίθηκε, ατομικά ή συλλογικά, υπερνικώντας τους δισταγμούς του και προσφέροντας τον χρόνο του και κάθε είδους βοήθεια. 

Με την έννοια αυτή, ο ελληνικός πληθυσμός συνδύασε μια διπλή εμπειρία. Τη γνωριμία με τις εξελίξεις από απόσταση, όπως όλος ο πλανήτης μέσω της τηλεόρασης, του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αλλά και την άμεση, συμμετοχική και ακτιβιστική εμπειρία, καθώς όλα συνέβαιναν πολύ κοντά μας. Πρόκειται για έναν συνδυασμό που αξίζει να ξαναδούμε και να συζητήσουμε, αναλύοντάς τον δύο χρόνια μετά, μαζί με τη συνέχεια στο επόμενο χρονικό διάστημα, όταν οι εξελίξεις πήραν τον δρόμο μιας λιγότερο έκτακτης διευθέτησης, εάν μπορεί να θεωρηθεί τέτοια η παραμονή των προσφύγων σε στρατόπεδα για περισσότερο από ένα χρόνο. 

Κάτω από αυτό το φως, η ερευνητική προσέγγιση της Λίλυς Χουλιαράκη αποκτάει ακόμη μεγαλύτερη σημασία για τους Έλληνες αναγνώστες, καθώς Ο ειρωνικός θεατής της θεμελιώνει με εξαιρετικό τρόπο τη συγκρότηση της «νέας συναισθηματικότητας», που παράγεται από την επικοινωνία της αλληλεγγύης σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, δηλαδή στο μεγάλο κάδρο των πολέμων, των λιμών, των κάθε είδους καταστροφών που προκαλούν μαζικές προσφυγικές ροές, με θεατές εκατομμύρια ανθρώπους της παγκόσμιας κοινότητας. Με θεωρητική τόλμη και οξυδέρκεια, το βιβλίο στοιχειοθετεί το δίλημμα καθενός μας στον Δυτικό κόσμο, ανάμεσα στο «πώς νιώθω» και στο «τι μπορώ να κάνω» απέναντι στον πόνο του άλλου. Ωστόσο, ούτε η διατύπωση των δύο αυτών ερωτημάτων ούτε η διάχυσή τους υπήρξαν πάντοτε ίδιες στο παρελθόν. Γι’ αυτό και η συγγραφέας αναλύει συστηματικά τη γενεαλογία των επικοινωνιακών στρατηγικών κατά τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες, εντοπίζοντας τρεις μείζονες μετασχηματισμούς: την εργαλειοποίηση του πεδίου των παγκόσμιων ΜΚΟ, την υποχώρηση των μεγάλων αφηγήσεων της αλληλεγγύης, την αυξανόμενη τεχνολογικοποίηση της επικοινωνίας. Σκιαγραφώντας τις σύγχρονες συμπεριφορές απέναντι στις ανθρωπιστικές κρίσεις, βάζει στο φως της κριτικής παρατήρησης τις σύγχρονες πρακτικές που χρησιμοποιούν οι βασικοί διαμεσολαβητές της αλληλεγγύης, οι πρωταγωνιστικοί θεσμικοί δρώντες και διεθνείς ΜΚΟ οργανώνοντας και διαχειριζόμενοι τις παρεμβάσεις τους.

Είναι σημαντικό που η συγγραφέας δεν διστάζει να μιλήσει από την αρχή για την αλληλεγγύη, που αποτελεί οπωσδήποτε το ζητούμενο, χωρίς να αποσιωπά ότι οι όροι κάτω από τους οποίους επιτελείται στις μέρες μας την συνδέουν αναγκαστικά με την πολιτική, την αγορά, την ηθική και, φυσικά, με την επικοινωνία. Αυτή η σύνδεση διαλύει χωρίς περιστροφές τη νεφελώδη ουδετερότητα και φυσικοποίηση της αλληλεγγύης ως ενός ανθρώπινου χαρακτηριστικού, που προβάλλεται από ορισμένες πλευρές με επιμονή και η οποία οδηγεί στο να συγχέεται με τη συμπόνοια, τον οίκτο, την ανθρώπινη καλοσύνη γενικώς. Η αναφορά της συγγραφέως σε τέσσερα ιδιαιτέρως σύνθετα και συγκρουσιακά πεδία όπως τα παραπάνω μας βοηθάει να την τοποθετήσουμε εξαρχής στο πλαίσιο όπου τίθενται τα πραγματικά διλήμματα. Αλλά πώς άραγε μπορούν να συνδυαστούν τόσο ανταγωνιστικά μεταξύ τους πεδία, μάλιστα για καλό σκοπό; Πώς μπορούμε να ξεπεράσουμε τις αμφιβολίες που οι περισσότεροι διατηρούμε για καθένα απ’ αυτά προκειμένου να ανταποκριθούμε θετικά, αλλά και παραγωγικά, στην ανακούφιση ή τη λύση των παγκόσμιων προβλημάτων που κάθε τόσο ανακύπτουν με δραματικό τρόπο; «Όταν εξετάσουμε την αλληλεγγύη ως πρόβλημα επικοινωνίας, δηλαδή ως ηθική αξίωση που επιζητεί να συμφιλιώσει τα ανταγωνιστικά αιτήματα της αγοράς, της πολιτικής και των μέσων επικοινωνίας, μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα πώς το θέμα της οδύνης μετατρέπει τη Δύση υπόγεια αλλά σταθερά σε ένα ιδιαίτερο είδος δημόσιου δρώντα: στον ειρωνικό θεατή ευάλωτων άλλων» (σ.18-19). Σε αυτή τη μικρή αποκαλυπτική παράγραφο συνοψίζεται όχι μόνο η συνάντησή μας με τα διλήμματα αλλά και ο ρόλος μέσα στον οποίο βρισκόμαστε φυλακισμένοι. Κάνοντας λόγο για ειρωνεία η συγγραφέας εννοεί την αποστασιοποίηση, τον δισταγμό, την καχυποψία καθενός μας απέναντι σε όλους τους ισχυρισμούς αλήθειας που περιέχουν οι εκκλήσεις για βοήθεια, δηλαδή ανάμεσα στο τι περιγράφεται ως ανάγκη και στην πραγματικότητα. Κατά συνέπεια, αποσαφηνίζει, ο ειρωνικός θεατής είναι «μια αμφίσημη φιγούρα που στέκει με σκεπτικισμό απέναντι σε κάθε έκκληση για αλληλέγγυα δράση, και την ίδια στιγμή, παραμένει ανοιχτός στο να κάνει κάτι για όσους υποφέρουν». Αυτό το μεταίχμιο πάνω στο οποίο ισορροπεί γεμάτη αντίφαση η ανθρωπιστική ηθική, αυτός ο σκεπτικισμός είναι πολύτιμος, γιατί την προσανατολίζει όχι μόνο στο να δώσει μια απάντηση, καταφατική ή αρνητική, αλλά και στο να αναρωτηθεί για τους λόγους που τη δίνει. Από την παραδοσιακή φιλανθρωπία και αγαθοεργία ως τη σύγχρονη αλληλεγγύη, ο Λόγος που συγκροτεί την απάντηση είναι πολύ, για να μην πούμε ριζικά, διαφορετικός. Παρομοίως και ο ηθικός προσανατολισμός είναι εξαιρετικά διαφορετικός, στο βαθμό που, όπως θα δούμε πιο αναλυτικά παρακάτω, μπορεί να κινητοποιείται από την αυτοαναφορικότητα και τον ναρκισσισμό ή, αντίθετα, να διακρίνει την πιο σύνθετη ενδοχώρα της δικαιοσύνης, προσβλέποντας σ’ αυτήν.

Αν σκεφτούμε τον πυρήνα των όσων παραπάνω περιγράφονται, μπορούμε να βρούμε, ανατρέχοντας σε προηγούμενες ανθρωπιστικές κρίσεις, κυρίως της Αφρικανικής Ηπείρου, τον αναποφάσιστο εαυτό μας που ήταν έτοιμος να συγκινηθεί, να ενδώσει ή, αντίθετα, να αμφιβάλει, να προσπεράσει ή, τέλος, να συντηρήσει για χρόνια τη συγκίνησή του μέσα από μια επιταγή δεκαπέντε ευρώ που, σύμφωνα με το υπεσχημένο επικοινωνιακό πλαίσιο, έφτανε σε κάποιο σκελετωμένο παιδάκι μιας μακρινής και άγνωστης ως χτες χώρας για να το σώσει. Αλλά ας θυμηθούμε και το πιο πρόσφατο παράδειγμα, με το οποίο η συγγραφέας ανοίγει το βιβλίο της, εκείνο με τον συμπαθή σε όλους μας Χαβιέ Μπαρδέμ για την ενίσχυση των «Γιατρών χωρίς Σύνορα» που μας οδήγησε πριν λίγα χρόνια να αγοράσουμε παστίλιες για τον πονόλαιμο. Αποδέκτες μιας πολύ επιτυχημένης καμπάνιας «για την ανθρωπιστική κρίση που πλήττει ευάλωτους ανθρώπους και πληθυσμούς ανά τον πλανήτη» μέσω της οποίας οι «Γιατροί» προσπαθούσαν «να μεγιστοποιήσουν την αλληλεγγύη μας με τον πόνο του απομακρυσμένου άλλου», πόσοι από μας δεν βρεθήκαμε στο φαρμακείο κοιτάζοντας το μικρό κουτί με τις παστίλιες σαν να είχαμε μπροστά στα μάτια μας μια ολόκληρη ήπειρο που υπέφερε ζητώντας μας κάτι τόσο λίγο όσο 2-3 ευρώ για να σωθεί. Ποιος θα μπορούσε να συμπεριφερθεί αδιάφορα και άκαρδα;

Ποιο είναι, συνεπώς, το νόημα της αλληλεγγύης και πώς μπορούμε να το προσεγγίσουμε στην αντιφατικότητα μέσα στην οποία το βυθίζουν οι γεωπολιτικές σκοπιμότητες αλλά και οι παγκόσμιας εμβέλειας δρώντες (ΟΗΕ, Διεθνείς ΜΚΟ με δράση σε δεκάδες αναξιοπαθούσες χώρες), οι οποίοι έχουν αναλάβει την εκπροσώπησή του; Πριν απ’ όλα θα πρέπει να υπογραμμίσουμε μαζί με τη συγγραφέα ότι η έννοια της αλληλεγγύης εάν δεν εμπεριέχει την κριτική σκέψη κινδυνεύει να γίνει ναρκισσιστικός συναισθηματισμός και εάν δεν εμπεριέχει την ενσυναίσθηση κινδυνεύει να γίνει επιχειρηματικός υπολογισμός. Για να διατηρήσουμε αυτές τις ορίζουσες ακέραιες, οφείλουμε να κάνουμε μια σκληρή αλλά ρεαλιστική διαπίστωση για όσα συμβαίνουν σύρω μας, δηλαδή ότι «το νόημα της αλληλεγγύης σήμερα πρέπει να προσεγγίζεται ως νόημα που ορίζουν ή υπερκαθορίζουν από κοινού οι στρατηγικές branding (…), μια γενικευμένη απροθυμία αποδοχής της «κοινής ανθρώπινης υπόστασης» ως κινήτρου για τις πράξεις μας, καθώς και οι δυνατότητες διάδρασης που προσφέρουν τα μέσα επικοινωνίας στο Διαδίκτυο» (σ.18). Μην πάει στιγμή το μυαλό μας σε ψυχρή αμφισβήτηση ή τεχνοκρατικό κυνισμό, πρόκειται για την κουζίνα της ερευνήτριας από την οποία προκύπτει μια σοβαρή και γενναία διαπίστωση, που στηρίζεται σε σταθερό θεωρητικό υπόβαθρο και οξύ ερευνητικό πνεύμα. Μια διαπίστωση που το σύνολο του βιβλίου αποδεικνύει ότι γίνεται μετά λόγου γνώσεως, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, δεδομένου ότι η συγγραφέας όχι μόνο την τεκμηριώνει αλλά και αναζητά τις εναλλακτικές που μπορούν να οδηγήσουν την αλληλεγγύη σε πιο στέρεο έδαφος, με ρεαλισμό και χωρίς υπεκφυγές ή ωραιοποιήσεις.

Η σχετική παρατήρηση της συγγραφέως ότι «η παγκόσμια ανισότητα, την οποία επιδιώκει να απαλύνει ο ανθρωπισμός, είναι ταυτόχρονα η ίδια η συνθήκη της δυνατότητάς του –ή της απάνθρωπης κατάστασής του» αποτελεί το οδηγητικό νήμα προς τον απεγκλωβισμό της σκέψης μας από τις συναισθηματικές προσεγγίσεις και την επαναφορά της εστίασής μας στο μεγάλο κάδρο. Διότι οι πόλεμοι και οι λιμοί δεν αποτελούν φυσικά φαινόμενα, η διαχείρισή τους δεν είναι μονόδρομος, οι παγκόσμιες ανισότητες προκύπτουν από συγκεκριμένες αναπτυξιακές πολιτικές επιλογές, δεν ζούμε στο βασίλειο της ΤΙΝΑ (There Is No Alternative). Όσο και αν προβάλλονται από ορισμένες πλευρές ως αναπόφευκτα, όσο κι αν γύρω τους πλέκονται αφηγήματα γεμάτα αποκρύψεις και παραπληροφόρηση, όλα αυτά που διαδραματίζονται στην παγκόσμια κοινότητα οφείλονται σε συγκεκριμένες εθνικές και υπερεθνικές αποφάσεις. Η παγκόσμια ανισότητα είναι προϊόν πολιτικών επιλογών, ανήθικων συμπεριφορών και μιας διαχείρισης του πλανήτη με αποκλειστικό γνώμονα το κέρδος και τον έλεγχο των πόρων, είτε αυτό αφορά τα αγαθά πρώτης ανάγκης, από το νερό ως τα σιτηρά, είτε τη βιομηχανία όπλων, είτε την κλιματική αλλαγή, όπως είδαμε πρόσφατα με την απόφαση του Αμερικανού προέδρου να αποχωρήσουν οι ΗΠΑ από τις συμφωνίες για την κλιματική αλλαγή. Χωρίς να θέλουμε να γενικεύσουμε, ωστόσο είναι σαφές ότι η μικρή απόφαση καθενός μας να συμμετάσχει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στο κύκλωμα της αλληλεγγύης, αυτό το μικρό προσωπικό βήμα που κάνουμε στη θέα ενός ανήμπορου ανθρώπου ή ενός παιδιού, αθροίζεται στον ασύμμετρο καμβά του μεγάλου κάδρου χωρίς να έχουμε πάντοτε συνείδηση του γεγονότος αυτού. Γι’ αυτό και πρέπει να επιμείνουμε στην ανάλυση της διπλής αυτής πραγματικότητας, στη σύνδεσή των δύο, διότι αυτή ακριβώς η σύνδεση μας προσανατολίζει μέσα από την αποκάλυψη του παράδοξου που δημιουργεί. Όπως υπογραμμίζει η συγγραφέας «το παράδοξο του ανθρωπισμού πρέπει να αντιμετωπιστεί όχι με το νεοφιλελεύθερο branding ή τη βιομηχανία του θεάματος, αλλά με μια νέα ηθική της αλληλεγγύης, που θα κλονίζει το συστημικό παράδοξο του ανθρωπισμού και θα επιδιώκει να αλλάξει τις απάνθρωπες συνθήκες του».

Τι σημαίνει αυτό με άλλα λόγια; Ότι η αλληλεγγύη είναι πολύ σημαντική για να σπαταλιέται μέσα από τη μετατροπή της σε θέαμα που κολακεύει τον ναρκισσισμό μας. Γι’ αυτό και η επικοινωνία της αλληλεγγύης δεν θα έπρεπε να «αφηγείται ιστορίες για εμάς», θα όφειλε να αποφεύγει να μας κολακεύει και, αντίθετα, να μας οδηγεί να δούμε και να ακούσουμε όσους υποφέρουν σε ένα πλαίσιο όπου «θα είμαστε σε θέση να αναλογιστούμε γιατί θα έπρεπε να κάνουμε κάτι» γι’ αυτούς. Αυτό το τελευταίο αποτελεί σημαντικό παράγοντα που καθιστά «την κριτική της εξουσίας και την επιδίωξη της δικαιοσύνης μέρος της αλληλέγγυας πρακτικής μας» (σ. 54). Να πού βρίσκεται η σύνδεση ανάμεσα στην μικρή αλληλέγγυα πράξη μας και τον ευρύτερο πολιτικό προβληματισμό που οφείλουμε να έχουμε ως συνειδητοί πολίτες και όχι σαν χαζοχαρούμενοι καταναλωτές που αγοράζουν τις παστίλιες για τον πόνο του άλλου με την ίδια ευκολία που θα αγόραζαν τσιχλόφουσκες. Παραμένοντας υποκείμενα μιας συνειδητής αλληλέγγυας πράξης και όχι κολακευμένοι καταναλωτές, εγγυόμαστε οι ίδιοι την πολιτική διάσταση της αλληλεγγύης. Η αλληλεγγύη είναι πολύ σημαντική γι’ αυτό και πρέπει να διεκδικηθεί υπέρ της ενσυναίσθησης, μας λέει η συγγραφέας, αφού αυτή «αποτελεί συστατική διάσταση της δημόσιας ζωής που ενεργοποιεί, αντί να διαφθείρει, τις ευαισθησίες του πολίτη –αρκεί βεβαίως να συνδυάζεται με την κριτική σκέψη, ώστε να μην εκφυλίζεται σε ναρκισσιστικό αίσθημα» (σ. 53). 

Πώς εξελίχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες η ιστορία της ηθικής της αλληλεγγύης; Η συγγραφέας επισημαίνει μια ισχυρή θεσμική, πολιτική και τεχνολογική διάσταση σε αυτή την εξέλιξη. Θεσμική, με συνέπειες την αυξανόμενη επέκταση και εργαλειοποίηση του πεδίου της αρωγής και της ανάπτυξης. Η θεσμική διάσταση προκάλεσε τη γιγάντωση διεθνών οργανισμών, ισχυροποίησε τον ρόλο τους ως ενδιάμεσων που υπαγορεύουν κανόνες και επιβάλλουν συγκεκριμένα μοντέλα, οδήγησε στην επικράτηση των επιλογών ανεξέλεγκτων εμπειρογνωμόνων, νομιμοποίησε τη συμμετοχή κερδοσκοπικών εταιρειών με ειδικά καθεστώτα. Η πολιτική διάσταση ως άνοδος της ατομικιστικής ηθικής και το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων οδήγησαν στην περιθωριοποίηση των κινημάτων χειραφέτησης και στην αποθάρρυνση της συλλογικής διεκδίκησης. Ενώ φούσκωνε το κύμα των ανθρώπινων δικαιωμάτων τα κοινωνικά δικαιώματα βρέθηκαν σε υποχώρηση. Στο όνομα του μικρότερου κράτους, βασικά αγαθά και υπηρεσίες ιδιωτικοποιήθηκαν με καταστροφικά αποτελέσματα. Τέλος, το πεδίο των εργασιακών δικαιωμάτων υπέστη τεράστιες ήττες στην πορεία του προς την απορρύθμιση. Η τεχνολογική διάσταση οδήγησε στην έκρηξη της δημόσιας αυτοέκφρασης. Αλλά αυτοέκφραση δεν σήμαινε μόνο περισσότερη ελευθερία και ισοτιμία έκφρασης, το αντίθετο. Καθώς οι κόμβοι του παγκόσμιου δικτύου απέδειξαν ότι μπορούν να είναι πολύ άνισοι σε ισχύ, απήχηση και παρεμβατική δύναμη. Οι αλλαγές αυτές ήταν μεγάλες και ανέτρεψαν μέσα σε λίγα χρόνια τις προηγούμενες ισορροπίες. Η συγγραφέας μας προτείνει ένα απλό κατανοητό σε όλους σχήμα συνοψίζοντας αυτή την ανατροπή. Την παρομοιάζει με τη στροφή από την αντικειμενικότητα του θεάτρου (όπου η συνάντηση με τον άλλο αποτελεί ένα ηθικό και πολιτικό συμβάν) στην νέα συναισθηματικότητα του καθρέφτη (ναρκισσιστικός αυτοστοχασμός). (σ. 22) Πρόκειται για ένα σχήμα που μπορεί να εμπλουτισθεί με εμπειρικά παραδείγματα από την πλούσια συλλογή που καθένας μας διαθέτει και το οποίο φωτίζει τις μικρές αδυναμίες μας στην κολακεία, στην ωραιοποίηση, στον ρηχό συναισθηματισμό, στην εύκολη λύση. Κοιτάζοντας τα παραδείγματα, ίσως ενισχύσουμε την ικανότητά μας να δυσπιστούμε στις εύκολες λύσεις.

Αλλά για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, η συγγραφέας μας προσφέρει μια σειρά εργαλείων με τα οποία διαμεσολαβείται τα τελευταία χρόνια η αλληλεγγύη. Αυτά είναι οι θεσμικές εκκλήσεις των διεθνών οργανισμών και μια γκάμα δημοφιλών επικοινωνιακών πρακτικών στις οποίες περιλαμβάνονται οι διασημότητες, οι συναυλίες, οι ειδήσεις. Είναι γνωστές σε όλους μας οι εξομολογήσεις και οι μαρτυρίες με προσωπική γοητεία, οι δημοφιλείς συναυλίες, οι μαρτυρίες των δημοσιογράφων. Είναι ακριβώς τα στοιχεία εκείνα που διαμορφώνουν το κλίμα μιας γενικευμένης επικοινωνιακής κοσμοπολιτικής ηθικής στη δημόσια ζωή, ένα πλούσιο «ανθρωπιστικό φαντασιακό». (σ. 20) Αυτές οι επικοινωνιακές πρακτικές, θα επισημάνει η συγγραφέας, ήταν το μοιραίο βήμα ώστε όλες αυτές να καταλήξουν σταδιακά στις λογικές του μάρκετινγκ και στις ψηφιακές τεχνολογίες «εξυμνώντας ένα νεοφιλελεύθερο λαϊφστάιλ «ευφορικού» αλτρουισμού» στον βαθμό που κατέρρευσαν οι αφηγήσεις περί κοινής ανθρώπινης υπόστασης. (σ. 22) Αν, συνεπώς, η κοινή ανθρώπινη υπόσταση έχει κάτι το τραγικό και ανυπόφορο στις δύσκολες καταστάσεις που απαιτούν αλληλεγγύη, γιατί να μη μετατοπίσουμε τον φακό, γιατί να μην ελαφρύνουμε με τη βοήθεια του μάρκετινγκ το βάρος, γιατί να πρέπει να στενοχωρηθούμε τόσο; Γιατί η κινητοποίησή μας να προκύπτει από τον πόνο και τη φρίκη και όχι από μια διαμεσολαβημένη αναπαράσταση των γεγονότων, έστω και λιγότερο ή ακόμη και καθόλου πραγματική ή κυριολεκτικά ψεύτικη; Πρόκειται για μια ριζική στροφή, μας προειδοποιεί η συγγραφέας, για μια «αλλαγή παραδείγματος στο ίδιο το νόημα της αλληλεγγύης». (σ. 23) 

Όλα αυτά δεν είναι άσχετα με την οικοδόμηση, την ανάπτυξη και τον κεντρικό ρόλο των μεγάλων διεθνών ΜΚΟ και με τον τρόπο που προωθούν τις καμπάνιες τους. Όπως σημειώνει ο πρώην υπεύθυνος συγκέντρωσης κονδυλίων της διεθνούς ΜΚΟ ActionAid, στόχος μιας καμπάνιας είναι να οδηγήσει τους ανθρώπους «να νιώσουν χαρά αν δώσουν, αλλά να μην τους κάνει να νιώσουν χάλια αν δεν δώσουν». Το μάρκετινγκ επιτάσσει να μην υπάρχει εστίαση στις ανάγκες και τον πόνο, που προκαλούν αρνητικά συναισθήματα, αλλά να προκαλέσει θετικά ζεστά συναισθήματα. Όχι εικόνες με σκελετωμένα παιδιά αλλά με παιδιά που χαμογελούν γιατί σώθηκαν, όχι πρόσωπα σε απόγνωση αλλά πρόσωπα με ελπίδα στα μάτια. Η πραγματικότητα επιλεκτικά, μια μαγική εικόνα προκειμένου να μην δεχτούμε το μήνυμα στις πραγματικές του διαστάσεις αλλά σε μια υπαινικτική διαδικασία επίλυσης. Αλλά τι γίνεται όταν συνειδητοποιούμε ότι αυτή η τελευταία δεν είναι παρά μια διαδικασία αναπαραγωγής και διαιώνισης όσο εκκρεμούν οι όροι κινητοποίησης για την πραγματική του επίλυση. Μισές αλήθειες, ευχάριστα μηνύματα, «εμπορευματοποίηση της ανθρωπιστικής πρακτικής» εργαλειοποίηση της αλληλεγγύης, στρατηγικές branding προκειμένου να ενισχυθεί το λεγόμενο fundraising. «Η σύγχρονη άρθρωση του ανθρωπισμού με την αγορά (…) σε μια νεοφιλελεύθερη σύλληψη της δημόσιας ηθικής» (σ. 24) Όλα οδηγούν, διαπιστώνει η συγγραφέας, «στην καλλιέργεια μιας βαθιάς συναισθηματικής πρόσδεσης σε ένα συγκεκριμένο εμπόρευμα, την εν λόγω φίρμα ΜΚΟ, με στόχο την εξασφάλιση της αφοσίωσης των πελατών στη φίρμα». (σ.24) Τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά από οικονομική άποψη, με αύξηση των υπηρεσιών αρωγής κατά 150% τη δεκαετία 1985-1995 και τριπλασιασμό του επιπέδου χρηματοδότησης κατά τη δεκαετία 1990-2000 από 2,1 εκ. δολ, σε 5,9 εκατ., ενώ το 2005-2006 ξεπέρασαν τα 10 εκ. Πρόκειται για μια πραγματική έκρηξη των διεθνών οργανισμών και των διεθνών ΜΚΟ, ενώ «η κατανομή αυτών των κονδυλίων εξαρτάται πλέον ολοένα περισσότερο από τη διμερή βοήθεια και τους κρατικούς προϋπολογισμούς». Είναι προφανές ότι οι διεθνείς ΜΚΟ «πειραματίζονται σήμερα με μια νέα αισθητική της αλληλεγγύης που, ακολουθώντας την έρευνα αγοράς, καθοδηγείται από τις προτιμήσεις των δημόσιων σφυγμομετρήσεων.» (σ. 43)

 

Ειρωνικός θεατής ή/και συμμέτοχος αλληλέγγυος

Διαθέτοντας το προνόμιο μιας διπλής απόστασης, οι έλληνες αναγνώστες του βιβλίου που βρέθηκαν στο πεδίο της συμμετοχής, μπορούν να αναστοχαστούν και να συγκρίνουν τον ειρωνικό θεατή και τον συμμέτοχο αλληλέγγυο, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία και τα συναισθήματα της πραγματικότητας που βίωσαν, αλλά και τις εικόνες μέσα από τις οποίες αυτή η πραγματικότητα μεταδόθηκε και προκάλεσε συγκίνηση σε τρίτους πιο μακρινούς.

Η συγκυρία το έφερε να βρεθούμε πολύ κοντά στην πηγή άντλησης αυτής της «νέας συναισθηματικότητας» που γεννά η αλληλεγγύη, υποκείμενα και αντικείμενα ταυτόχρονα, καθώς εκατοντάδες καθημερινοί άνθρωποι βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή του προσφυγικού: οι περίφημες γιαγιάδες της Μυτιλήνης με το προσφυγάκι μωρό, ψαράδες που άφησαν τα δίκτυα προστρέχοντας να σώσουν ανθρώπους που κινδύνευαν να πνιγούν, λιμενικοί με δάκρυα στα μάτια για τα παιδιά και τις γυναίκες που δεν πρόλαβαν να βγάλουν από το νερό, νοικοκυρές που μαγείρευαν και τάιζαν πρόσφυγες, νεαροί ακτιβιστές ελληνικών συλλογικοτήτων που προσέτρεξαν να μοιραστούν την τραγωδία. Από θεατές ως χτες, βρέθηκαν στη σκηνή όπου παιζόταν το έργο. Ταυτόχρονα, γίναμε μάρτυρες ή αντικείμενο των επικοινωνιακών στόχων και στρατηγικών που αφορούσαν αυτή ακριβώς την αλληλεγγύη χρησιμοποιώντας οικείες εικόνες, ενώ πολλοί φίλοι και γνωστοί μας συμμετείχαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σ’ αυτές δίνοντας συνεντεύξεις και καταθέτοντας ειλικρινείς μαρτυρίες. Είδαμε να προκύπτει με τον τρόπο αυτό από τους ίδιους εμάς ένας «ενσυναισθητικός πολιτισμός» και μια «νέα δραματουργική συνείδηση», καθώς ο κόσμος μας μετατράπηκε σε θέατρο με ηθικοποιητικά χαρακτηριστικά, προσφέροντάς μας τη δυνατότητα να γίνουμε δρώντες χαρακτήρες που μπαίνουν στην πραγματικότητά απομακρυσμένων άλλων (σ.42-43)

Από την άλλη μεριά, ο ειρωνικός θεατής ανά την υφήλιο τροφοδοτήθηκε σταθερά από την παρουσία και τις δηλώσεις διασημοτήτων που έσπευσαν να συμπαρασταθούν με τον τρόπο τους. Από τον Κινέζο εικαστικό Wei Wei με το λευκό πιάνο μέσα στα λασπόνερα (τι ειρωνεία!) του στρατοπέδου της Ειδομένης, τον διάσημο εικαστικό Γιαν Φαμπρ, το Θέατρο του Ήλιου της Αριάν Μνούσκιν, ως τις διάσημες ηθοποιούς όπως η Βανέσα Ρεντγκρέιβ, η Σούζαν Σάραντον και η Αντζελίνα Ζολί, όλοι πρόσφεραν και έλαβαν δημοσιότητα μέσα από μια αύρα τέχνης, συμμετείχαν σε εκδηλώσεις και συναυλίες ενίσχυσης, έκαναν δημόσιες δηλώσεις ή έδωσαν παραστάσεις με τη συμβολική συμμετοχή προσφύγων, φωτογραφήθηκαν μαζί τους κι έγιναν πρωτοσέλιδα και viral στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο Πάπας επίσης παρέθεσε γεύμα σε επιλεγμένες οικογένειες προσφύγων, δηλώνοντας τη συμπαράστασή του. Αυτές τις μορφές προβολής του ανθρωπιστικού φαντασιακού στην εποχή του παγκόσμιου θεάματος μέσα από διασημότητες, εκκλήσεις, συναυλίες και ειδήσεις αναλύει η συγγραφέας διεξοδικά σε τέσσερα ιδιαίτερα κεφάλαια, στοιχειοθετώντας την «κατανόηση του ανθρωπισμού ως επικοινωνιακής δομής». 

Αλλά το σημαντικό που έχουμε να σκεφτούμε είναι τι αλλάζει εντέλει όταν μας δίνεται η ευκαιρία να διαθέτουμε άμεση εμπειρία; Τι αλλάζει στον ειρωνικό θεατή του χτες μετά τη συμμετοχή του στο πεδίο; Ποιος μπορεί να είναι ο απολογισμός σε διανοητικό και συναισθηματικό επίπεδο; Τι άραγε μπορεί κάτι τέτοιο να προσφέρει στη θεωρητική και ερευνητική προσέγγιση; Πώς λειτουργεί μέσα του η αμφισημία; Πόσο λιγότερο ή περισσότερο ειρωνικός γίνεται μετά την εμπειρία της συμμετοχής και σε ποια κατεύθυνση, με ποιο προσανατολισμό; Πώς κρίνει μετά την εμπειρία το επικοινωνιακό πλαίσιο που συνεχίζει να του απευθύνει τα δικά του μηνύματα από τα πέρατα της υφηλίου; Πώς θα επηρεαστεί η συμπεριφορά του στο μέλλον; Θα τον κερδίσει εντέλει ο ναρκισσισμός ή η δικαιοσύνη; Αυτά είναι ορισμένα από τα ερωτήματα που προκύπτουν από την πρόσφατη ελληνική εμπειρία αλληλεγγύης. Πολλά απασχολούν ομάδες εθελοντών και ελληνικές οργανώσεις, καθώς οι λειτουργίες αλληλεγγύης δεν σταμάτησαν όταν τα φώτα της δημοσιότητας έπαψαν να φωτίζουν την κεντρική σκηνή.

Ας δούμε όμως συνοπτικά το σημερινό τοπίο, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί μετά την οξεία ανθρωπιστική κρίση. Η μείωση των ροών και η απόσυρση της δημοσιότητας έβγαλαν από το κάδρο των καθημερινών ειδήσεων το προσφυγικό ζήτημα και τους πενήντα περίπου χιλιάδες πρόσφυγες που δεν κατάφεραν να εγκαταλείψουν τη χώρα. Η συγκέντρωση δεκαπέντε χιλιάδων ανθρώπων στα νησιά του Αιγαίου κάτω από άθλιες συνθήκες έχει πάψει σε μεγάλο βαθμό να συγκινεί και να συγκεντρώνει διαμαρτυρίες και παρουσιάζεται περισσότερο σαν ένα ζήτημα διεκπεραίωσης. Τα σαράντα στρατόπεδα που υπάρχουν ανά τη χώρα είναι διάσπαρτα, τα περισσότερα μακριά από αστικές περιοχές και με λίγες δυνατότητες επικοινωνίας. Ο διαχωρισμός Σύρων και άλλων προσφύγων, οδήγησε τους πρώτους σε καλύτερες συνθήκες διαμονής και σε ένταξη των παιδιών στην εκπαίδευση, ενώ άφησε τους Αφγανούς και άλλους στα στρατόπεδα. Η επίκληση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχει ατονήσει όσον αφορά τις συνθήκες ζωής τους. Το σμήνος των διεθνών ΜΚΟ που είχαν εγκατασταθεί στη χώρα εγκατέλειψε το πεδίο για νέους προορισμούς. Το ελληνικό υπουργείο μεταναστευτικής πολιτικής που ήταν αποκλεισμένο από τα ευρωπαϊκά κονδύλια ανέλαβε τη διαχείριση του προβλήματος. Οι ελληνικές ΜΚΟ ολοκληρώνουν τα συμβόλαια που είχαν υπογράψει με τις διεθνείς ΜΚΟ ως τοπικοί συνεργάτες. Οι συμφωνίες μετεγκατάστασης συναντούν δυσκολίες και καθυστερούν πολύ. Τελευταία, μάθαμε και για επαναπροωθήσεις στον Έβρο, μάλιστα οικογενειών με παιδιά, όπως κατήγγειλε η Ελληνική Ένωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ανέλαβε να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως ο Συνήγορος του Πολίτη.

Επίσης μια σειρά πρακτικά ζητήματα ανακύπτουν και ζητούν λύσεις. Το σύστημα αξιολόγησης και χρηματοδότησης των ελληνικών ΜΚΟ που εστίασαν το ενδιαφέρον τους στο προσφυγικό ζήτημα και πρέπει να επιστρέψουν σε παλιότερους ή να αναζητήσουν νέους στόχους σύμφωνα με το αντικείμενό τους. Το μητρώο των όντως μη κυβερνητικών (μη χρηματοδοτούμενων από το κράτος) και των λεγόμενων μη κυβερνητικών, των χρηματοδοτούμενων συστηματικά από το κράτος, οργανώσεων που αποτελούν ουσιαστικά τον μακρύ του βραχίονα υποκαθιστώντας δημόσιες υπηρεσίες, καθώς και το πλαίσιο και οι κανόνες κοινωφελούς λειτουργίας τους. Ο αναπροσανατολισμός, η επαναδιατύπωση των στόχων και η διερεύνηση της σχέσης των οργανώσεων με την κοινωνία πολιτών. Η αξιολόγηση, όσον αφορά την ορθότητα και τη χρησιμότητά τους, των κανονιστικών πλαισίων και οδηγιών συμπεριφοράς που επιβλήθηκαν αδιακρίτως από τις διεθνείς ΜΚΟ στις ελληνικές. Η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των στοχεύσεων και η επανεξέταση των πρακτικών που εφαρμόστηκαν. Οι όροι εργασίας και η εργασιακή ηθική των απασχολούμενων σε θέσεις εργασίας. Ο ρόλος και οι όροι του εθελοντισμού όπως αυτοί εξελίχθηκαν και η σημασία της ανανέωσης της κινηματικής λογικής του εθελοντισμού και του ακτιβισμού. Το πλαίσιο ανάπτυξης, λειτουργίας και αποφάσεων της κοινότητας των προσφύγων. Ο δημόσιος διάλογος της κοινωνίας των πολιτών αναφορικά με την ενσωμάτωση των προσφύγων ώστε να μην γκετοποιηθούν και όλα τα ζητήματα ανθρώπινων και πολιτικών δικαιωμάτων που προκύπτουν.

Σε σχέση με τα παραπάνω και με το πυκνό πλέγμα που συνθέτει η μετάβαση σε μια νέα φάση, θα άξιζε να ερευνηθούν επίσης, με κάποια άλλη ευκαιρία, δύο κεντρικά ζητήματα που συνδέονται με όλα όσα συζητήσαμε ως τώρα. Το ένα είναι «η αλληλεγγύη ως επανάσταση, ή η πολιτική αλληλεγγύη της μαρξιστικής στράτευσης», όπως την χαρακτηρίζει η συγγραφέας (σ. 32). Τα παραδείγματα που πρόσφερε η πρόσφατη ελληνική εμπειρία είναι εν προκειμένω πολλά και λειτούργησαν τα τελευταία χρόνια με τρόπο και λόγο ριζοσπαστικό στη διπλή γραμμή της κουλτούρας της συμπάθειας και, παράλληλα, της έντονης αμφισβήτησης της αγαθοεργίας, με όραμα συμμετοχικό και κοινοτιστικό. Οι καταλήψεις κτιρίων για τη στέγαση προσφύγων ήταν το επιστέγασμα αυτής της αντίληψης, που συνοδευόταν από μια προσπάθεια ολιστικής προσέγγισης με συμμετοχική διαχείριση, συνελεύσεις, μαθήματα, συλλογή τροφίμων, εκδηλώσεις συμπαράστασης, συμμετοχή σε δημόσια γεγονότα όπως λ.χ. η επέτειος του Πολυτεχνείου. Μάλιστα, αυτού του τύπου η αλληλεγγύη προσέδωσε στα υποκείμενά της το χαρακτηρισμό «αλληλέγγυοι», διεκδικώντας και οικειοποιούμενη έναν όρο που διευρύνει την εννοιολόγηση της επαναστατικής αλληλεγγύης ως καθολικής. Το δεύτερο ζήτημα που αξίζει να συζητηθεί είναι οι πρακτικές αστικής αλληλεγγύης που είδαμε να γεννιόνται μετά το 2009 εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Εκκινώντας από τα βασικά, τροφή και στέγη, οι πρακτικές αστικής αλληλεγγύης διέγραψαν μια τροχιά που αγκάλιασε πλήθος από διαφοροποιημένες ανάγκες, αγκαλιάζοντας όλες τις διαστάσεις της τρωτότητας. Οι διαδρομές αυτών των πρωτοβουλιών και συλλογικοτήτων, ο κινηματικός χαρακτήρας πολλών από τις οποίες υπήρξε έντονος και ανθεκτικός, τις οδήγησε να λειτουργήσουν ως αρχικοί πυρήνες αλληλεγγύης που διευρύνθηκαν ή μετατοπίστηκαν στη διάρκεια της προσφυγικής κρίσης. Για το πλαίσιο, την έκταση και το φάσμα των πρακτικών αυτών έχουμε μιλήσει εκτεταμένα αλλού(1). Ωστόσο θα άξιζε να δούμε τις παραμέτρους της επικοινωνίας της αλληλεγγύης και πώς αυτές συγκροτήθηκαν και λειτούργησαν στο συγκεκριμένο πεδίο, σύμφωνα με την ανάλυση και τα κριτήρια που θέτει στο ερευνητικό πεδίο Ο ειρωνικός θεατής. Επίσης να δούμε πώς συναρμόστηκαν όταν η κρίση του προσφυγικού ήρθε να συναντήσει και να συνδυαστεί με την προηγηθείσα και συνεχιζόμενη οικονομική κρίση.

Τέλος, τίθενται επίσης ορισμένα ερωτήματα προς διερεύνηση που αξίζει να τα επισημάνουμε εδώ πολύ συνοπτικά. Σε ποιο βαθμό η σύνθεση ανάμεσα στον ειρωνικό θεατή και τον συμμετοχικό αλληλέγγυο μπορεί να λειτουργήσει υπέρ της δικαιοσύνης περιορίζοντας τον ναρκισσισμό; Πόσο ωρίμασαν μέσα από τον ακτιβισμό οι ριζοσπαστικές προσεγγίσεις; Σε ποιο βαθμό μετατοπίστηκαν οι φιλανθρωπικές λογικές προς τις λογικές αλληλεγγύης; Πόσο η «συμπάσχουσα ταύτιση» λειτούργησε ως παιδαγωγικός θεσμός για υποδειγματικούς τρόπους συμπεριφοράς απέναντι στην τρωτότητα; Πόσο εμπεδώθηκε η κοσμική αίσθηση ηθικής υποχρέωσης που θεμελιώνεται στην ιδέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων; Πόσο μαζί με το άτομο και το δικαιώματά του διακρίνουμε κάθε φορά τις ευρύτερες δομικές σχέσεις που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την υλοποίηση αυτών των δικαιωμάτων; Πόσο ισχυρή είναι η εργασιακή και η εθελοντική ηθική σε συνθήκες κρίσης; Πόσο χρήσιμοι και πόσο τηρούνται οι κανονισμοί συμπεριφοράς εργαζομένων και εθελοντών στο πεδίο; Πόσο έτοιμοι είμαστε να δώσουμε πραγματικό χώρο και φωνή στους πρόσφυγες; Πόσο μας προβληματίζει η ενσωμάτωση όσων θέλουν να μείνουν στη χώρα και οι τρόποι που αυτή θα πραγματοποιηθεί;

Με το βιβλίο της Λίλυς Χουλιαράκη μπορούμε να ξεκινήσουμε να αποκωδικοποιούμε όσα γύρω μας φαίνονταν απλώς φυσικά και να μετράμε πιο συνειδητά τον τρόπο που αντιδρούμε στα μικρά και τα μεγάλα, απομακρυσμένα και κοντινά μηνύματα που δεχόμαστε. Η βιοπολιτική και η αποανθρωποποίηση δεν μας έχουν απλώς χτυπήσει την πόρτα ούτε έχουν απλώς εισβάλει στο σπίτι μας. Έχουν εισβάλει στον νου και στην καρδιά μας. Είναι επείγον να πάψουμε να είμαστε στόχος και αντικείμενο των επικοινωνιακών στρατηγικών τους και να βρούμε τους τρόπους να τις διαχειριστούμε όπως εμείς θεωρούμε σωστό, σύμφωνα με τις ιδέες και τις επιθυμίες μας.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
1.Ζορμπά Μ., «Αόρατες πόλεις. Πρακτικές αστικής αλληλεγγύης με την αξιοποίηση αφανών και υποτιμημένων πόρων», στο Ζήσης Κοτιώνης και Γιάννα Μπαρκούτα (επιμ.), Πρακτικές αστικής αλληλεγγύης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας, 2016.

(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 25 Ιουνίου 2017)

ΧΡΟΝΟΣ #50, 25 Iουνίου 2017

Λίλυ Χουλιαράκη
 
Ο ειρωνικός θεατής
Η αλληλεγγύη χτες και σήμερα
 
Μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας 
 
Εκδόσεις Νήσος, 2017
(πρώτη αγγλική έκδοση 2013)
 
Βραβείο Εξαιρετικού Βιβλίου 2015
της Διεθνούς Ένωσης Επικοινωνίας (ICA) 
 

Η Μυρσίνη Ζορµπά είναι διδάκτωρ πολιτικών επιστηµών και ερευνήτρια πολιτισµικής πολιτικής. Σπούδασε νοµικά στο Πανεπιστήµιο Αθηνών και στο µεταπτυχιακό τµήµα Φιλοσοφίας του Δικαίου στο Πανεπιστήµιο της Ρώµης. Υπήρξε µέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (2000-2004). Διετέλεσε διευθύντρια του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (1995-1999). Υπήρξε συνεκδότρια του εκδοτικού οίκου Οδυσσέας, του οποίου την εκδοτική παραγωγή διηύθυνε επί δύο δεκαετίες, ενώ επιµελήθηκε και µετέφρασε πολυάριθµα βιβλία. Διετέλεσε διευθύντρια του Βιοµηχανικού Μουσείου Σύρου. Δίδαξε στο µεταπτυχιακό τµήµα Διοίκησης Πολιτιστικών Μονάδων του Ε.Α.Π. Έχει γράψει µονογραφίες, άρθρα και βιβλία, µεταξύ των οποίων: Πολιτική του Πολιτισμού. Ευρώπη & Ελλάδα στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα (Πατάκης, 2014), «La politique culturelle de la Grèce», στο Ph. Poirrier (επιµ.), Pour une histoire des politiques culturelles dans le monde 1945-2011 (La documentation Française, 2011), «Ηγεµονία και µετα-ηγεµονία στις πολιτισµικές σπουδές», στο Γ. Βούλγαρης (επιµ.), Στα µονοπάτια του Αντόνιο Γκράµσι – Πολιτική και πολιτισµός από το έθνος-κράτος στην παγκοσµιοποίηση (Θεµέλιο, 2010), «Conceptualizing Greek Cultural Policy», International Journal of Cultural Policy (2009), «Η Μελίνα Μερκούρη και η πολιτισµική πολιτική» και «Πολιτιστικές Πρωτεύουσες της Ευρώπης», στο Β. Βαµβακάς και Π. Παναγιωτόπουλος (επιµ.), Λεξικό της δεκαετίας του ’80 (το Πέρασµα, 2010), «Ανδρέας Παπανδρέου. Πολιτιστικό πορτρέτο», στο Β. Παναγιωτόπουλος (επιµ.), Ο Ανδρέας Παπανδρέου και η εποχή του (Ελληνικά Γράµµατα, 2009), «Le Livre en Grèce après la Deuxième Guerre Mondiale», Dictionnaire encyclopédique du livre et de l’édition (Electre, Paris 2005), Από τα Εξάρχεια στις Βρυξέλλες (Οδυσσέας, 2004), Η κρατική πολιτική βιβλίου στην Ελλάδα (Οδυσσέας, 1995).

Μυρσίνη Ζορμπά