Μία έκθεση φωτογραφιών για τα 80 χρόνια του Λαϊκού Μετώπου της Γαλλίας στο Δημαρχείο του Παρισιού

Ίρις Τζαχίλη

Λίγες σκέψεις για τις πολιτικές αντοχές και τις φωτογραφίες

Η Ζωή είναι Δική μας είναι ο τίτλος της έκθεσης (19/5-23/7/2016) που κυριαρχεί με μεγάλα γράμματα στην είσοδο, από το ομώνυμο για το Λαϊκό Μέτωπο έργο του Jean Renoir το 1936. Mε τις συνδηλώσεις του: μας ανήκει η ζωή μας, εμείς αποφασίζουμε γι αυτήν, κανείς δεν μπορεί να μας την πάρει και κυρίως όχι τα αφεντικά – όπως τραγουδούσε το 1966 ο Διονύσης Σαββόπουλος στη Θεσσαλονίκη, ακριβώς 30 χρόνια μετά. Στη συλλογική μνήμη, αυτός ο όμορφος μήνας Μάιος (ce joli mois de mai), αφού έφυγαν πια αυτοί που τον είχαν δει με τα ίδια τους τα μάτια, έμεινε ακινητοποιημένος στην ομορφιά του σε μία σειρά εικόνων, φωτογραφιών και φιλμ μαζί με το ηχητικό τους υπόβαθρο: συνθήματα, ρυθμούς, τραγούδια και ήχους από ακορντεόν και φυσαρμόνικα.(1) Αυτές οι εικόνες, που έχουν πια ένα καθεστώς βιωμένης διαγενεακής μνήμης, επανέρχονται σταθερά ως παραβολές εκπληρωμένης επαγγελίας, υποσχέσεων που τηρήθηκαν, και μίας ανατροπής με διάρκεια και με ευτυχία, με τις διακοπές, τους συνοικιακούς χορούς και τις συνεχείς γιορτές που ακολούθησαν ορμητικά μετά την εκλογική επικράτηση. Ως αισθήματα και μνήμες τα συμβάντα, οι εικόνες και οι ήχοι τους δεν είναι καθόλου ακινητοποιημένα, είναι ένα ευκίνητο μέτρο σύγκρισης που ανασύρεται σκόπιμα ή από μόνο του αναδύεται ως η ορατή παραλλάξιμη δυνατότητα, ως η επιβεβαιωμένη από την πραγματικότητα δυνατότητα. Κι ας κινδυνεύουμε από μία αναλογική σκέψη, πλανεύτρα. Αναρχικοί, σοσιαλιστές, κομμουνιστές, οραματιστές της μυθικής ενότητας και της μεγάλης νύχτας ακούμπησαν πολλές φορές εκεί, στο σύντομο χρόνο του Μετώπου, για ένα όραμα που πλησίασε την πραγματικότητα με κατακτήσεις τελεολογικές στην εποχή τους, γύρω από τις οποίες αρθρώθηκαν μελλοντικοί συνδικαλιστικοί αγώνες (η εβδομάδα των 40 ημερών, οι συνδικαλιστικές ελευθερίες, οι πληρωμένες διακοπές…) (2). 

 

Οι ήχοι 

Μπαίνοντας κανείς στην αίθουσα του Δημαρχείου, εκεί που ήταν τα ενημερωτικά δελτία και τα βιβλία, κάτω από τον τίτλο της έκθεσης με τις φωτογραφίες των κοριτσιών που πήγαιναν για πρώτη φορά διακοπές, το πρώτο πράγμα που συνειδητοποιεί είναι οι ήχοι. Αυτοί τον υποδέχονται. Μία λιτανεία από ήχους, διαφορετικές μουσικές συγκεχυμένες όπου, μέσα από έναν μουσικό θόρυβο, έναν συγκερασμό ήχων και ρυθμών, λόγων και συνθημάτων, κάπου κάπου ερχόταν μία ευχάριστη αναγνώριση. Ήταν τραγούδια, ηχητικά αποσπάσματα λόγων που συνόδευαν βίντεο, διάλογοι και ρυθμικά συνθήματα. Όλα μαζί, ως μείξη διαδορετικών ήχων, συναποτελούσαν μία ενότητα, ήταν ένας ιστορικός ήχος, ένας πτυχωμένος μανδύας μεσοπολεμικός με αναγνωρίσιμες νότες από τη Μασσαλιώτιδα έως τη Διεθνή. Εκείνη την ώρα με άρπαξε η συγκίνηση που εξαερώθηκε όταν οι συγκεχυμένοι ήχοι έπαιρναν απότομα ταυτότητα. Ήταν η καλύτερη εισαγωγή για να εισέλθει κανείς στο πνεύμα των φωτογραφιών, αναγνωρίζοντας σιγά σιγά τη φωνή της Πιάφ, τα τραγούδια του Τίνο Ρόσι και του Ζαν Γκαμπέν, μαζί με το δημόσιο λόγο του Μπλουμ και του Τορέζ. 

 

Εκείνο το Μάιο που ομόρφηνε η Γαλλία.
Η ιστορική στιγμή και οι φωτογράφοι

Η έκθεση ακολουθεί τη χρονολογική σειρά των γεγονότων που οδήγησαν στη συγκρότηση του Μετώπου, στην εκλογική του επιτυχία και την ξέφρενη χαρά που τη συνόδευσε, όπως αυτά αποκρυσταλλώθηκαν σε φωτογραφίες. Ο φακός, η ιστορική στιγμή και οι επιλογές αυτού που ήταν πίσω από τον φακό προβάλλονται συνεχώς, αναδεικνύοντας το έργο των φωτογράφων ατομικά και συλλογικά. 

Η συμβολή των φωτογράφων ως δρώντων υποκειμένων σε αυτή την, πρωτοφανών διαστάσεων, ανταπόκριση των γεγονότων ήταν σημαντική όχι μόνο για το αγέραστο χαμόγελο που χάρισαν στο Μέτωπο οι νέες τεχνικές του κινηματογράφου και της φωτογραφίας, όχι μόνο για την παράλληλη συγκρότηση της θεωρίας και της πρακτικής της φωτογραφίας, αλλά και για την ανάδρομη επιρροή, την ακαριαία διάδοση, τη συμμετοχή μέσω των οπτικών μέσων στην πολιτική του Μετώπου. Από αυτό καθορίστηκε η ζωή και η σταδιοδρομία των φωτογράφων. Νέοι, ταλαντούχοι και άγνωστοι ως τότε, τη δεκαετία του 1920-30, ο Ρομπέρ Κάπα, ο Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν, ο Ντέιβιντ Σέιμουρ, ο Ρομπέρ Ντουανώ και ο Βιλλυ Ρονί, ακολούθησαν βήμα βήμα τα κινήματα, όργωσαν τους δρόμους και απαθανάτισαν τους στολισμένους με σημαίες οβελίσκους, τα μαθήματα ποδηλάτου για τις εργάτριες, τους όρκους και τις υψωμένες γροθιές. Εξαιρετική στιγμή και εξαιρετικοί φωτογράφοι. 

Οι νέοι αυτοί ήδη βρίσκονταν μέσα στα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής, όπως φαίνεται από μία σειρά φωτογραφιών με τις οποίες αρχίζει η έκθεση. Είναι εικόνες της εργασίας αυτής καθαυτής ως επιτέλεση έργου και της μαγείας που ασκεί στους φωτογράφους: εργάτες στην οικοδομή, τα σφυριά και τα τρυπάνια στα χέρια των μεταλλουργών, ακόμη και σκέτα εργαλεία στην ομορφιά των κινήσεων που τους έδωσαν μορφή, στην ξεχασμένη ομορφιά του τσεκουριού, του πριονιού και του τρυπανιού (εικ. 2). Συναποτελούσαν μία πλευρά του νεωτεριστικού κινήματος στην Ευρώπη όπως φαίνεται και από φωτογραφίες νεωτεριστών Ιταλών. Η δράση και η επιτυχία των φωτογράφων ευνοήθηκε και από την εξάπλωση των εικονογραφημένων περιοδικών και των ειδησεογραφικών πρακτορείων. 

Οι αρχές των φωτογραφήσεων πρέπει να έγιναν με την καταγραφή των συνεπειών της οικονομικής κρίσης (εικ. 1). Ατελείωτες αγωνιώδεις πορείες ανέργων εικονίζονται να καταλαμβάνουν τους δρόμους της πόλης με σύνθημα «εργασία και ψωμί», από το 1935. Το πεδίο των φωτογράφων και για τα επόμενα χρόνια είναι οι δρόμοι, η επικαιρότητα στο δρόμο, κύριο τόπο πολιτικής και συνδικαλιστικής έκφρασης. Ο φακός συλλαμβάνει τις διαδηλώσεις, τα κατειλημμένα από απεργούς εργοστάσια, και τις ατελείωτες γιορτές που επακολούθησαν σε μία σειρά εμβληματικών εικόνων στο Παρίσι και σε άλλες πόλεις, όπως στη Μασσαλία. Τεκμηριώνεται το πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό κλίμα των έντονων ετών 1934-35, την πολιτική ενότητα που κατακτήθηκε με τόσο πάθος στους δρόμους και όχι στις συσκέψεις, τη νίκη του Μετώπου και τον απέραντο ενθουσιασμό από τις κοινωνικές κατακτήσεις του θέρους 1936 (εικ. 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9). 

 

Εικ. 1: Η ογκώδης διαδήλωση των συνδικάτων στις 14 Φεβρουαρίου 1935. Στις 6 Φεβρουαρίου είχε γίνει μία μεγάλη διαδήλωση των υπερεθνικιστών της Action Francaise και των παλιών πολεμιστών για την κατάργηση του Κοινοβουλίου με βίαιες συγκρούσεις.
Εικ. 2: 1935. Οικοδόμος. Η εμμονή με τα εργαλεία και τις κινήσεις των εργατών είναι χαρακτηριστικό των νεωτεριστικών κινημάτων στην Ευρώπη (Andre Kertesz).
Εικ. 3: 1935. Απεργίες στα μεταλλουργεία (David Seymour).
Eικ. 4: 1936. Συγκέντρωση του Λαϊκού Μετώπου στο Μπερζεράκ.
Εικ. 5: 1936. Συγκέντρωση του Λαϊκού Μετώπου στο Κλερμόν Φεράν.
Εικ. 6: 1936. Διαδήλωση του Λαϊκού Μετώπου στο Παρίσι.
Εικ. 7: 1936. Διαδηλωτής: η ζωή είναι δική μας (Robert Capa).
Eικ. 8: 1936. Πορεία προς τη νίκη (Robert Capa).
Εικ. 9: 1936. Μετά τη νίκη: Robert Blum, Maurice Thorez.

Η εμμονή με την ευτυχία 

Σε όλη τη διάρκεια των αγώνων τίποτα δεν κλόνιζε τη μαζική πίστη στην «ευτυχία», η κινητοποίηση γινόταν για την ευτυχία. Ούτε οι δυσκολίες που άρχισαν νωρίς, με τις παραγωγικές και οικονομικές δεσμεύσεις, ούτε οι απειλές από την επικράτηση των φασιστικών καθεστώτων στην Ευρώπη. Ως λέξη επανερχόταν συνέχεια και η αοριστία του όρου, όπως μας φαίνεται σήμερα, εκεί γέμιζε από κάθε μορφής προσδοκίες. Ο Μωρίς Τορέζ, γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας, αναγγέλλοντας τη μη συμμετοχή του ΚΚΓ στην κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου, αλλά την αμέριστη στήριξή του προς αυτήν τελείωσε λέγοντας: Για μία Γαλλία ελεύθερη, δυνατή, ευτυχισμένη. 

Οι φωτογραφίες αποτύπωσαν αυτές τις προσμονές με την ίδια επιμονή που διακηρύσσονταν στους λόγους, ακολουθώντας τον κόσμο στην επιθυμία του για γιορτές και συγκεντρώσεις. Παρακολουθούμε μία απέραντη χαρά να εκδηλώνεται ξανά και ξανά. Ευκαιρία δεν χάνεται. Στήνονται εκδηλώσεις και γιορτές μέσα και έξω από το Παρίσι για επετείους και τιμές, π.χ. στα θύματα της Κομμούνας, στολίζονται μνημεία ακούραστα και μπρος τους παρελαύνουν τεράστιες πομπές από ανθρώπους κάθε ηλικίας και επαγγέλματος με τα παιδάκια στους ώμους να υψώνουν και αυτά σημαίες και γροθιές (εικ. 12). Οι εργάτριες το ίδιο – παρελαύνουν με τις κονκάρδες τους και με υψωμένη γροθιά, μεγάλο καμάρι για όλους (εικ. 10, 11). Το αποκορύφωμα ήταν η μεγαλειώδης διαδήλωση για την 14η Ιουλίου 1936, μετά τις συμφωνίες Ματινιόν για τα εργασιακά κεκτημένα (εικ. 13). Μόλις πριν ένα χρόνο, στην προηγούμενη επέτειο της επανάστασης, είχε κατακτηθεί η ενότητα στους δρόμους με την μεγαλειώδη συνάντηση των μπλοκ των σοσιαλιστών και των κομμουνιστών και την ακόλουθη συνένωση των ομάδων και τη σύμπλευση της πορείας προς τη Βαστίλη. 

Εκείνο το καλοκαίρι του ’36 όλη η Γαλλία ξεχύθηκε στους δρόμους λόγω των πληρωμένων διακοπών. Με ποδήλατα, με τον σιδηρόδρομο, με αυτοκίνητα και με τα πόδια, όλοι έφευγαν προς την ύπαιθρο, προς τα νερά (εικ. 14). Στη θάλασσα και πλάι στις όχθες των ποταμιών εκατοντάδες ζευγάρια χόρευαν και γελούσαν μπρος στον φακό. Ως και Υπουργό ελεύθερου χρόνου είχε η Κυβέρνηση του Μετώπου. 

Έτσι χτίστηκε ένας δεύτερος παράδεισος, πλάι σε αυτόν των γιορτών στις πόλεις, με τις φωτογραφίες όπου τα νεαρά κορίτσια πάνε διακοπές στο βουνό με τα ορειβατικά τους, όπου οργανώνονται οι ξενώνες νεότητας, τα ομαδικά παιχνίδια, τα αυτοσχέδια ντους, οι βουτιές στη θάλασσα, τα παιχνίδια στους αμμόλοφους (εικ. 15). Αυτή είναι η εικόνα του Μετώπου που αναπαράγεται δεκαετίες τώρα. Απτή και ορατή ήταν η Γαλλία που ομόρφηνε. Απτό και ορατό το κύμα ανανέωσης. Έτσι αισθάνονταν αυτοί που ήταν μπρος στο φακό και αυτοί που ήταν πίσω, έτσι έκαναν τους άλλους να αισθανθούν, έτσι ακινητοποίησαν αισθήματα και πραγματικότητα. 

Τέτοια χαρά και τέτοια υποδοχή της πραγματοποιημένης υπόσχεσης εμείς οι αριστεροί της γενιάς μου δεν θυμάμαι να είδαμε, ούτε και θυμάμαι τη λέξη ευτυχία να μπαίνει στο λεξιλόγιό μας ως μέρος πολιτικού προγράμματος. Μία σειρά από καθήκοντα κρέμονταν μπροστά μας στον αγώνα για τη δημοκρατία, την ισότητα, για κάποιας μορφής ελευθερία. Οι διασκεδάσεις και οι διακοπές δεν είχαν πολύ καλή φήμη. Εκρήξεις χαράς μόνο στα γεγονότα της Νομικής και στο Πολυτεχνείο θυμάμαι, στιγμιαίες. Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο και τους εμφύλιους η λέξη ευτυχία δεν ήταν πλέον λέξη της αριστεράς. Έφυγε με τις εικόνες της.

Εικ. 10: 1936. Εορτασμοί της νίκης: με τις κονκάρδες τους στο δρόμο (Andre Kertesz).
Εικ. 11: 1936. Εορτασμοί της νίκης: όλοι στο δρόμο και τις πλατείες (Robert Capa).
Εικ. 12: 1936. Η εμβληματική φωτογραφία του εορτασμού της νίκης στη Βαστίλη (Robert Capa).
Εικ. 13: 1936. Ο θρίαμβος. Οι πανηγυρισμοί για την εθνική γιορτή τη 14η Ιουλίου μετά την Νίκη του Μετώπου.
Εικ. 14: Καλοκαίρι του 1936. Οι πληρωμένες διακοπές: στη θάλασσα και στα ποτάμια (Pierre Jamet).
Εικ. 15: 1936. Η Lucienne (γνωστή μόνο από το μικρό της) στα αστραφτερά της νιάτα σκαρφαλωμένη στα κάγκελλα της αυλόπορτας ανεμίζοντας την σημαία των Ξενώνων Νεότητας (Pierre Jamet).

Η αντοχή των φωτογραφιών και η αντοχή του Μετώπου 

Μάλλον δεν ήταν τυχαίο ότι η εποχή των νεαρών φωτογράφων που αιχμαλώτισαν την κίνηση και όργωναν τους δρόμους για τα κινήματα που οδήγησαν στο Λαϊκό Μέτωπο, ήταν η εποχή των μεγάλων συζητήσεων για τη φωτογραφία. Το 1931 δημοσιεύτηκε η μελέτη του Βάλτερ Μπένγιαμιν «Μικρή ιστορία της φωτογραφίας», όπου μπαίνουν τα ζητήματα που απασχόλησαν πολλές φορές έκτοτε τη θεωρία και την πρακτική, δηλαδή η σχέση της φωτογραφίας με την πραγματικότητα, η απόδοση της πραγματικότητας και πόσο αυτή είναι δεδομένη (3). Λίγα χρόνια αργότερα, το 1936, δημοσιεύεται η πλήρης εκδοχή του βασικού έργου του Βάλτερ Μπένγιαμιν Το έργο τέχνης την εποχή της μηχανικής του αναπαραγωγής, όπου εισάγονται τα θέματα για την αυθεντικότητα και για την αναπαραγωγή.(4) Οι συζητήσεις συνοδεύονται από ερωτήματα για τη φωτογραφική αναπαράσταση, για την παρεμβολή των τεχνικών και της επιλογής στην αποτύπωση της πραγματικότητας. Ας θυμηθούμε ότι ενόσω γράφονταν αυτά, ο Capa βρισκόταν πλάι στους αγωνιστές, στα πεδία μαχών της Ισπανίας, ο Willy Roni και ο Kertesz πλάι στους καταληψίες και στους απεργούς στο Παρίσι. Παράλληλα ο Αugust Sanders, ο μεγάλος πορτρετίστας της Γερμανίας, ετοίμαζε μία φωτογραφική εγκυκλοπαίδεια για το σύνολο της ανθρωπότητας και είχε ήδη αρχίσει να κρύβει τα αρνητικά του, διότι οι ναζιστές είχαν κιόλας καταστρέψει ένα από τα λευκώματά του. Συνειρμικά μας έρχονται τα τρία ονόματα των ελλήνων πρωτοπόρων φωτογράφων, του Σ. Μελετζή, του Γ. Μπαλάφα και του Τ. Τλούπα που ακολούθησαν τους αντάρτες στα βουνά και διαμόρφωσαν την εικόνα του αντάρτικου. 

Οι σκέψεις και οι ερμηνείες πληθαίνουν τις πρώτες δεκαετίες μετά τον πόλεμο, καθώς πολλαπλασιάζονται οι πρακτικές της φωτογράφησης. Τα θέματα ευρύνονται – π.χ. η σχέση με το χρόνο, σε αντιπαράθεση με τον κινηματογράφο, από τον Roland Barthes, η φωτογραφική αναπαράσταση με σκόπιμες πολιτικές παρεμβολές, το «ίχνος αληθείας» που διατηρείται. Λίγο αργότερα ο Pierre Bourdieu (5) τη χαρακτηρίζει «μεσαία τέχνη» και αναλύει τις χρήσεις της στη μεσαία τάξη, την ίδια εποχή που η Susan Sontag σε μεγάλο βαθμό επέβαλε τη φωτογραφία ως δημιούργημα και τέχνη (6). Το πεδίο συζήτησης δομήθηκε με αντιθέσεις και πολώθηκε συχνά. Υποφώσκει η συνεχής ταλάντωση μεταξύ των δύο πόλων: αποτύπωση της πραγματικότητας (που πρόσφατα πήρε τη διατύπωση δείκτης πραγματικότητας, realisme indiciel) ή δείκτης επιλογών του δημιουργού, τόσο του θέματος όσο και του τρόπου, δηλαδή της τεχνικής και της παρέμβασης στην εικόνα μετά τη λήψη. Νέα ερωτήματα τίθενται μαζί με τις νέες τεχνικές για την αποτύπωση της πραγματικότητας. Εισάγονται νέοι όροι: οι βαθμοί αυθεντικότητας. Υπάρχει όμως κάτι που παραμένει σταθερό: η φωτογραφία δεν έπαψε να αντλεί τη δύναμή της από το ότι πρόκειται για μία εικόνα που αγγίζει το πραγματικό, οποιοδήποτε χαρακτήρα κι αν πάρει, οποιαδήποτε παρέμβαση κι αν γίνει. 

Η σύνθετη σχέση της φωτογραφίας με την απόδοση της πραγματικότητας τίθεται και για τις φωτογραφίες του Μετώπου. Καταφανώς οι φωτογραφίες είναι καρπός μίας κατακερματισμένης και επιλεκτικής πραγματικότητας, αλλά και καταφανώς αποδίδουν την ιστορική στιγμή, εμπλέκουν αισθήματα και πολιτική στάση. Όμως ούτε οι φωτογραφίες ούτε οι πολιτικές πραγματώσεις είναι σήμερα μία απλή μυθοποίηση. Πέρασαν τους κύκλους των προσλήψεων και των ερμηνειών αλλά η ιστορική στιγμή τους τις καθόρισε και τις καθορίζει.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Η Γαλλία που την ομορφαίνει το Μέτωπο (L’ embellie) ήταν η αγαπημένη έκφραση του Leon Blum, πρωθυπουργού του Λαϊκού Μετώπου. Συχνά η ρητορική του δημόσιου λόγου περιλάμβανε φράσεις για την ομορφιά της χώρας μετά τη νίκη.

2. Αντώνης Λιάκος, Η κυβέρνηση της αριστεράς στην Ελλάδα και το Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία, στο ηλεκτρονικό περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, τχ. 22, http://chronosmag.eu/index.php/ls-s-s-s-lle-l-p-s-gll.html

3. Walter Benjamin,“Short History of Photography“, Artforum 15, 6 (February, 1977), pp. 46-51.

4. “L'œuvre d'art à l'époque de sa reproduction méchanisée“, Zeitschrift für Sozialforschung Jahrgang V, Félix Alcan, Paris, 1936, 40–68.

5. Pierre Bourdieu, Un art moyen, essai sur les usages sociaux de la photographie, Editions de Minuit (1965)

6. Susan Sontag, On Photography (1977)

Η Ίρις Τζαχίλη είναι αρχαιολόγος, ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κρήτης. Ήταν για πολλά χρόνια συνεργάτις στην ανασκαφή του Ακρωτηρίου Θήρας και είναι συνυπεύθυνη της ανασκαφής στο Ιερό Κορυφής του Βρύσινα στην Κρήτη. Από το 2007 συμμετέχει στο πρόγραμμα «Διαχρονικοί νησιωτικοί πολιτισμοί, η περίπτωση της Θηρασίας». Ίδρυσε και διευθύνει το Κέντρο Μελέτης και Συντήρησης Αρχαιολογικού Υφάσματος, που εκδίδει το περιοδικό Αράχνη. Ασχολήθηκε με την ιστορία της αρχαιολογίας (Η αυγή της Αιγαιακής Προϊστορίας, Ανασκαφές στη Θήρα και τη Θηρασία τον 19ο αιώνα, εκδόσεις Καθημερινή), τις τύχες και τις περιπέτειες της υφαντικής και των ενδυμάτων ως τεχνολογίας και ως κύριο τρόπο διαμόρφωσης της δημόσιας εικόνας των ανθρώπων (Υφαντική και υφάντρες στο Προϊστορικό Αιγαίο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης), τη Μεταλλοτεχνία (Αegean Metallurgy in the Bronze Age, εκδόσεις Τα Πράγματα), θέματα γραφής, μινωικών τρόπων αναπαράστασης και ιστορικότητας των τοπίων και μινωικής κεραμεικής. Ιδιαίτερα την απασχολεί η απόδοση του βάθους και της προοπτικής ως τρόπος εικαστικής απόδοσης του πραγματικού στους Μινωίτες (Βρύσινας Ι Μινωικά Εικαστικά Τοπία, εκδόσεις τα Πράγματα) και η δημόσια ζωή των Μινωιτών όπως φαίνεται από τη σύνδεση του πολιτικού και του θρησκευτικού στοιχείου στα λεγόμενα Ιερά Κορυφής. Κατάγεται από το Μπαϊντίρι της Μικράς Ασίας και έγραψε ένα βιβλίο για τη μικρή αυτή πολιτεία με βάση τα αρχεία της μητέρας της Δήμητρας Αγγελίδου (Ι.Μ.Σ.) και προσωπικές αναμνήσεις από την οικογένειά της (Μπαϊντίρι 1922, Ιστορία μίας απώλειας, εκδόσεις Κονδύλι). Ζει στην Αθήνα. tzachili@uoc.gr

Ίρις Τζαχίλη

Σε όλη τη διάρκεια των αγώνων τίποτα δεν κλόνιζε τη μαζική πίστη στην «ευτυχία», η κινητοποίηση γινόταν για την ευτυχία. Ούτε οι δυσκολίες που άρχισαν νωρίς, με τις παραγωγικές και οικονομικές δεσμεύσεις, ούτε οι απειλές από την επικράτηση των φασιστικών καθεστώτων στην Ευρώπη.

Τέτοια χαρά και τέτοια υποδοχή της πραγματοποιημένης υπόσχεσης εμείς οι αριστεροί της γενιάς μου δεν θυμάμαι να είδαμε, ούτε και θυμάμαι τη λέξη ευτυχία να μπαίνει στο λεξιλόγιό μας ως μέρος πολιτικού προγράμματος. Μία σειρά από καθήκοντα κρέμονταν μπροστά μας στον αγώνα για τη δημοκρατία, την ισότητα, για κάποιας μορφής ελευθερία. Οι διασκεδάσεις και οι διακοπές δεν είχαν πολύ καλή φήμη. Εκρήξεις χαράς μόνο στα γεγονότα της Νομικής και στο Πολυτεχνείο θυμάμαι, στιγμιαίες. Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο και τους εμφύλιους η λέξη ευτυχία δεν ήταν πλέον λέξη της αριστεράς. Έφυγε με τις εικόνες της.