Μεταπολίτευση: κι όμως είναι ακόμα εδώ

Γιάννης Τσίρμπας

Μάχες, πόλεμος και ερωτήματα για την «πληθυντική» μεταπολίτευση. Η επικαιρότητα των πολιτικών αναλύσεων στο συλλογικό τόμο «Μεταπολίτευση: Η Ελλάδα στο μεταίχμιο δύο αιώνων»

Η έκδοση του συλλογικού τόμου Μεταπολίτευση: Η Ελλάδα στο μεταίχμιο δύο αιώνων, σε επιμέλεια Έφης Γαζή, Μάνου Αυγερίδη και Κωστή Κορνέτη (Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο 2015), ήρθε σε μια χρονική στιγμή που η συζήτηση για αυτό που έχει επικρατήσει να ονομάζεται «μεταπολίτευση» είναι, ίσως, εντονότερη από ποτέ. Από αυτή την άποψη, ο συγκεκριμένος τόμος είναι, καταρχήν, σημαντικός γιατί είναι κεντρικός σε μια ζέουσα συζήτηση σχετικά με το παρόν και το μέλλον της πολιτικής(1) στην Ελλάδα. 

Στην εισαγωγή των επιμελητών αναφέρεται ο «πληθυντικός χαρακτήρας της έννοιας μεταπολίτευση» και συνδέεται με την έννοια του χρονότοπου του Μπαχτίν. Ως «πληθυντική» είναι προφανές ότι η μεταπολίτευση εγείρει μια σειρά από ενδιαφέροντα ερωτήματα προς απάντηση.

Το πρώτο ερώτημα που ανακύπτει αφορά το αν η μεταπολίτευση είναι μια περίοδος που εκτείνεται από το τέλος της δικτατορίας έως σήμερα ή αν είναι μια στιγμή ή, έστω, μια μικρή περίοδος μετάβασης στη δημοκρατία. Ο Ηλίας Νικολακόπουλος στο κείμενό του μιλά αυστηρά για τη διαδικασία της μετάβασης, η οποία τελειώνει και τυπικά με τη δίκη των πρωταιτίων, το 1975. Παράλληλα, είναι κατηγορηματικός στο ότι οφείλουμε να αναφερόμαστε στην περίοδο έκτοτε ως Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία. Επίσης, επισημαίνει ότι μεταπολίτευση στην ελληνική περίπτωση σημαίνει αποκατάσταση της δημοκρατίας, ωσάν πριν το 1967 να είχαμε μια «κανονική» και όχι μια καχεκτική δημοκρατία. Στο λόγο των περισσότερων συγγραφέων πάντως, αλλά και πολύ συχνά στο δημόσιο λόγο, η μεταπολίτευση εννοείται ως ολόκληρη περίοδος, έστω και υπόρρητα. Σε κάθε περίπτωση, η αντιμετώπιση της μεταπολίτευσης στο παρόν κείμενο ακολουθεί τον τρόπο παρουσίασής της από τα περισσότερα κείμενα· αναφέρεται, δηλαδή, κυρίως ως περίοδος.

Το δεύτερο ερώτημα αφορά το ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου, όπως αναλύονται στα κείμενα του τόμου. Αυτά μπορούν, αρχικά, να χωριστούν σε «καλή» και «κακή» μεταπολίτευση.

 

Η «καλή» μεταπολίτευση

Η μεταπολίτευση, μας υπενθυμίζουν αρκετοί από τους συγγραφείς, όπως ο Μοσχονάς, είναι συνώνυμη μιας άψογης και απόλυτα επιτυχημένης δημοκρατικής μετάβασης, η οποία οδήγησε στην οικοδόμηση ενός άρτιου δημοκρατικού συστήματος. Ο Αλιβιζάτος τη χαρακτηρίζει ως μια ευτυχή συνταγματικά περίοδο, κατά την οποία, όπως σημειώνει ο Χριστόπουλος, εδραιώνονται οι συνταγματικές εγγυήσεις. Άλλα σημαντικά θετικά στοιχεία της μεταπολίτευσης είναι η γρήγορη παγίωση της δημοκρατίας, η οποία έρχεται με την ομαλή εναλλαγή στην εξουσία το 1981, αλλά και η άρση των συνεπειών του εμφυλίου, το 1989, όπως τονίζει ο Νικολακόπουλος. Βέβαια, στα θετικά στοιχεία της περιόδου πρέπει να προστεθούν και οι πολλαπλές κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές κατακτήσεις.

 

Η «κακή» μεταπολίτευση

Η μεταπολιτευτική περίοδος, πέρα από τη σύνδεσή της με το λαϊκισμό του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος αναφέρεται σε αρκετά από τα κείμενα του τόμου, φέρει ορισμένα ακόμα χαρακτηριστικά με αρνητική χροιά. Ένα από αυτά, το οποίο τονίζει ο Αλιβιζάτος, είναι ότι πρόκειται για μια περίοδο που χαρακτηρίζονταν από αλαζονεία της εξουσίας. 

Ο Μοσχονάς προσθέτει ότι χαρακτηρίστηκε από την αποτυχία του συνδικαλιστικού κινήματος. Ουσιαστικά, γράφει, αποτυγχάνοντας να προστατεύσει τα συμφέροντα των αδύναμων λαϊκών στρωμάτων, όπως είναι οι κατώτεροι ιδιωτικοί υπάλληλοι και οι άνεργοι, τους οποίους κατέστησε ως τους μεγάλους ηττημένους της περιόδου, το συνδικαλιστικό κίνημα έπληξε την κοινωνική δικαιοσύνη.

Σημαντική θέση στην κριτική της περιόδου έχει το ζήτημα του εξευρωπαϊσμού της χώρας, ο οποίος μάλλον θεωρείται φτενός. Η Μπότσιου στο κείμενό της αναφέρεται σε έλλειμμα ουσιαστικών ευρωπαϊκών και εθνικών στόχων και από τα δύο μεγάλα κόμματα (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ), το οποίο αποκαλύφθηκε τελικά με την κρίση, ενώ ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης γράφει για έναν στρατηγικά ρηχό και αμήχανο εξευρωπαϊσμό, ο οποίος χαρακτήριζε όλες τις κυβερνήσεις μέχρι το 2012. Η Λιαλιούτη, από την πλευρά της, χαρακτηρίζει τη μεταπολίτευση ως μια περίοδο αλλαγής απόδοσης νοήματος, τόσο στο επίπεδο των λόγων όσο και των συμβόλων, αναδεικνύοντας τη σύνδεση αντιαμερικανισμού και μεταπολιτευτικού εθνικισμού.

Προφανώς, δεν θα μπορούσε να λείπει από τον τόμο η αναφορά στην οικονομία και δη στη δημοσιονομική πολιτική. Ο Κωτσονόπουλος στο δικό του κείμενο επιχειρεί να ερμηνεύσει το διαχρονικό δημοσιονομικό κενό του ελληνικού κράτους μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, επιστρατεύοντας τη θεωρία περί εκλογικών οικονομικών κύκλων. Καταλήγει στο ότι οι προεκλογικές πολιτικές επιλογές δεν μπορούν να εξηγήσουν το διαρκές διαθρωτικό κενό του οικονομικού κύκλου. Είναι η διαρκής μεταβολή της κοινωνικής βάσης του δημοσιονομικού κύκλου, δηλαδή το ποιοι πληρώνουν, και η συνακόλουθη αδυναμία εναρμόνισης του θεσμικού πλέγματος με τις ανάγκες που προκύπτουν λόγω της παραπάνω μεταβολής που ευθύνονται για το διαχρονικό δημοσιονομικό κενό, ισχυρίζεται ο Κωτσονόπουλος.

 

Η μεταπολίτευση από άλλες σκοπιές

Πέραν των θετικών και αρνητικών αξιολογήσεων, η μεταπολίτευση φωτίζεται στον τόμο και από διαφορετικές, πολύ ενδιαφέρουσες οπτικές γωνίες. Η Φυτιλή, στο κείμενό της για τις μνήμες του 1940 στον πολιτικό λόγο της δεκαετίας του 1980, αναλύει διεξοδικά την εμφυλιοπολεμική ρητορική της ΝΔ μέχρι το 1985, αλλά και την οικειοποίηση της εθνικής αντίστασης από το ΠΑΣΟΚ. Παράλληλα, αναφέρεται στη συμφιλίωση του 1989, η οποία στηρίχτηκε στη διαγραφή ή στην αποσιώπηση ενός μέρος του παρελθόντος.

Στη δική του συμβολή, ο Σερντεδάκις αναλύει τις συνέχειες και ασυνέχειες της συλλογικής δράσης στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, στο πλαίσιο ενός έντονου αιτήματος εκδημοκρατισμού, υπό το φως της διάψευσης προσδοκιών για θέματα οικονομικής ισότητας και εκδημοκρατισμού. Οι εκλογές του 1981 κλείνουν, γράφει, τον πρώτο αυτό κύκλο διαμαρτυρίας. 

Επιπρόσθετα, μεγάλο ενδιαφέρον από άποψη πολιτικής επικοινωνίας και μάρκετινγκ έχει το κείμενο της Κοτσακά-Καλαϊτζιδάκη, το οποίο αφορά το πρώιμο ΠΑΣΟΚ στην Κρήτη και στη Φλώρινα. Η συγγραφέας εντοπίζει τη στρατηγική «έτσι είναι αν έτσι νομίζετε», με βάση την οποία οι υποστηρικτές του πρόβαλλαν στο κόμμα κατά περίπτωση και κατά περιοχή τις επιθυμίες και ταυτίσεις τους, κάνοντας το ΠΑΣΟΚ να μοιάζει τότε, θα μπορούσε να πει κανείς, με μια ομοσπονδία ταυτοτήτων.

 

Η μεταπολίτευση σήμερα

Τόσο στο επίμετρο του τόμου, όσο και σε ορισμένες από τις κυρίως συμβολές πραγματοποιείται, εύλογα, μια συζήτηση για τη μεταπολίτευση υπό το πρίσμα των σύγχρονων εξελίξεων. 

Στο κείμενό του ο Παναγιωτόπουλος μιλά για ένα ομαλό συνεχές που διακόπηκε την περίοδο μετά το 2010, η οποία χαρακτηρίζεται από οριακότητα. Επιλέγοντας ως σημείο θέασης το δίπολο ασφάλεια-διακινδύνευση, ανακηρύσσει το τέλος της μεταπολίτευσης μια που, όπως υποστηρίζει, εξέλειπε ο ελάχιστος παρανομαστής όλων των χρονικοτήτων και δυνάμεων της μεταπολίτευσης, δηλαδή η ασφάλεια.

«Τίποτα δεν είναι αυτονόητο» μας υπενθυμίζει από την πλευρά του ο Χριστόπουλος, ισχυριζόμενος ότι σήμερα η κρίση και ο νεοφιλελευθερισμός θέτουν υπό αμφισβήτηση τα δικαιώματα που κατακτήθηκαν κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης, μέσω της ελαστικοποίησης των συνταγματικών κανόνων, η οποία θέτει το Σύνταγμα σε sleeping mode. 

Και ο Τσουκαλάς συμφωνεί για το τέλος της μεταπολίτευσης, αλλά το αντιλαμβάνεται ως το τέλος της δημοκρατίας όπως την ξέραμε. Ως, δηλαδή, το πέρασμα σε μια εποχή παρακμής του δημοκρατικού προτάγματος που μπορεί να χαρακτηριστεί ως μεταπολιτική ή ως μεταδημοκρατία. Από την άποψη αυτή, υπογραμμίζει την ανάγκη για μια νέα μεταπολίτευση. Παράλληλα, ο Μοσχονάς, συμφωνώντας με τον Τσουκαλά, γράφει για την επικαιρότητα των αξιών της μεταπολίτευσης και επιχειρηματολογεί για το ότι είναι ακριβώς η ήττα αυτών των αξιών που μας έφερε στο χείλος της αβύσσου. Εντοπίζεται, τέλος, μια προσπάθεια σπίλωσης της μεταπολίτευσης, η οποία για κάποιους συγγραφείς του τόμου, όπως ο Νικολακόπουλος, αποτελεί ουσιαστικά οργανωμένη επίθεση ενάντια στις δημοκρατικές κατακτήσεις της περιόδου, τις οποίες μέχρι σήμερα απολαμβάνουμε.

Κλείνοντας, είναι αλήθεια ότι ένα από τα κύρια στοιχεία του δημόσιου λόγου σήμερα είναι ένας ιδιότυπος ρεβιζιονισμός: μια προσπάθεια απόδοσης συνολικά σε αυτό που ονομάζουμε μεταπολίτευση ή περίοδο μετά τη μεταπολίτευση ή Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία, της ευθύνης για την κρίση. Στην προσπάθεια αυτή, τα θετικά επιτεύγματα, τα οποία αναφέρθηκαν προηγουμένως, αποσιωπώνται ή αντιστρέφονται. Ταυτόχρονα, έχουμε μια προσπάθεια εγκαθίδρυσης μιας νέας τομής μεταξύ του «κακού» χτες και του ελπιδοφόρου, χωρίς όμως εναλλακτικές επιλογές, αύριο.

Γενικά, διαβάζοντας τα πολύ ενδιαφέροντα κείμενα δεν μπορεί να αποφύγει κανείς μια αίσθηση μελαγχολίας. Αρκετά κείμενα διαβάζονται ωσάν να έχουν γραφτεί μετά από κάποια απώλεια. Σαν κάτι να έχει ήδη χαθεί. Ίσως γιατί η αντιμετώπιση του παρελθόντος έχει, προφανώς, πάντα να κάνει με το παρόν από το οποίο το ατενίζουμε. 

Σε κάθε περίπτωση, οι αξίες της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, οι οποίες της κληροδοτήθηκαν από τη μεταπολίτευση, είναι ακόμα εδώ. Ενδεχομένως να έχουν χάσει μερικές μάχες, αλλά όχι τον πόλεμο. Αν και, όντως, τίποτα δεν μπορεί πλέον να αντιμετωπίζεται ως αυτονόητο ή δεδομένο.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

1. Για λόγους συνοχής, το παρόν κείμενο προσπαθεί να φωτίσει τα περιεχόμενα του τόμου που αφορούν κυρίως στο πολιτικό και τις διεργασίες του, αφήνοντας έξω το κοινωνικό, τις ταυτότητες και την κουλτούρα, θέματα που επίσης θίγονται στον τόμο και προσφέρουν στην πολυμέρειά του.

Ο Γιάννης Τσίρμπας είναι Λέκτορας στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών και πεζογράφος.

Γιάννης Τσίρμπας

Το κείμενο αυτό είναι η επεξεργασμένη μορφή της παρουσίασης του συλλογικού τόμου Μεταπολίτευση: Η Ελλάδα στο μεταίχμιο δύο αιώνων, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο 2015, σε επιμέλεια Έφης Γαζή, Μάνου Αυγερίδη και Κωστή Κορνέτη.

Ένα από τα κύρια στοιχεία του δημόσιου λόγου σήμερα είναι ένας ιδιότυπος ρεβιζιονισμός: μια προσπάθεια απόδοσης συνολικά σε αυτό που ονομάζουμε μεταπολίτευση ή περίοδο μετά τη μεταπολίτευση ή Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία, της ευθύνης για την κρίση. Στην προσπάθεια αυτή, τα θετικά επιτεύγματα αποσιωπώνται ή αντιστρέφονται. Ταυτόχρονα έχουμε μια προσπάθεια εγκαθίδρυσης μιας νέας τομής μεταξύ του «κακού» χτες και του ελπιδοφόρου, χωρίς όμως εναλλακτικές επιλογές, αύριο.