«Όχι» και Brexit: ανορθολογικοί risk-lovers ή άλλου τύπου ορθολογικοί παίκτες;

Γιάννης Τσίρμπας

Εν όψει του κομβικού Βρετανικού δημοψηφίσματος για την παραμονή ή όχι της χώρας στην ΕΕ είναι λογικό να επιχειρούνται συγκρίσεις με το ελληνικό δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, όσο και αν, προφανώς, πρόκειται για διαφορετικές περιπτώσεις σε πολλά επίπεδα. Σε πρόσφατο άρθρο του (εδώ) ο καθηγητής του London School of Economics Kevin Featherstone συνέδεσε τις δύο περιπτώσεις στη βάση ενός «νέου λαϊκισμού», ο οποίος συνίσταται στο ότι οι αποφάσεις των λαών (όσων ήταν υπέρ του «Όχι» στην ελληνική περίπτωση και είναι υπέρ του «Brexit» στη βρετανική περίπτωση) φαίνεται να λαμβάνονται με βάση το θυμικό και όχι τα γεγονότα ή τις αντικειμενικές οικονομικές συνέπειες, όπως αναλύονται από πανεπιστήμια και εμπειρογνώμονες, καθώς και με βάση μια γενικευμένη δυσπιστία απέναντι στις πολιτικές ελίτ. 

Σύνδεση των δύο δημοψηφισμάτων –και αρκετών ακόμα- πραγματοποίησε και ο Δημήτρης Χριστόπουλος, καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, σε πρόσφατο άρθρο του (εδώ), συνδέοντας τις συνεχείς αποτυχίες της «Ευρωπαϊκής υπόθεσης» να πείσει τους ψηφοφόρους σε δημοψηφίσματα με μια έλλειψη αίσθησης των εμπλεκόμενων λαών ότι η ΕΕ είναι κάτι «δικό τους», ουσιαστικά, δηλαδή, με μια μεγάλη αντιληπτή απόσταση μεταξύ του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος και των Ευρωπαίων πολιτών ή, με άλλα λόγια, με μια γενικώς αδύναμη Ευρωπαϊκή ταυτότητα. Η Sarah Hobolt από την πλευρά της, επίσης καθηγήτρια του LSE, σημειώνει (εδώ) πως τα δημοψηφίσματα βασικά γίνονται αντιληπτά ως διλήμματα υπέρ ή κατά της διατήρησης ενός status quo. Σύμφωνα με την κυρίαρχη ορθολογική προσέγγιση, οι άνθρωποι είναι γενικά «risk-averse», αποφεύγουν, δηλαδή, το ρίσκο και δεν το επιλέγουν, αν τους δοθεί η δυνατότητα. Αντίθετα, δηλαδή, με ό,τι θα έκαναν αν ήταν «risk-lovers». Από την άποψη αυτή, η ψήφος υπέρ του status quo (δηλαδή η ψήφος υπέρ της παραμονής της Βρετανίας στην ΕΕ και υπέρ του «Ναι» στο ελληνικό δημοψήφισμα) εκκινεί πάντα με ένα προβάδισμα, αφού ενεργοποιεί την επιλογή αποφυγής του κινδύνου. Ωστόσο, στην Ελλάδα υπερίσχυσε με μεγάλη άνεση η risk-loving εκδοχή (το «Όχι»), ενώ και οι πιθανότητες ενός Brexit δεν είναι καθόλου αμελητέες τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές. Για την ακρίβεια είναι ακριβώς όσες και οι πιθανότητες ενός Bremain (εδώ τα τελευταία δημοσκοπικά δεδομένα). 

Αναδεικνύεται, λοιπόν, εύλογα, αλλά και πιεστικά, το ερώτημα γιατί οι ψηφοφόροι στις δύο αυτές περιπτώσεις φαίνονται να απομακρύνονται από την ορθολογική επιλογή αποφυγής του ρίσκου και διατήρησης του status quo. Η «λαϊκιστική» εξήγηση είναι κάπως ανεπαρκής, από την άποψη ότι τόσο το στρατόπεδο του «Ναι» στην Ελλάδα, όσο και το στρατόπεδο του Remain στη Βρετανία δεν φείδονται αντίστοιχων λαϊκιστικών στρατηγημάτων. Π.χ. τον Ιούλιο του 2015 ήταν ευρέως διαδεδομένη στο δημόσιο λόγο η συναισθηματικά επενδυμένη άποψη ότι επικράτηση του «Όχι» θα σήμαινε αποκοπή της Ελλάδας από τον πολιτισμένο κόσμο ή την «Ευρώπη» γενικώς ή ότι ένα Brexit σήμερα θα σημάνει τρίτο παγκόσμιο πόλεμο ή το τέλος του δυτικού πολιτισμού, όπως δήλωσαν πρόσφατα κορυφαίοι αξιωματούχοι που τάσσονται υπέρ της παραμονής της Βρετανίας στην ΕΕ. Ο λαϊκισμός και οι επικλήσεις στο θυμικό (ως λύτρωση ή ως απειλή, αναλόγως το στρατόπεδο) φαίνονται περισσότερο ως μια σταθερά και λιγότερο ως μια μεταβλητή, τουλάχιστον σε ένα διχοτομικό επίπεδο παρουσίας ή μη του φαινομένου και όχι αναγκαστικά στο επίπεδο της έντασής του εντός κάθε στρατοπέδου, όπου, όντως, χωρά συζήτηση (αν και συζήτηση χωρά και σχετικά με την ερμηνευτική αξία του όρου «λαϊκισμός» καθαυτή, αλλά δεν είναι εδώ ο χώρος για να γίνει). 

Από την άλλη, η εξήγηση με βάση την ταυτοτική αίσθηση του «ανήκειν» έχει μεγάλη ερμηνευτική ισχύ γιατί λαμβάνει υπόψη της την έννοια της απόστασης, η οποία γνωρίζουμε ότι έχει μεγάλη σημασία για την εκλογική συμπεριφορά και θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι πρόκειται για τη μεταφορά της έννοιας της κομματικής ταύτισης στην περίπτωση των δημοψηφισμάτων. Παρόλα αυτά, το αποτέλεσμα του ελληνικού δημοψηφίσματος έδειξε μια αναντιστοιχία μεταξύ της απήχησης της ευρωπαϊκής υπόθεσης (της «ταύτισης») και του «Όχι»: η απόλυτη πλειοψηφία των Ελλήνων ήταν ταυτόχρονα υπέρ του Ευρώ, κατά της εξόδου από την ΕΕ, αλλά και υπέρ του «Όχι». Ταυτόχρονα, παρά το γεγονός πως αν αθροίσει κανείς τους ψηφοφόρους των βρετανικών κομμάτων που έχουν τοποθετηθεί υπέρ της παραμονής της Μ. Βρετανίας στην ΕΕ θα έχει μια άνετη πλειοψηφία του Remain, αυτό δεν επιβεβαιώνεται, τουλάχιστον δημοσκοπικά.

Μήπως, όμως, τελικά, τα παραπάνω φαινομενικά παράδοξα δεν είναι σημάδια μη ορθολογικής συμπεριφοράς, αλλά μιας άλλου τύπου, έστω οριοθετημένης, ορθολογικότητας (bounded rationality) που ανακύπτει σε συνθήκες κρίσης και, πολύ σημαντικό αυτό, πλαισιώνεται και με αντίστοιχο τρόπο; Η απάντηση είναι πιθανό να είναι θετική. Πριν από περίπου τέσσερις δεκαετίες, ένας ψυχολόγος και οικονομολόγος, ο Daniel Kahneman (Νόμπελ οικονομίας 2002) και ένας ψυχολόγος και μαθηματικός, ο Amos Tversky, εισήγαγαν τη θεωρία προοπτικής (prospect theory). Σύμφωνα με αυτήν, σε συνθήκες κρίσης ή ριζικής απειλής, οι άνθρωποι είναι πιθανό να τείνουν να παύσουν να επιθυμούν την ασφάλεια του status quo (και τα σίγουρα, τουλάχιστον μεσαίου μεγέθους κόστη που τους χρεώνει σε αντάλλαγμα της ασφάλειας που τους προσφέρει) και να προτιμήσουν τη «λοταρία» του να μην πληρώσουν τίποτα (να σταματήσουν επιτέλους να πληρώνουν), αποδεχόμενοι, όμως, τον κίνδυνο να τα χάσουν όλα ή, τέλος πάντων, να χάσουν πολλά. Εδώ σημασία έχει η σχετική απώλεια ή το σχετικό κέρδος και όχι η απόλυτη χρησιμότητα. Το πόσο καλύτερα ή χειρότερα θα είναι κάποιος σε σχέση με μια αφετηριακή κατάσταση δηλαδή. Στην περίπτωση του ελληνικού δημοψηφίσματος, μετά από πέντε χρόνια σκληρής και ανισοκατανεμημένης λιτότητας το δίλημμα για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού ήταν είτε συνέχιση της οικονομικής του αιμορραγίας υπό την αιγίδα των Ευρωπαϊκών θεσμών είτε «απελευθέρωση» από τα δεσμά, η οποία θα μπορούσε να σημαίνει μια νέα αρχή χωρίς τα ευρωπαϊκά βάρη ή μια οικονομική καταστροφή (η λοταρία). Αντίστοιχα, όσο πιο αδρά μπορεί να περιγράψει κανείς ένα τόσο σύνθετο θέμα όσο το βρετανικό δημοψήφισμα, στη Βρετανική περίπτωση έξοδος από την ΕΕ σημαίνει μια νέα αρχή, χωρίς την υποχρέωση πληρωμής φόρων για την κατασκευή γεφυρών στην Ελλάδα, όπως έγραφε μια αφίσα υπέρ του Brexit και, κυρίως, χωρίς τους ανεπιθύμητους ξένους, ενώ η παραμονή της χώρας στην ΕΕ και η διατήρηση του status quo σημαίνει την αέναη συνέχιση καταβολής «κόστους» σε διάφορα επίπεδα.

Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι για την ενεργοποίηση μιας τέτοιου είδους, risk-loving -με κλασικούς ορθολογικούς όρους- ή οριοθετημένα ορθολογικής συμπεριφοράς είναι απαραίτητες δύο προϋποθέσεις, με πρώτη την ύπαρξη συνθηκών κρίσης. Στην ελληνική περίπτωση, πρόκειται αναμφισβήτητα για την οικονομική κρίση, η οποία υπογραμμίζεται από μια σε μεγάλο βαθμό «κρισολογικού» τύπου πλαισίωση του δημόσιου λόγου τα τελευταία χρόνια, ενώ στη Βρετανία η αντίστοιχη κρίση είναι κυρίως η προσφυγική και η απειλή ανεξέλεγκτης εισόδου μεγάλου αριθμού ξένων. Η δεύτερη απαραίτητη προϋπόθεση είναι η πλαισίωση της διαφοράς μεταξύ του σημείου αφετηρίας και του σημείου κατάληξης. Εδώ, δεν μπορεί παρά να επισημάνει κανείς την αντίφαση ότι τελικά είναι η επικοινωνιακή στρατηγική του «Ναι» και, αντίστοιχα, του Remain, κεντρικό σημείο των οποίων είναι η απειλή μιας ριζικής ανατροπής του status quo, που προσφέρει σε όσους ψηφοφόρους έχουν την τάση να «τζογάρουν» σε συνθήκες κρίσης, ακριβώς αυτό που χρειάζονται: την πιθανότητα ότι αν επικρατήσει ένα από τα δύο ενδεχόμενα, θα αλλάξουν «όλα». Και αυτό, για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού σήμερα δεν είναι αυτοδίκαια κάτι αρνητικό. Ενισχυτικό της πιθανότητας ενεργοποίησης μιας τέτοιου τύπου συμπεριφοράς είναι και το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι του Brexit εμφανίζονται πιο αποφασισμένοι στις δημοσκοπήσεις και πιο σίγουροι ότι θα πάνε να ψηφίσουν. Αντίθετα, όταν πιεστούν, οι αναποφάσιστοι δηλώνουν στην πλειοψηφία τους ότι τείνουν προς το Remain. Άρα, με όρους κάποιου τύπου υπολογισμού κόστους και οφέλους, οι πρώτοι αντιλαμβάνονται ότι κάτι έχουν να κερδίσουν από τη συμμετοχή τους στις εκλογές και δεν έχει νόημα να είναι λαθρεπιβάτες στην ψήφο των υπολοίπων, όπως αναμένεται στο πλαίσιο κλασικότερων ορθολογικών συμπεριφορών (και παρατηρείται στο στρατόπεδο του Remain).

Προφανώς, η παραπάνω υπόθεση περί οικονομικής συμπεριφοράς αποφυγής ενός σίγουρου κόστους χρειάζεται περαιτέρω επεξεργασία και εμπειρικό έλεγχο. Αναδεικνύει, πάντως, το γεγονός ότι η συμπεριφορά με βάση κάποιον τρόπο, έστω σταθμισμένου, υπολογισμού του κόστους και του οφέλους, δεν εξασφαλίζει πάντα θετικά αποτελέσματα. Παράλληλα, με δεδομένο ότι οι εξελίξεις μετά το ελληνικό δημοψήφισμα μόνο αυτό που προέβλεπαν τα αντίπαλα στρατόπεδα δεν έφεραν (ούτε λύτρωση ούτε καταστροφή), αλλά και με δεδομένο ότι ακόμα και σε περίπτωση Brexit οι διαδικασίες και οι πολιτικές εξελίξεις θα είναι αργόσυρτες και σίγουρα δύσκολο να καθοριστούν εκ των προτέρων, ίσως να χρειάζεται διπλή σκέψη πριν την καταστροφολογία, τη διατύπωση απειλών ή μονόδρομων, η οποία φαίνεται να λειτουργεί υπό κανονικές συνθήκες, αλλά και να δύναται να ενισχύσει αντίστροφες τάσεις υπό συνθήκες κρίσης ή εξαίρεσης.

 

*Με ευχαριστίες στους Νίκο Κουτσιαρά και Μάνο Τσατσάνη.

Ο Γιάννης Τσίρμπας είναι Λέκτορας στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών και πεζογράφος.

Γιάννης Τσίρμπας

Η απόλυτη πλειοψηφία των Ελλήνων ήταν ταυτόχρονα υπέρ του Ευρώ, κατά της εξόδου από την ΕΕ, αλλά και υπέρ του «Όχι». Ταυτόχρονα, παρά το γεγονός πως αν αθροίσει κανείς τους ψηφοφόρους των βρετανικών κομμάτων που έχουν τοποθετηθεί υπέρ της παραμονής της Μ. Βρετανίας στην ΕΕ θα έχει μια άνετη πλειοψηφία του Remain, αυτό δεν επιβεβαιώνεται, τουλάχιστον δημοσκοπικά.

Με δεδομένο ότι ακόμα και σε περίπτωση Brexit οι διαδικασίες και οι πολιτικές εξελίξεις θα είναι αργόσυρτες και σίγουρα δύσκολο να καθοριστούν εκ των προτέρων, ίσως να χρειάζεται διπλή σκέψη πριν την καταστροφολογία, τη διατύπωση απειλών ή μονόδρομων, η οποία φαίνεται να λειτουργεί υπό κανονικές συνθήκες.