Πανόραμα ενός μελαγχολικού

Μανώλης Τσίπος

Αναρωτιέμαι πώς θα ήταν αν διάβαζε ο Φίλιπο αυτές τις γραμμές που γράφω για κείνον. Μερικά από τα πολυτιμότερα πράγματα γράφονται γι’ αυτούς που μάλλον δεν θα τα διαβάσουνε ποτέ. Δίχως παρέκκλιση, επιβεβαιώνεται εσαεί η κωμωδία που ονομάζεται «γράφω για κάποιον, γράφω εξαιτίας του, γράφω γιατί τον αγαπώ, γράφω γιατί εκείνος με αποδιώχνει».

 

ΖΗΤΑ

Στο ελληνικό αλφάβητο το γράμμα ζήτα ακούγεται όπως η προστακτική σε δεύτερο πρόσωπο του ρήματος «ζητώ». Μοιάζει κάποιος να σε προστάζει να ζητήσεις κάτι από κάποιον άλλο, δηλώνει εμφατικά το δικαίωμα σε ενός είδους απαίτηση. Συνήθως το προστακτικό «ζήτα» συνοδεύεται στο τέλος από ένα θαυμαστικό: σαν η προσταγή «ζήτα!» να αποθαυμάζει τον εαυτό της που αισθάνεται αρκετά σίγουρη ώστε να ζητήσει. Συχνά αυτός που καλείται να ικανοποιήσει μια τέτοια απαίτηση, στην πραγματικότητα καλείται να κάνει κάτι περισσότερο από μια απλή επιτέλεση της επιθυμίας του άλλου: αυτό που πάντα διακυβεύεται σε μια σχέση η οποία αναζητά την πλήρωση της επιθυμίας είναι η ικανότητα, αμοιβαία ή μη, όλων των εμπλεκόμενων μερών να επενεργούν με τη μεγαλύτερη δυνατή ένταση πάντα και μόνο προς την προσπάθεια πλήρωσης της επιθυμίας, χωρίς ποτέ να φτάνουν στην καθολική εκπλήρωση αυτού που ζητείται. Ζητώντας, δίνουμε στον άλλο την ευκαιρία να προσπαθήσει να προσφέρει αυτό που ζητούμε. Το πιο σημαντικό είναι η ποιότητα αυτής της προσπάθειας: οι πιο άξιοι ανάμεσά μας είναι εκείνοι που κατορθώνουν να φτάσουν μέχρι το σημείο όπου καθίσταται εφικτό να επισυμβαίνουν αυτόνομα εκλάμψεις αυτοθυσίας.

Γράφω γιατί είμαι ερωτευμένος.

11 Μαρτίου 2013.
Γράφω έπειτα από σχεδόν οχτώ μήνες σιωπής. Το δικό μου φεγγάρι φαίνεται πως έχει οχτάμηνο κύκλο, αν και παραμένει για μένα ακόμη ανεξερεύνητο το σεληνιακό τοπίο της ερωτικής μου επιθυμίας. Αυτή η έλλειψη επιστημονικής γνώσης έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορώ να πω με σιγουριά εάν το φεγγάρι μου βρίσκεται αυτή τη στιγμή στη χάση ή τη φέξη του. Αντιλαμβάνομαι ότι αυτή η γνώση θα εξαρτηθεί από το πέρας της παρούσας ερωτικής μου ιστορίας. Ταραγμένος ανακαλύπτω την αδυναμία μου να αποφύγω τις ηλεκτροφόρες συνάψεις του έρωτα για ακόμη μία φορά. Η αίσθηση αυτών των ηλεκτρικών κενώσεων εγγράφεται ηδονικά τόσο στο φυσικό όσο και στο αστρικό μου σώμα, αυτό των ονείρων. Λοιπόν, πόσο όλα παραμένουν ίδια! Για πάντα το όνομα Ρομέο και το όνομα Ιουλιέτα θα μου προκαλούν ρίγη, που εντέλει προσπερνούν τις όποιες κρυφές μου ενοχές γι’ αυτόν τον σωματικό μελοδραματισμό, ενοχές που προκαλούνται σίγουρα από τη μεταμοντέρνα μου παιδεία. Το όνομα Ρομέο και το όνομα Ιουλιέτα, σε ιταλική προφορά, μου αναγεννούν τον πόθο: έχει να κάνει μάλλον με το γεγονός ότι ο έρωτάς μου τρέφεται αυτή την εποχή από την επαφή εδώ στο Άμστερνταμ με κάποιο πρόσωπο που έχει γεννηθεί στην Ιταλία.

Αλλά ο έρωτάς μου δεν βρίσκει ανταπόκριση.

22 Φεβρουαρίου 2013.
Βρίσκομαι στη Βέρνη της Ελβετίας. Αγοράζω ένα παλαιό βιβλίο πάνω στον συμβολισμό ορισμένων λουλουδιών στην ιαπωνική παράδοση. Το βιβλίο αγοράζεται στην Γκαλερί Χάφνερ, στην οδό Ράτχαουσγκάσε 8, ιδοκτησίας των Ντανιέλε και Ουέλι Χάφνερ, μία εντυπωσιακή αντικερί που ειδικεύεται στην «Παλαιά Τέχνη». Το βιβλίο είναι τυπωμένο στο Πεκίνο το 1937 από τον εκδοτικό οίκο Imprimerie des Lazaristes για λογαριασμό του ιαπωνικού εκδοτικού οίκου Kyo Bun Kwan, ενεργού από το 1885, με έδρα το Τόκιο. Αποτελεί συλλεκτικό κομμάτι της πρώτης έκδοσης και είναι γραμμένο στα αγγλικά από έναν Βρετανό, ονόματι Άλφρεντ Κοέν, ο οποίος έζησε στη δεκαετία του ’30 στην Ιαπωνία. Δεμένο στο χέρι με βαθυπράσινο σπάγκο σε τέσσερα σημεία της ράχης, τυπωμένο σε εξαιρετικό υπόλευκο χοντρό ριζόχαρτο, είναι αληθινό στολίδι. Η κάθε σελίδα του βιβλίου είναι στην πραγματικότητα δύο σελίδες ενωμένες μεταξύ τους, λεπτομέρεια που ενισχύει τη χειροποίητη ποιότητα. Εντόπισα το βιβλίο στη βιτρίνα της γκαλερί σε μια από τις καθημερινές βόλτες μου στα στενά δρομάκια της μεσαιωνικής Βέρνης. Κάτι αναπήδησε μέσα μου, προμήνυμα αυτού που ερχόταν σύντομα: σαν κεραυνοβολημένος από έρωτα, έπρεπε πάση θυσία να το αποκτήσω. Όπως και τα κόκκινα τριαντάφυλλα της Αλίκης, «Αυτό μου μίλησε». Χρειάστηκε να προσπαθήσω τέσσερις φορές: στις πρώτες τρεις έβρισκα κλειστή την γκαλερί. Την τέταρτη φορά βρέθηκα να θαυμάζω το βιβλίο στη βιτρίνα, τρέμοντας μήπως κάποιος άλλος, πιο γρήγορος από μένα, προλάβει να το αποκτήσει. Εντέλει, ακριβώς την τελευταία μέρα του σύντομου ταξιδιού μου στη Βέρνη, μετρώντας με αγωνία τα λιγοστά λεπτά που με χώριζαν από το μέρος της εργασίας μου, όπου έπρεπε δίχως απόκλιση να βρεθώ τη γνωστή ώρα, πάνω ακριβώς που οι δυνάμεις μου δεν έφταναν πια για να διατηρήσω την ελπίδα, εμφανίζεται η κυρία Χάφνερ, ανοίγει την γκαλερί κι ορμώντας μέσα, σε λίγα λεπτά το βιβλίο γίνεται δικό μου, αφού κατέβαλα το απαραίτητο αντίτιμο των εξήντα ελβετικών φράγκων. Αισθάνομαι νικητής.

Το βιβλίο αναφέρεται στην ιαπωνική παραδοσιακή πρακτική του hanami, της απόλαυσης των λουλουδιών μέσω της όρασης σε ένδειξη βαθιάς εκτίμησης για τη φύση. Σε κάθε ιαπωνικό σπίτι το σωστό σημείο για την επίδειξη κομμένων λουλουδιών και κλαδιών, τοποθετημένων μέσα σε βάζα, είναι το λεγόμενο tokonoma. Πρόκειται για σημείο το οποίο παλαιότερα αποτελούσε τόπο προσευχής στον Βούδα, μα σιγά σιγά, στο πέρασμα των αιώνων, απέκτησε νέα ταυτότητα: έγινε οικιακό μέρος-σκήνωμα αισθητικής απόλαυσης. Εκεί εκτίθενται τα πιο πολύτιμα αντικείμενα του νοικοκυριού, έργα τέχνης τα οποία εμφανίζονται για μικρό μόνο χρονικό διάστημα. Σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο του σπιτιού, θησαυροφυλάκιο δίχως κλειδί και λουκέτο, είναι που οι Ιάπωνες εκθέτουν τις μοναδικές συνθέσεις τους με λουλούδια.

Ο συγγραφέας παρουσιάζει τα πιο ονομαστά από αυτά, εκείνα που περισσότερο από άλλα εξωτερικεύουν –ταυτόχρονα με την ομορφιά τους– τη δύσβατη ιαπωνική ψυχή. Ανάμεσα σ’ αυτά, ο συγγραφέας παρουσιάζει την καμέλια. Γράφει πως το λουλούδι αυτό ανθίζει κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων μηνών του έτους, επιδεικνύοντας ακαταμάχητη γοητεία και μυρωδάτη ομορφιά. Οι ιαπωνικές καμέλιες είναι μεγάλου μεγέθους, πολυπέταλες, με γυαλιστερά οβάλ βαθυπράσινα φύλλα. Τόσο οι κόκκινες όσο και οι λευκές ποικιλίες χαίρουν μεγάλου θαυμασμού από τους Ιάπωνες, που τις προτιμούν για τις συνθέσεις τους, συχνά συνδυάζοντας τα άνθη της με κλωνιά κλαίουσας ιτιάς. Ο συμβολισμός όμως της καμέλιας, λέει ο συγγραφέας, δεν είναι γιορτινός ούτε χαρούμενος. Ο λόγος έγκειται στο γεγονός ότι η καμέλια ρίχνει απότομα ολόκληρο το άνθος όταν θελήσει να αποκοπεί από εκείνο: δεν το αποχωρίζεται σταδιακά, πέταλο με πέταλο, σ’ ένα χορό αργού αποχαιρετισμού. Το άνθος της καμέλιας πέφτει βαρύ στο χώμα, στην ώριμη ομορφιά του, χτυπημένο από ξαφνικό θάνατο. Στο ζενίθ του θαυμασμού η καμέλια συναντά το σκότος. Πρόωρος ο θερισμός, το δίχως άλλο, μα πώς αλλιώς να κερδίσει κανείς τη λατρεία των ανθρώπων;

 

ΗΤΑ

Υπάρχουν παραπάνω πρόσωπα πέρα από μένα που κρατούν την αναπνοή τους προσπαθώντας να μαντέψουν την επόμενη κίνηση του Φίλιπο, εκείνου που ξέρει να μου εμπνέει τον έρωτα. Κι άλλοι, πέρα από μένα, έχουν τις αισθήσεις τους καρφωμένες πάνω στο όμορφο παρουσιαστικό του Ιταλού, σ’ εκείνον που έχει την καταπληκτική δύναμη να μου κόβει την ανάσα, εμπειρία θανάτου που με γεμίζει με ζωή. Είμαι δεσμευμένος σε μια γητεμένη διαδρομή, σκλάβος προσκυνητής της λευκότητας του κορμιού του. Κάθε τέτοιο προσκύνημα υπακούει σε μια βασική προϋπόθεση: ο πιστός οφείλει να επιδείξει επιμονή και να αφεθεί στο καθαρτικό ταξίδι ώστε αυτό να επενεργήσει πάνω του σε βάθος χρόνου. Ο καλός προσκυνητής αποδέχεται εντέλει ότι το πιο σημαντικό είναι το κάθε βήμα ξεχωριστά που τον φέρνει πιο κοντά στον καθεδρικό που στοχεύει να φτάσει, ανεξάρτητα αν τελικά αυτό θα επιτελεστεί ή όχι. Το καταλαβαίνω αυτό, δεν αμφιβάλλω διόλου, αλλά εγώ είμαι κακός προσκυνητής, εξακολουθώ μόνο να φλέγομαι για το ιταλικό σώμα. Να το φτάσω, να προσκυνήσω, να το φιλήσω θερμά, να μου δοθεί μια λύτρωση. Κάθε φορά που τον συναντώ, γεμίζω έπειτα από μια ανάμνηση σιωπής, σαν να έχω πριν παραμείνει σιωπηλός δίπλα του, κάτι που δεν είναι αλήθεια. Είναι η εναπομένουσα αίσθηση των απόντων βλεμμάτων και των σκέψεων που δεν έχουν ακόμα πραγματωθεί. Μόνο αργότερα καταφτάνουν λέξεις, αλλά οι πράξεις παραμένουν πάντα λίγες και λειψές. Το δικό μου προσκύνημα στοχάζεται τη λέξη «ήττα».

28 Μαρτίου 2013.
Καμία επικοινωνία μαζί του εδώ και τρεις μέρες. Σιγή ασυρμάτου στο Άμστερνταμ. Κανονιοβολισμός σε βάλτο νωρίς το πρωί. Πούσι, υγρός γδούπος. Ένα μυριόποδο ξεπροβάλλει ζαλισμένο μέσα από τη λάσπη. Ξέρω πως πρέπει να αποστρέψω το βλέμμα μου από εκείνον. Να ρίξω χώμα βαρύ στα μάτια μου. Να γυρίσω τις κόρες των ματιών μέσα μου, όπου μόνο εκεί μπορεί να στεγαστεί ο έρωτας. Να ησυχάσω. Να γεράσω. Μα δεν μπορώ.

Βαριά η καρδιά. Ψάχνω και ξαναβρίσκω σήμερα το απόκομμα από ένα άρθρο που θυμάμαι πως κράτησα από την εφημερίδα «Τα Νέα» το περασμένο καλοκαίρι, δίχως να το πολυσκεφτώ, εν μέσω καύσωνα στην Αθήνα, στις 9 Ιουλίου 2012. Όμως το άρθρο αυτό παρέμεινε ζωντανό στη μνήμη μου και σήμερα το έχω ανάγκη. Εκεί ξαναδιαβάζω ότι οι εργάτες ενός είδους τερμιτών της Λατινικής Αμερικής βρίσκουν μια νέα δουλειά για τον εαυτό τους όταν είναι πια πολύ γέροι για να υπηρετήσουν την αποικία: αναλαμβάνουν αποστολές αυτοκτονίας και επιτίθενται στον εχθρό με βόμβες τοξικής κόλλας. Από όλα τα είδη τερμιτών στα οποία έχουν καταγραφεί πράξεις αυτοθυσίας, το είδος Neocapritermes taracua, ενδημικό της Γαλλικής Γουιάνας, είναι πιθανότατα το πιο θεαματικό: εργάτες φέρουν στον θώρακα «σακίδια» από τοξικούς μπλε κρυστάλλους χαλκού, οι οποίοι παράγονται από ειδικούς αδένες στην κοιλιά. Όταν τα έντομα δεχθούν επίθεση από κάποιο θηρευτή –ή ακόμα και από κάποιον εντομολόγο που κρατά λαβίδα– οι κρύσταλλοι χαλκού βρέχονται με σάλιο και σχηματίζουν μια τοξική κόλλα που πνίγει τον εχθρό. Πειράματα στο εργαστήριο δείχνουν ότι αυτές οι επιθέσεις αυτοκτονίας αρκούν για να κατατροπώσουν τερμίτες του διαφορετικού είδους Labiotermes labralis, αναφέρουν Ευρωπαίοι ερευνητές στο περιοδικό «Science». Το ενδιαφέρον όμως δεν σταματά εδώ. Οι ερευνητές παρατήρησαν ότι οι δαγκάνες των καμικάζι είναι ασυνήθιστα φθαρμένες, ένδειξη μεγάλης ηλικίας. Το πιθανότερο λοιπόν είναι ότι οι βομβιστές αυτοκτονίας ξεκίνησαν τη ζωή τους ως απλοί εργάτες που συνέλεγαν τροφή για την αποικία. Όταν πια γέρασαν και οι δαγκάνες τους έπαψαν να είναι κοφτερές, άλλαξαν επάγγελμα κι έγιναν τρομοκράτες. Μετά τη δραστική αυτή αλλαγή καριέρας, οι συνταξιούχοι εργάτες «προσφέρουν μια διαφορετική υπηρεσία στην αποικία» εξηγεί ο Ρόμπερτ Χάνους του Ινστιτούτου Οργανικής Χημείας και Βιοχημείας στην Πράγα, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας. Όπως επισημαίνει, «υπάρχουν θεωρίες που προβλέπουν ότι, στο πρώτο μέρος της ζωής τους, τα κοινωνικά έντομα πρέπει να αναλαμβάνουν κοπιώδεις εργασίες χαμηλού κινδύνου, ενώ αργότερα στη ζωή τους αναλαμβάνουν επικίνδυνες αποστολές όπως η άμυνα». Ούτως ή άλλως, τα κοινωνικά έντομα όπως οι τερμίτες, τα μυρμήγκια και οι μέλισσες είναι ίσως τα πλέον αλτρουιστικά ζώα, αφού έχουν εξελιχθεί να παρακάμπτουν την αναπαραγωγή και να θυσιάζονται για χάρη της βασίλισσας που θα διαιωνίσει τα γονίδιά τους. Όσον αφορά το πώς εξελίχθηκαν οι χημικές επιθέσεις στο είδος Neocapritermes taracua, οι ερευνητές θεωρούν ότι πρόκειται για μετεξέλιξη των απλούστερων όπλων που απαντώνται σε άλλα είδη τερμιτών: αρκετά είδη απλώς αφοδεύουν πάνω στους εχθρούς, συχνά σημαδεύοντάς τους από απόσταση, ενώ κάποια σφίγγουν τους μυς της κοιλιάς τους μέχρι να σκάσουν και να περιλούσουν τον εχθρό με σωματικά υγρά.

Βρίσκω υπέροχο το γεγονός ότι αυτός ο γερασμένος τερμίτης, στο τέλος της ζωής του, αντί να επιμείνει σε έναν ήσυχο θάνατο –αφημένος στο χώμα, ξαπλωμένος ήρεμα, με τις φθαρμένες δαγκάνες του για πάντα ανοιχτές, αναμένοντας– επιλέγει να εκραγεί, γίνεται καμικάζι. Οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι αυτό συμβαίνει προκειμένου να απωθήσει τον εχθρό σε μια έσχατη πράξη αυτοαναίρεσης, υπό το κυριαρχικό αίσθημα χρέους προς τον άλλο τερμίτη, για τον οποίο εργάστηκε σκληρά καθ’ όλη τη δύσκολη ζωή του. Δεν έχω κανένα λόγο να μην δεχτώ αυτή την εξήγηση, αλλά έχω ταυτόχρονα την αίσθηση πως είναι πιθανό ο γηραλέος τερμίτης να σκάζει θριαμβικά προκειμένου να επιδείξει μόνο και μόνο τον ακραίο έρωτά του για την αποικία.

1 Απριλίου 2013.
Επομένη του Πάσχα των καθολικών. Είναι εκπληκτικά φωτεινό αυτό το πρωινό. Συνέρχομαι από χτες βράδυ, όπου μετά βίας θυμάμαι να καταρρέω στο σαλόνι του σπιτιού μου, εντελώς μεθυσμένος. Δεν έχω ανάμνηση μερικών ωρών για πρώτη φορά στη ζωή μου. Κλαίω αυτό το πρωί. Δεν μπορώ να δεχτώ τροφή. Κάνω ποδήλατο με μάτια υγρά στους δρόμους του Άμστερνταμ.  Μπαίνω στο βιβλιοπωλείο του άρτι ανακαινισθέντος μουσείου σύγχρονης τέχνης Στέιντελικ, για να δω μια ακόμη φορά, την τελευταία μέρα της έκθεσης, τη ρετροσπεκτίβα του αυτόχειρα κληρονόμου της ποπ αρτ, Μάικ Κέλι. Αναπάντεχα μέσα σ’ αυτό το λαμπρό πρωινό εμφανίζεται ο Φίλιπο. Εκτόπλασμα που υλοποιείται μπρος στα μάτια μου. Πρωινή οπτασία, πάντα χαμογελώντας, τη στιγμή ακριβώς που έχω πειστεί ότι τα πάντα έχουν χαθεί. Η καρδιά μου, μυς γεμάτος αίμα, ανθίζει. Άνεμος ανατολικός, λεβάντες.

Μπαίνουμε μαζί ήρεμοι στην έκθεση του Μάικ Κέλι. Μου ζητά να απομονωθεί κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μας, έτσι πάντα κάνει, απομονώνεται. Δεν φέρνω αντίρρηση. Τον μιμούμαι. Ανοίγω το ημερολόγιό μου και ξεκινώ να γράφω μερικές φράσεις παρατηρώντας τα εκθέματα. Αινίγματα. Τα πάντα είναι περίεργα. Είμαι άχρηστος. Παρακαλώ επικοινωνήστε με τον John. Πίνακες-σκουπίδια. Χωρίς όριο επέκταση. Το πρόσωπό του μεταξύ λούτρινων ζώων. Πρόσωπο γεμάτο ακμή. Το αντικείμενο είναι καλυμμένο, όχι κρυμμένο. Τα δύο νησιά συνενώνονται για να σχηματίσουν ένα πλοίο. Μυρμήγκια που μοιάζουν με βάζα γεμάτα μέλι. Ενέργεια που καθίσταται ορατή – Poltergeist, εκτόπλασμα, τεράτωμα. Καμπάνες που κάνουν σεξ, χαμογελώντας, ντιν-ντιν-νταν. Με ελκύει το κόκκινο τέλος του φάσματος. Ένας κατελθών Μόμπι Ντικ, με την ουρά ν’ αφρίζει. Ένας κακός αστερίας, πολύ θυμωμένος. Νησί της μαϊμούς. Ο χώρος μου είναι ο χώρος όπου η συμπεριφορά μου δεν επηρεάζεται από κανένα άλλο ζωντανό ον. Αυτός είναι ο ορισμός του χώρου μου. Στη γνώση υπάρχει δύναμη. Τι είδους γνώση; Η γνώση της απόστασης μιας κεφαλής. Μια περφόρμανς του μοντάζ μιας περφόρμανς, Banana-Man, 1993 (Captain Kangaroo). Εάν δεν θες τον ορισμό, μην ανοίγεις το λεξικό. Λίστες πραγμάτων που βλέπω – να αναμένεται, να κατανοείται, να παρεξηγείται, να αναγνωρίζεται, να λατρεύεται, να μισείται, να βλέπεται, να αγγίζεται, να κουβεντιάζεται ικανοποιητικά, να ονειρεύεται, να μην ονειρεύεται, να δοξάζεται. Αρχαιότητα σπασμένων υπόλευκων κεραμικών. Ταξινομία. Η πόλη του Σούπερμαν, Κρύπτον.

Τέτοια είναι η σχέση μου με τον Ιταλό, γεμάτη επανεμφανίσεις και γρίφους. Όλα κρυφά, η πόρτα παραμένει μισάνοιχτη, ο Υπεράνθρωπος φημολογείται πως διαμένει μόνιμα στο Χόλιγουντ.

 

(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 27 Οκτωβρίου 2018)

ΧΡΟΝΟΣ #66, 27 Οκτωβρίου 2018

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Gerhard Mantz, Persönliches Wagnis (Personal Risk), 2009, ψηφιακή εκτύπωση σε καμβά, 140 x 250 cm

Ο Μανώλης Τσίπος γεννήθηκε το 1979 στην Αθήνα. Γράφει ποίηση και κείμενα για τη σκηνή, όντας σε ανοιχτό διάλογο με τις σύγχρονες παραστατικές τέχνες. Το Πανόραμα ενός μελαγχολικού είναι η πρώτη του νουβέλα.

 

Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα, Σεπτέμβριος 2018, ISBN: 978-960-576-809-6