ΔΥΟ ΑΓΝΩΣΤΑ ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΣΚΑΡΙΜΠΑ: «ΜΑΡΙΑΜΠΑΣ» καὶ «ΟΙ ΓΑΛΑΤΑΔΕΣ»

Συμεὼν Γρ. Σταμπουλοῦ

(Πρῶτο σημείωμα)

Στὸ ἀρχεῖο τῆς κ. Ἑλένης Ἀργέστη, ποιήτριας καὶ πεζογράφου,(1) τὸ ὁποῖο μὲ τὴν φροντίδα τῆς κ. Σοφίας Μπόρα ἀπόκειται στὸ Ε.Λ.Ι.Α., καταγεγραμμένο ἀπὸ τὴν κ. Ἑλένη Ράμφου, βρίσκονται, μεταξὺ ἄλλων χειρογράφων τοῦ Γιάννη Σκαρίμπα (ἐπιστολῶν, δελταρίων, συμφωνητικῶν μὲ ἐκδότες, ποιημάτων – ἑνός, τουλάχιστον, ἀθησαύριστου), τρία θεατρικά του ἔργα, σὲ δακτυλόγραφη μορφή («δγα»), μὲ διορθώσεις καὶ ἄλλες ἐπεμβάσεις ποὺ ἐπέφερε ἰδιοχείρως ὁ συγγραφέας. 

Ἂς ξεκινήσουμε ἀπὸ τὸ τρίτο. Εἶναι τὸ γνωστὸ ἔργο Ὁ Πάτερ Συνέσιος (ἐκδ. Κάκτος, Ἀθήνα 1980). Τὸ «δγο» ποὺ ἀριθμεῖ 32 σελίδες, φέρει στὸ ἐξώφυλλο τὸν χαρακτηρισμὸ «Θρησκευτικὸ κομεντὶ σὲ δύο πράξεις», τὶς ἐνδείξεις συγγραφῆς «Χαλκίδα 1970» καὶ ἀκολούθως «αὔγουστος Σ/βριος καὶ 8/βριος 1970». Τὸ δακτυλόγραφο κείμενο μὲ τὶς ἰδιόχειρες ὑποδείξεις τοῦ συγγραφέα χρησιμοποιήθηκε στὴν ἔκδοση τοῦ 1980.

Ὅμως, τὰ δύο πρῶτα ἔργα μᾶς εἶναι ἄγνωστα. Συγκεκριμένα: «Ὁ Μαριάμπας. Δρᾶμα σὲ τέσσερες πράξεις. Σελίδες 1-81. Χαλκίδα 1938». Δὲν ἔχω ὑπόψη μου μνεία ὕπαρξής του, τόσο ἀπὸ τὸν συγγραφέα ὅσο καὶ ἀπὸ ἄλλη πηγή, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἀναφέρομαι στὸ ἔργο, ὀγδόντα χρόνια μετὰ τὴ συγγραφή του, μὲ ξεχωριστὴ συγκίνηση. Ὁ Σκαρίμπας εἶχε κατ’ ἐπανάληψη ἐρωτηθεῖ σχετικὰ μὲ τὴν θεατρική του δουλειὰ καί, παραδόξως, φρόντιζε κάθε φορά, ἂν δὲν ἐπρόκειτο γιὰ ζήτημα μνήμης, νὰ ἀποσιωπᾶ τὴν ὕπαρξή του. Ἰδίως τὴν ἐποχὴ τῆς παρουσίασης ἐπὶ σκηνῆς τοῦ Ἤχου τοῦ κώδωνος στὸ Πειραματικὸ Θέατρο στὴν Ἀθήνα (Ὀκτώβριος 1969), ὅταν ἀναθερμάνθηκε τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ ἔργο του, καὶ ἰδιαιτέρως τὸ θεατρικό, ὁ Μαριάμπας δὲν καταλέγεται στοὺς ἑπτὰ τίτλους ποὺ ὁ Σκαρίμπας ἀναφέρει σὲ συνέντευξή του, ὅπως τὰ γνωστὰ Ὁ Σεβαλιὲ σερβὰν τῆς κυρίας καὶ Τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ.(2) Εἰκασίες ὡς πρὸς τοὺς λόγους τῆς ἀποσιώπησης: 

Τὸ ἔργο θεωρήθηκε ἀποτυχημένο. Στὸ ἐξώφυλλο τοῦ «δγου» τονίζονται μὲ μαρκαδόρο, ὑστερότερα, μᾶλλον στὴ δεκαετία τοῦ ἑξήντα, ἀπορριπτικὰ σχόλια διὰ χειρὸς συγγραφέα: «Ἀποτυχημένο», «ὁλότελα ἀποτυχημένο», «(ξεπερασμένο γιὰ σκίσιμο»). Εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο τὸ ἔργο δὲν περιελήφθη στὸν θεατρικό του Κανόνα. 

Δεύτερη εἰκασία. Ὁ θεατρικὸς Μαριάμπας διασταυρώνεται μὲ πληροφορίες ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Λάμπρος Βαρελάς. Στὸ δοκίμιό του «Ἐκδίδοντας ἕνα ἀποτυχημένο ἔργο τοῦ Γιάννη Σκαρίμπα» (ἀναφορὰ στὸ ἀνέκδοτο θεατρικὸ Τὸ Βατερλὼ δυὸ γελοίων. Δρᾶμα σὲ τρεῖς πράξεις, 1939) μεταφέρει πληροφορία ποὺ ἀντλεῖ ἀπὸ τὴν ἀλληλογραφία τοῦ συγγραφέα μὲ τὸν Ἀλκιβιάδη Γιαννόπουλο (1896-1981).(3) Στὶς 22 Φεβρουαρίου 1938 γράφει σὲ ἐπιστολή του ὁ Σκαρίμπας: «[…] μόλις ξεμπέρδεψα ἀπὸ ἕνα δράμα, ποὺ τὄστειλα στὸ Βασιλ. [Ἐθνικό] Θέατρο γιὰ τὸν ἐρχόμενο χειμῶνα». Ὁ Βαρελὰς σχολιάζει σχετικά: «Σήμερα γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ἀνέκδοτη ἀλληλογραφία τοῦ Σκαρίμπα μὲ τὸν Ἀλκιβιάδη Γιαννόπουλο […] ὅτι εἶχε γράψει ἕνα θεατρικὸ ἔργο στὶς ἀρχὲς τοῦ 1938 (μετὰ τὸ μυθιστορηματικὸ Βατερλὼ καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ Σόλο τοῦ Φίγκαρω) καὶ ὅτι τὸ εἶχε στείλει γιὰ ἔγκριση στὸ Ἐθνικὸ Θέατρο, ἀλλὰ τὸ ἔργο αὐτὸ οὔτε ξέρουμε μὲ ἀσφάλεια ποιό εἶναι οὔτε ἂν ταυτίζεται μὲ κάποιο ἀπὸ τὰ κατοπινά του ἔργα οὔτε ἂν σώθηκε σὲ κάποιο ἀρχεῖο».(4) Τὸ σχόλιο τοῦ Βαρελᾶ προοικονομεῖ εὔστοχα τὸ «ἐλλεῖπον παιγνιόχαρτον» στὴν θεατρικὴ τράπουλα τοῦ Σκαρίμπα. Τὸ ζητούμενο δρᾶμα εἶναι πιθανότατα ὁ Μαριάμπας. Πληροφορούμαστε στὴ συνέχεια, ἀπὸ δεύτερη σχετικὴ ἐπιστολὴ τοῦ Σκαρίμπα, γραμμένη στὶς 19 Μαρτίου 1938, ὅτι ὁ Κ. Καρθαῖος, διευθυντὴς τοῦ Ἐθνικοῦ Θεάτρου τὸ 1935, καὶ τώρα πρόεδρος τῆς ἐπιτροπῆς δραματολογίου καὶ τῆς καλλιτεχνικῆς του ἐπιτροπῆς, ζήτησε ἀπὸ τὸν Σκαρίμπα νὰ «ἀνασκευάσει» τὸ ἔργο «γιὰ τὴν σκηνική του οἰκονομία» (ὁ τίτλος τοῦ ἔργου δὲν ἀναφέρεται).(5) Ὁ Σκαρίμπας τὸ ἐπιχείρησε, χωρίς, ὅπως ἀποδεικνύεται, νὰ ἱκανοποιήσει τοὺς ὅρους τῆς ἐπιτροπῆς δραματολογίου. Τὸ «δφο» ποὺ ἔχουμε στὰ χέρια μας, εἶναι προφανῶς τὸ ξαναδουλεμένο κείμενο τοῦ Μαρτίου 1938. Στάλθηκε στὴν Ἀργέστη τρεῖς περίπου δεκαετίες ἀργότερα, στὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ ’60 (πιθανότατα λανθάνουν δύο ἀκόμη «δφα» σὲ ἄλλα ἀρχεῖα) καί, προσώρας, ἐφόσον δὲν βρεθεῖ κάτι πρωιμότερο, εἶναι τὸ παλαιότερο θεατρικὸ ἔργο τοῦ Σκαρίμπα ποὺ διαθέτουμε. 

Ὡς πρὸς τὴν πλοκή του ἀποτελεῖ καθαρὴ σκηνικὴ μεταφορὰ τοῦ μυθιστορήματος Μαριάμπας (1935). Ἄλλωστε, ὑπάρχει ἡ ἔνδειξη: «Ἀπὸ τὸ ὁμώνυμο μυθιστόρημά μου». Στὴν Α’ Πράξη τοῦ δράματος (ὁ συγγραφέας δίνει ἀκριβὴ ἡμερομηνία ἐκκίνησης: «6 τοῦ Μάρτη 1935») ὁλόκληρος ὁ Θίασος, ὅπως περίπου τὸν γνωρίζουμε ἀπὸ τὸ μυθιστόρημα, προσκαλεῖται στὸν Χορὸ τῆς Ζαλούχου: τὰ ζεύγη Ραμᾶ, Περνάρη καὶ Τζίμα, ὁ Δημοσάρας (δασάρχης), ἡ λαίδη Μύριαμ Χόπκινς-Λάϊ, ὁ Ζουὰν Μεγαπᾶνος, ὁ Μαριάμπας (Διευθυντὴς Γεωργικοῦ Γραφείου Χαλκίδας), ἡ Μελῆ Ἡσαΐα, ἡ Μαργαρίτα Σεφέρη, ἡ Νανὰ Κελαδῆ (ἀδελφὴ τῆς Βιολέττας), ἡ Δὶς Νακεζήτα (;), ὁ γιατρὸς Ἑξαδάχτυλος…

Ὁ γεωπόνος Μαριάμπας, ἰδιόρρυθμος ξένος, νεοφερμένος στὴν Χαλκίδα, ἔχει κατορθώσει μὲ τὴν ἐκκεντρικὴ συμπεριφορά του νὰ προκαλέσει τὴν περιέργεια καὶ τὸν θαυμασμὸ ὁλόκληρου τοῦ «κύκλου» τῆς Ζαλούχου. Εἶναι συγγραφέας παράδοξων πονημάτων, ὅπως τοῦ «Περὶ φυτονευρικῆς Κυκλοθυμίας καὶ Τηλεφυϊσμοῦ τῶν Φυτῶν», ὅπου ἰσχυρίζεται, προκαλώντας τὴν ὀργὴ καὶ ἀντίδραση τῆς ὑπηρεσίας του, ὅτι τὰ φυτὰ διαθέτουν «τηλεφυϊκὴν ἢ ἐπικόρυφον πηδητικὴν ἱκανότητα». Μιὰ τέτοια «μεταπήδησή» τους, ποὺ θυμίζει τὴν μετακίνηση τοῦ δάσους στὸν Μάκμπεθ τοῦ Σαίξπηρ, συνέβη, ὑποστηρίζει ὁ συγγραφέας, στὴν «Μάχη τῆς Ζάμας», ὅπου συγκρούστηκαν ὁ Ἁννίβας καὶ ὁ Σκηπίων (οὕτως) ὁ Ἀφρικανός. 

Β’ πράξη. 13 Μάρτη 1935. Ἐμφάνιση τοῦ Μαριάμπα (στὴν 23η σελίδα τοῦ ἔργου). Ὁ Χορὸς στὸ σαλόνι τῆς Ζαλούχου. Σε μία σκηνὴ ἐμφανῶς παρμένη ἀπὸ τὸν Ἠλίθιο τοῦ Ντοστογιέφσκι, ὁ ἥρωας συγκεντρώνει ἐπάνω του τὰ βλέμματα ὅλων. Φέρεται ὡς συγγραφέας τοῦ ἐξ ἴσου μὲ αὐτὸν ἀλλόκοτου μυθιστορήματος Ἡ Κυρία μὲ τὰ μαῦρα. Ἐκεῖ, ἡ ἡρωΐδα Τζουλιέττα Σαφᾶ «αὐτοκτονεῖ μὲ δυὸ παστίλιες ρὸζ σουμπλιμέ». Μὲ τὴν τεχνικὴ τοῦ ἐγκιβωτισμοῦ (ἑνὸς βιβλίου σὲ ἕνα ἄλλο) μία συνώνυμη μὲ τὴν ἡρωΐδα Χαλκιδαία (Τζουλιέττα Σαφᾶ) λαμβάνει, ἀπὸ ἄγνωστον ἀποστολέα, τὸ βιβλίο, ταυτίζεται μὲ τὴ μοίρα τῆς ἡρωΐδας καὶ ἐπισκέπτεται τὸν συγγραφέα στὴν Ἀθήνα. Ἐκεῖνος τῆς προδικάζει, μὲ ἡμερολογιακὴ ἀκρίβεια, τὸν ἴδιο θάνατο. Ἡ παραδοξότητα (τοῦ δόγματος τῶν αἰσθητιστῶν ὅτι ἡ «ζωὴ ἀντιγράφει τὴν τέχνη») δὲν τελειώνει ἐδῶ. Μὲ τὴ σειρά της ἡ Ζαλούχου ποὺ εἶναι ἡ πραγματικὴ ἀποδέκτρια τοῦ φανταστικοῦ μυθιστορήματος, ἀναγνωρίζει στὴν Τζουλιέττα τὸν ἑαυτό της καὶ μπλέκεται στὸν θανάσιμο ἱστὸ αὐτῆς τῆς ἑωσφορικῆς γραφῆς. Ὅπως ἔχει προδικασθεῖ, «στὶς 15 τοῦ Μάρτη [1935] θὰ καταπιεῖ δυὸ παστίλιες ρὸζ σουμπλιμέ». Ἕνα ἐνδιαφέρον στιγμιότυπο: διαρκοῦντος τοῦ Χοροῦ, ἡ Ζαλούχου ἀποκαλεῖ τὸν Μαριάμπα «ἠλίθιο».(6) 

Στὴν Γ’ Πράξη, ἐμφανίζεται ἕνα ἀκόμη πρόσωπο ἀπὸ τὸ μυθιστόρημα, ὁ Γιωσὲ Μαχραμῆς, ἐπιμελητὴς τοῦ Γεωργικοῦ Γραφείου. Ἡ ρυθμικὴ τομὴ τοῦ δράματος ἐπιταχύνεται: ὁ Μαριάμπας ἁπλώνει τὸν ἱστό του στὴν λαίδη Μύριαμ (10 τοῦ Μάρτη), ἀφοῦ ἔχει ἀναστατώσει τὴν οἰκογένεια Κελαδῆ ζητώντας σὲ γάμο τὴ μεγάλη κόρη. Τὸ κίνητρο τοῦ τολμήματος ἀποκαλύπτεται, μαζὶ μὲ τὴ λύση τοῦ δράματος, τοῦ θεάτρου ἐν θεάτρῳ, στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἰωάννη Πιττακό, τὸν πραγματικὸ Μαριάμπα, τὸν ὁποῖο αὐτός, ὁ πραγματικὸς Πιττακός, ὑποκαθιστᾶ καὶ ὑποδύεται. Ὡς Μαριάμπας θὰ ζητοῦσε σὲ γάμο τὴν μεγάλη Κελαδῆ, τὴν Βιολέττα, ἀνοίγοντας στὸν παράφορα ἐρωτευμένο φίλο του τὸν δρόμο νὰ παντρευτεῖ τὴ μικρή, τὴ Νανά. Ὅμως, ὁ ψευδώνυμος Μαριάμπας, ἑκούσιο θῦμα τῶν ἑωσφορικῶν του πράξεων, ἕνα νέο θεῖο τραγί, πέφτει ὁ ἴδιος στὸ δίχτυ ποὺ ἔχει ἁπλώσει, συγχέει ὀνόματα καὶ πρόσωπα, ἐρωτεύεται καὶ αὐτὸς τὴν Νανά καὶ τώρα ἑτοιμάζει τὴ θεαματικὴ ἀναχώρησή του μὲ τὸν τρόπο ποὺ γνωρίζουμε ἀπὸ τὸ μυθιστόρημα καὶ θὰ ξαναδοῦμε λίγο ἀργότερα, τὸ 1942, στὴν πρώτη μορφὴ τοῦ Ἤχου τοῦ κώδωνος: ἀλλάζει τὰ ψεύτικα σκάγια στὸ ὅπλο τῆς λαίδης Μύριαμ μὲ ἀληθινὰ λυκόσκαγα, ἐπισκέπτεται μετὰ τὰ μεσάνυχτα τὸν κῆπο της καὶ προκαλεῖ τὸν θάνατό του. Προηγουμένως, ἔχουμε ζήσει μαζί του τὴν ὀνειρική, φαντασιακὴ συνάντηση μὲ τὴν Μαρή, τὸ «Ρόδον τὸ Ἀμάραντον», τὴν κόρη τῆς γρηα-Φανῆς, τῆς μαμῆς, ὅπου «στολίστηκε γαμπρός, γιὰ νὰ παντρευτεῖ τὴν Ἄβυσσο». 

Πράξη Δ’. 15 τοῦ Μάρτη. Ἡ εἴδηση τοῦ θανάτου τοῦ Μαριάμπα στὸν κῆπο τῆς Μύριαμ. Ἡ Ζαλούχου αὐτοδηλητηριάζεται, ὅπως τῆς ἔχει προδικαστεῖ. Στὴν Χαλκίδα στοιχειώνει, σὰν καθαρτήριο σφάγιο, τὸ φάντασμα τοῦ Μαριάμπα. 

Μιλᾶ στὴν Μαρὴ γιὰ τὸ θεῖο τραγί, τὸ σκοτεινὸ μετέωρο τῆς Χαλκίδας, ἡ Ἀριάδνη Σμιρλῆ, ἡ ἀνορθόγραφη ὑπηρέτρια: «Πέθανε πάν’ στῆς ἀσκήμιας του τ’ ἄνθος… Ποῦ θὰ ξαναβροῦμε τὴν παρηγοριά του, Μαρή μου; Ποῦ θ’ ἀποθέσουμε τώρα τὴ θεία αὐτήνα ἀσκήμια του;» (σελ. 78). 

Ἡ σκηνὴ μένει ἄδεια. Μόνον ἡ ἄϋλη, σὰν ὀπτασία, φιγούρα τῆς κυρα-Φανῆς», ἀκούγεται νὰ μονολογεῖ, λίγο πρὶν πέσει ἡ αὐλαία, ὅτι δὲν εἶναι καμμιὰ «τυχὼν» ἡ κόρη της. «Εἶναι κόρη μαίας καὶ τὴ λένε Μαρή, τὸ ὁποῖον σημαίνει Ρόδον τὸ Ἀμάραντον!...». 

 

Τὸ δρᾶμα δὲν ἀνανεώνει τὴν ἀνάγνωση τοῦ μυθ. Μαριάμπας οὔτε προσθέτει κάτι στὴν πλοκή του. Ἡ ἀνησυχία τοῦ Καρθαίου (ἂν πιστέψουμε τὰ λεγόμενά του στὸν συγγραφέα) γιὰ τὴ «σκηνικὴ οἰκονομία» τοῦ ἔργου, ἀποτυπώνει περισσότερο τὴν ἀμήχανη καὶ ἀρνητικὴ ὑποδοχή του. Τὸ ἔργο ἀποσιωπήθηκε καὶ ἀπὸ τὸν δημιουργό του μπροστὰ στὴν ἐκρηκτικὴ σύλληψη τοῦ νεωτερικοῦ μυθιστορήματος Τὸ Σόλο τοῦ Φίγκαρω (1939), ὅπως εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ Βαρελὰς γιὰ τὸ ἐπίσης ἀποσιωπημένο δραματικὸ ἐγχείρημα ποὺ ἀκολούθησε, Τὸ Βατερλὼ δυὸ γελοίων. Εἶναι ὅμως καιρός, ὀγδόντα χρόνια μετὰ τὴ συγγραφή τους, νὰ διαβαστοῦν καὶ νὰ φωτίσουν τὴν ἐλάχιστα γνωστὴ ὄψη τοῦ θεατρικοῦ Γιάννη Σκαρίμπα. 

Τὸ ἴδιο ἰσχύει γιὰ τὸ ὑστερότερο, ἐπίσης ἄγνωστο, ὅπως εἴπαμε, θεατρικὸ ἔργο Οἱ γαλατάδες («δραματικὴ κωμωδία σὲ πράξεις τέσσαρες»), γραμμένο μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1957-1959. Ἔχω ὑπόψη μου μία ἀναφορὰ τοῦ συγγραφέα στὸ ἔργο αὐτό, σὲ (ἀταύτιστη) συνέντευξή του τὸν Ὀκτώβριο (;) τοῦ 1969: «Ὁ τίτλος εἶναι ἀλληγορικός, σατιρίζων τὸ λεγόμενο ὅτι Δημοκρατία ἴσον τὸ πρωινὸ κτύπημα στὴν πόρτα τοῦ γαλατᾶ καὶ ὄχι τοῦ χωροφύλακα». 

Περισσότερα γιὰ τὸ δρᾶμα καὶ γιὰ ἕναν πρῶτο ἀπολογισμὸ στὸ ἑπόμενο σημείωμα. 

Σουβάλα Παρνασσοῦ, 23 Ἀπριλίου 2017

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ἡ Ἑλένη Ἀργέστη (πραγματικὸ ὄνομα Ἑλένη Τσίτσου) γεννήθηκε στὸν Πειραιᾶ τὸ 1936. Οἱ γονεῖς της ἦταν πρόσφυγες ἀπὸ τὸ Κατιρλὶ τῆς Προποντίδας. Ἀπὸ τὰ τεκμήρια τοῦ ἀρχείου της προκύπτει ὅτι φοίτησε σὲ νυχτερινὸ ἰδιωτικὸ Γυμνάσιο. Ἐργάστηκε ὡς ὑπάλληλος τοῦ Ὑπουργείου Οἰκονομικῶν καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς δικτατορίας ἀπολύθηκε γιὰ τὰ φρονήματά της. Πρωτοπαρουσιάστηκε στὰ Γράμματα τὸ 1964 μὲ τὴν ποιητικὴ συλλογὴ Γκρίζα πολιτεία. Ὁ ποιητικὸς κύκλος Καϋμοὶ στὰ μουράγια (1969) ἕλκει προφανῶς τὸν τίτλο ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Καϋμοὶ στὸ Γριπονήσι (1930) τοῦ Γ. Σκαρίμπα, μὲ τὸν ὁποῖο ἡ Ἀργέστη γνωρίστηκε στὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ ἑξήντα. Ἡ ἀλληλογραφία τους ξεκίνησε τὸ 1965 καὶ κράτησε ὣς τὸ 1977. Ἔγραψε τὸ ἄρθρο «Ὁ ἀσυμβίβαστος Γιάννης Σκαρίμπας» (ἐφημ. Ριζοσπάστης, 10 Ἰουλίου 1976). Συμμετεῖχε ἐνεργὰ στὶς κοινωνικὲς διεκδικήσεις τῆς Ἀριστερᾶς. Τὸ 2007 (;) μετανάστευσε στὴν Ἀμερική (Οἱ πληροφορίες ἀντλοῦνται ἀπὸ τὴν καταγραφὴ τοῦ Ἀρχείου τῆς Ἑλ. Ἀργέστη [1938-2006] στὸ Ε.Λ.Ι.Α.).

2.  Ἀναφέρει ἀκόμη τοὺς μᾶλλον ἐπινοημένους τίτλους: Ὁ ἀέρας τῆς γῆς, Κάποιος κύριος Δευτᾶς, Ἡ γυναίκα ἑνὸς ἄλλου. Σὲ ἀνάλογη διερεύνηση τοῦ Π.Δ. Μαστροδημήτρη, τὸ 1965, γιὰ σωζόμενα ἀνέκδοτα θεατρικὰ ἔργα, ὁ Σκαρίμπας ὀνόμασε τοὺς ἑξῆς τρεῖς τίτλους (οἱ δύο πρῶτοι ἐπινοήθηκαν, προφανῶς, γιὰ τὴν περίσταση): Σουζάνα ἡ ἁγία [ὁ τίτλος συγγενεύει μὲ τὸ προαναφερθὲν Πάτερ Συνέσιος], Σία κι’ ἀράξαμε, Νίνα Δολόξα (τὸ Σόλο τοῦ Φίγκαρω [1938] μεταπλασμένο σὲ θεατρικὸ ἔργο). Π.Δ.Μ., «Γιάννης Σκαρίμπας (Τὰ παραλειπόμενα μιᾶς σιωπῆς)», στοῦ ἰδίου: Νεοελληνικά. Μελέτες καὶ ἄρθρα, Τόμος Α’, ἐκδ. Γνώση, Ἀθήνα 1984², 211-217. Πρώτη δημοσίευση: Ἐπιθεώρηση Τέχνης, τόμ. 21, τχ. 121, Ἰαν. 1965, 21-32.
    Ἀργότερα, τὸν Ἰούλιο τοῦ 1975, σὲ συνέντευξή του στὴν Φ. Πετραλιά, ἀνέβασε τὴ θεατρική του παραγωγὴ σὲ «δεκατέσσερα θεατρικὰ ἔργα», χωρὶς νὰ τὰ κατονομάζει (ἐφημ. Ἡ Καθημερινή, Ἑπτὰ Ἡμέρες, 6 Ἀπρ. 1997, 31). Σήμερα, ὅπως κρίνει καὶ ὁ Λ. Βαρελάς, ποὺ μᾶς ὑπενθυμίζει αὐτὰ τὰ δημοσιεύματα, ὁ ἀριθμὸς δὲν φαίνεται ἐξωπραγματικός (Λ.Β., «Ἀπὸ τὸ μυθιστόρημα στὸ δρᾶμα», στὸν τόμο: Γιάννης Σκαρίμπας. Ἕνας ἰθαγενὴς τοῦ μοντερνισμοῦ. Πρακτικὰ Ἡμερίδας τοῦ Τμήματος Φιλολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Πατρῶν. Ἐπιμ. Κ. Κωστίου, Πάτρα, 4-5.11. 2014 [ὑπὸ ἔκδοση]). 

3.  Τὸ σῶμα τῆς ἀλληλογραφίας βρίσκεται στὸ Ἀρχεῖο Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας τοῦ Τομέα ΜΝΕΣ τοῦ Τμήματος Φιλολογίας τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου.

4.  Λ.Β., «Ἐκδίδοντας ἕνα ἀποτυχημένο θεατρικὸ ἔργο τοῦ Γιάννη Σκαρίμπα». Στὸν συλλογικὸ τόμο: Ἡ ἐκδοτικὴ τῶν κειμένων τῆς Νεοελληνικῆς Γραμματείας Ἡμερίδα ἀφιερωμένη στὴ μνήμη τῆς Ἑ. Παχίνη-Τσαντσάνογλου καὶ τοῦ Γ.Π. Σαββίδη Θεσσαλονίκη, 27.4.2015. Ἰνστιτοῦτο Νεοελληνικῶν Σπουδῶν [Ἵδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη] Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2016, 127-133: 129-130. 

5.  Εὐχαριστῶ τὸν Λ. Βαρελά, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴν καλοσύνη νὰ μοῦ γνωστοποιήσει τὶς δύο ἐπιστολές.

6.  Καὶ στὴ «δραματικὴ κωμωδία» Οἱ γαλατάδες ὁ κεντρικὸς ἥρωας Μικαέλε χαρακτηρίζεται «ἀντίσκαστος τοῦ Ντοστογιέφσκι ὁ Ἠλίθιος» (σελ. 7 τοῦ «δγου»).

 

(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 30 Απριλίου 2017)

ΧΡΟΝΟΣ #48, 30 Απριλίου 2017

Συμεὼν Γρ. Σταμπουλοῦ γεννήθηκε τὸ 1954 στὴν Ἀθήνα, ὅπου σπούδασε Ἱστορία καὶ Κλασικὴ Ἀρχαιολογία. Ἐκπόνησε τὴ διατριβὴ «Πηγὲς τῆς πεζογραφίας τοῦ Γιάννη Σκαρίμπα» (ΣΩΒ, Ἀθήνα 2007). Παρακολούθησε μαθήματα συγκριτολογίας στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Tübingen, ὅπου ἑτοίμασε τὴν ἐργασία «Ὁ ἱερὸς Τύραννος. Ἡ ἀναμέτρηση τοῦ Friedrich Hölderlin μὲ τὸν Σοφοκλῆ» (DWV, Baden-Baden 2011). Ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Ἄγκυρα κυκλοφόρησε τὸ δοκίμιο R.M. Rilke - P. Celan. Ἀπὸ τὴν ἐλεγεία στὸ ἐρεβῶδες ποίημα (2011), καὶ ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Στιγμὴ μεταφράσεις ἔργων τῶν R.M. Rilke, Ἐλεγεῖες ἀπὸ τὸ Ντουΐνο, Novalis, Σκέψεις (2012) καὶ F. Hölderlin, Ποιήματα (2013).

Δείτε επίσης στο Αρχείο του ΧΡΟΝΟΥ:

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΣΚΑΡΙΜΠΑ

Ὁ γεωπόνος Μαριάμπας, ἰδιόρρυθμος ξένος, νεοφερμένος στὴν Χαλκίδα, ἔχει κατορθώσει μὲ τὴν ἐκκεντρικὴ συμπεριφορά του νὰ προκαλέσει τὴν περιέργεια καὶ τὸν θαυμασμὸ ὁλόκληρου τοῦ «κύκλου» τῆς Ζαλούχου. Εἶναι συγγραφέας παράδοξων πονημάτων, ὅπως τοῦ «Περὶ φυτονευρικῆς Κυκλοθυμίας καὶ Τηλεφυϊσμοῦ τῶν Φυτῶν», ὅπου ἰσχυρίζεται, προκαλώντας τὴν ὀργὴ καὶ ἀντίδραση τῆς ὑπηρεσίας του, ὅτι τὰ φυτὰ διαθέτουν «τηλεφυϊκὴν ἢ ἐπικόρυφον πηδητικὴν ἱκανότητα». Μιὰ τέτοια «μεταπήδησή» τους, ποὺ θυμίζει τὴν μετακίνηση τοῦ δάσους στὸν Μάκμπεθ τοῦ Σαίξπηρ, συνέβη, ὑποστηρίζει ὁ συγγραφέας, στὴν «Μάχη τῆς Ζάμας», ὅπου συγκρούστηκαν ὁ Ἁννίβας καὶ ὁ Σκηπίων (οὕτως) ὁ Ἀφρικανός.