Αφετηρίες και αμηχανίες στη Μεταπολίτευση του 1974

Τάσος Σακελλαρόπουλος

Το μήνυμα εκείνης της πολιτικής στιγμής ήταν αναστάσιμο, ήταν απλωμένο με την ευρύτατη δυνατή συναίσθηση μεταξύ όλων εκείνων των ανθρώπων που πνίγονταν από την χούντα, από τα βασανιστήρια, από την τρομοκρατία της αστυνομίας, από τη δεσποτεία του στρατού, από τη χυδαία και λούμπεν αισθητική της δικτατορίας και των θαυμαστών της. Οι άνθρωποι - πομποί του μηνύματος, αποτελούσαν ταυτόχρονα και τους δέκτες του ίδιου μηνύματος που προερχόταν από τον διπλανό τους, που ανάσαινε και αυτός τον αέρα της χαράς και της κατάρρευσης του φόβου. Στη μεγάλη γιορτή στους δρόμους της Αθήνας η νεολαία ξεχώρισε σε ενθουσιασμό, σε ρυθμό και στη διεκδίκηση του διαφορετικού αύριο. Ήταν οι νέες και οι νέοι που διαμορφώθηκαν ηθικά και πολιτικά μέσα στην χούντα, που ξεχώρισαν από τις προηγούμενες γενιές, που η εφηβεία τους σφραγίστηκε και πλάστηκε από την αντίσταση και την πολιτική δράση σε κάθε της έκφανση. 

Πιο διακριτικά συμμετείχαν στη γιορτή οι ενήλικες, οι «μεγάλοι» των ετών εκείνων. Όσων η χούντα έκοψε τη δημόσια ζωή, όσων η χούντα στέρησε τις προοπτικές που είχαν διαμορφώσει, όσων η χούντα ανάγκασε να απέχουν ή να μισοσυμμετέχουν στη δημόσια σκηνή. 

 Όσοι από αυτούς δεν ξαναέγιναν έφηβοι κατά την δικτατορία, όσοι από αυτούς δεν πίστευαν ότι ο κόσμος χρειαζόταν ξαναφτιάξιμο, για αυτούς λοιπόν, οι ελπίδες ήταν διαφορετικές. Οι ελπίδες, οι βλέψεις τους, περιείχαν τη βιασύνη της συμμετοχής στα διαφαινόμενα περιβάλλοντα της νέας εξουσίας. Κινήθηκαν προβάλλοντας αγωνιωδώς τις όποιες αντιστασιακές περγαμηνές, πραγματικές ή ελαφρώς κατασκευασμένες, πλέοντας σε νερά που τα χαρακτήριζε δημοκρατική «ανακούφιση» αλλά και κυβερνητική «υπευθυνότητα». Οι βλέψεις τους στέκονταν βουβές δίπλα στην Αριστερά που πίστευε (ή έτσι έδειχνε) ότι ήρθε η ώρα για την απόλυτη ανατροπή. Παράλληλα όμως, οι βλέψεις τους στέκονταν αμήχανες αλλά με «ευγενική» κατανόηση δίπλα σε όσους αστούς προέβαλαν επίμονα ως ύψιστη ηθική αξία τον κώδικα πολιτικής τιμής που διαμορφώθηκε από τα μέλη της ενεργούς αντίστασης, στην παρανομία, στις φυλακές και την εξορία. 

Το τοπίο της Μεταπολίτευσης ήταν μεν ενιαίο σε χρώμα, κάτι μεταξύ γαλανού και ροζ, σαν μια συγκινητική αυγή μιας νέας χρονιάς. Αν όμως το φιλμ γινόταν μαυρόασπρο, στο τοπίο θα μπορούσε από τη στιγμή εκείνη ένας ξένος, ένας ψυχρός αλλοδαπός, να παρατηρήσει την τάξη ενός επιτραπέζιου παιχνιδιού που παιζόταν με ομάδες παικτών. Το πλέον ενδιαφέρον θα ήταν η παρατήρηση των αφετηριών του παιχνιδιού. Δεν θα ήταν ταγμένες σε ευθεία γραμμή, ούτε θα είχε η κάθε μια τον ίδιο δρόμο να διανύσει. Η μία ομάδα θα είχε μια λεωφόρο ανοιχτή να τρέξει αλλά θα έπρεπε να αλλάξει τη γλώσσα της για να προχωρήσει, η άλλη ομάδα κατείχε απολύτως τη γλώσσα της στιγμής αλλά ο δρόμος της ήταν ορεινός και βραχώδης. Κάποια άλλη ομάδα θα καταλάβαινε αργότερα ότι οι μέσες λύσεις δεν θα έχουν τύχη. Και η άλλη ομάδα θα διέβλεπε ότι οι υποσχέσεις μαζί με τις καταγγελίες θα γίνονταν ανάρπαστες. 

Για την ευκολία της αρχής κάτι έπρεπε να δώσει η μία ομάδα στην άλλη. Έπρεπε να αναγνωριστούν, έστω και στιγμιαία, οι αγαθές, οι δημοκρατικές προθέσεις, να δοθεί ηθικό πλεονέκτημα στον πολιτικό πολιτισμό που δημιουργήθηκε από αντίδραση στη χουντική χυδαιότητα και στη χουντική καταστολή. Έστω και στιγμιαία, αυτό πραγματοποιήθηκε. Οι πολιτικές παρατάξεις αναγνώρισαν η μία στην άλλη ότι ήταν (εν μέρει τουλάχιστον) όλες παιδιά της Ελλάδας της Μεταπολίτευσης, βαπτισμένες όλες στα πολιτικά «νάματα» της Αντίστασης και του αντιχουντικού αγώνα.

Ήταν μια αναγνώριση απαραίτητη και αναγκαία για τον σεβασμό των αντιπάλων στην αρχή του παιχνιδιού. Μία αναγνώριση που θα αποτελούσε τον καταλύτη ο οποίος θα επέτρεπε να κηρυχθεί η στιγμή της Μεταπολίτευσης ιστορική. Ήταν ο καταλύτης της ανοχής που θα επέτρεπε να γίνουν διαχειρίσιμα στο νέο ελληνικό παιχνίδι τα βαριά και δραματικά στοιχεία όπως η τουρκική εισβολή στην Κύπρο και η ήττα των ελληνικών όπλων, ο καταλύτης που θα διευκόλυνε την εισαγωγή στοιχείων πολιτικού ορθολογισμού όπως η νομιμοποίηση των κομμουνιστικών κομμάτων, όπως ο έλεγχος του επαγγελματικού αντικομμουνισμού, όπως η απόδοση του δημόσιου χώρου στη νεολαία, όπως, επιτέλους, ο περιορισμός του στρατού στους στρατώνες.

Από κοντά με τα παραπάνω, η Μεταπολίτευση ήταν αναγκαστικά η πύλη εισόδου της καθημερινότητας των χουντικών χρόνων. Η πύλη που διάβηκαν τα δημόσια γούστα και οι παραδοχές που τα συνόδεψαν. Μεταξύ πολλών άλλων εισήλθαν η αποδοχή της λαϊκής πολιτικής χειραγώγησης, η απόδοση κλασσικής αξίας στον πρόχειρο πολιτισμό, η εδραίωση του ήθους της αντιπαροχής και της «αξιοποίησης» που πρέσβευε ο Παττακός, η ακύρωση των ευαισθησιών του λαϊκού πολιτισμού της δεκαετίας του 1960, η σύνδεση πολιτικής και κοινωνίας στην βάση της προσωπικής ιδιοτέλειας. Στοιχεία που προφανώς προϋπήρχαν αλλά η χούντα τα έκανε κυρίαρχα. 

Τη σφράγισε αρνητικά την Ελλάδα η δικτατορία του 1967, στη συνέχεια, και ευτυχώς, τη σφράγισε θετικά η Μεταπολίτευση. Παρά τις αμηχανίες, τις αβεβαιότητες και την ανασφάλεια, δόθηκε αρχικά δημόσιος ρόλος και σε ανθρώπους που είχαν σαφή την αντίληψη της ανάγκης μιας νέας αρχής και, κυρίως, την αντίληψη για τον αναγκαίο σεβασμό απέναντι στον πολιτικό αντίπαλο εντός του πλαισίου της Δημοκρατίας. Ίσως αυτός να είναι ένας από τους λόγους που η στιγμή εκείνη, παρά το δραματικό φορτίο, συνεχίζει να προκαλεί ιστορική νοσταλγία ακόμη και σε ανθρώπους που δεν την έζησαν.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στη σειρά του ΑΠΕ «Διαδρομές Πολιτισμού»
που επιμελείται η Νατάσα Δομνάκη

 

O Τάσος Σακελλαρόπουλος είναι ιστορικός, υπεύθυνος στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη.

Τάσος Σακελλαρόπουλος

Το τοπίο της Μεταπολίτευσης ήταν μεν ενιαίο σε χρώμα, κάτι μεταξύ γαλανού και ροζ, σαν μια συγκινητική αυγή μιας νέας χρονιάς. Αν όμως το φιλμ γινόταν μαυρόασπρο, στο τοπίο θα μπορούσε από τη στιγμή εκείνη ένας ξένος, ένας ψυχρός αλλοδαπός, να παρατηρήσει την τάξη ενός επιτραπέζιου παιχνιδιού που παιζόταν με ομάδες παικτών.