«Ισλαμικό Χαλιφάτο»; Η αρχή του τέλους ή το τέλος της αρχής;

Σωτήρης Ρούσσος

Τα περισσότερα ΜΜΕ θεωρούν ότι το «Ισλαμικό Χαλιφάτο» («Ι.Χ.») ηττάται σε όλα τα μέτωπα. Η ήττα του στη Μοσούλη παρά τη σκληρότατη αντίσταση των μαχητών του φαίνεται αναπόφευκτη και οι ετερόκλητες δυνάμεις των Κούρδων, της Τουρκίας αλλά και Αμερικανοί πεζοναύτες πλησιάζουν στην «πρωτεύουσά» του Ράκκα. Είναι λοιπόν ζήτημα κάποιων μηνών η στρατιωτική ήττα αυτού του τζιχαντιστικού κρατικού μορφώματος. Το ερώτημα που παραμένει ωστόσο είναι αν αυτή η ήττα των τζιχαντιστών στο στρατιωτικό πεδίο θα μεταφραστεί σε ανάλογη ήττα τους στο πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Και τελικά ποιοι είναι οι όροι και οι προϋποθέσεις για την πολιτική και κοινωνική ήττα εκείνου του τμήματος του πολιτικού Ισλάμ που επικαλείται τη θεϊκή κυριαρχία επί γης, υποστηρίζει τον αέναο ιερό πόλεμο και εναποθέτει σε μια πρωτοπορία φωτισμένων την επιστροφή των κοινωνιών στις ρίζες του Ισλάμ. 

Οι μαχητές του «Ι.Χ.» ξεπερνούσαν τις 30.000, ενώ ακόμη και μετά τις μαζικές αεροπορικές επιδρομές εναντίον τους και τις ήττες τους στο Ιράκ και στη Συρία ο αριθμός τους παραμένει στις 15.000, μια δύναμη καθόλου αμελητέα αν σκεφτεί κανείς ότι στην πλειονότητά τους πρόκειται για ιδεολογικά συγκροτημένους, σκληρούς βετεράνους, έμπειρους τόσο στον ανοικτό ανταρτοπόλεμο όσο και στις τακτικές τρομοκρατίας στα μεγάλα αστικά κέντρα.(1) 

Τέσσερις είναι οι πιθανοί δρόμοι για τους μαχητές αυτούς. Ο πρώτος είναι η προσπάθεια επανάληψης του υποδείγματος του «Ι.Χ» σε περιοχές αποτυχημένων κρατών, όπως η Λιβύη και η Υεμένη ή σε περιοχές όπου το κράτος αδυνατεί να επιβάλλει την εσωτερική κυριαρχία του, όπως το Σινά, το Κέρας της Αφρικής, η βόρειος Νιγηρία, το Μάλι κ.ά. Ο δεύτερος δρόμος είναι η μετακίνησή τους στις χώρες προέλευσής τους είτε αυτές είναι δυτικές/ευρωπαϊκές είτε μεσανατολικές και ασιατικές. Στην περίπτωση αυτή είναι πιθανό να οργανώσουν ένοπλους πυρήνες ή να διαχυθούν σε ήδη υπάρχουσες οργανώσεις του πολιτικού Ισλάμ ακολουθώντας τον δρόμο της πολιτικής, κινηματικής δράσης. 

Στην περίπτωση μετακίνησης σε περιοχές αποτυχημένων κρατών και χάους η παρουσία των μαχητών του «Ι.Χ.» θα αλλάξει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της σύγκρουσης. Ιδιαίτερα σε περιοχές όπως η Λιβύη και η Υεμένη είναι πιθανόν να μετατρέψουν το Ι.Χ. και την αλ-Κάιντα της Αραβικής Χερσονήσου από δευτεραγωνιστές σε πρωταγωνιστές των συγκρούσεων, μεταφέροντας μάλιστα πολύτιμη εμπειρία τόσο στην οργάνωση υβριδικού κράτους όσο και στις τακτικές μάχης(2) και στις στρατηγικές στρατολόγησης με την ευρεία και έξυπνη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και γενικότερα του διαδικτύου. 

Επίσης η επάνοδος μαχητών στις χώρες προέλευσης είναι δυνατό να αλλάξει την φυσιογνωμία και τη στρατηγική των κινημάτων του πολιτικού Ισλάμ. Για παράδειγμα, οι Τυνήσιοι αποτελούν τη μεγαλύτερη ομάδα ξένων στο «Ι.Χ.» με πάνω από δύο χιλιάδες μαχητές. Πιθανή επάνοδός τους είναι βέβαιο ότι θα επηρεάσει τις σημερινές ισορροπίες μεταξύ της μετριοπαθούς αλ-Νάχντα και των υπερσυντηρητικών σαλαφιστών. Σε μια χώρα εύθραυστη όσο η σημερινή Τυνησία με τους νέους να απέχουν στη μεγάλη τους πλειονότητα από την πολιτική ακόμη και από τις εκλογές, η δράση «ένδοξων» μαχητών με ιδιαίτερες ικανότητες στη στρατολόγηση αποτελεί σημαντικό κίνδυνο αστάθειας. Εξίσου σοβαρά θα είναι τα προβλήματα που θα δημιουργηθούν στην Ευρώπη από την πιθανή επάνοδο των μαχητών του «Ι.Χ.». Κυρίως θα ενισχυθούν όσοι επιθυμούν τη δημιουργία συνθηκών έκτακτης ανάγκης, αύξησης της κοινωνικής επιτήρησης και καταστολής και θα το εκμεταλλευτούν οι δυνάμεις της ξενοφοβίας και του ρατσισμού.

Ο τρίτος δρόμος είναι αυτός της διάχυσης εντός των κοινωνιών της Συρίας και του Ιράκ λειτουργώντας ως πυρήνες εν υπνώσει που θα ενεργοποιηθούν και πάλι όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν. Κάτι ανάλογο συνέβη με την αλ-Κάιντα του Ιράκ μετά τη στρατιωτική της ήττα το 2005-2006. Μάλιστα είναι πιθανό να ενταχθούν σε νέες «νεο-μπααθικές» πολιτοφυλακές που δημιουργούνται σήμερα στις περιοχές γύρω από τη Μοσούλη, το Ραμάντι και το Τικρίτ. Οι περιοχές αυτές κατοικούνται από σουνίτες μουσουλμάνους, οι οποίοι φοβούνται ότι θα κατηγορηθούν για συνεργασία με το «Ι.Χ.» και θα υποστούν σκληρά αντίποινα από τις σιιτικές πολιτοφυλακές. 

Ένας από τους βασικούς λόγους της σχετικά εύκολης κυριαρχίας του «Ι.Χ.» στις περιοχές του κεντρικού και δυτικού Ιράκ ήταν η αποξένωση του σουνιτικού πληθυσμού από την κυβέρνηση της Βαγδάτης.(3) Οι σουνίτες μουσουλμάνοι αποτελούν το 25-30% του ιρακινού πληθυσμού ενώ οι σιίτες το 50-55%. Μέχρι όμως το 2003 οι σουνίτες έλεγχαν το κράτος και τον πανίσχυρο μπααθικό κομματικό μηχανισμό. Η αμερικανική εισβολή του 2003 οδήγησε στην κατάλυση και κατεδάφιση του μπααθικού κράτους και στην επακόλουθη κυριαρχία των σιιτών στο Ιράκ. Αυτό το πολιτικό τραύμα σε συνδυασμό με την προϊούσα διαφθορά, την ανικανότητα και τον αυταρχισμό της κεντρικής κυβέρνησης έσπρωξαν ένα σημαντικό μέρος των σουνιτών, ιδιαίτερα των οικονομικά ασθενέστερων, στην πλευρά του «Ι.Χ.». Είναι λοιπόν αναμενόμενη η συνέχιση της εξέγερσης στις σουνιτικές περιοχές και η διάχυση στελεχών του «Ι.Χ.» στα νέα ένοπλα μορφώματα όσο η Βαγδάτη θα συνεχίσει να αποξενώνει του σουνίτες, πολλώ δε μάλλον αν επιτρέψει στις σιιτικές και κουρδικές πολιτοφυλακές να προβούν σε αντίποινα και να διαιωνίσουν οικογενειακές και τοπικιστικές βεντέτες. Άλλωστε η Σαουδαραβική Αραβία δεν έχει εγκαταλείψει τον ρόλο της ως προστάτη των σουνιτών μουσουλμάνων στην περιοχή και η βοήθεια του Ριάντ προς τις νέες σουνιτικές οργανώσεις είναι πολύ πιθανή.

Ο τέταρτος δρόμος είναι η διάχυσή τους σε ένα ή περισσότερα τζιχαντιστικά μέτωπα που θα περιλάβουν οργανώσεις όπως το Κίνημα αλ-Νούσρα (παρακλάδι της αλ-Κάιντα) και άλλες τοπικές συριακές τζιχαντιστικές οργανώσεις. Ούτως ή άλλως οι διαφορές τους αφορούσαν περισσότερο την πρωτοκαθεδρία στο τζιχαντιστικό κίνημα και τη νομή της τοπικής εξουσίας και σχεδόν καθόλου τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά.

Σημαντικός παράγοντας για την ανασυγκρότηση των μαχητών του «Ι.Χ.» σε διάδοχα τζιχαντιστικά μέτωπα είναι η πολιτική κατάσταση και κυρίως το περιεχόμενο του πολιτικού συμβιβασμού στη Συρία. Η τάση που διαμορφώθηκε στις ειρηνευτικές συνομιλίες της Αστάνα τον Φεβρουάριο του 2017, περιλαμβάνει δύο βασικά στοιχεία. Πρώτον, την αναγνώριση της κυβέρνησης Άσαντ ως της νόμιμης κεντρικής κυβέρνησης, έστω και προσωρινά (ή ουδέν μονιμότερο του προσωρινού). Δεύτερον, την αναγνώριση εκ μέρους της κυβέρνησης των προσωρινών τοπικών διοικήσεων, όπως έχουν διαμορφωθεί στο έδαφος τη στιγμή της εκεχειρίας.(4) Μια τέτοια εξέλιξη είναι δυνατόν να διαμορφώσει τρεις ζώνες. Μια ζώνη ασφάλειας και σταθερότητας που θα περιλαμβάνει τα μεγάλα αστικά κέντρα και τους οδικούς άξονες και θα ελέγχεται απευθείας από το ασαντικό καθεστώς. Μια ζώνη σχετικής σταθερότητας με συγκρούσεις χαμηλής έντασης που θα ελέγχεται από τις τοπικές διοικήσεις προσκείμενες στη συριακή αντιπολίτευση κοσμική και ισλαμιστική. Και τέλος μια ζώνη χάους όπου θα συγκρούονται όλοι με όλους και θα αποτελεί πρόσφορο έδαφος για την αναδιοργάνωση των τζιχαντιστικών οργανώσεων και των μαχητών του «Ι.Χ.».

Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί η σημασία που έχει για την ολοκληρωτική ήττα του «Ι.Χ.» η στάση που θα κρατήσουν οι κύριες δυνάμεις του διεθνούς συστήματος, οι ΗΠΑ, η Ρωσία και τα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη. Δεν είναι σαφές ακόμη, κυρίως για την Ουάσιγκτον, κατά πόσο θα επιτρέψουν την «αφρικανοποίηση» των συγκρούσεων στην περιοχή Συρίας και Ιράκ. Με άλλα λόγια κατά πόσο θα ανέχονται ή και θα εκμεταλλεύονται τις συγκρούσεις αυτές και την απουσία ισχυρού κράτους στο μέτρο που αυτές δεν απειλούν ζωτικά συμφέροντά τους. Για τις ΗΠΑ τα ζωτικά συμφέροντα είναι τρία: η ασφάλεια και ο έλεγχος της ροής των υδρογονανθράκων, η ασφάλεια του Ισραήλ και η μη ανάδυση περιφερειακού ηγεμόνα. Κανένα από αυτά τα συμφέροντα δε διακυβεύονται από τον συριακό εμφύλιο ή από την αποτυχία του ιρακινού κράτους. Ακόμη και η παρέμβαση της Ρωσίας στη Συρία δε φαίνεται ότι έχει τις προϋποθέσεις να μετεξελιχθεί σε ρωσική επιρροή σε ολόκληρη την Μέση Ανατολή. Είναι αναμενόμενο λοιπόν οι ΗΠΑ να συμβάλλουν ενεργά στη στρατιωτική ήττα του «Ι.Χ.» αλλά όχι στην αποκατάσταση της χαώδους κατάστασης στη Μεσοποταμία. 

Η συγκρότηση του υβριδικού κράτους του «Ι.Χ.» αποτελεί το πρώτο ίσως υπόδειγμα πολιτικής οργάνωσης για το τζιχαντιστικό κίνημα. Μέχρι το «Χαλιφάτο» το τζιχαντιστικό κίνημα χαρακτηριζόταν από τη στρατηγική του παγκόσμιου τζιχάντ, δηλαδή της οργάνωσης-δίκτυο τύπου αλ-Κάιντα. Το «Ι.Χ.» ορίζει την πολιτική κυριαρχία του σε τρεις κύκλους: στο έδαφος που έχει καταλάβει στη Συρία και στο Ιράκ, στις οργανώσεις που δηλώνουν «υποταγή» στην κυριαρχία του και βρίσκονται σε άλλες περιοχές της Μέσης Ανατολής ή της Αφρικής (Λιβύη, Σινά, Υεμένη, Νιγηρία) και ελέγχουν μια εδαφική περιοχή και τέλος στους μεμονωμένους πυρήνες ή μαχητές που επιτίθενται στο όνομά του στην Τουρκία και τα κράτη της Δύσης.(5) Αυτή η «κινούμενη» κυριαρχία που χαρακτηρίζει την υβριδικότητα του «Ι.Χ.» μας οδηγεί να ξανασκεφτούμε τη συζήτηση για το νεομεσαιωνισμό (new medievalism) στη διεθνή οργάνωση δηλαδή «για συστήματα αλληλεπικαλυπτόμενης κυριαρχίας και πολλαπλής αφοσίωσης που συγκρατούνται μαζί από αντιθετικά ζεύγη οικουμενικών αξιώσεων».(6)

Τα παραδείγματα κρατικής οργάνωσης όπως αυτό των Ταλιμπάν είχαν περισσότερο, τοπικό και εθνοτικό χαρακτήρα βασισμένο περισσότερο στο αξιακό σύστημα των φυλών και με προβληματική σχέση με την νεωτερικότητα. Αντιθέτως το «Χαλιφάτο» αποτελεί πρότυπο της τζιχαντιστικής μετανεωτερικότητας. Συνδυάζει το σαλαφικό Ισλάμ –δηλαδή την επιστροφή στις ρίζες της «φωτισμένης» και κατά γράμμα ερμηνείας του Κορανίου και της ιερής παράδοσης μακριά από ιστορικοκοινωνικές εξηγήσεις και αναλογίες– με μορφές διακυβέρνησης του νεωτερικού κράτους, για παράδειγμα στην φορολογία και στις κοινωνικές υποδομές και υπηρεσίες. Επέδειξε μάλιστα την ικανότητα να ιδιοποιείται/οικειοποιείται τον λόγο και τους τρόπους της ψηφιακής αφήγησης. Έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό ιδιοποίησης/οικειοποίησης των τρόπων του διαδικτύου που ακόμη κι αν εξαφανιστεί στο φυσικό στρατιωτικό πεδίο είναι πιθανό να συνεχίσει να υπάρχει στον ψηφιακό κόσμο. Η εικόνα της τελικής πτώσης του «χαλίφη» αλ Μπαγντάτι, μαχόμενου στη Ράκκα, υπάρχει κίνδυνος να αποτελέσει την «ψηφιακή αφίσα» για πολλούς επαναστατημένους νέους στη Μέση Ανατολή και στις μουσουλμανικές κοινότητες σε όλο τον κόσμο που απογοητεύτηκαν είτε από τις δημοκρατικές εξεγέρσεις είτε από τις διαδικασίες κοινωνικές ενσωμάτωσης στις χώρες τους.

Η μόνη, ίσως, διέξοδος για τη σημερινή κατάσταση στην Μέση Ανατολή και ειδικότερα στη Συρία και στο Ιράκ και η μόνη ριζική αντιμετώπιση του τζιχαντιστικού φαινομένου θα ήταν μια περιφερειακή συνεννόηση μεταξύ των τριών βασικών παικτών –του Ιράν, της Τουρκίας και της Σαουδικής Αραβίας– με τη βοήθεια του Κατάρ, της Ιορδανίας και της Αιγύπτου. Μια τέτοια συνεννόηση θα απέτρεπε τη διατήρηση ζωνών χάους σε περιοχές του Ιράκ και της Συρίας και θα βοηθούσε την ανασυγκρότηση των κοινωνιών και την αποκατάσταση της ποικιλομορφίας τους (χαρακτηριστικό παράδειγμα το Χαλέπι)(7) ως ασπίδα εναντίον του τζιχαντισμού. 

Η διαφαινόμενη όξυνση των σχέσεων της Ουάσιγκτον με την Τεχεράνη, η συνέχιση του σκληρού ανταγωνισμού της Σαουδικής Αραβίας με το Ιράν στην περιοχή, η αμοιβαία καχυποψία μεταξύ Δύσης και Μόσχας και η τυχοδιωκτική πολιτική του Ερντογάν καθιστούν τη συνεννόηση αυτή πολύ δύσκολη προς το παρόν.

Το Ιράν βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Η χαλάρωση των κυρώσεων μετά τη συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα έδωσε ώθηση στην ιρανική οικονομία και ενίσχυσε εκείνα τα κοινωνικά στρώματα που επιθυμούν εξωστρέφεια και άρση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Σε αυτή την κατάσταση σχετικής χαλάρωσης οι πολιτικές δυνάμεις που εκφράζουν αυτά τα στρώματα θα αποδέχονταν μια συνολική συνεννόηση με τις ΗΠΑ και τη Σαουδική Αραβία που θα περιλάμβανε μια λύση συμβιβασμού στη Συρία και στο Ιράκ. Η διαφαινόμενη όμως σκλήρυνση της στάσης της Ουάσιγκτον και η γενικότερη αβεβαιότητα που εκπέμπει η διακυβέρνηση Τραμπ δίνουν ισχυρά επιχειρήματα στους συντηρητικούς που υποστηρίζουν τη διατήρηση ενός ισχυρού άξονα Τεχεράνης, ασαντικού καθεστώτος και Χεζμπολλάχ απέναντι στην άτυπη συμμαχία ΗΠΑ, Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας και απορρίπτουν συμβιβαστικές λύσεις. 

Από την πλευρά του το σαουδαραβικό βασίλειο είναι σε μεταβατική φάση από τις παλαιότερες γενεές της βασιλικής οικογένειας στις νεότερες. Η μετάβαση αυτή είναι μια πολύπλοκη διαδικασία που κάνει τη μοναρχία ιδιαίτερα ευαίσθητη απέναντι σε πιθανές απειλές. Το δόγμα εξωτερικής πολιτικής του βασιλιά Σαλμάν συνίσταται σε μια πιο δυναμική παρέμβαση στις συγκρούσεις της περιοχής με έμφαση στη στρατιωτική ισχύ. Η στρατιωτική επέμβαση στην Υεμένη και στο Μπαχρέιν, η συνεχιζόμενη υποστήριξη των ισλαμιστικών ομάδων που επιθυμούν την ανατροπή του Άσαντ και η αποδυνάμωση της ιρανικής επιρροής στην περιοχή είναι βασικές εκφάνσεις αυτού του δόγματος.(8)

Για την ερντογανική Τουρκία ο βασικός στόχος είναι η αποσόβηση της δημιουργίας κουρδικού κράτους, ανεξάρτητου ή ομόσπονδου στη βόρεια Συρία. Θα δοκιμάσει κάθε είδους συμμαχία (με τους τζιχαντιστές, την Ρωσία και τις ΗΠΑ) για να το πετύχει αλλά προς το παρόν καμία από τις συμμαχίες στις οποίες έχει συμμετάσχει δεν εγγυώνται το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Τόσο η Άγκυρα όσο και το Ριάντ θέλουν να διαλύσουν το «Ι.Χ.», αλλά δεν είναι έτοιμοι να βοηθήσουν αποφασιστικά στην εξάλειψη του τζιχαντιστικού κινήματος στην περιοχή. 

Η αισιοδοξία έρχεται μάλλον από μεγάλα τμήματα της ίδιας της συριακής κοινωνίας, τα οποία αφού διέσχισαν, όπως λένε, την «Κοιλάδα της Σκιάς του Θανάτου» επιδεικνύουν σήμερα μια αξιοθαύμαστη θετική ενέργεια στο Χαλέπι και αλλού και διακηρύσσουν ότι δεν επιθυμούν λύσεις από το εξωτερικό.(9) Η καταστροφή απέδειξε ότι «δεν μπορείς να πας στον Παράδεισο πάνω στους ώμους του Σατανά».

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Harriet Agerholm, «Isis “decimated” in Iraq and Syria and could have only 15,000 fighters left, US commander says”, Independent, 11 Αυγούστου 2016, https://goo.gl/efw78m (πρόσβαση 13/3/2017).

2. Muhammed Magdy, «Why is IS targeting Copts in Sinai?» Al-Monitor, 8 Μαρτίου 2017, https://goo.gl/q4jUIl (20/3/2017).

3. Emily Anagnostos, «Iraq’s Sunni Insurgency Begins as ISIS Loses Ground in Mosul», Institute for the Study of War, 8 Φεβρουαρίου 2017, https://goo.gl/tEM223 (πρόσβαση 13/3/2017).

4. Yezid Sayigh, «End Game for the Syrian Opposition», al-Hayat, 16 Φεβρουαρίου 2017, https://goo.gl/TPx7aF (πρόσβαση, 13/3/2017).

5. Marina Eleftheriadou & Sotiris Roussos, «Islamic State’s notion of “mobile” Sovereignty/Territoriality in a Postsecular Perspective», στο Nassef Manabilang Adiong (επιμ.), Islam in International Affairs: Politics and Paradigms, Λονδίνο: Routledge (υπό δημοσίευση).

6. Jörg Friedrichs (2001), «The Meaning of New Medievalism», European Journal of International Relations 7:4, σελ. 475- 501.

7. Preethi Nallu, «Analysis: Politics of Class and Identity Dividing Aleppo – and Syria», News Deeply-Refugees Deeply, 17 Μαρτίου 2017, https://goo.gl/ZGYbYV (πρόσβαση, 19/3/2017).

8. «Saudi Arabia’s Changing International Role», Carnegie Endowment for International Peace, 18 Απριλίου 2016, https://goo.gl/TxzrgT (πρόσβαση, 19/3/2017).

9. Alastair Crooke, “Syria: In the Geopolitical Waiting-Room”, Conflicts Forum, 25 Ιανουαρίου 2017, https://goo.gl/yomoF7 (πρόσβαση, 19/3/2017).

 

(Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 23 Μαρτίου 2017)

ΧΡΟΝΟΣ #47, 23 Μαρτίου 2017

Σωτήρης Ρούσσος
Αναπληρωτής Καθηγητής με αντικείμενο «Διεθνείς Σχέσεις και Θρησκεία στη Μέση Ανατολή» στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και επιστημονικός υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών (www.cemmis.edu.gr) στο ίδιο πανεπιστήμιο. Έχει επίσης διδάξει «Διεθνείς Σχέσεις στη Μ. Ανατολή και τον Τρίτο Κόσμο» στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Διετέλεσε Πρόεδρος του Τμήματος την περίοδο 2008-2011. Την περίοδο 1997-2003 ήταν Εμπειρογνώμονας για τη Μέση Ανατολή στο Υπουργείο Εξωτερικών. Διετέλεσε μέλος των Task Force for Water Issues and the Palestinian Refugees του Ειδικού Απεσταλμένου της Ε. Ε. για τη Μέση Ανατολή και της Άτυπης Διεθνούς Ομάδας για την Ιερουσαλήμ. Την περίοδο 1997-1999 ήταν βασικό στέλεχος στην ομάδα οργάνωσης της ειρηνευτικής πρωτοβουλίας «Συναντήσεις των Αθηνών» μεταξύ Παλαιστινίων και Ισραηλινών πολιτικών προσωπικοτήτων. Το 2009 ορίστηκε Εκπρόσωπος της Προεδρίας του ΟΑΣΕ για τους Μεσογειακούς Εταίρους. Το 2012 διετέλεσε Visiting Scholar στο University of California, Santa Barbara (UCSB). Τον Δεκέμβριο 2015 ορίστηκε από τον Υπουργό Εξωτερικών συντονιστής του Κέντρου για τον Θρησκευτικό Πλουραλισμό στη Μέση Ανατολή (www.crpme.gr). Έχει συγγράψει βιβλία και άρθρα για την περιφερειακή ασφάλεια στη Μέση Ανατολή, το πολιτικό Ισλάμ και τους χριστιανούς στη Μέση Ανατολή.

Sotiris Roussos
Αssociate Professor on International Relations and Religion in the Middle East at the Department of Political Science and International Relations of the University of Peloponnese and Head of the Centre for Mediterranean, Middle East and Islamic Studies (www.cemmis.edu.gr). He has been Head of the Department from 2008-2011 and he also taught Middle East Politics and International Relations at the Department of International and European Studies of Panteion University, Athens. From 1997 to 2003, he served as Senior Middle East Expert at the Greek Foreign Ministry. In the same period, he was member of Organising Team for the Athens Meetings between Israelis and Palestinians MPs, member of the Task Forces for Water and Refugee Issues of the EU Special Representative for the Middle East, and Greek representative in the Informal Group on the Religious and Cultural Aspects of Jerusalem. In 2009 Sotiris Roussos was appointed Personal Envoy for the Mediterranean Partners of the President-in-Office of the OSCE. Visiting Scholar at the University of California, Santa Barbara (UCSB) in 2012. In December 2015 he was appointed coordinator of the Center for Religious Pluralism in the Middle East (www.crpme.gr) He has written extensively on the regional security and international politics in the Middle East, political Islam and the Christian communities in the Eastern Mediterranean.

Θα πρέπει να σημειωθεί η σημασία που έχει για την ολοκληρωτική ήττα του «Ι.Χ.» η στάση που θα κρατήσουν οι κύριες δυνάμεις του διεθνούς συστήματος, οι ΗΠΑ, η Ρωσία και τα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη. Δεν είναι σαφές ακόμη, κυρίως για την Ουάσιγκτον, κατά πόσο θα επιτρέψουν την «αφρικανοποίηση» των συγκρούσεων στην περιοχή Συρίας και Ιράκ. Με άλλα λόγια κατά πόσο θα ανέχονται ή και θα εκμεταλλεύονται τις συγκρούσεις αυτές και την απουσία ισχυρού κράτους στο μέτρο που αυτές δεν απειλούν ζωτικά συμφέροντά τους.