Το πρόσφατο μέλλον

Δημήτρης Πλάντζος

[→VIDEO]

Τον Νοέμβριο του 2014, η εφημερίδα Τα Νέα δημοσίευσε την υποθετική απεικόνιση του φερόμενου και ως «ενοίκου της Αμφίπολης»: ξανθός και λευκοντυμένος, με ένα χρυσό στεφάνι ακουμπισμένο δίπλα στο κεφάλι του αλλά και περιτριγυρισμένος από μια κάπως αναχρονιστική σειρά «αρχαιολογικών» κτερισμάτων, ο «μέγας άφαντος» του περιβόητου τάφου έμοιαζε επιτέλους να συναντά το κοινό του – μεγαλοπρεπής, ένδοξος και πέρα για πέρα φανταστικός. Λίγες μέρες αργότερα, οι επιστημονικές αναλύσεις των όποιων σκελετικών καταλοίπων μπόρεσε να συγκεντρώσει η βιαστική ανασκαφή του μνημείου άφηναν περισσότερες απορίες από όσες απαντήσεις είχαν να δώσουν: Άντρας ή γυναίκα; 4ος, 2ος ή 1ος αι. π.Χ.; «Εντός» ή «εκτός» του τάφου;

Αν κάτι παρουσιάζει, πιστεύω, περισσότερο ενδιαφέρον στην όλη ιστορία, είναι αυτή ακριβώς η μαγική –όσο και απελπισμένη– στιγμή κατά την οποία το έθνος καλείται να αισθανθεί ότι κάτι έχει ολοκληρωθεί και ότι ένας σημαντικός σκοπός έχει επιτευχθεί. Αυτό είναι το πρόσφατο μέλλον: η συγκεκριμένη, δηλαδή, στιγμή ιστορικής αυτοπεποίθησης και συνειδησιακής κορύφωσης κατά την οποία το μέλλον φαντάζει ήδη βιωμένο. Η στιγμή, με άλλα λόγια, κατά την οποία το τελεολογικό εθνικό αφήγημα συναντά τη μεταιχμιακή του κορύφωση μεταξύ της ουτοπικής του επαλήθευσης και της συντριπτικής του κατάρρευσης.

Στόχος του βιβλίου είναι να διερευνήσει τους τρόπους με τους οποίους το παρελθόν, και συγκεκριμένα η κλασική αρχαιότητα, εργαλειοποιούνται στη σημερινή Ελλάδα ως βιοπολιτικές τεχνολογίες· δηλαδή ως μηχανισμοί οργάνωσης ομάδων και συλλογικοτήτων γύρω από συγκεκριμένες πολιτικές ή ιδεολογικές ατζέντες με πρόσχημα ένα καταστατικό αρχαιολατρικό ήθος.

Αν και δεν πρόκειται για ένα βιβλίο για την κρίση, το Πρόσφατο Μέλλον επιχειρεί να σκιαγραφήσει την πολιτισμική ιστορία της κρίσης: τους λόγους περί βίας, κοινωνίας των πολιτών και ευρωπαϊκού κεκτημένου, καθώς και τη διαπλοκή τους στον λόγο περί παρελθόντος ως μηχανισμού για τον καθορισμό (όσο και τον έλεγχο) του παρόντος. Επιχειρεί επίσης την κριτική προσέγγιση σε ένα ακανθώδες ζήτημα της νεοελληνικής κουλτούρας: τον τρόπο δηλαδή που η κλασική κληρονομιά προσφέρεται για χρήση από τον ακροδεξιό χώρο (είτε πρόκειται για τη Χρυσή Αυγή είτε για ομάδες και συλλογικότητες που αφιερώνουν χρόνο και προσπάθεια στη διάδοση και εμπέδωση υπερσυντηρητικών, ξενοφοβικών, σεξιστικών και ακραία εθνικιστικών ιδεών με το πρόσχημα της καλλιέργειας της κλασικής κληρονομιάς).

Τα ερωτήματα που με απασχόλησαν στο βιβλίο είναι πολλά, συμποσούνται όμως εν τέλει στα παρακάτω: 

Υπάρχει κλασική αρχαιότητα πέρα από τον αποικιοκρατικό, ταξικά, έμφυλα και φυλετικά ιεραρχημένο κόσμο που την επινόησε; 

Υπάρχει αρχαιολογία πέρα από το καταστατικό αρχαιολατρικό ήθος της ελληνικής πολιτείας;

Υπάρχει αρχαιολατρία πέρα από τις κοινότοπες, πλέον, χρήσεις της ως κατασταλτικού μηχανισμού και εργαλείου διάκρισης και αποκλεισμού; 

Μπορεί να υπάρξει παρόν όσο καταναλώνουμε το παρελθόν ως προαποφασισμένο μέλλον;

Τις απαντήσεις δεν τις γνωρίζω και ενδεχομένως να προκύψουν από τις συζητήσεις που ελπίζω να γεννήσει το ίδιο το βιβλίο. Θέλω όμως να κλείσω με μια προειδοποίηση που καθίσταται, πιστεύω, σαφής σε όποιον το διαβάσει: 

Αν και η αρχαιότητα εμφανίζεται ως βολική παρομοίωση, ιδεολογικό εφαλτήριο ή και άλλοθι για σημερινές –καθόλα νόμιμες και αποδεκτές– ιδέες, προτάσεις και διεκδικήσεις, φέρει μαζί της, εγγενώς, σχήματα και λόγους που ενδεχομένως δυναμιτίζουν και τις αγνότερες των προθέσεων.

Τι θέλω να πω: Tη στιγμή που ο σημερινός αγνός αρχαιολάτρης, ο κάπως ονειροπόλος αισθητής, ο ιδεολόγος επαγγελματίας του πολιτισμού, ο καλλιτέχνης σε αναζήτηση έμπνευσης, το γκέι αγόρι και η λεσβία κοπέλα, όλοι αυτοί και όλοι εμείς που αισθανόμαστε ή φαντασιωνόμαστε ότι είμαστε παραγκωνισμένοι σε κάποιο περιθώριο, τη στιγμή ακριβώς που όλοι αυτοί και όλοι εμείς προσεταιριζόμαστε το κλασικό στερεότυπο ως όπλο διεκδίκησης και διατράνωσης μιας πολιτικής ή κοινωνικής, ενσώματης, έμφυλης, εν τέλει πολιτισμικής ταυτότητας, ενεργοποιούμε εκείνες ακριβώς τις πρακτικές, εκείνους ακριβώς τους λόγους και εκείνα ακριβώς τα άτεγκτα τελεολογικά σχήματα που μας καταδίκασαν εξαρχής στο περιθώριο που σήμερα θεωρούμε ότι μας δεσμεύει.

[→προηγούμενο ΑΡΘΡΟ: Σ. Λεκάκης, «Πόσο σύντομα είναι το τώρα;»]

(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 2 Ιουλίου 2017)

ΧΡΟΝΟΣ #51, 2 Ιουλίου 2017


Ο Δημήτρης Πλάντζος είναι κλασικός αρχαιολόγος, απόφοιτος του Πανεπιστημίου Αθηνών και διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Έχει δημοσιεύσει μονογραφίες, μελέτες και άρθρα για την ελληνική τέχνη, τη θεωρία και μεθοδολογία της κλασικής αρχαιολογίας, τις νεωτερικές προσλήψεις του κλασικού πολιτισμού, και τις βιοπολιτικές χρήσεις της αρχαιότητας.

Tο 2014 κυκλοφόρησε η μελέτη του Οι αρχαιολογίες του κλασικού. Αναθεωρώντας τον εμπειρικό κανόνα από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου και το 2016, σε δεύτερη έκδοση, το βιβλίο του Ελληνική τέχνη και αρχαιολογία, 1200-30 π.Χ. από τις Εκδόσεις Καπόν, το οποίο παράλληλα κυκλοφορεί σε μετάφραση στις Ηνωμένες Πολιτείες από την Lockwood Press. Πέρυσι κυκλοφόρησε από τη Νεφέλη το τελευταίο του βιβλίο, με τίτλο Το πρόσφατο μέλλον. Η κλασική αρχαιότητα ως βιοπολιτικό εργαλείο. Είναι αναπληρωτής καθηγητής κλασικής αρχαιολογίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και συνδιευθυντής της Πανεπιστημιακής Ανασκαφής Άργους Ορεστικού. Πολλά από τα δημοσιεύματά του είναι προσβάσιμα στο www.academia.edu.

 

Ο συγγραφέας του βιβλίου «Το πρόσφατο μέλλον», Δημήτρης Πλάντζος, σε δημόσια συζήτηση με τη Δέσποινα Κουτσούμπα και τον Στάθη Γκότση.
Συντονίζει ο Στέλιος Λεκάκης.

24/05/2017, Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων


Τα βίντεο της συζήτησης:
Δημήτρης Πλάντζος
Στάθης Γκότσης
Δέσποινα Κουτσούμπα
ΣΥΖΗΤΗΣΗ

τχ. 51, Ιούλιος 2017

Δημήτρης Πλάντζος
Το πρόσφατο μέλλον
Η κλασική αρχαιότητα ως βιοπολιτικό εργαλείο

κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ
ISBN: 978-960-504-151-9, Σελ. 272 (με
40 έγχρ. σε ένθετα), σχήμα: 17x24εκ.
ΣΕΙΡΑ: Θεωρία–Κριτική