Η μικρή φόρμα αντιστέκεται στην επικράτεια του μυθιστορήματος

Γιώργος N. Περαντωνάκης

Φάκελος: Διήγημα. Επισκόπηση της πρόσφατης βιβλιοπαραγωγής και αναλυτική προσέγγιση που παρουσιάστηκε στο βιβλιοπωλείο Πολύεδρο της Πάτρας

Οι πρόσφατες μικρές λίστες των βραβείων του περιοδικού oanagnostis(1) (πρώην «Διαβάζω») για το 2015 έδειξαν, κατά τη γνώμη μου, ότι ο μέσος όρος της παραγωγής διηγημάτων και νουβελών(2) στην Ελλάδα είναι ανώτερος από αυτόν του μυθιστορήματος. Αλλά και κάθε χρόνο τα πολύ καλά μυθιστορήματα μετριούνται στα δάκτυλα του ενός, άντε των δύο χεριών, ενώ τα εξαιρετικά βιβλία της μικρής φόρμας είναι πολύ περισσότερα. Κι όμως η αναγνωστική και η εκδοτική τάση είναι υπέρ του μυθιστορήματος. 

Γιατί άραγε; (πρώτον) και δεύτερον, γιατί τα διηγήματα αξίζουν καλύτερης φήμης και αποδοχής από αυτήν που έχουν;

Όλον τον 19ο αιώνα (και στις αρχές του 20ού), τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα, η μικρή φόρμα έχαιρε μεγάλης εκτίμησης και την υπηρέτησαν σημαντικά ονόματα όπως ο Πόε, ο Μωπασάν, ο Μεριμέ, ο Χόφμαν, ο Χώθορν, ο Γκόγκολ, ο Πούσκιν, ο Τσέχοφ αλλά και οι δικοί μας Παπαδιαμάντης, Βιζυηνός κ.ά.(3) Στην Ελλάδα τα πράγματα άλλαξαν κυρίως με τη γενιά του ’30 (πιθανόν και λίγο πριν)(4), γενιά η οποία, χωρίς να πάψει να ασχολείται με το διήγημα, έριξε το βάρος της στο μυθιστόρημα που εξέφραζε τη νέα ευρωπαϊκή ιδεολογία και τον αστικό εκσυγχρονισμό. Έτσι, από τότε και στο εξής επικράτησαν οι λεγεώνες της μεγάλης φόρμας, γεγονός στο οποίο συνετέλεσε τα τελευταία χρόνια η στροφή προς το μπεστ-σέλερ, η ανάγκη για μεγάλες αναγνώσεις και χορταστικά βιβλία, η κινηματογραφική διασκευή την οποία ευνοεί το μυθιστόρημα κ.λπ.

Βεβαίως υπάρχει και ένας άλλος λόγος, πιο βαθύς και ουσιαστικός, που αξίζει να μας απασχολήσει. Το μυθιστόρημα αποτελεί, τα τελευταία εκατό χρόνια, το είδος γραφής που προσπαθεί να αποδώσει την πολυπλοκότητα του κόσμου, τη συνείδηση της ολότητας, την πανοπτική ματιά που συλλαμβάνει και εξηγεί την πολυμέρεια του σύγχρονου ανθρώπου. Επομένως, το διήγημα καθαιρέθηκε ακριβώς επειδή εστιάζει στο μερικό και στο μικρό και αγνοεί το μεγάλο και σφαιρικό.

Μήπως όμως αυτή ακριβώς η μικρή του έκταση και η «ενότητα της εντύπωσης» (Poe)(5) μπορεί να λειτουργήσει υπέρ του, αν χρησιμοποιηθεί σωστά;

  1. Το διήγημα προσφέρει τη δυνατότητα για μεγάλη ένταση σε πολύ μικρή έκταση. Σε μερικές σελίδες ο αναγνώστης φτάνει γρήγορα στο αποκορύφωμα και στο απόγειο της συγκίνησης ή του προβληματισμού. Το χαρακτήρισαν «πηγάδι» (Ψυχάρης) ή «παγόβουνο» (Χέμινγουεϊ), επειδή η μικρή του επιφάνεια εξέχει πάνω από ένα τεράστιο βάθος, που οδηγεί σε διεισδυτικότητα και αναγνωστική εμβάθυνση.
  2. Λόγω της μικρής έκτασης και της πυκνότητας τίποτα δεν φαίνεται –και δεν είναι– περιττό, με αποτέλεσμα τη μέγιστη δυνατή απόλαυση του όλου αλλά και των μερών. Αυτός ο μινιμαλισμός ωθεί –χάρη στην υπαινικτικότητά του… τον αναγνώστη να σκεφτεί και να ενεργήσει πνευματικά.(7)
  3. Το μυθιστόρημα δεν μπορεί να αντέξει για πολύ την ποιητικότητα της γραφής, γιατί χάνει τη νομοτελειακή φύση της ιστορίας. Το διήγημα αντίθετα μπορεί να παίξει με τους ποιητικούς τρόπους, να γίνει δηλαδή ένα πεζό ποίημα, όπου η γλώσσα δένει με το συναίσθημα κι η ακαριαία εντύπωση με τους εκφραστικούς τρόπους.
  4. Εξίσου συχνά το διήγημα είναι ένας μικρός πίνακας ζωγραφικής ή μάλλον μια φωτογραφία, έγχρωμη για το παρόν ή ασπρόμαυρη για το παρελθόν, όπου παγώνει μια στιγμή και μια σκηνή.
  5. Από την άλλη, το διήγημα φλερτάρει και με το δοκίμιο, αφού σε λίγες σελίδες το σχόλιο, ο στοχασμός, ο κοινωνικός ή πολιτικός προβληματισμός(8) είναι δυνατόν να προκύψει στιγμιαία και να ερεθίσει τον αναγνώστη σε μια ταχεία σύλληψη της πραγματικότητας.
  6. Η μεγάλη δυναμική που έχει η μικρή φόρμα είναι η δυνατότητά της να ταλαντώνεται σαν εκκρεμές από το ένα άκρο στο άλλο.(9) Ενώ το μυθιστόρημα αναγκάζεται να ακολουθήσει τις ράγες που του υποβάλλει η υπόθεση (φυσικά υπάρχουν πολλές και καλές εξαιρέσεις), το διήγημα είναι ευκολότερο να λοξοδρομήσει: 
  • Από το ένα άκρο, της γλωσσικής επιμέλειας και της επιμονής σε μια υφολογική διαφοροποίηση έως το άλλο, της αμιγούς αφήγησης και της ανάπτυξης μιας μικρής ιστορίας.
  • Από το ένα άκρο, της προσωπικής εξομολόγησης και της αυτοβιογραφικής ανάμνησης μέχρι το άλλο, της συλλογικής (κοινωνικής και πολιτικής) ανατομίας.
  • Από το ένα άκρο, της μικρής λιλιπούτειας έκτασης (τα γνωστά διηγήματα-μπονζάι, που αποδίδουν σε λίγες σειρές το μήνυμά τους, σαν μικρή καρτ-ποστάλ) έως το άλλο, της μεγάλης έκτασης, των διηγημάτων δηλαδή που επεκτείνονται σε ένα είδος μυθιστορηματικής πολυπλοκότητας, και της νουβέλας που δεν θέλει να γίνει μυθιστόρημα αλλά απλώνεται πέρα από το μικρό γεγονός που την ορίζει.
  • Από το ένα άκρο, της νοητικής επεξεργασίας και του προβληματισμού στο άλλο, της συναισθηματικής μέθεξης και της θυμικής έξαρσης, που προκαλεί κεντρίσματα στην ψυχή.
  1. Η διακειμενικότητα του διηγήματος, η σκόπιμη δηλαδή ή μη αναφορά του σε άλλα κείμενα, του δίνει τη δυνατότητα ενός παράσιτου, που γαντζώνεται πάνω στο άλλο φυτό και ανθίζει, προβάλλοντας πολλές φορές ρητά την αναλογία του, τη νέα οπτική του, τη νέα ιδεολογία του ακόμα και την αντίθεσή του σε σχέση με το προηγούμενο έργο.
  2. Ειδική μνεία θέλω να κάνω για τις συλλογές διηγημάτων τα οποία έχουν κοινό άξονα (λ.χ. είναι ομόθεμα), στα οποία πέρα από τα παραπάνω έχουμε και μια πιο πανοραμική θέαση του κόσμου. Κάθε διήγημα άπτεται μιας πλευράς, αλλά όλα μαζί, καλειδοσκοπικά, πολύπλευρα, από διαφορετική σκοπιά, αλληλοσυμπληρώμενα, αναλύουν την πραγματικότητα με επιμέρους λήψεις.
  3. Το ίδιο συμβαίνει και στις νουβέλες. Αυτά τα κείμενα είναι μεγαλύτερα από το διήγημα, αλλά μικρότερα από το μυθιστόρημα. Έτσι, άλλοτε τείνουν προς τη διηγηματογραφική πυκνότητα, περιεκτικότητα και εστίαση, κι άλλοτε προς τη μυθιστορηματική πολυπλοκότητα, την ανάδειξη πληρέστερων πεδίων και την εμβάθυνση σε ευρύτερους και βαθύτερους χώρους.

* * *

Όταν ο αδελφός μου που είναι ναυπηγός έπαιρνε πτυχίο, ο Πρόεδρος του Τμήματος δήλωσε στην ομιλία του: στην Ελλάδα έχουμε πολλά πλοία με ικανότατα πληρώματα, αλλά δεν έχουμε ένα ναυπηγείο της προκοπής. Κι αυτό γιατί ως λαός –λόγω της παιδείας μας– μπορούμε να οργανώσουμε και να διοικήσουμε ένα μικρό αριθμό ανθρώπων (λ.χ. το πλήρωμα ενός καραβιού), αλλά δεν μπορούμε να συντονίσουμε έναν μεγάλο αριθμό, όπως τους εκατοντάδες εργαζόμενους σε ένα ναυπηγείο.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην ελληνική πεζογραφία.

Προσωπικά εκτιμώ ότι το ελληνικό διήγημα παράγει έξοχα δείγματα, επειδή ο Έλληνας μπορεί να αναδείξει με μια ματιά το μικρό, ενώ αδυνατεί να συνθέσει κάτι ολοκληρωμένο που να αποτυπώνει το μεγάλο, το συλλογικό και το ευρύ. Ο Έλληνας μπορεί να συλλάβει το στιγμιαίο και να του προσδώσει λογοτεχνική ποιότητα (γι’ αυτό άλλωστε διαπρέπει στην παραγνωρισμένη από το κοινό ποίηση), ενώ δεν τα καταφέρνει τόσο καλά να οργανώσει, να συντονίσει και δη να τελειοποιήσει όλα όσα συνθέτουν τη μεγάλη φόρμα του μυθιστορήματος.(10)

* * *

Θα ολοκληρώσω το προκαταρκτικό πλαίσιο της συζήτησης με παραδείγματα από τα βιβλία μικρής φόρμας που συζητήθηκαν ή θα συζητηθούν στο ΠΟΛΥΕΔΡΟ, κυρίως από νέους δημιουργούς, ώστε να δείξω τον γενικό προβληματισμό που έθεσα με συγκεκριμένα έργα.

Το διήγημα, λένε, δείχνει μεγάλη προσοχή στη γλώσσα και ο συγγραφέας του επιμένει ιδιαίτερα στο ύφος και στη λεπτομέρεια. Έτσι, μπορούμε να δούμε υψηλή ποιητικότητα, με αποκλίνουσα γλώσσα και εικόνες, σχήματα λόγου και ποιητική σύνταξη. Ενδεικτικά αναφέρω την «Οικογενειακή πορσελάνη» του Νίκου Κουφάκη, όπου οι αναμνήσεις οικογενειακών ενσταντανέ είναι εξίσου πολύτιμες όσο και εύθραυστες με σερβίτσια πορσελάνης, και την «Αλεπού της σκάλας» του Ηλία Παπαμόσχου, όπου η πυκνότητα ενός ποιήματος μετουσιώνεται σε διήγημα με συναισθηματικό πλούτο και συνάμα ένταση. Το ίδιο κάνει και ένας μεγάλος ποιητής, ο Μιχάλης Γκανάς, ο οποίος γράφει το «Γυναικών» για να εγγράψει με το βλέμμα του τις γυναίκες και τον κόσμο τους.

Η γλώσσα όμως παίρνει ποικίλες διαστάσεις μέσα στα κείμενα μικρής φόρμας. Ο διαλεκτικός λόγος της Καρδίτσας στο «Μόνο το αρνί» της Βασιλικής Πέτσα εν-τοπίζει (κάνει δηλαδή τοπικό) το Ιστορικό και έτσι προσπαθεί να δει τα πράγματα από τη θεσσαλική σκοπιά. Σε ανάλογο πλαίσιο ο Χρήστος Οικονόμου στο επιφανές «Κάτι θα γίνει, θα δεις» χρησιμοποιεί τον προφορικό λόγο των συνοικιών πέριξ του Πειραιά, για να δείξει τις ποικίλες κοινωνικές και ατομικές τραγωδίες πριν από και παράλληλα με τη μεγάλη εθνική κρίση. 

Ο κοινωνικός με άλλα λόγια χαρακτήρας του διηγήματος είναι συχνά έντονος και πολλοί συγγραφείς χρησιμοποιούν τη μικρή φρόμα για να αναδείξουν πτυχές της σύγχρονης πραγματικότητας. 

«Η Βικτώρια δεν υπάρχει» του Γιάννη Τσίρμπα είναι ένα τέτοιο κείμενο, μια νουβέλα πιο συγκεκριμένα, όπου ο ρατσισμός και η βία αναδεικνύονται ως εγγενή χαρακτηριστικά της Αθήνας, όχι μόνο τώρα αλλά κι από παλιά. Κέντρο τον ρατσισμό έχει και η συλλογή της Ελισάβετ Χρονοπούλου με τίτλο «Φοράει κοστούμι», διηγήματα βασικός άξονας των οποίων είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τον Αλλο, αλλοδαπό ή ημεδαπό, τρόπος ο οποίος μπορεί να είναι από επιφυλακτικός έως παρεξηγήσιμος κι από φοβικός έως ρατσιστικός. Την ίδια κοινωνική ματιά χρησιμοποιεί και η Ευγενία Μπογιάνου με την «Κλειστή πόρτα», έντεκα διηγήματα όπου οι άνθρωποι της καθημερινότητας πλήττονται από τα χρέη, τους πολιτικούς, την κοινωνική αναλγησία…

Ένας άλλος άξονας που αξιοποιείται από τους διηγηματογράφους, πολλές φορές παιγνιωδώς, είναι η διακειμενικότητα. Με τον όρο αυτό εννοούμε τη χρήση, στις περιπτώσεις που θα αναφέρω εμπρόθετη, κειμένων άλλων συγγραφέων ώστε ο διηγηματογράφος να ανοίξει έναν διάλογο με μια προηγούμενη εποχή και να ξαναδεί τα ίδια θέματα με διαφορετική ματιά. Ενδεικτικά αναφέρω τη Λίλα Κονομάρα η οποία στις «Ανησυχίες του γεωμέτρη» συνδιαλέγεται με τις δημηγορίες του Θουκυδίδη, άλλους αρχαίους ρήτορες και τα απομνημονεύματα των ηρώων του ’21, ενώ η Έλενα Μαρούτσου στις «Χυδαίες ορχιδέες» παίζει με βιβλία και τσιτάτα αγγλοσαξόνων συνήθως συγγραφέων, χτίζοντας υποθέσεις που αλλοιώνουν, μεταλλάσσουν ή ανατρέπουν τις πρωτότυπες ιστορίες.

Κι από εκεί και πέρα σταχυολογώ πέντε συλλογές με φυγόκεντρες τάσεις, για να ενισχύσω την άποψη που έχω εκφράσει ότι το μικρό διήγημα …χωράει πολλά.

Θέλετε αυτοβιογραφικό στοιχείο, που δουλεμένο με την παρατήρηση και τη μνήμη δουλεύεται για να γίνει μικρή ιστορία. Διαβάστε τον «Νοέμβρη» του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, ο οποίος βάζει στη συνταγή Θεσσαλονίκη, παράδοση, χιούμορ, ζωοφιλία και έτσι προκαλεί συγκίνηση και ανθρωπιά. Δεν σας αρέσει η Θεσσαλονίκη, πάμε Αγγλία. Ο νεαρός φοιτητής Γιώργος Μητάς στις «Ιστορίες του Χαλ» συνδέει την ελληνική ζεστασιά με το βρετανικό κλίμα, γράφει τρεις ιστορίες κρύου και ανθρώπινων σχέσεων κι έτσι μετατρέπει τις δικές του εμπειρίες σε διηγήματα ζεστής διαπροσωπικής επαφής. Ανάλογη απόσταση μεταξύ ανθρώπου και κοινωνίας, αλλά πιο υπαρξιακή και κοινωνική, είναι η προσπάθεια της Έρσης Σωτηροπούλου με τίτλο «Να νιώθεις μπλε, να ντύνεσαι κόκκινα». Το ασύμβατο που δηλώνει η αντίθεση «νιώθεις μπλε» - «ντύνεσαι κόκκινα» αναδεικνύει το ατομικό μέσα στο κοινωνικό κι έτσι το διήγημα γίνεται ο μικρόκοσμος που προσπαθεί να δείξει τη δυσκολία προσαρμογής σε ένα εχθρικό σύνολο.

Δεν σας αρέσουν τα κοινωνικά διηγήματα, πάρτε την «Αθανασία των σκύλων» όπου ο Κώστας Μαυρουδής πλάθει μικρές, παιγνιώδεις καμιά φορά, διακειμενικές, λοξής ματιάς, ιστορίες με σκύλους. Το ίδιο μοτίβο σε ποικίλες παραλλαγές, όπως στη μουσική! Κάτι ανάλογο κάνει και ο Γιάννης Ευσταθιάδης στο «Εκατό», όπου παίζει πανέξυπνα με το αριθμό 100 σε διάφορες παραλλαγές του, αλλά εδώ συζητήθηκε η τελευταία του συλλογή με τίτλο «Μαύρο εκλεκτό»: με κινηματογραφική ατμόσφαιρα και αφήγηση ο συγγραφέας συναιρεί το σοβαρό και το κωμικό, το ομαλό και το απρόοπτο, για να καταδείξει τα παιχνίδια του έρωτα.

Κλείνω με τον μύθο που λέει ότι οι νέοι συγγραφείς ξεκινάνε με το διήγημα γιατί είναι πιο εύκολο και λιγότερο απαιτητικό. Αυτό δεν ισχύει γιατί α) ο Παπαδιαμάντης λ.χ. έγραψε καταρχάς αποτυχημένα μυθιστορήματα και έπειτα άφησε τη σφραγίδα του στο διήγημα, β) πολλοί συγγραφείς, μεγάλοι σε ηλικία, έχουν καταξιωθεί με το διήγημα (Γ. Βιζυηνός, Ηλ. Παπαδημητρακόπουλος, Μ. Χάκκας, Γ. Ιωάννου) και γ) η μικρή φόρμα έχει τις δικές της απαιτήσεις (πυκνότητα, ευστοχία, γλωσσική λεπτοδουλειά) που δεν μπορεί να τις εκπληρώσει κάθε μυθιστοριογράφος.

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. http://www.oanagnostis.gr/mikres-listes-vravion-tou-anagnosti.

2. Διήγημα είναι σε γενικές γραμμές το πεζό λογοτεχνικό κείμενο που εκτείνεται μέχρι 50-60 σελίδες, ενώ η νουβέλα ξεκινά από εκεί και φτάνει μέχρι 100-120 σελίδες και το μυθιστόρημα απλώνεται από εκεί και πάνω. Αυτή η εξωτερική οριοθέτηση δεν πρέπει να αγνοήσει μια άλλη βασικότερη, που θέλει το μυθιστόρημα να καλύπτει μια ευρύτερη εικόνα του κόσμου, ενώ η μικρή φόρμα να μένει σε μια φέτα ζωής.

3. Για μια περιεκτική Ιστορία του διηγήματος βλ. Μηλιώνης, Χριστόφορος, Το διήγημα, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2002 και για τη μεταπολεμική του πορεία βλ. Χατζηβασιλείου, Βαγγέλης, «Το διήγημα της πρώτης και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς», περ. διαβάζω, τεύχ. 451, Μάιος 2004, σελ. 74-78 και Αφρουδάκης, Άγγελος, «Συνηγορία διηγήματος. Διαπιστώσεις από κείμενα της ελληνικής και διεθνούς παραγωγής των τελευταίων δεκαετιών», στο Ελ. Πολίτου-Μαρμαρινού και Σ. Ντενίση (επιμ.), Το διήγημα στην ελληνική και στις ξένες λογοτεχνίες. Θεωρία – γραφή – πρόσληψη, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2009, σελ. 536-549. Μαρία Καραΐσκου, «Αναζητώντας τον ειδολογικό χαρακτήρα του διηγήματος: Η σύγκριση με το μυθιστόρημα σε κριτικά κείμενα δημοτικιστών (1903-1928)», στο Ελ. Πολίτου-Μαρμαρινού και Σ. Ντενίση (επιμ.), Το διήγημα στην ελληνική και στις ξένες λογοτεχνίες. Θεωρία – γραφή – πρόσληψη, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2009, σελ. 112.

4. Μαρία Καραΐσκου, ό.π., σελ. 121 κ.εξ.

5. Μαρία Καραΐσκου, ό.π., σελ. 112.

6. Μαρία Καραΐσκου, ό.π., σελ. 121.

7. Βαγγέλης Αθανασόπουλος, «Για μια ασκητική της αφήγησης: ο αφηγηματικός μινιμαλισμός και το διήγημα», στο Ελ. Πολίτου-Μαρμαρινού και Σ. Ντενίση (επιμ.), Το διήγημα στην ελληνική και στις ξένες λογοτεχνίες. Θεωρία – γραφή – πρόσληψη, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2009, σελ. 150-163.

8. Για μερικές τάσεις του σύγχρονου διηγήματος βλ. Νάτσινα, Αναστασία, «Ελληνικά διηγήματα από το 1990 και ύστερα», περ. Διαβάζω, τεύχ. 451, Μάιος 2004, σελ. 79-83.

9. Γιώργος Ν. Περαντωνάκης, «Το εκκρεμές του διηγήματος κάνει μεγάλες ταλαντώσεις», www.bookpress.gr, 17.1.2016 [http://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/to-ekkremes-tou-dihgimatos-2015

10. Ο P. Lebesque το 1905 επισημαίνει ότι οι Έλληνες αποτυγχάνουν σε πλατύτερα είδη, κυρίως επειδή αδυνατούν να συνθέσουν ολοκληρωμένες, άρτιες και χωρίς αδυναμίες πλοκές (η παραπομπή στο Μαρία Καραΐσκου, ό.π., σελ. 117).

 

Ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1972. Με υποτροφία του ΙΚΥ εκπόνησε Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης και Διδακτορική Διατριβή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών με θέμα «Από την τεχνική του μοντάζ στην τεχνική του κολλάζ (στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία)». Συνεργάζεται ως κριτικός βιβλίου στην Εφημερίδα των Συντακτών και στον ηλεκτρονικό ιστότοπο www.bookpress.gr, ενώ έχει δημοσιεύσει άρθρα και βιβλιοκριτικές σε ποικίλα έντυπα, όπως το Διαβάζω, την Ελευθεροτυπία, το Εντευκτήριο κ.ά. Το βιβλίο του Η μεταπολιτευτική κριτική στον καθρέφτη (2013) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πόλις», ενώ ετοιμάζεται η Βιβλιογραφία για τον Νίκο Καζαντζάκη (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).

Γιώργος Ν. Περαντωνάκης

Το διήγημα προσφέρει τη δυνατότητα για μεγάλη ένταση σε πολύ μικρή έκταση. Σε μερικές σελίδες ο αναγνώστης φτάνει γρήγορα στο αποκορύφωμα και στο απόγειο της συγκίνησης ή του προβληματισμού. Το χαρακτήρισαν «πηγάδι» (Ψυχάρης) ή «παγόβουνο» (Χέμινγουεϊ), επειδή η μικρή του επιφάνεια εξέχει πάνω από ένα τεράστιο βάθος, που οδηγεί σε διεισδυτικότητα και αναγνωστική εμβάθυνση.

Λόγω της μικρής έκτασης και της πυκνότητας τίποτα δεν φαίνεται –και δεν είναι– περιττό, με αποτέλεσμα τη μέγιστη δυνατή απόλαυση του όλου αλλά και των μερών. Αυτός ο μινιμαλισμός ωθεί –χάρη στην υπαινικτικότητά του… τον αναγνώστη να σκεφτεί και να ενεργήσει πνευματικά.