Εκδοχές της περιόδου της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας

Ελένη Πασχαλούδη

Επιστημονική απάντηση στη δαιμονοποίηση όσο και στην εξιδανίκευση της μεταπολίτευσης μετά την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης. Σχόλια με αφορμή το συλλογικό τόμο «Μεταπολίτευση: Η Ελλάδα στο μεταίχμιο δύο αιώνων»

Περισσότερο από σαράντα χρόνια έχουν περάσει πλέον από τον Ιούλιο του 1974 όταν η ηγεσία της χούντας αποχωρούσε ηττημένη πολιτικά και ηθικά. Η παλαιά πολιτική ελίτ της χώρας υπό την καθοδήγηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή επέστρεψε στην εξουσία, έχοντας να αντιμετωπίσει πολύ σημαντικές προκλήσεις και καθήκοντα: να αναλάβει την πολιτική εξουσία και να σχηματίσει κυβέρνηση ύστερα από επτά χρόνια στρατιωτικής δικτατορίας και ενώ η κυπριακή τραγωδία βρισκόταν σε εξέλιξη. Και επίσης, να διασφαλίσει τη μετάβαση στη δημοκρατία αλλά και τη σταθεροποίηση του δημοκρατικού πολιτεύματος, σε ένα περιβάλλον πολιτικά ασταθές. 

Αναμφίβολα η μεταπολίτευση, είτε με τη στενή χρονική της έννοια είτε με την ευρύτερη, υπήρξε μια τεράστια τομή σε σχέση με το παρελθόν. Η δικτατορία αποτέλεσε την παρόξυνση του μετεμφυλιακού κράτους σε όλες τις εκδοχές του. Επομένως, η πτώση της συμπαρέσυρε και όλες τις νομιμοποιητικές αναφορές της προδικτατορικής περιόδου. Η εθνικοφροσύνη, ο αντικομμουνισμός, ο αντισλαβισμός γελοιοποιήθηκαν⋅ τα Κομμουνιστικά Κόμματα Ελλάδας (εσωτερικού και εξωτερικού) νομιμοποιήθηκαν, η μοναρχία καταργήθηκε, ενώ ο στρατός και τα σώματα ασφαλείας ταυτίστηκαν με τη δικτατορία και έχασαν την αίγλη τους, αλλά και την άνεση που είχαν για πάρα πολλά χρόνια να παρεμβαίνουν στην πολιτική ζωή.

Η πολιτική ζωή της χώρας λοιπόν ξεκίνησε εκ νέου, με αφετηρία την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος που χρησίμευσε ως παράδειγμα προς αποφυγή, διαμορφώνοντας με αυτόν τον τρόπο τη συμπεριφορά των πολιτικών ελίτ αλλά και της κοινωνίας. Για τις ελίτ ιδιαίτερα το μεγάλο δίδαγμα που προέκυπτε από την επιβολή της δικτατορίας και τις συνέπειές της ήταν αφενός η προσήλωση στους δημοκρατικούς θεσμούς και αφετέρου η αποφυγή της όξυνσης του πολιτικού κλίματος ώστε να αποφευχθεί, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια, μια καινούργια εκτροπή. 

Δεν ήταν όμως όλα καινούργια. Υπήρχαν και αρκετές συνέχειες από την προδικτατορική περίοδο: τα ηγετικά στελέχη των πολιτικών κομμάτων – ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Ανδρέας Παπανδρέου, οι ηγέτες της Αριστεράς. Όλοι είχαν βιώσει τις συνέπειες του εμφυλίου πολέμου, το πολιτικό κλίμα της εθνικοφροσύνης και την επιβολή της δικτατορίας, με εξαίρεση τους ηγέτες της Αριστεράς που βρίσκονταν στο εξωτερικό. Όλοι όμως αντιπροσώπευαν τη συνέχεια του πολιτικού κόσμου στην εποχή της μετάβασης. Ένα άλλο στοιχείο συνέχειας ήταν η ριζοσπαστικοποίηση, η συλλογική δράση και τα κινήματα της νεολαίας που εκδηλώθηκαν στη σύντομη άνοιξη της δεκαετίας του 1960 και διακόπηκαν απότομα από την επιβολή του πραξικοπήματος. Συνεχίστηκαν και μετεξελίχθηκαν μετά την πτώση της δικτατορίας δίνοντας νέα ώθηση στις κοινωνικές και πολιτικές διεκδικήσεις και καινούργιες μορφές πολιτικοποίησης. Το συνδικαλιστικό κίνημα χειραφετήθηκε σε σημαντικό βαθμό και οι πολιτικές νεολαίες καλλιέργησαν ένα καινούργιο είδος πολιτικής και νεανικής κουλτούρας, όπως περιγράφεται διεξοδικά στις συμβολές των Νίκου Παπαδογιάννη και Νίκου Σερντεδάκι στον τόμο Μεταπολίτευση. Η Ελλάδα στο Μεταίχμιο των δύο αιώνων (εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 2015) που επιμελήθηκαν ο Μάνος Αυγερίδης, η Έφη Γαζή και ο Κωστής Κορνέτης*. 

Η περίοδος της μετάβασης στη δημοκρατία ήταν σχετικά μικρή. Στις 18 Νοεμβρίου του 1974 πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες εκλογές, και λίγο αργότερα το δημοψήφισμα που θα έκρινε το μέλλον και το χαρακτήρα του πολιτεύματος, έγιναν σε κλίμα ήπιο, σχεδόν υποδειγματικά. Παράλληλα, οι συλλήψεις και οι δίκες των πρωταιτίων του πραξικοπήματος, των βασανιστών της χούντας και των υπευθύνων για τη βίαιη καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου προχωρούσαν τη διαδικασία της αποχουντοποίησης και αποδείκνυαν την προσήλωση σύσσωμης της πολιτικής ηγεσίας στους δημοκρατικούς θεσμούς. 

Αυτή όμως η κατά τεκμήριο σύντομη και επιτυχημένη μετάβαση εγκαινίασε, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Κωστής Κορνέτης στο κείμενο του, μια «ατέρμονη μεταπολιτευτική περίοδο» η οποία διήρκεσε πολύ περισσότερο και διαμόρφωσε τους όρους της πολιτικής αντιπαράθεσης αλλά και της κοινωνικής εξέλιξης μέχρι το 1989. 

Τα τελευταία χρόνια έχουν δημοσιευτεί σημαντικές μελέτες για τη μεταπολίτευση, ιδιαίτερα από πολιτικούς επιστήμονες που άνοιξαν πρώτοι το πεδίο μελέτης της συγκεκριμένης περιόδου. Το ενδιαφέρον αυτών των μελετών στράφηκε κυρίως στη μελέτη των πολιτικών κομμάτων και στο φαινόμενο του λαϊκισμού. Το ενδιαφέρον των ιστορικών, όμως, για τη μεταπολίτευση υπήρξε μειωμένο. Περιορίστηκε κυρίως στη διπλωματική ιστορία, στο Κυπριακό και ιδιαίτερα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αλλά και στη δημόσια ιστορία ο αντίκτυπος της μεταπολίτευσης δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλος. Σε αυτό το πεδίο το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε κυρίως στην επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και τον αντιδικτατορικό αγώνα παρά στην ίδια την αποκατάσταση της δημοκρατίας, η οποία δεν εορτάζεται με ιδιαίτερη επισημότητα ούτε έγινε ποτέ σχολική γιορτή ή επίσημη αργία. Το αγωνιστικό και δυναμικό μήνυμα της επετείου του Πολυτεχνείου είναι πιο εύκολα αξιοποιήσιμο από τις πολιτικές ελίτ και τα ΜΜΕ: συγκροτεί ομοψυχία απέναντι σε έναν κοινό εχθρό –τη δικτατορία–, εντάσσεται στους αγώνες του έθνους εναντίον εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών και μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση. Η επέτειος της αποκατάστασης της Δημοκρατίας απέναντι του μοιάζει να μην αφορά κανένα, σαν να θεωρείται δεδομένη ή σαν να μην έγινε ποτέ. Δεν προκαλεί την απαραίτητη συγκίνηση, δεν εμπνέει κάποιο εύληπτο αγωνιστικό μήνυμα και, κυρίως, συμπίπτει χρονικά με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. 

Η συζήτηση περί μεταπολίτευσης κυριάρχησε στη δημόσια σφαίρα με την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης. Οι ταραχές που ακολούθησαν τη δολοφονία του Α. Γρηγορόπουλου το 2008 αποτέλεσαν την αφορμή για να κατηγορηθεί η μεταπολίτευση για όλα τα κακώς κείμενα της ελληνικής κοινωνίας. Σύμφωνα με τους επικριτές της μεταπολίτευσης, οι βίαιες διαδηλώσεις, η καταστροφή της δημόσιας περιουσίας κατά τη διάρκεια των γεγονότων, καθώς και η δαιμονοποίηση της αστυνομίας έχουν τις ρίζες τους στη δεκαετία του 1970 και ιδιαίτερα στην περίοδο που ακολούθησε την πτώση της δικτατορίας. Η μετάβαση στη δημοκρατία ήταν πάντοτε, σύμφωνα με τους υποστηρικτές αυτής της άποψης, ατελής⋅ δημιούργησε ένα κράτος προβληματικό και διεφθαρμένο, αλλά κυρίως ένα κράτος που ανεχόταν, και κυρίως υπέθαλπε, την αριστερή βία. 

Από μια εντελώς διαφορετική πλευρά και λίγο αργότερα, οι «Αγανακτισμένοι» το 2011 ζητούν άμεση δημοκρατία φωνάζοντας: «ΨΩΜΙ, ΠΑΙΔΕΙΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, Η ΧΟΥΝΤΑ ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕ ΤΟ ’73». Στο συγκεκριμένο σύνθημα η αποκατάσταση της δημοκρατίας παραβλέπεται και το υπονοούμενο είναι σαφές: το κράτος παρά την εξέγερση του Πολυτεχνείου και παρά τη θρυλούμενη Μεταπολίτευση παρέμεινε αυταρχικό και ανάλγητο, όπως ακριβώς και στην περίοδο της δικτατορίας. 

Η απομυθοποίηση μιας ακόμη ιστορικής περιόδου και η αντιπαράθεση γύρω από τη σημασία και τους συμβολισμούς της είχε αρχίσει, όπως αρκετά χρόνια πριν είχε αρχίσει μια ανάλογη αντιπαράθεση γύρω από την ιστορία και τη μνήμη της δεκαετίας του 1940. 

Ο συγκεκριμένος συλλογικός τόμος και το συνέδριο που προηγήθηκε ήρθαν λοιπόν την κατάλληλη στιγμή⋅ όταν η δαιμονοποίηση του παρελθόντος από τη μια πλευρά και μια μορφή εξιδανίκευσής του από την άλλη κινδύνευαν να αποπροσανατολίσουν και να χειραγωγήσουν την ιστορική έρευνα. Γνωρίζουμε βέβαια πλέον ότι ο ανεπηρέαστος επιστήμονας δεν έχει γεννηθεί ακόμη και ο αντικειμενικός ιστορικός δεν είναι παρά μια κατασκευή. Ωστόσο, είναι σημαντικό όταν ανοίγει ένα νέο πεδίο ιστορικής έρευνας να μπορούμε να δούμε τα γεγονότα στο ιστορικό τους πλαίσιο και σε αυτό να επιχειρούμε την κατανόηση και την ερμηνεία τους. Το αντίθετο, η σημασιοδότηση δηλαδή και η ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων αποκλειστικά με βάση το παρόν και τις επιταγές του, είναι δρόμος επικίνδυνος και σίγουρα αντιεπιστημονικός. 

Ο συλλογικός τόμος Μεταπολίτευση. Η Ελλάδα στο Μεταίχμιο των δύο αιώνων είναι λοιπόν κατά τη γνώμη μου πριν από οτιδήποτε άλλο μια συμβολή στη μελέτη της μεταπολίτευσης ως ιστορικού φαινομένου που ανήκει στο παρελθόν και γι αυτό το λόγο μπορούμε να το μελετήσουμε και να το κατανοήσουμε τοποθετώντας το ανάμεσα στα ιστορικά του συμφραζόμενα. Θέτει νέα ερωτήματα, αναδεικνύει τη μελέτη ζητημάτων που δεν είχαν διερευνηθεί διεξοδικά μέχρι σήμερα και στην ουσία αναδεικνύει πολλές από τις εκδοχές της περιόδου της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας.(1) 

Στο βιβλίο συμπεριλαμβάνονται συμβολές που αφορούν τη διαχείριση του παρελθόντος και τη δημόσια μνήμη, την εξέλιξη του κράτους και τις δημόσιες πολιτικές, τις μορφές και τους τρόπους με τους οποίους εξελίχθηκε η πολιτική δράση και η κινητοποίηση την περίοδο της μεταπολίτευσης. Επίσης, παρουσιάζονται και αναλύονται οι μεταπλάσεις της εθνικής ιδεολογίας, και παρακολουθείται η εξέλιξη του πολιτισμού και της νεολαιίστικης κουλτούρας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η συγκριτική προσέγγιση της κληρονομιάς της μετάβασης στη δημοκρατία στην Ισπανία, στην Πορτογαλία και στην Ελλάδα από τον Κωστή Κορνέτη. Οι τρεις περιπτώσεις παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές, όπως είναι γνωστό, στον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκαν τη μετάβαση. Εκείνο όμως που έχει τεράστιο ενδιαφέρον και αναδεικνύεται στο κείμενο, είναι ότι και στις τρεις περιπτώσεις το περιβάλλον της οικονομικής κρίσης αναμόχλευσε το παρελθόν και δημιούργησε την ανάγκη της εκ νέου σημασιοδότησής του. Άλλωστε, όπως παρατηρούσε και ο J. Plumb, «το παρελθόν έχει τόση σημασία ώστε γίνεται αντικείμενο διεκδίκησης και πρέπει να κατακτηθεί με αγώνα, όπως ακριβώς και το παρόν».

Στην ελληνική περίπτωση, η μεταπολίτευση, όπως επισημαίνει η Αθηνά Αθανασίου στο Επίμετρο του τόμου, γίνεται σήμερα πεδίο ιδεολογικής διαμάχης. Με αφετηρία την οικονομική κρίση, πολλοί από αυτούς που σπεύδουν να την απομυθοποιήσουν απαξιώνουν την έντονη πολιτικοποίηση, τις απεργιακές κινητοποιήσεις, τις συνδικαλιστικές συλλογικότητες, τα κοινωνικά και νεανικά κινήματα, τη δυναμική και την αποτελεσματικότητά τους. Στην ουσία, αποστρέφονται και καταδικάζουν συλλήβδην ως αγκυλώσεις την κουλτούρα της αμφισβήτησης και της κοινωνικής ανυπακοής που μετά τη δικτατορία μπόρεσαν να ανθίσουν και να αλλάξουν την ελληνική κοινωνία σε όλες τις εκδοχές της, κατά τη γνώμη μου προς το καλύτερο. 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

* Ο συλλογικός τόμος Μεταπολίτευση. Η Ελλάδα στο Μεταίχμιο των δύο αιώνων (εκδ. Θεμέλιο 2015) σε επιμέλεια: Μ. Αυγερίδη, Έφης Γαζή, Κωστή Κορνέτη, προέκυψε από το Συνέδριο με τίτλο: «Μεταπολίτευση: Από τη μετάβαση στη δημοκρατία στην οικονομική κρίση» το οποίο πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα το Δεκέμβριο του 2012 από το περιοδικό Ιστορείν και το Ινστιτούτο Ελληνικής και Λατινικής Φιλολογίας του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου με τη στήριξη του Ιδρύματος Φρίντριχ Έμπερτ.

1. Ο όρος ανήκει στον Η. Νικολακόπουλο και τον χρησιμοποιεί στο κείμενό του στο Επίμετρο του τόμου.

Η Ελένη Πασχαλούδη σπούδασε ιστορία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Το 2009 έλαβε το διδακτορικό της δίπλωμα από το Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, του οποίου στη συνέχεια υπήρξε και μεταδιδακτορική υπότροφος από το Σεπτέμβριο του 2010 μέχρι και τον Ιούνιο του 2012. Είναι συγγραφέας του βιβλίου Ένας πόλεμος χωρίς τέλος: Η δεκαετία του 1940 στον πολιτικό λόγο 1950-1967 (Επίκεντρο, 2010). Τα επιστημονικά της ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στη μεταπολεμική ιστορία και ειδικότερα στην πολιτική χρήση του παρελθόντος, στη μελέτη της μνήμης και στη συγκρότηση των πολιτικών ταυτοτήτων.

Ελένη Πασχαλούδη

Μεταπολίτευση: Η Ελλάδα στο μεταίχμιο δύο αιώνων, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο 2015, σε επιμέλεια Έφης Γαζή, Μάνου Αυγερίδη και Κωστή Κορνέτη.

Η κατά τεκμήριο σύντομη και επιτυχημένη μετάβαση στη δημοκρατία μετά την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος το 1974, εγκαινίασε μια «ατέρμονη μεταπολιτευτική περίοδο» η οποία διήρκεσε πολύ περισσότερο και διαμόρφωσε τους όρους της πολιτικής αντιπαράθεσης, αλλά και της κοινωνικής εξέλιξης μέχρι το 1989, επισημαίνει στο κείμενό του ο Κωστής Κορνέτης.

Η μεταπολίτευση, σημειώνει από την πλευρά της η Αθηνά Αθανασίου στο Επίμετρο του τόμου, γίνεται σήμερα πεδίο ιδεολογικής διαμάχης. Με αφετηρία την οικονομική κρίση, πολλοί από αυτούς που σπεύδουν να την απομυθοποιήσουν απαξιώνουν την έντονη πολιτικοποίηση, τις απεργιακές κινητοποιήσεις, τις συνδικαλιστικές συλλογικότητες, τα κοινωνικά και νεανικά κινήματα, τη δυναμική και την αποτελεσματικότητά τους. Στην ουσία, αποστρέφονται και καταδικάζουν συλλήβδην ως αγκυλώσεις την κουλτούρα της αμφισβήτησης και της κοινωνικής ανυπακοής που μετά τη δικτατορία μπόρεσαν να ανθίσουν και να αλλάξουν την ελληνική κοινωνία σε όλες τις εκδοχές της προς το καλύτερο.