Από τα ίχνη της Ιστορίας στα ίχνη της αφήγησης

Ματίνα Παρασκευά

Θανάσης Βαλτινός, Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη, Βιβλίο Δεύτερο: Βαλκανικοί-’22

Η ζωή είναι αφ’ εαυτής μια αφήγηση.
Η Ιστορία είναι η δευτερογενής αφήγηση της πρώτης.
Όταν τα γεγονότα χάσουν τον ασπαίροντα χαρακτήρα τους
και ωχριάσουν οριστικά,
αναγκαστικά θα εμπιστευτούμε τη λογοτεχνία.(1)

 

Ο Βαλτινός στην προσπάθειά του να αποκαταστήσει ή, για την ακρίβεια, να διασαφηνίσει τον ιστορι(ογραφι)κό χαρακτήρα και να οριοθετήσει τις μεταμορφώσεις του ιστορικού υλικού στο έργο του ισχυρίζεται πως

αντικείμενο της λογοτεχνίας είναι ο κόσμος και η ζωή στις ποικίλες εκφάνσεις τους [...] Η Ιστορία ως αλληλουχία πραγματικών περιστατικών αποτελεί μέρος αυτών των εκφάνσεων. Κανένας δεν μπορεί να την αγνοήσει. Κανένας δεν είναι άμοιρος ή ανεπηρέαστος όχι μόνον από όσα γίνονται γύρω του ή έχουν γίνει, αλλά και από όσα επίκεινται.[…](2)

Το Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη, Βιβλίο Δεύτερο: Βαλκανικοί – ’22 (2000)(3) έπεται εκδοτικά του έργου Ορθοκωστά, και, όπως είναι αναμενόμενο, βρίσκεται στον απόηχο της διαμάχης, των ιδεολογικών αφορισμών και ακραίων τοποθετήσεων που ακολούθησαν. Ως εκ τούτου, πέρα από τη συνάφεια και τη σχέση διακειμενικότητας με το Συναξάρι Α΄, η κριτική υποδέχεται το Συναξάρι Β΄ με διάθεση αυστηρή ως προς την απόδοση των ιστορικών γεγονότων που περιγράφει και σε σχέση με τους κυρίαρχους δημόσιους λόγους της εποχής που αποτυπώνει και κατά την οποία κυκλοφορεί.(4) Για τη στενή και ταραχώδη σχέση της γραφής του Βαλτινού με την ιστορία έχει χυθεί πολύ μελάνι, κυρίως στη βάση της αποδοχής του αφηγηματικού λόγου ως ιστορικού και του ερωτήματος αν σε μια μυθοπλαστική ιστορική αφήγηση το ιστορικό στοιχείο έχει πάντα αναφορικό αντίκρισμα στα «πραγματικά» γεγονότα ή εάν αυτά αποτελούν μυθοπλαστικό κατασκεύασμα στο επίπεδο της ερμηνείας. Με λίγα λόγια, πώς και εάν είναι εφικτό να διαβάσουμε και να ερμηνεύσουμε την Ιστορία ως φορέα αλήθειας μέσα από τη λογοτεχνία.

Ο περίπλοκος δεσμός του ιστορικού λόγου (με την έννοια της ιστοριογραφίας ως πηγής αλήθειας) με τον λογοτεχνικό έχει γίνει αντικείμενο μελέτης ήδη από την αρχαιότητα,(5) ενώ φιλόσοφοι, θεωρητικοί και κριτικοί της λογοτεχνίας αναστοχάζονται κάθε τόσο αυτό το πολυτάραχο δίπολο. Από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα αναδύθηκαν (σημειωτικές κυρίως) θεωρίες που προσέγγισαν και αντιμετώπισαν την ιστορία ως «λογοτεχνικό τεχνούργημα» και συνέβαλαν στη «δημιουργία μιας γενικής έννοιας της μυθοπλαστικής αναπαράστασης της πραγματικότητας, της οποίας ο ορίζοντας είναι αρκετά ευρύς για να συμπεριλάβει τη συγγραφή και της Ιστορίας αλλά και της μυθοπλασίας».(6) Ο Hayden White στην περίφημη μελέτη του Metahistory: The historical imagination in nineteenth century Europe (1973) αποδεικνύει την αλληλεξάρτηση ανάμεσα στα μυθοπλαστικά και στα ιστορικά έργα του 19ου αιώνα σε επίπεδο πλοκής, εφόσον τα ιστορικά γεγονότα δεν αρκούν καθαυτά, αλλά προϋποθέτουν μια διαδικασία μετασχηματισμού σε Ιστορία, η οποία επιτυγχάνεται μόνο μέσω της αφήγησης. Κάνοντας, επιπλέον, λόγο για τις έννοιες της αφήγησης (narration), ως υποκειμενικής προοπτικής, και της αφηγηματικότητας (narrativity), ως μορφή αναπαράστασης γεγονότων με σκοπό την αληθοφάνεια, υποστηρίζει τον μεταξύ τους ισχυρό δεσμό.(7) Αλλά και ο Paul Ricoeur στο δοκίμιό του «La fonction narrative» διατυπώνει την άποψη πως είτε πρόκειται για «αληθινές/εμπειρικές» αφηγήσεις της Ιστορίας είτε για «πλασματικές» αφηγήσεις της μυθοπλασίας, οι δύο τους συνδέονται μεταξύ τους έχοντας κοινό στόχο την αναπαράσταση της ιστορικής προϋπόθεσης και συνθήκης του ανθρώπου: «η ιστορικότητα είναι μια μορφή ζωής σχετική με το γλωσσικό παίγνιο της αφήγησης».(8) Ο αφηγηματικός λόγος και ο τρόπος αναπαράστασης των γεγονότων αποτελoύν, επομένως, το μεταίχμιο στο οποίο Ιστορία και μυθοπλασία διασταυρώνονται. 

Στην παρούσα μελέτη, λοιπόν, δε θα μας απασχολήσουν πραγματολογικές αξιώσεις της ερμηνείας του ιστορικού περιεχομένου,(9) αλλά η αφηγηματική αναπαράσταση του πραγματικού. Πρόκειται να εξετάσουμε τους τρόπους με τους οποίους τα μείζονα ιστορικά γεγονότα αναπλάθονται και ανασυστήνονται πολυπρισματικά σε επίπεδο μακροδομής και φωτίζονται λεπτομερώς σε επίπεδο μικροδομής. Η πολυφωνική πρακτική εξυπηρετεί τη συγγραφική βούληση και αποτελεί την κύρια αφηγηματική τεχνική, η οποία αναδεικνύει ατομικές και συλλογικές ιστορίες, εντός των οποίων εγγράφονται τα βιωματικά τους ίχνη. Αδιαμεσολάβητες πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις ενός βιωμένου παρελθόντος με υψηλό βαθμό αναφορικότητας αναλαμβάνονται από προσωπεία (αφηγηματικά και ταυτόχρονα δραματικά) περιβεβλημένα το καθημερινό ανθρώπινο μαρτύριο. Ο χρόνος αφήγησης ποικίλλει ανάλογα με το είδος λόγου και αναφέρεται είτε στον παρελθοντικό χρόνο κατά τον οποίο αυτό συντάχθηκε ή πραγματώθηκε, είτε στον παροντικό χρόνο κατά τον οποίο έγινε ανάκληση ή ενθύμηση του γεγονότος. Η Ιστορία εδράζεται, επομένως, σ’ ένα βιωμένο ιστορικό χωροχρόνο και αισθητικοποιείται διαμέσου τεκμηριακών συνθέσεων και λόγων, οι οποίοι μπορούν να διατηρούν και την αυτοτέλειά τους. Τα τεκμήρια, εν προκειμένω, αποτελούν μια μορφή διακειμενικότητας και το κείμενο ένα είδος «πολιτισμικής κειμενικότητας»,(10) ένα διακειμενικό πλέγμα.

Τεκμήριο, αρχείο, μαρτυρία, λόγος (discourse), δεδομένο (fact), κειμενικό ίχνος, παράθεμα, ντοκουμέντο, είναι μερικοί από τους όρους με τους οποίους η κριτική χαρακτήρισε τις επιμέρους αφηγήσεις και κατ’επέκταση κατηγοριοποίησε ειδολογικά σε μυθιστόρημα τεκμηρίων, ντουκουμέντων, κολλάζ, κ.λπ. Όπως και να’χει, η χρήση της τεκμηριωτικής πρακτικής εντοπίζεται στο έργο του Βαλτινού ήδη με τρόπο υπολανθάνοντα στο Συναξάρι Α΄, και στη συνέχεια εγκαθιδρύεται ως δομικό στοιχείο της ποιητικής του στα Τρία ελληνικά μονόπρακτα (1978), τα Στοιχεία για τη δεκαετία του ΄60 (1989) και την Ορθοκωστά (1994) με διαφορετική, ωστόσο, λειτουργία.(11)

Στο Συναξάρι Β΄ τα τεκμήρια επιτελούν λειτουργίες σε διάφορα επίπεδα πραγματώνοντας ένα συγκεκριμένο αισθητικό αποτέλεσμα. Μεμονωμένα αναδεικνύουν την αμεσότητα της μίμησης και τη δραστικότητα των γεγονότων, όπως το χαρακτηριστικό επιγραμματικό κεφάλαιο, που κωδικοποιεί συμβολικά ελληνικές σημαντικές νίκες των Βαλκανικών Πολέμων:

Σαραντάπορο, Μπιζάνι, Κιλκίς, Λαχανάς,
Τζουμαγιά, Κρέσνα.(12)

Συνάμα, ενισχύουν την αναγνωστική προσδοκία για αληθοφάνεια και νομιμοποιούν τις προσωπικές ιστορικές πηγές. Η αυτοψία ενός γεγονότος και η έγγραφη εκδοχή του αποκτά απτές αξιώσεις εγκυρότητας και πιστότητας. Επίσης, η βιωμένη ατομική εμπειρία έρχεται σε αντιπαράθεση με την επίσημη Ιστορία αποκαλύπτοντας ρωγμές στον επίσημο λόγο της εποχής. Η πολιτισμική και η ιστορική μνήμη αποτελούν έναν ευμετάβλητο χώρο, καθώς οι επεμβάσεις του υποκειμένου αλλοιώνουν, υπερτονίζουν ή αναιρούν εικόνες, εμπειρίες, καταγραφές, δημιουργώντας μια μνημονική πραγματικότητα.(13) Η ξεριζωμένη Αϊβαλιώτισσα που βρέθηκε στη Στυλίδα, πλήττοντας το συλλογικό φαντασιακό, αφηγείται:

Φτάσαμε στη Στυλίδα παραμονές Χριστουγέννων. Μας έβαλαν τους μισούς στην εκκλησία, τους άλλους μισούς στα σχολεία.[…] Αλλά αφήνουν οι ντόπιοι να ζήσει ο ξένος; […] Οι ντόπιοι μας κοίταζαν. Μας έλεγαν τουρκόσπορους. Εμάς. Λόγια να πληγώνουν.(14) 

Η εθνική συνάφεια και αλληλεγγύη υπονομεύονται, ενώ το δίπολο έθνος-κράτος διαρρηγνύεται. Η διακίνηση της γνώσης της ιστορίας και η σχετικότητα της αλήθειας καταγράφονται με όρους συζητήσιμους, ενόσω μαθαίνουμε τον τρόπο με τον οποίο πληροφορούνται για τα ιστορικά γεγονότα στη συγχρονία τους, παράλληλα με την ατομική πρόσληψή τους. Η «ανακύκληση και ανακύκλωση της ιστορίας»(15) εντοπίζεται στις πρωθύστερες αφηγηματικές αναφορές, οι οποίες αναπτύσσονται έξω από το χρονικό περιθώριο του τίτλου. Παρά την «εξατομίκευση του ιστορικού γίγνεσθαι», οι ήρωες του Βαλτινού «πάσχουν εξαιτίας της ιστορίας [..], συνθλίβονται από το βάρος της [...]. Πάσχουν και γι’ αυτό πασχίζουν να βρουν εναγωνίως μια ‘ανθρωπολογική έξοδο’», όπως επισημαίνει ο Παπαθεοδώρου.(16)

Αυτό το «παιχνίδι της μνήμης και της λήθης» επαναδραστηριοποίεται συνεχώς μέσα στο κείμενο. Η μνημονική πράξη, ως θεματικό και αφηγηματικό μοτίβο, αποτυπώνεται επιλεκτικά και θραυσματικά εντός ενός ευρύτερου πεδίου στο οποίο ο ατομικός και ο συλλογικός της χαρακτήρας συνοικούν με όρους διαφωνίας ή συμφωνίας. Σύμφωνα με τον Σιαφλέκη, «το μνημονικό υλικό, ως μέρος της πραγματικότητας, είναι φορτισμένο με σημασίες που η προέλευσή τους είναι αποτέλεσμα διαδικασιών είτε ατομικών είτε κοινωνικών. [....] Το βίωμα, η εμπειρία, το αίσθημα είναι υλικά με τα οποία πλαισιώνεται αυτή η κατασκευή [της ατομικής ταυτότητας]».(17) 

Όπως ήδη έχει διατυπώσει ο συγγραφέας, «[..] η μνήμη δεν παραμερίζεται· η μνήμη είναι».(18) Οι όψεις της μνήμης, στο Συναξάρι Β΄, ανιχνεύονται ποικιλότροπα. Η έγγραφη αποτύπωσή της μαρτυρά την εσώτερη ανάγκη του ανθρώπου να καταγράψει την ιστορία του· την προσωπική του ιστορία, την βιογραφία που πάλλεται από ρυθμό ιστορικό και την κουβαλά μαζί του με μια αύρα ιερή. Παραδομένη στην όποια χρονική φθορά, με μια διάσταση χοϊκή και απτή αναπαράγει την εικόνα που κάθε φορά νοσταλγικά ανακαλεί και διασώζεται μέσα από το παιδικό ή νεανικό βλέμμα του ενήλικα. Υπάρχει, όμως, και η στέρεα και αναλλοίωτη μνήμη η οποία είτε εμφανίζεται με τη μορφή της ενοχής και στοιχειώνει είτε σωματοποιείται.

Ιδωμένα ως στοιχεία μιας ευρύτερης σύνθεσης, τα τεκμήρια απαρτίζουν ένα χρονικό θρυμματισμένο του οποίου η χωροχρονική γραμμικότητα και ενότητα έχει κατακερματιστεί. Δεν τίθεται ζήτημα πλοκής με την παραδοσιακή έννοια. Πρόκειται για την ανάπτυξη και ανάδειξη ενός ευρύτερου δικτύου λόγων. Ποιος είναι, συνεπώς, ο σκοπός του λαβυρινθώδους τεκμηριακού κόσμου; Εκτός από τη συνύφανση τεχνικής και περιεχομένου, η παρουσία των τεκμηρίων λειτουργεί και αναστοχαστικά σε σχέση με την εκπόρευση της αληθοφάνειας στο μυθιστόρημα, εφόσον η αναπαράσταση της ιστορίας μέσα από αυτό το τέχνασμα, η δημιουργία, δηλαδή, μιας ολιστικής και αντικειμενικής πραγματικότητας διαμέσου μιας προσχηματικής υποκειμενικότητας (η οποία ενέχεται στο τεκμήριο), ανατρέπεται. Έτσι, υπενθυμίζει στον αναγνώστη πως η διαπλοκή της αλήθειας και της αληθοφάνειας, της ιστορίας και της αφήγησής της παραμένει σχετική και ατελής.

Ο Βαλτινός αναδεικνύει «ατομικά πεπρωμένα που νιώθουν στο πετσί τους» οι χαρακτήρες του, «που αισθάνονται τα γεγονότα, ακόμα και όταν δεν είναι σε θέση να διακρίνουν τις ιδεολογικές προϋποθέσεις της Ιστορίας που βιώνουν»(19) και υποδεικνύει πως οι βαρβαρότητες δεν έχουν πρόσημο εθνικό. Η βαναυσότητα, η οδύνη και η τραυματική εμπειρία του πολέμου αποδίδονται χωρίς ελεγειακό τόνο ή ηρωϊκές κορώνες. Τα μεγάλα γεγονότα τέμνονται με τις προσωπικές ιστορίες αφήνοντας σημάδια ανεξίτηλα στην πορεία της ζωής των χαρακτήρων.

Η Ιστορία, από τη σκοπιά του συγγραφικού ενδιαφέροντος, είναι ένας εξαιρετικά δραματικός χώρος που, ακόμα και στις πλέον αδρές του διαστάσεις, αποτελεί συμπίλημα ατομικών πεπρωμένων. Αν ο προσδιορισμός των συντεταγμένων αυτού του χώρου είναι η γνώση της Ιστορίας, προσωπικά με ενδιαφέρουν τα επί μέρους πεπρωμένα, που είναι το αντίθετο της γνώσης, είναι η αίσθηση της Ιστορίας.(20)

Προϊόν της συγγραφικής βούλησης, αυτή η αίσθηση της Ιστορίας μορφοποιεί το αποτύπωμα και τον απόηχό της που ακούγεται στο εκκωφαντικό κενό της απώλειας, αναδεικνύοντες τις λεπτές ιστορικές γραμμές που αποκλίνουν ή αποσιωπώνται από τον επίσημο λόγο.

* * *

Άμεσα συνδεδεμένη με την ποιητική του μεταμοντερνισμού, η χρήση της τεκμηριοπλασίας και των ειδών λόγου βρίσκει την εφαρμογή της στην επανεπίσκεψη του παρελθόντος εντός της αφήγησης(21) και ορίζεται ως ιστορική μεταμυθοπλασία (historiographic metafiction).(22) Η Hutcheon εκκινεί από την άποψη πως ιστορία και μυθοπλασία λειτουργούν ως λόγοι, οι οποίοι κατασκευάζουν πολιτισμικά σημειωτικά συστήματα με κοινά χαρακτηριστικά, όπως η γλωσσική τους κατασκευή και η παρουσίαση παρελθοντικών κειμενικών στοιχείων μέσα από μια νέα κειμενικότητα, μια νέα αφήγηση. Ο εγκιβωτισμός του παρελθόντος γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να προβληματίσει σχετικά με την ιστορική γνώση και να αντιμετωπίσει τις παράδοξες σχέσεις ανάμεσα στη μυθοπλασία και την ιστορική αναπαράσταση, το ειδικό και το γενικό, το παρόν και το παρελθόν·(23) ενστερνίζεται την πολλαπλότητα και την ετερότητα, χωρίς το αίσθημα της πολιτισμικής καθολικότητας.(24) Επιπλέον, η χρήση τεκμηρίων στη μεταμυθοπλασία υπογραμμίζει την κειμενική πρόσβαση στο παρελθόν, κι έπειτα, αφού εγγράψει την αξιοπιστία τους σε αυτά τα υπονομεύει και τα ανατρέπει. Με λίγα λόγια, «χτίζει μια ψευδαίσθηση κι ακολούθως αποδεικνύει την προσωρινότητά της ή την καταρρίπτει».(25) 

Στο Συναξάρι Β΄, τα τεκμήρια θολώνουν και αλληλοκαλύπτουν τους στόχους τους: η εμπρόθετη από τη φύση τους αξιοπιστία και εξακρίβωση της ιστορικής αλήθειας υπονομεύεται από το ίδιο το περιεχόμενό τους. Η πολυφωνία αφηγητών έκκεντρων και περιθωριακών δημιουργεί έναν πολυσυλλεκτικό κόσμο, του οποίου τα επιμέρους στοιχεία ή χαρακτηριστικά, δεν έχουν σκοπό ούτε να εναρμονιστούν ούτε να διαχωριστούν. Αυτή η άρση της μονοφωνίας και μονοτροπίας μάς οδηγεί στη μπαχτινική πολυφωνία, την οποία απασχολεί όχι «η διαλεκτική εξομάλυνση των αντιθέσεων αλλά η συνύπαρξη»(26) των διαφορετικών στοιχείων. Ενάντια στη «συλλογική παράνοια» και στους οργανικούς δεσμούς του ανθρώπινου κόσμου, η μεταμοντέρνα κατάσταση έγκειται στον θρυμματισμό του όλου και της ενότητας τόσο του λόγου όσο και του υποκειμένου.(27) Σε αυτή τη βάση αναδεικνύεται και η περιπλάνηση, επανερχόμενο θεματικό μοτίβο, η οποία καλύπτει μεγάλη κλίμακα δράσεων: αναγκαστικοί εκπατρισμοί, διωγμοί, ανταλλαγές πληθυσμών και συνεχείς μετατοπίσεις για λόγους στρατιωτικούς, εμπορικούς και βιοποριστικούς· μετακινήσεις με τρένα και πλοία, πεζοπορίες σε «κάμπους απέραντους», ποταμούς, βουνά και λίμνες· οι αφηγητές μεταμορφώνονται σε άτακτους πλάνητες από το Γκαίρλιτς στο Βερολίνο, τη Λειψία, την Ιταλία κι από κει στην Ελλάδα, «θεαταί των πέριξ μικρασιατικών εκτάσεων» από το Αφιόν Καραχισάρ, στο Εσκί Σεχίρ, τη Κιουτάχεια και τέλος το Ουσάκ. Επιπλέον, η μετανάστευση, που στο πρόσωπο του Αντρέα Κορδοπάτη βρίσκει την άρτια ενσάρκωσή της, διαγράφεται στο κείμενο με όψεις ενός ευρύτερου και αδιάκοπου διασπορικού φαινομένου: από το μεταναστευτικό ρεύμα των αρχών του 20ού αιώνα, το οποίο συμπαρασύρει τον Κορδοπάτη στο Συναξάρι Α΄, στον επαναπατρισμό πολλών μεταναστών ώστε να πολεμήσουν στο μικρασιατικό μέτωπο, και, πάλι, στις μεγάλες μεταναστευτικές ροές τη δεκαετία του 1960,(28) που βρίσκουν πολλά από τα προσωπεία στο Μεξικό, το Λος Άντζελες και το Σίντνεϋ. Η διασπορά θεματοποιείται τόσο σε επίπεδο ποιητικής όσο κα σε επίπεδο μορφής, αφού το ατέρμονο γεωγραφικό «σκόρπισμα» και η χρονική ταλάντωση διαγράφεται ανάγλυφα στην ποικιλομορφία της αφήγησης. Γεωγραφικά διασκορπισμένα, πολιτικά, εθνικά, θρησκευτικά διχασμένα, τα άτομα υποδαυλίζουν την ομοιογένεια, υποδεικνύοντας, συνεπώς, τη ρευστότητα και την αστάθεια των ταυτοτήτων, εθνικών ή ατομικών. Ως εκ τούτου, όπως συμπεραίνει ο Παϊβανάς, «ο κόσμος των ποικίλων εθνοτήτων και πεποιθήσεων που συστεγάζεται σε αυτή την εθνική αφήγηση, συνυπάρχει, παρόλες του τις διαφορές [...] σε μια συνθήκη αντιξοότητας και τεταμένου διαλόγου, που δεν ομογενοποιείται σε μείζονα εθνικό λόγο».(29) 

Στο Συναξάρι Β΄, η Ιστορία δεν διαδραματίζει ένα απλό σκηνικό δράσης.(30) Ο Βαλτινός επανεγγράφει το ιστορικό παρελθόν όχι μνημειωμένο ή για λόγους διδακτικούς, νοσταλγικούς, ένδοξα ηρωϊκούς, αλλά υπενθυμίζοντας με τρόπο είτε αναφορικό είτε αυτοαναφορικό την πλασματικότητα της λογοτεχνίας και της γλώσσας της. Συνεπώς, διαπλέκει το αληθινό γεγονός και τα πραγματικά πρόσωπα εντός μιας αληθοφανούς και προσχηματικά αξιόπιστης (τεκμηριακής) μεθόδου, προκειμένου να θέσει ερωτήματα και να προβληματίσει πάνω σε έναν διττό άξονα: από τη μια στοιχειοθετεί το αίτημα για πολιτισμική προσέγγιση της εποχής αναφοράς και ιδεολογικής απήχησης του χρόνου έκδοσης(31) κι από την άλλη προτείνει την ανίχνευση μεταμυθοπλαστικών πρακτικών που σχολιάζουν την ίδια τη λογοτεχνική γραφή και την πρόσληψή της. Για να πετύχει αυτή τη δεύτερη στόχευση, επιστρατεύει στέρεες συμβάσεις με σκοπό να τις κλονίσει –αφού «ο καλύτερος τρόπος για να συνειδητοποιήσουμε το ρόλο των λογοτεχνικών συμβάσεων είναι η δυσλειτουργία τους»–(32) και να καταδείξει, εν τέλει, «τη σημασία και τα εξουσιαστικά αποτελέσματα που έχουν οι διαμεσολαβήσεις των πολιτισμικών αναπαραστάσεων επάνω στην αντίληψη για το πραγματικό».(33)

Η ποιητική, ή καλύτερα, οι προβληματισμοί που θέτει ο μεταμοντερνισμός μπορούν να ανιχνευθούν ποικιλοτρόπως στο Συναξάρι Β΄ ιδίως με δεδομένη τη μακρόχρονη θητεία του Βαλτινού σε μεταμοντέρνες πρακτικές.(34) Οι παραπάνω τεχνοτροπίες απηχούν τη διάχυτη αβεβαιότητα, προσωρινότητα και αναξιοπιστία ενάντια σε συμβάσεις και συνθήκες καθιερωμένες και πάγιες, οι οποίες σηματοδοτούνται και νοηματοδούνται μέσα από τα κενά και τις χαραμάδες, ή, μάλλον, ρωγμές της αφήγησης. Όπως ισχυρίζεται και ο Παϊβανάς, επιχειρώντας μια σύζευξη της πεζογραφίας του Βαλτινού με τον μεταμοντερνισμό, ο τελευταίος «έχει περισσότερη σχέση με την ανάλυση και αποκάλυψη των αποσιωπήσεων και των αντιφάσεων που ελλοχεύουν στις στρατηγικές που εφαρμόζονται».(35)

Συνοψίζοντας, θα υποστηρίζαμε ότι στο Συναξάρι B΄, μέρος του ευρύτερου ρηξικέλευθου και αντισυμβατικού χαρακτήρα της γραφής του Βαλτινού, ο συγγραφέας ανασυγκροτεί με έναν παράδοξα συνθετικό τρόπο την Ιστορία, παρουσιάζοντας έναν κόσμο που αναδύθηκε λαβωμένος ηθικά και τραυματισμένος εθνικά, αφότου ενέδωσε στην εμπλοκή ενός οράματος που τον υπερέβαινε, μιας ατελέσφορης ελπίδας για προσωπική και συλλογική ανάταση. Ο Βαλτινός αναμοχλεύει τη μνήμη και παρακολουθεί τις ιστορικές μεταλλάξεις και παραμορφώσεις· στήνει το δικό του αφηγηματικό παιχνίδι στην κόψη της ιστορίας και της επινοημένης τεκμηριοπλασίας, της εξακρίβωσης της αλήθειας και της αληθοφάνειας απαλλαγμένος από ιδεοληψίες· επιχειρεί μέσα από μια ανοίκεια αναπαράσταση να προσδώσει οικεία αίσθηση στη μυθοπλαστική γραφή. Το κείμενο, αποσταγμένο από καθετί περιττό, αποτελεί τη λογοτεχνική πραγμάτωση της αντίληψης του συγγραφέα για τον κόσμο, την λογοτεχνία και τα μεταξύ τους όρια, ένα επίτευγμα «ανθρωπιστικό και γλωσσικό»,(36) αφού επιτυγχάνει «την ταυτόχρονη αφήγηση της περιπέτειας των λόγων και της περιπέτειας των έργων».(37) 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Θανάσης Βαλτινός, Ο Τελευταίος Βαρλάμης, Αθήνα: Εστία 32011, σ. 44.

2. Θανάσης Βαλτινός, «Πέρα από την πραγματικότητα. Το ιστορικό γεγονός ως στοιχείο μύθου», Ιστορική πραγματικότητα και νεοελληνική πεζογραφία (1945-1995), Επιστημονικό Συμπόσιο (7-8 Απριλίου 1995), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1997, σ. 330.

3. Στο εξής θα αναφέρεται ως Συναξάρι Β΄.

4. Για μια επισκόπηση της πρόσληψής του βλ. Δημήτρης Παϊβανάς, «Η υποδοχή του Συναξάρι β΄ και οι ετεροπροσδιορισμοί του 20ού αιώνα», Βία και αφήγηση: Ιστορία, ιδεολογία και εθνικός πολιτισμός στην πεζογραφία του Θανάση Βαλτινού, Αθήνα: Εστία 2012, σ. 219-224.

5. Για τη σύγκριση ανάμεσα στην ιστορία και την ποίηση, βλ. Αριστοτέλους, Περί Ποιητικής, ΙΧ (2-4), Μετάφρασις υπό Σίμου Μενάρδου, Εισαγωγή, κείμενον και ερμηνεία υπό Ι. Συκουτρή, Αθήνα: Εστία 1999, σ. 77-81. 

6. Paul Ricoeur, Η αφηγηματική λειτουργία, μτφρ. Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Εκδόσεις Καρδαμίτσα 1990, σ. 59-65.

7. Βλ. Hayden White, «The value of narrativity in the representation of reality», The content of the form: narrative discourse and historical representation, London: The Johns Hopkins University Press 1987, σ. 2-4. 

8. Ricoeur, ό.π., σ. 58.

9. Ο Παϊβανάς, άλλωστε, έχει μελετήσει και αναλύσει ενδελεχώς το ιστορικό πλαίσιο του κειμένου, βλ. Παϊβανάς, «Το ιστορικό πλαίσιο του Συναξάρι β΄και ο ‘σύντομος 20ός αιώνας’» ό.π., σ. 216-219.

10. Ο όρος διακειμενικότητα χρησιμοποιείται με την έννοια της Kristeva: «Ο τρόπος με τον οποίο ένα κείμενο κατασκευάζεται από έναν ήδη υπάρχοντα λόγο (discourse) […] Ένα κείμενο είναι μια μετάθεση κειμένων (permutation of texts), μια διακειμενικότητα στο χώρο ενός δεδομένου κειμένου, στον οποίο διάφορα εκφωνήματα (utternaces), ειλημμένα από άλλα κειμένα, διασταυρώνονται» Βλ. Graham Allen, Intertextuality, London and New York: Routledge 2000, σ. 35-36.

11. Για τη λειτουργία των τεκμηρίων στα Τρία Ελληνικά Μονόπρακτα και τα Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60, βλ. την αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία, Καλλιόπη Ξηρουχάκη, Τα τεκμήρια στη λογοτεχνία του Θανάση Βαλτινού, του Μισέλ Φάις και του Θωμά Σκάσση, Ρέθυμνο: Τμήμα Φιλολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης 2016, σ. 8-50.

12. Θανάσης Βαλτινός, Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη, Βιβλίο Δεύτερο: Βαλκανικοί - ’22, Αθήνα: Εστία 52013, σ. 41. Το κεφάλαιo εμφατικά επαναλαμβάνεται αυτούσιο προς το τέλος του κειμένου, σ. 234.

13. Βλ. Ζ.Ι. Σιαφλέκης, «Εισαγωγή: Εκδοχές και συστατικά της λογοτεχνικής μνήμης», Γραφές της μνήμης. Σύγκριση-Αναπαράσταση-Θεωρία, Αθήνα: Gutenberg 2011, σ. 17.

14. Συναξάρι Β΄, ό.π., σ. 11-12.

15. Η φράση προέρχεται από τον τίτλο του άρθρου του Δημήτρη Δασκαλόπουλου «Ανακύκληση (και ανακύκλωση) της ιστορίας: Η περίπτωση του Θανάση Βαλτινού», Πόρφυρας, τχ.103 (Απρίλης-Ιούνιος 2002) 21.

16. Γιάννης Παπαθεοδώρου, «Το παιχνίδι της μνήμης και της λήθης», Νέα Εστία, τχ. 1802 (Ιούλιος-Αύγουστος 2007), σ. 87.

17. Σιαφλέκης, ό.π., σ. 22.

18. Θανάσης Βαλτινός, Μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο, Αθήνα: Εστία 82012, σ. 84. 

19. Θεόδωρος Παπαγγελής, «Συμπληρωματικές σημειώσεις για την Ποιητική του Θανάση Βαλτινού: Η γνώση και η αίσθηση της Ιστορίας», The Books’ Journal, τχ.45 (Ιούλιος 2014), σ. 70.

20. Βαλτινός, Πέρα από την πραγματικότητα..., ό.π., σ. 333.

21. Ο Τζιόβας διερευνώντας την εξέλιξη του μυθιστορηματικού είδους μετά το 1974 επισημαίνει την αλλαγή των αφηγηματικών μεθόδων και την έμφαση στην ιδέα πως η εμπειρία είναι σχεσιακή, θρυμματισμένη και διαμεσολαβημένη μέσα από δευτερεύουσες (προφορικές ή γραπτές) πηγές. Βλ. . Dimitris Tziovas, «Centrifugal topographies, cultural allegories and metafictional strategies in greek fiction since 1974», Mackridge and Yannakakis (ed), Contemporary Greek fiction in a United Europe: From local history to the global individual, Peter Mackridge and Eleni Yannakakis (ed), Oxford: European Humanities Research Centre of the University of Oxford 2004 , ό.π., σ. 24-25. 

22. Σε αυτό το σημείο, κρίνεται σκόπιμο να αναφέρουμε πως ο όρος metafiction χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον William Gass (βλ. William Gass, Fiction and the Figures of Life, New York: Knopf 1970), ενώ τον όρο historiographic metafiction εισηγήθηκε η Καναδή θεωρητικός Linda Hutceon (βλ. Linda Hutceon. Poetics of Postmodernism: History, Theory, Fiction, New York and London: Routledge 1988). Ο Κωνσταντίνος Κοσμάς στη διατριβή του προτείνει τον όρο μεταϊστορία για να χαρακτηρίσει τα μεταμοντέρνα ιστορικά μυθιστορήματα. Επιπλέον, ισχυρίζεται πως «η αμφισβήτηση της κατηγορικής διαφοράς ανάμεσα στην ιστοριογραφία και στη μυθοπλασία που καθιέρωσε στην ιστορική επιστήμη η αμερικανική σχολή της Μεταϊστορίας αποτελεί την θεωρητική αφετηρία της ιστοριογραφικής μεταμυθοπλασίας». Βλ. Κωνσταντίνος Κοσμάς, Μετά την Ιστορία: Ιστορία, ιστορικό μυθιστόρημα και εθνικές αφηγήσεις στο τέλος του εικοστού αιώνα, Διδακτορική διατριβή, Βερολίνο: Freie Universität Berlin, 2002, σ. 68 και 72, αντίστοιχα.

23. Hutcheon, ό.π., σ. 106.

24. Ό.π., σ. 114.

25. Tziovas, ό.π., σ. 25.

26. Δημήτρης Τζιόβας, «Η αισθητική της άλλης φωνής και η άρνηση της τελεολογίας», Ζητήματα της ποιητικής του Ντοστογιέφσκι, μτφρ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, επιμ. Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Αθήνα: Πόλις 2000», σ. 493.

27. Jean-Francois Lyotard, Η μεταμοντέρνα κατάσταση, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Αθήνα: Γνώση 1993, σ. 13.

28. Το οποίο ο Βαλτινός έχει, ήδη, πραγματευτεί με τον καλύτερο τρόπο στα Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60.

29. Παϊβανάς, ό.π., σ. 236.

30. Αξίζει, ίσως, να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο συγγραφέας αρνείται τον χαρακτηρισμό «ιστορικό μυθιστόρημα» για το Συναξάρι Β΄: «Σε καμιά περίπτωση δεν είναι [ενν. το Συναξάρι Β΄] ιστορικό μυθιστόρημα. Υπάρχει φυσικά ένα ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ξετυλίγεται αυτή η πολυϊστορία», Θανάσης Βαλτινός, «Ο κόσμος μας είναι στενός», Συνέντευξη στον Αλέξη Σταμάτη, Ο Κόσμος του Επενδυτή (18 Νοε 2000), σ. 40. 

31. Μια συστηματική πολιτισμική ανάγνωση του Συναξάρι Β΄, η οποία στηρίζεται στην πρόσληψη της ετερότητας και της κουλτούρας, εγείρει ερωτήματα σχετικά με την ώσμωση εθνικών, πολιτικών, κοινωνικών στοιχείων και θίγει ζητήματα ταυτότητας, έχει, ήδη, εφαρμοστεί συστηματικά από τον Δημήτρη Παϊβανά στο βιβλίο του, ό.π., σ. 224-236.

32. Δημήτρης Τζιόβας, Μετά την αισθητική: Θεωρητικές δοκιμές και ερμηνευτικές αναγνώσεις της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα: Γνώση 1987, σ. 104.

33. Αναστασία Νάτσινα, «Για τα όρια του μεταμοντερνισμού στην ελληνική πεζογραφία κατά το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα», Για μια ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα. Προτάσεις ανασυγκρότησης, θέματα και ρεύματα, Πρακτικά Συνεδρίου στη μνήμη του Αλέξανδρου Αργυρίου, Ρέθυμνο 20-22 Μαϊου 2011, Αγγέλα Καστρινάκη, Αλέξης Πολίτης, Δημήτρης Τζιόβας (επιμ), Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Μουσείο Μπενάκη 2012, σ. 398.

34. Σύμφωνα με τον Παϊβανά, η πεζογραφία του Βαλτινού, άλλοτε εντάσσεται στο μεταίχμιο μεταξύ νεωτερικής και μετανεωτερικής λογοτεχνίας και άλλοτε χαρακτηρίζεται ως νεωτερική ή, τουλάχιστον εμμέσως, ως μη μεταμοντέρνα, Παϊβανάς, ό.π., σ. 23 και σ. 47-60.

35. Δημήτρης Παϊβανάς, «Η πεζογραφία του Θανάση Βαλτινού, ο μεταμοντερνισμός και το ιστοριογραφικό πρόβλημα», Επιστήμη και Κοινωνία: Επιθεώρηση Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας, τχ.12 (Άνοιξη 2004), σ. 297-334.

36. Ο Ραυτόπουλος επισημαίνει πως «δεν φιλοτεχνεί μνημείο ιστορικό ο Βαλτινός, αλλά ένα επιχείρημα ανθρωπιστικό και γλωσσικό», Δημήτρης Ραυτόπουλος, «Το μυθιστόρημα τεκμηρίων κατά Βαλτινόν», Νέα Εστία, τχ.1802 (Ιούλιος-Αύγουστος 2007), σ. 41.

37. Παπαθεοδώρου, ό.π., σ. 85.

 

(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 27 Φεβρουαρίου 2017)

ΧΡΟΝΟΣ #46, 27 Φεβρουαρίου 2017

Η Ματίνα Παρασκευά γεννήθηκε και ζει στην Πάτρα. Είναι απόφοιτος του τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών με  μεταπτυχιακές σπουδές στη Νεοελληνική Φιλολογία. Εκπόνησε τη διπλωματική της εργασία με θέμα την πεζογραφία του Θανάση Βαλτινού.

Ο συγγραφέας ανασυγκροτεί με έναν παράδοξα συνθετικό τρόπο την Ιστορία, παρουσιάζοντας έναν κόσμο που αναδύθηκε λαβωμένος ηθικά και τραυματισμένος εθνικά, αφότου ενέδωσε στην εμπλοκή ενός οράματος που τον υπερέβαινε, μιας ατελέσφορης ελπίδας για προσωπική και συλλογική ανάταση.