«Νοιώσαμε νικητές γιατί αντιδράσαμε»

Mάρω Παντελίδου Mαλούτα

Σημείο αναφοράς για την ιστορία του μαθητικού κινήματος, για την ιστορία των καταλήψεων ως μορφής αγώνα και για την πολιτικότητα στην εφηβεία, η μελέτη του Δημήτρη Σκλαβενίτη «Κάτσε καλά Γεράσιμε: Μαθητικό κίνημα & καταλήψεις, 1974-2000».

Το βιβλίο του Δημήτρη Σκλαβενίτη Κάτσε καλά Γεράσιμε: Μαθητικό κίνημα & καταλήψεις, 1974-2000, (εκδ. Ασίνη, 2016) για το μαθητικό κίνημα, είναι ένα βιβλίο που αποτελεί προϊόν μακρόχρονης και επίπονης μελέτης, εξαντλητικής καταγραφής και ανάλυσης των γεγονότων καθώς και σοβαρής πρωτογενούς έρευνας. Ο συγγραφέας κατορθώνει να μετατρέψει μια σχολαστική ακαδημαϊκή μελέτη που έχει την απαιτούμενη τεκμηρίωση, μια διδακτορική διατριβή δηλαδή, σ’ ένα βιβλίο ζωντανό και ευανάγνωστο όχι μόνο για ειδικούς/-ές, αλλά για κάθε αναγνώστη ή αναγνώστρια. Και γι αυτό τον συγχαίρω, όπως συγχαίρω και τον εκδότη του, που αποτόλμησε σε δύσκολους καιρούς το σημαντικό αυτό εκδοτικό εγχείρημα.

Με το βιβλίο αυτό, ο συγγραφέας πέτυχε να συμβάλει στην κάλυψη ενός κενού στην ελληνική βιβλιογραφία με μια μελέτη που θα αποτελέσει σημείο αναφοράς, τόσο για την ιστορία του μαθητικού κινήματος και των διεκδικήσεών του στην Ελλάδα, όσο και για την ιστορία των καταλήψεων ως μορφής αγώνα. Αξίζει δε να επισημάνουμε ότι δεν είναι τυχαίο (αφού αναφερόμαστε σε μια κοινωνία όπου η νεολαία έχει μεγάλη αγωνιστική παράδοση) πως τα τελευταία χρόνια δημοσιεύονται όλο και περισσότερες μελέτες για την ιστορία της νεολαίας στην Ελλάδα, και μάλιστα από νέους ιστορικούς με τους οποίους συνδιαλέγεται ο Σκλαβενίτης. Οι γονιμότερες δε προσεγγίσεις είναι όσες συνδυάζουν, όπως ο Σκλαβενίτης, σχολαστική ιστορική έρευνα με την ανάπτυξη πολιτολογικής προσέγγισης, κάτι που τους επιτρέπει να εντάξουν το θέμα τους σε μια ευρύτερη θεωρητική προβληματική περί νέων διαιρετικών τομών και ταυτοτικών διεκδικήσεων.

Πράγματι, ο Δημήτρης Σκλαβενίτης συνοδεύει την ψύχραιμη ιστορική του ανάλυση με ουσιαστική γνώση και άριστη αξιοποίηση της θεωρίας των νέων κοινωνικών κινημάτων, (αλλά και της θεωρίας περί συλλογικών ταυτοτήτων). ΄Όλα αυτά, προς όφελος μιας συνολικής προσέγγισης που αποτελεί έτσι εφαρμοσμένο επιχείρημα υπέρ της διεπιστημονικότητας.

Συγχρόνως, ο συγγραφέας μελετά το μαθητικό κίνημα εντάσσοντάς το στην ιστορία του νεολαιίστικου κινήματος της χώρας στη Μεταπολίτευση, αλλά και ως υποκατηγορία των κινηματικών εκφράσεων της περιόδου. Ορθά εξετάζει τη μαθητική νεολαία ως ξεχωριστό συλλογικό υποκείμενο, για να μελετήσει την οργάνωση της διαμαρτυρίας της καθώς και τις αλληλεπιδράσεις με την εκπαιδευτική πολιτική, αλλά διευρύνει το αντικείμενό του για να μελετήσει και τις επιπτώσεις της δράσης των νέων στην κοινωνία γενικότερα, καθώς και τις συλλογικές αναπαραστάσεις περί διεκδίκησης και αγωνιστικότητας που γεννά η δράση αυτή. Το τελευταίο είναι που τον οδηγεί στην καταγραφή του ιστορικού των καταλήψεων και άλλων μορφών συλλογικής δράσης και του επιτρέπει (πράγμα τολμηρό για νέο επιστήμονα) να προβεί σε γενικεύσεις περί συγκρουσιακών κύκλων, καταδεικνύοντας και τη σημαντική αλλαγή στην έκφραση της δημόσιας διαμαρτυρίας με την αποκατάσταση της δημοκρατίας.

Έτσι έχουμε μια αφήγηση γεμάτη δράση, διεκδικήσεις και αντιστάσεις, που με επίκεντρο τα κομβικά γεγονότα του 1990-91 ακολουθεί τις εξελίξεις του μαθητικού κινήματος, τη σύνδεσή του με ευρύτερες κοινωνικές εντάσεις, αλλά και τις αλλαγές των νοηματικών πλαισίων της μαθητικής διαμαρτυρίας. Η αφήγηση περιλαμβάνει απόπειρες χειραγώγησης, αστυνομική καταστολή, κρατικές παρεμβάσεις, Μακεδονικό, «αγανακτισμένους γονείς», βία, ακόμη και θανάτους. Μια συναρπαστική εικόνα τριάντα χρόνων μαθητικού κινήματος, που παράλληλα είναι και ιστορικό της Μεταπολίτευσης από συγκεκριμένη οπτική, ιστορικό των συνδικαλιστικών αγώνων των εκπαιδευτικών, όπως και των μεταρρυθμίσεων της εποχής. Ορθά δε ο συγγραφέας επιλέγει να αναπτύξει το θέμα του σε συνεχή διάλογο με την εκπαιδευτική πολιτική της κάθε κυβέρνησης, για να αναδείξει τελικά αυτό που ο Offe αποκαλεί μοίρα των νέων κοινωνικών κινημάτων: οι επιτυχίες οδηγούν στη χαλάρωση και οι αποτυχίες στην απογοήτευση και την αποστράτευση.

Για όσες και όσους έχουν κυρίως κοινωνιολογικές ανησυχίες, οι εξακόσιες αυτές σελίδες συγκροτούν πρωτίστως μια μελέτη της πολιτικότητας στην εφηβεία, που αποτελεί πολύ σημαντική φάση για τη διαμόρφωση της συνολικής πολιτικής φυσιογνωμίας των υποκειμένων. Και εικονογραφούν τον βαρύνοντα ρόλο των κοινωνικοπολιτικών συγκρούσεων στην πολιτική κοινωνικοποίηση των εφήβων, κάτι που τους/τις σημαδεύει ως γενιά, πέρα από διαφοροποιήσεις ταξικής προέλευσης και φύλου: «Νοιώσαμε νικητές γιατί αντιδράσαμε» λέει ένας έφηβος σε συνέντευξη στον Δ. Σκλαβενίτη. Δήλωση η οποία καταδεικνύει την αίσθηση αποτελεσματικότητας και τη συνακόλουθη αυξημένη συμμετοχική προδιάθεση, που δεν μπορεί παρά να παγιώθηκαν στα παιδιά που διεκδίκησαν αγωνιζόμενα – κυρίως δε όταν αισθάνθηκαν ότι, ως εκ τούτου, νίκησαν. Η κοινωνικοποιητική επίδραση της γενιάς είναι όμως σαφής ακόμη και για τα παιδιά που δεν συμμετέχουν ενεργά στις καταλήψεις, βιώνοντας την όλη εμπειρία από άλλη θέση. Σκεφτείτε, γενικότερα, πόσο συγκλονιστική είναι η εμπειρία να είναι κανείς στην εφηβεία το 1990-91, σε μια χώρα όπου 2000 σχολεία τελούν υπό κατάληψη. Ορθά επισημαίνει ο συγγραφέας ότι η συγκεκριμένη κοινωνικοποιητική εμπειρία συνετέλεσε ως βιωματικό σημείο αναφοράς για τη συγκρότηση πολιτικών υποκειμένων που έμαθαν να δρουν πολιτικά. Υπάρχει όμως ένα «ωστόσο» σε όλα αυτά, που σχετίζεται με το τι κινητοποιεί τη γενιά αυτή του 1990. (Είναι οι σημερινές/οι σαραντάρηδες). Θα επανέλθω.

Η πολιτική κοινωνικοποίηση είναι, όπως ξέρουμε, η διαδικασία μέσω της οποίας διαμορφώνονται πολιτικές στάσεις, αξίες, αντιλήψεις και συμπεριφορές, διαδικασία με την οποία μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά, μετεξελισσόμενη βεβαίως, η πολιτική κουλτούρα μιας κοινωνίας. Η διαδικασία αυτή διαρκεί όλη μας τη ζωή, αλλά ορισμένες φάσεις της, όπως η παιδική και η εφηβική ηλικία, παρουσιάζουν πολύ μεγάλη κοινωνικοποιητική αποτελεσματικότητα. Ειδικά δε ως προς συγκεκριμένες βασικές παραμέτρους της πολιτικής φυσιογνωμίας –όπως είναι η συμμετοχικότητα, η δημοκρατικότητα, η αίσθηση δημοσίου συμφέροντος και η έμφαση σε ατομοκεντρικές ή κοινωνιοκεντρικές ανησυχίες–, οι πρώιμες κοινωνικοποιητικές εμπειρίες είναι καθοριστικές. Ερευνητικά πορίσματα εξάλλου δείχνουν ότι οι έφηβοι/-ες σε διαφορετικές περιόδους έχουν διαφορετικά πολιτικά χαρακτηριστικά. Μάλιστα, τα ιδιαίτερα αυτά πολιτικά χαρακτηριστικά της η κάθε διαφορετική γενιά τα φέρει μαζί της στο πολιτικό σύστημα, όταν τα άτομα που τη συγκροτούν γίνουν αποδεκτά ως πλήρη μέλη. Κάτι που ελέγχεται ερευνητικά και επιβεβαιώνεται. Κι αυτό διότι το κλίμα περιόδου –η περιρρέουσα πολιτική ατμόσφαιρα δηλαδή– επιδρά στα κοινωνικοποιητικά μηνύματα που δέχονται οι νέες γενιές μέσω της οικογένειας, του σχολείου, των ΜΜΕ, και έτσι συμβάλλει στη διαμόρφωση της βασικής πολιτικής φυσιογνωμίας της κάθε γενιάς.

Όσον αφορά το κλίμα περιόδου της εποχής που μας ενδιαφέρει εδώ, θα πρέπει γενικότερα να θυμίσω ότι, με βάση τεκμηριωμένα πορίσματα της ευρωπαϊκής πολιτολογικής βιβλιογραφίας, τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα παρατηρήθηκε ως κυρίαρχη μια τάση απαξίωσης της πολιτικής και έλλειψης εμπιστοσύνης προς τους πολιτικούς και προς βασικούς θεσμούς της δημοκρατίας, με το γενικότερο κλίμα περιόδου, να ωθεί προς την ιδιώτευση και την πολιτική αδιαφορία. Σε ότι δε μας αφορά, σε όλες τις εμπειρικές έρευνες για την ελληνική πολιτική κουλτούρα (ΕΚΚΕ, ΕΚΠΑ, κ.ά.) επιβεβαιώνεται μια δραματική μείωση στην έμπρακτη πολιτική συμμετοχή και τη συμμετοχική προδιάθεση από τη δεκαετία του 1980 στην πρώτη δεκαετία του 2000, ενώ μειώνεται σε διάδοση και η αντίληψη για τη σημασία του συλλογικού, με την απαξίωση της πολιτικής να νομιμοποιεί την απομάκρυνση από τα κοινά, ιδιαίτερα στη νεολαία. Οι έφηβοι και οι έφηβες του Σκλαβενίτη κοινωνικοποιούνται στην αρχή της παγίωσης αυτού του κλίματος περιόδου – της ιδιώτευσης, του ατομοκεντρισμού και της απαξίωσης του συλλογικού. Γνωρίζουμε δε συγκεκριμένα, με βάση δεδομένα από συγκριτικές έρευνες ότι, τόσο στο επίπεδο των πρακτικών όσο και σε αυτό των αντιλήψεων, οι έφηβοι του 1990 διαφαίνονται ως λιγότερο συμμετοχικοί από τους αντίστοιχους του 1980, διακατέχονται σαφώς λιγότερο από μια πρόσληψη της ιδιότητας του πολίτη όπου αποδίδεται σημασία στη συμμετοχή, τη συλλογικότητα και το δημόσιο συμφέρον, είναι σαφώς πιο δεξιόστροφοι, σε αντίθεση με τους αριστερόστροφους εφήβους της δεκαετίας του ’80, ενώ συγκροτούν μια πολιτική γενιά πιο εξοικειωμένη με την πολιτική διαδικασία, στην οποία δεν επενδύουν συναισθηματικά και ιδεαλιστικά. Κάτι που συμβάλλει στη διαμόρφωση υψηλού επιπέδου αίσθησης αποτελεσματικότητας και διευκολύνει τη διεκδικητική κινητοποίησή τους, όταν και εάν έχουν την αίσθηση ότι τα διακυβεύματα της πολιτικής διαδικασίας τους αφορούν. Η αίσθηση του «με αφορά», δηλαδή της υποκειμενικής συνάφειας με την πολιτική διαδικασία, διαφαίνεται συνεπώς ως κομβικό σημείο από το οποίο εκπορεύεται η πολιτική δραστηριοποίηση των αποστασιοποιημένων από την πολιτική διαδικασία εφήβων της δεκαετίας του 1990. Γι αυτό και δεν εκπλήσσει το μαζικό κίνημα των καταλήψεων, ιδιαίτερα του 1990-91, παρά τα κυρίαρχα στοιχεία της πολιτικής φυσιογνωμίας των εφήβων της συγκεκριμένης γενιάς.

Το ερώτημα βέβαια που δημιουργείται, σχετίζεται με τη σημασιοδότηση του «με αφορά». Τι είναι αυτό που πρωτίστως αφορά μαθητές/-ριες το 1990-91; Είναι σίγουρο ότι η σχετική σημασιοδότηση έχει μεταβληθεί από τους εφήβους της προηγούμενης δεκαετίας, για να γίνει σαφώς πιο ατομοκεντρική – σε αντίθεση με τις κοινωνιοκεντρικές ανησυχίες των (αριστερόστροφων) εφήβων του ’80. Τάσεις προς ιδιώτευση και ατομοκεντρισμό που γνωρίζουμε ότι δομούνται ιδεολογικά πολύ πιο συστηματικά και παγιώνονται την επόμενη δεκαετία, την πρώτη του 2000. Αλλά πλέον νέες κοινωνικοποιητικές εμπειρίες και νέες τεχνολογίες, διευκολύνουν άλλες, άλλου τύπου παρεμβάσεις, επιδρώντας ενίοτε και στην ουσία των κοινωνικοποιητικών μηνυμάτων.

Συνδεδεμένο με τα παραπάνω είναι και το ερώτημα που αναφέρεται στο ποιο είναι το εμείς που δομείται σε αυτού του τύπου τα γεγονότα διαμαρτυρίας. Είναι σημαντικό να καταφέρουμε να εντοπίσουμε ποιο είναι αυτό το «εμείς», διότι στη δημοκρατία, ενώ βεβαίως ενθαρρύνονται ποικίλες παρεμβάσεις, είναι ωστόσο εγγενής η έννοια του δημοσίου συμφέροντος και η έμφαση στη συλλογικότητα, κάτι που διαφέρει από τη συνδιαχείριση της ατομικής απόγνωσης και τα ατομικά ξεσπάσματα οργής που συμπίπτουν χωρικά. Είναι δε γεγονός ότι τις τελευταίες δεκαετίες στην Ευρώπη παρατηρήθηκε μια εντεινόμενη τάση να προσλαμβάνονται και τελικά να διεκδικούν οι πολίτες, όχι ως συμμέτοχοι σε διαδικασίες που ξεπερνούν τις στενά ιδιωτικές τους ανάγκες –δηλαδή ως πολιτικά υποκείμενα που καθοδηγούνται από το δημόσιο συμφέρον– αλλά, αντίθετα, ως καταναλωτές που διεκδικούν ικανοποίηση από τις υπηρεσίες που τους παρέχονται. Διάκριση πολύ σημαντική, τόσο για το είδος της πολιτικής συμμετοχής και της ιδιότητας του πολίτη που νομιμοποιεί, όσο και ως προς την ποιότητα της δημοκρατίας που υποθάλπει.

Αν μοιάζει να υπονοώ με τα παραπάνω ότι στα μαχητικά γεγονότα του 1990-91 οι έφηβοι/-ες, με βάση το προφίλ τους και τα αιτήματα που πυροδότησαν την έκρηξη, προβάλλουν ως πρωτίστως ατομοκεντρικοί, με κίνητρα που μοιάζουν μάλλον «στενά», χρωματισμένα από υποκειμενισμό και σε απόλυτη αρμονία με το ευρύτερο κλίμα της περιόδου, αυτό ίσως να συνδέεται, υπογείως τουλάχιστον, με ένα ερώτημα που θέτει ο Σκλαβενίτης στο τέλος του βιβλίου του και το οποίο αρχικά ίσως ξαφνιάζει: Τελικά, ήταν προοδευτικές ή συντηρητικές οι κινηματικές δράσεις μαθητών/-ριών; Θεμιτό το ερώτημα, αφού πρόκειται για αντιδράσεις σε επερχόμενες αλλαγές. Με την απάντησή του να πρέπει να συμπεριλάβει αφενός διερεύνηση του προς το κοινωνικό συμφέρον ποιων ήταν η κατεύθυνση των προτεινόμενων αλλαγών και συνακόλουθα η αντίδραση των μαθητών, και αφετέρου να συνυπολογίσει την κοινωνικοποιητική επίδραση της ίδιας της κινηματικής εμπειρίας.

Η ίδια η εμπειρία της κατάληψης δεν μπορεί παρά να λειτούργησε κοινωνικοποιητικά υπέρ της συλλογικότητας: H οργάνωση της συλλογικής ζωής στο χώρο της κατάληψης, η διαμόρφωση συλλογικών αποφάσεων, η διαβούλευση για την επίτευξη κοινών στόχων αλλά και οι ανταγωνισμοί και οι συγκρούσεις, όπως και οι τρόποι με τους οποίους όλα τα παραπάνω επενδύονται αξιακά, έχουν εντονότατη κοινωνικοποιητική επίδραση και ωθούν στην πιεστική, αναστοχαστική ανάγκη να ξεκαθαρίσει κανείς υποκειμενικά τους όρους κοινωνικής συμβίωσης τους οποίους προκρίνει ηθικά. Νομίζω, συνεπώς, ότι η εμπειρία αυτή τελικά ωθεί αναμφίβολα προς προοδευτικές κατευθύνσεις, όχι μόνο από τη σκοπιά της κοινωνικής κατεύθυνσης των επιχειρούμενων εκπαιδευτικών αλλαγών στις οποίες αντιτάχθηκαν μαθητές και μαθήτριες, και παρά τον ενδεχόμενο χαρακτήρα των αρχικών κινήτρων τους.

Από μια άποψη, συνεπώς, η μελέτη αυτή αποτελεί ένα είδος προϊστορίας της σχέσης των νέων με την πολιτική διαδικασία που επιτρέπει προβολές στο μέλλον, καθώς και παράδειγμα του πώς παιδιά και έφηβοι είναι μέλη του πολιτικού συστήματος (και με αντισυστημική δράση μάλιστα) πριν ακόμη γίνουν μέλη του εκλογικού σώματος, με την απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι η προϊστορία αυτή, που με ιδιαίτερη επιτυχία καταγράφει ο Σκλαβενίτης, προσφέρεται και ως αφετηρία ενός ουσιαστικού διαλόγου για τις σχέσεις της δημοκρατίας με τη νεολαία, τους τρόπους διαμόρφωσης συμμετοχικών πολιτών που προσλαμβάνουν τη δημοκρατική συμβίωση ως απαρέγκλιτη συνθήκη και που ενθαρρύνονται να συμμετέχουν και όχι να υπομένουν. Κάτι που προϋποθέτει όμως ότι θα έχουν τη συνεχώς επαληθευόμενη βεβαιότητα ότι η συμμετοχή τους παίζει ρόλο. Με την απογοήτευση αντίθετα, ειδικά για τη νεολαία, να αποτελεί απόλυτο ανασχετικό παράγοντα πολιτικής συμμετοχής. Να ένα μάθημα που είναι και σήμερα απόλυτα χρήσιμο. Γι αυτό και το βιβλίο του Σκλαβενίτη, ακαδημαϊκά άψογο και εξαιρετικά ενδιαφέρον, είναι και πολιτικά ιδιαίτερα διαφωτιστικό.

 

(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 16 Noεμβρίου 2016)

ΧΡΟΝΟΣ #43, 16 Νοεμβρίου 2016

Το κείμενο αυτό της Μ. Παντελίδου Μαλούτα ήταν η προφορική της παρέμβαση στο Βιβλιοπωλείο Επί Λέξει, κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Δημήτρη Σκλαβενίτη στις 2/11/2016. Συμπαρουσιαστές, οι ιστορικοί Στρατής Μπουρνάζος και Τάσος Σακελλαρόπουλος. Συντονιστής, ο δημοσιογράφος Δημήτρης Μανιάτης.

H Mάρω Παντελίδου Mαλούτα είναι καθηγήτρια Πολιτικής Eπιστήμης στο Tμήμα ΠEΔΔ του ΕΚΠΑ. Kεντρικό αντικείμενο της επιστημονικής της διερεύνησης αποτελεί η διαδικασία διαμόρφωσης και οι εκφράσεις της πολιτικής ταυτότητας των υποκειμένων. Ασχολείται ερευνητικά με τη γυναικεία πολιτικότητα, την έμφυλη ανισότητα στη σχέση της με τη δημοκρατία, καθώς και με τους/ις νέους/ες ως φορείς πολιτικής δράσης. Έχει διευθύνει και συμμετάσχει σε πολλά ερευνητικά προγράμματα, ενώ στις δημοσιεύσεις της περιλαμβάνονται πολλά άρθρα και δέκα βιβλία, μεταξύ των οποίων: Το φύλο της Δημοκρατίας, Σαββάλας, Αθήνα 2002, και Πολιτική Συμπεριφορά: θεωρία, έρευνα και ελληνική πολιτική, Σαββάλας, Αθήνα 2012.

Ο Σκλαβενίτης εξετάζει τη μαθητική νεολαία ως ξεχωριστό συλλογικό υποκείμενο. Και παράλληλα μελετά τις επιπτώσεις της δράσης των νέων στην κοινωνία γενικότερα, καθώς και τις συλλογικές αναπαραστάσεις περί διεκδίκησης και αγωνιστικότητας που γεννά η δράση αυτή, κάτι που του επιτρέπει να προβεί σε γενικεύσεις περί συγκρουσιακών κύκλων, καταδεικνύοντας και τη σημαντική αλλαγή στην έκφραση της δημόσιας διαμαρτυρίας με την αποκατάσταση της δημοκρατίας.

Οι έφηβοι και οι έφηβες του Σκλαβενίτη κοινωνικοποιούνται στην αρχή της παγίωσης του λεγόμενου κλίματος περιόδου, δηλαδή της ιδιώτευσης, του ατομοκεντρισμού και της απαξίωσης του συλλογικού. Η αίσθηση του «με αφορά», δηλαδή της υποκειμενικής συνάφειας με την πολιτική διαδικασία, διαφαίνεται συνεπώς ως κομβικό σημείο από το οποίο εκπορεύεται η πολιτική δραστηριοποίηση των αποστασιοποιημένων από την πολιτική διαδικασία εφήβων της δεκαετίας του 1990. Γι αυτό και δεν εκπλήσσει το μαζικό κίνημα των καταλήψεων, ιδιαίτερα του 1990-91.