Ο κατοπτρικός λογοκριτής

Θεόφιλος Τραμπούλης

Στο κέντρο της αντίληψής μας για τη λογοκρισία βρίσκεται η γκρίζα και γκροτέσκα μορφή του λογοκριτή. Στην ιστορική και παραδοσιακή του εκδοχή, εντός, ας πούμε, ενός απολυταρχικού καθεστώτος ή παλαιότερων μορφών δημοκρατικής συγκρότησης, ο λογοκριτής, αν και ανώνυμος, ή μάλλον, επειδή είναι ανώνυμος, είναι η καλύτερη ενσάρκωση, η κορύφωση της γραφειοκρατικής οργάνωσης του κράτους, εκείνος που αρνείται κατεξοχήν την υποκειμενικότητα, γιατί ακυρώνει τον ελεύθερο λόγο και τιμωρεί τη γνώμη του ατόμου. Ο λογοκριτής εξασφαλίζει πως οι υπηρεσίες της εξουσίας θα λειτουργούν χωρίς αμφισβητήσεις και εξάρσεις σε μία μονότονη κανονικότητα. Το συνηθισμένο αστείο για τον αργόστροφο ή αμόρφωτο λογοκριτή, ο οποίος δεν καταλαβαίνει τι λογοκρίνει και τον ξεγελά ο πολυμήχανος καλλιτέχνης, δείχνει ότι αντιλαμβανόμαστε τη λογοκριτική επιβολή ως μία διπλή ασυμμετρία: από τη μία, ένας ισχυρός κρατικός μηχανισμός εναντίον του περιδεούς υποκειμένου, από την άλλη, το δαιμόνιο, ελεύθερο υποκείμενο εναντίον του απρόσωπου, κρατικού οργάνου. Υπάρχει κάτι παράδοξο στον λογοκριτή. Εξαιτίας της θέσης του, βρίσκεται διαρκώς εκτεθειμένος σε ό,τι έχει καθήκον να απαγορεύει στους άλλους. Αυτός θα διαβάσει πρώτος το κήρυγμα του αιρεσιάρχη από το οποίο προστατεύει τους πιστούς, αυτός θα αποκτήσει πρόσβαση στη γνώση από την οποία απειλούνται οι καταστατικές προκαταλήψεις του καθεστώτος, θα καταλάβει τις ρωγμές στην προπαγάνδα της εξουσίας τις οποίες επιχειρεί η σάτιρα και θα δει πρώτος και κατά μόνας τις περιπτύξεις του ερωτογραφήματος που προκαλεί τα χρηστά ήθη.

Σήμερα που πιστεύουμε ότι μιλάμε από τη θέση μιας φιλελεύθερης και ανοιχτής κοινωνίας και ελπίζουμε πως έχει οριστεί ένας κενός από θεολογία και επίσημη ιδεολογία χώρος, θεωρούμε ότι οποιαδήποτε προσπάθεια περιστολής του λόγου προέρχεται από δύο πηγές ξένες προς τη δημοκρατία: είτε από κάποιον εξωτερικό εχθρό, όπως είναι οι φανατικοί ισλαμιστές, είτε από επιβιώματα του παρελθόντος που ακόμα ψυχορραγούν ή, σε μία πιο δυστοπική τους εκδοχή, ανασυντάσσονται για να επανακτήσουν τη ζοφερή τους εξουσία. Θα ήταν θέμα μιας άλλης ανάλυσης γιατί αυτές οι μορφές, τόσο του θρησκευόμενου φονταμενταλιστή, όσο και του νοσταλγού της ευταξίας, του απόστρατου αξιωματικού, του μισαλλόδοξου κληρικού ή του κεκαρμένου χρυσαυγίτη, δεν είναι καθόλου ετερότητες, είναι σάρκα από τη σάρκα της δυτικής δημοκρατίας και συνεργάζονται μεταξύ τους αρμονικά για να χτίσουν όχι μόνο τα τείχη που προστατεύουν, υποτίθεται, την ασφαλή, προνομιούχο Ευρώπη από τη δυστυχία, την πείνα και τη βία που παραμονεύουν εκτός της, αλλά και τα τείχη που αναπαράγουν την ταξικότητα εντός της, πράγμα που πάνω από όλα είχαν καταλάβει οι σχεδιαστές του Charlie Hebdo.(1) Εδώ θα αρκεστούμε σε τρεις παρατηρήσεις που θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας μιλώντας σήμερα για τη λογοκρισία. Αντλώντας επιχειρήματα από την πρόσφατη ελληνική επικαιρότητα, καταδεικνύεται πόσο ανεπαρκής είναι η διπλή διχοτομία: από τη μια, μεταξύ ενός καθεστώτος ελεύθερης διακίνησης των ιδεών και ενός τάχα σκοτεινού αναχρονιστικού φαντάσματος το οποίο επιχειρεί να ορίσει γνώσεις και γνώμες που δεν μπορούν να λεχθούν, και από την άλλη, μεταξύ ενός λογοκριτή, οργανικού φορέα μιας γραφειοκρατικής εξουσίας, και ενός δυνητικά ελεύθερου ατόμου το οποίο έχει λόγο που απειλείται διαρκώς από την εξουσία του πρώτου. Καθίσταται προφανές, εντέλει, πόσο ανεπαρκής είναι η κάθετη διάκριση μεταξύ ενός λόγου που πασχίζει να ακουστεί και ενός κατασταλτικού μηχανισμού που πασχίζει να τον εμποδίσει. 

 

ΤΑ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΑ ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ ΛΟΓΟΥ

Η πρώτη παρατήρηση θέλει να υπενθυμίσει πως το υποκείμενο συγκροτείται μέσα στο λόγο και διά του λόγου, και μία ολόκληρη σειρά μηχανισμών ενστάλαξης, ελέγχου και περιορισμού όσων θεμελιωδώς μπορεί να θεωρήσει αποδεκτά ή απαγορευμένα έχει ενεργοποιηθεί ήδη πριν από οποιαδήποτε εκφορά της ομιλίας. 

«Είναι ένα πράγμα για κάποια είδη λόγου να λογοκρίνονται και κάτι ριζικά διαφορετικό να λειτουργεί η λογοκρισία σε ένα επίπεδο που προηγείται του λόγου, να λειτουργεί ως ο συστατικός κανόνας με τον οποίο το λεκτό διαφοροποιείται από το άλεκτο».(2) 

Η Τζούντιθ Μπάτλερ αντί για λογοκρισία, προκρίνει τον όρο foreclosure («διάκλειση», αλλά και «κατάσχεση» στο νομικό λεξιλόγιο, υπενθυμίζει) τον οποίο δανείζεται από την ψυχανάλυση: 

«Σε αυτό το ενέργημα της εξουσίας [τη διάκλειση] αναφερόμαστε, λοιπόν, τις στιγμές εκείνες που ρωτάμε: Τι πρέπει να μείνει άρρητο έτσι ώστε τα σύγχρονα καθεστώτα λόγου να συνεχίσουν να ασκούν την εξουσία τους; Πώς ο αποκλεισμός ορισμένων τόπων εκφοράς εντός του νόμου παράγει το υποκείμενο πριν από το λόγο; […] Αν εννοήσουμε τη λογοκρισία ως διάκλειση θα καταλάβουμε πώς παράγει καθεστώτα λόγου μέσα από την παραγωγή μιας επικράτειας του άλεκτου».(3) 

Από την άποψη αυτή, καθώς η λογοκρισία έχει πλέον αποθεσμιστεί και δεν αποτελεί μέρος της γραφειοκρατικής συγκρότησης, ούτε κατοχυρώνεται δικαιικά, είναι ιστορικά πιο ακριβές και θεωρητικά πιο γόνιμο να αναφερόμαστε σε ανταγωνιστικά καθεστώτα λόγων που παλεύουν να κυριαρχήσουν παρά σε λογοκριτικές πράξεις περιορισμού της ελευθερίας της γνώμης και της έκφρασης. 

Αυτός που θέλει να επιβάλει τη σιωπή, επιτελεί συγχρόνως μία πράξη λόγου που θέλει να ακουστεί. Σιωπή και λόγος βρίσκονται σε μία διαρκή διαλεκτική σχέση. Κάθε σιωπή είναι η ίδια σημαίνων λόγος και καθετί που λέγεται αποσιωπά και αυτό με τη σειρά του ό,τι δεν έχει λεχθεί.(4) Περισσότερο ακόμα και από τη ρητή εξουσία που λογοκρίνει ό,τι της αντιτίθεται, οξύτητα και αποτελεσματικότητα στην κατασκευή της κυριαρχίας έχει το σύστημα που εγγράφεται στο υποκείμενο και ελέγχει την παραγωγή του λόγου στην πηγή της. Δεν είναι απλώς η αυτολογοκρισία, η οποία σε κάποιο βαθμό είναι συνειδητή και σκόπιμη. Είναι κυρίως αυτό που το ίδιο το υποκείμενο αντιλαμβάνεται ως λεκτό αλλά και ως οντολογικά δυνατόν να λεχθεί. Το αδιανόητο εγγράφεται σε ένα πλέγμα λόγων, ιδεών και συμβόλων, που, όσο κι αν σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις μάς φαίνεται λογοκριτικό, σε άλλες περιστάσεις φαντάζει απόλυτα αποδεκτό, αν όχι φυσικό, φυσικοποιημένο. 

Έτσι, η λογοκρισία στο φιλί μεταξύ ανδρών στο Κλείσε τα μάτια του Χριστόφορου Παπακαλιάτη το μακρινό 2003 ή στο Downton Abbey το κοντινό 2012 δεν είναι συντονισμένη μόνο με τα σιελογόνα κηρύγματα του ανεκδιήγητου Αμβρόσιου («όταν και όπου τους συναντάτε [τους ομοφυλόφιλους], φτύστε τους» είχε γράψει το Δεκέμβριο του 2015 ο γκροτέσκος μητροπολίτης). Απηχεί εξίσου τον έλεγχο της επιτέλεσης της σεξουαλικότητας στη συνηθισμένη πρόταση «δεν με ενδιαφέρει τι κάνει κανείς στο κρεβάτι του, αρκεί να μην προκαλεί δημοσίως» (ένα φιλί στην τηλεόραση είναι, βέβαια, δημόσια επιτέλεση) και την αμηχανία για τη σεξουαλικότητα, η οποία διατρέχει το πολιτικό φάσμα, από τη Δεξιά ως το ΚΚΕ, που δηλώνει πως «το ανδρικό-πατρικό και το γυναικείο-μητρικό πρότυπο έχουν τα δικά τους χαρακτηριστικά, τα οποία πηγάζουν από τη φυσιολογία του ανθρώπινου είδους και είναι απαραίτητα για την ομαλή ψυχοσωματική και κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού»(5) ή τις αντιλήψεις για την ορθή κατασκευή του φύλου, που λάνθαναν σε διατυπώσεις οι οποίες ακούστηκαν κατά κόρον την εποχή του θανάτου του Μηνά Χατζησάββα, όπως «δεν με ενδιαφέρει αν ο Χ. ήταν γκέι, ήταν πιο άνδρας από τους περισσότερους άνδρες». Η δίωξη εναντίον του Γερμανού ιστορικού Χάινς Ρίχτερ και κυρίως ο τρόπος που εννοιολογήθηκε δεν είναι ανεξάρτητα από τον ιδεότυπο του Κρητικού που έχει αποτελέσει την εθνοτουριστική αφήγηση από την εποχή του Ζορμπά και φτάνει μέχρι το viral βίντεο του τραγουδιού «Να σταθώ στα πόδια μου» του Λεωνίδα Μπαλάφα, όπου τα ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά μιας πατριαρχικής κοινότητας της υπαίθρου προβάλλονται ως η κοιμισμένη δύναμη που, όταν ξυπνήσει, θα βοηθήσει τον λαό να αποτινάξει το ζυγό της πολιτικής και να ορθοποδήσει στην ευτυχισμένη ζωή.(6) Η περίπτωση της απαγόρευσης της ιστοσελίδας του «Γέροντα Παστίτσιου» είναι άμεσα συνδεμένη με την υποδοχή του Ιερού Φωτός από τα Ιεροσόλυμα το Πάσχα ή με τη θεραπευτική παρουσία του λειψάνου της αγίας Βαρβάρας στο Νοσοκομείο «Άγιος Σάββας» και τη δήλωση του τότε γραμματέα των ΑΝΕΛ, Νίκου Νικολόπουλου, ότι η πίστη είναι «παγοθραυστικό στον μνημονιακό παγετώνα».(7) 

Πρόκειται για ανταγωνιστικές δυνάμεις εντός της δημόσιας σφαίρας, που δεν εκφράζονται απλώς από ανάλογες κινήσεις επιβολής της σιωπής και παραγωγής του δικού τους λόγου. Συγκροτούνται μέσα από αυτές, ορίζοντας πολιτικές ταυτότητες που δεν υπάρχουν πριν από την επιτελεστικότητα και εκτός της επιτελεστικότητας. Όπως σημειώνει η Αθηνά Αθανασίου, «αντίπαλος λόγος στη “σιωπηρή επιτελεστικότητα της εξουσίας”, της οποίας μία μόνο όψη είναι η ρητή νομική λογοκρισία, δεν μπορεί παρά να είναι η διαρκής προβληματοποίηση των οριοθετήσεων και των περιορισμών του πολιτισμικά διανοητού λόγου».(8) 

Έτσι, ενώ το αρχετυπικό παράδειγμα σύγχρονης λογοκρισίας είναι το έργο Asperges Me (Ραντίεις με), του Τιερί ντε Κορντιέ στην έκθεση «Outlook», κατά τη γνώμη μου μεγαλύτερη σημασία έχει ο βανδαλισμός της φωτογραφίας του Θανάση Τότσικα στην ίδια έκθεση. Η φωτογραφία, ως μέρος ενός πεντάπτυχου «Χωρίς Τίτλο», απεικόνιζε τον καλλιτέχνη να συνουσιάζεται με ένα καρπούζι. Η καταστροφή του έργου, που οδήγησε στην απόσυρσή του, δεν έγινε από έναν διωκτικό μηχανισμό, αλλά από μία προσβεβλημένη πολίτη που πήγε στην έκθεση επί τούτου, βέβαιη πως παρεμβαίνει στο όνομα των συμπολιτών της και εκπροσωπεί ένα κοινό αίσθημα, πως επιτελεί δηλαδή ένα καθεστώς λόγου του οποίου αισθάνθηκε εντεταλμένη. Και μολονότι η λογοκρισία του Ραντίεις με ενεργοποίησε αμέσως αντιλογοκριτικά χαρακτηριστικά, έδωσε την αφορμή να συζητηθεί ανοιχτά η λογοκρισία, να εκδοθούν βιβλία, να γίνουν συνέδρια και να αναπροσαρμοστεί η δικαιική αντιμετώπιση του έργου τέχνης, κανείς δεν υπεράσπισε τον Τότσικα και το δικαίωμά του στην έκφραση, αλλά ο καλλιτέχνης έγινε αντικείμενο χλευασμού και σε μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να χλευάζεται. Η φωτογραφία θεωρήθηκε ασυμμετρικά απόρροια μιας υποτιθέμενης διαστροφής τόσο κωμικής που δικαιολογούσε τον βανδαλισμό της. Δεν αναδείχτηκε η διάκλειση, η κατάσχεση του έργου, ως συνέπεια ενός καθεστώτος λόγου, αλλά ως μία φυσική, φυσικοποιημένη αντίδραση στο αδιανόητο της αναπαράστασης. Αποσιωπήθηκε η ίδια η αποσιώπηση του έργου.

Έχει ιδιαίτερη σημασία εδώ η σύμπτωση ότι το έργο του Τότσικα, όπως και το έργο του Ντε Κορντιέ, ήταν μέρη μιας ευρύτερης καλλιτεχνικής σύνθεσης. Το γεγονός ότι κανείς δεν συζήτησε για το πολύπτυχο του έργου σημαίνει πως κανείς δεν συζήτησε για το έργο, την πολυπλοκότητα στη διαστρωμάτωση των νοημάτων του, την ιστορικότητα των μορφών του, την αυτονομία της αισθητικής κρίσης. Στην πραγματικότητα, ο δημόσιος λόγος, ακόμα και πολλών θεωρητικών ή διανοητών, μιλώντας για το έργο ως κάτι που αναπαριστά και εξαντλείται σε αυτό που αναπαρίσταται, επιβεβαίωσε την υποταγή της τέχνης σε ένα καθεστώς λόγου που θέλει όχι μόνο να ελέγχει την υποκειμενοποίηση, την ταυτότητα, τη σεξουαλικότητα και τη θρησκεία, αλλά και να μονοπωλεί το λόγο για αυτές. Πάντως, συνέβη πρόσφατα και το ριζικά αντίθετο, η ρήξη με ένα καθεστώς λόγου να συμβάλει στη μεγάλη επιτυχία ενός έργου, ανεξάρτητα από και παράλληλα με τις καλλιτεχνικές αρετές του: Έτσι, σε μία εποχή πνιγηρής και λοξής αναβίωσης του εθνικού, η ενθουσιώδης κριτική υποδοχή της συλλογής διηγημάτων Γκιακ του Δημοσθένη Παπαμάρκου οφείλεται και στην αίσθηση ελευθερίας που αναδίδει η αντιπαράθεση με τα στερεότυπα της αφήγησης περί Μικρασιατικής Καταστροφής, στερεότυπα όπως ότι η βία του εκστρατευτικού σώματος ήταν μία κατ’ εξαίρεση συνθήκη, ότι ο ελληνικός πληθυσμός ήταν ομοιογενής έναντι του Τούρκου Άλλου, ότι η δημοτική γλώσσα είναι εμμενώς συγκροτημένη, ότι η εθνική ταυτότητα δομείται στην ετεροκανονικότητα. Ακόμα μεγαλύτερη μάλιστα αίσθηση ελευθερίας αναδίδει, αν αναλογιστούμε την αγωγή που κατέθεταν ακριβώς την ίδια περίοδο οι κληρονόμοι του Φώτη Κόντογλου για το κόμικ Αϊβαλί του Soloup. Η προσπάθεια απόσυρσης του βιβλίου κατέδειξε ότι –ακόμα και πάντα– το ορίζον φάντασμα του κυρίαρχου λόγου είναι το ιδεολογικό, γλωσσικό, εκφραστικό, πολιτικό, εθνικό, πατριαρχικό αίτημα της Γενιάς του ’30, όχι επειδή λογοκρίνει και παράγει ρητορική.

 

ΤΟ ΔΡΩΝ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΥ ΑΝΤΙΤΙΘΕΤΑΙ ΣΤΗ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ

H δεύτερη παρατήρηση θα ήθελε να μεταθέσει ένα μέρος της συζήτησης για τη λογοκρισία από αυτούς που την ασκούν σε όσους ισχυρίζονται ότι πλήττονται από αυτήν ή, με καλύτερη διατύπωση, να εισαγάγει στη συζήτηση έναν ακόμα παράγοντά της, ο οποίος συχνά μας διαφεύγει: το δρων υποκείμενο που αντιτίθεται στη λογοκρισία. Συνήθως θεωρούμε ότι απέναντι στη λογοκρισία και στα συμφέροντά της βρίσκεται ένας ανιδιοτελής και καμιά φορά ηρωικός υπερασπιστής της ελευθερίας του λόγου, ένας άγρυπνος φρουρός των αρχών του δυτικού κανόνα, χωρίς δικά του συμφέροντα και έξεις. Αυτό δεν είναι ακριβές. Όπως είπαμε, η αποσιώπηση την οποία επιδιώκει ο λογοκριτικός μηχανισμός παράγει λόγο εντός ενός πεδίου, και με τη σειρά του ο λόγος τον οποίο αποκαθιστά εκείνος που αντιτίθεται στη λογοκρισία επιδιώκει και αυτός κάποια σιωπή. Το αντιλογοκριτικό επιχείρημα αποτυπώνει και αυτό μία έξη, εκφέρεται με συγκεκριμένους τρόπους και από ορισμένα σημεία θέασης, συγκροτεί κειμενικές και εξωκειμενικές συμμαχίες, έχει παρελθόν και ύστερες σκέψεις και υπηρετεί συμφέροντα/ενδιαφέροντα, με αυτή τη διπλή μετάφραση του αμφίσημου γαλλικού όρου «interêt», που χρησιμοποιεί ο Πιέρ Μπουρντιέ. 

Θα άξιζε τον κόπο να δούμε το επεισόδιο της «Outlook» από αυτή τη σκοπιά. Ο ρόλος του Υπουργείου Πολιτισμού, των φορέων που κατήγγειλαν το έργο του Ντε Κορντιέ, του Γιώργου Καρατζαφέρη, του Αρχιεπίσκοπου Χριστόδουλου, του Μιλτιάδη Έβερτ και του επιμελητή της έκθεσης έχουν επαρκώς τεκμηριωθεί. Αντιθέτως, όσοι αντιτάχτηκαν στη λογοκρισία και εξέφεραν λόγο εναντίον της έχουν μείνει εκτός ανάλυσης. Ήταν όμως και αυτοί ενεργά δρώντα υποκείμενα σε πολλά πεδία (στο ακαδημαϊκό, το εικαστικό, το πολιτικό), και θα έπρεπε να εξετάσουμε πώς συναρθρώθηκε η αντιλογοκριτική κίνησή τους με συμφέροντα εντός του πεδίου τους, με νομή λόγου και εξουσίας. 

Για παράδειγμα, θα ήταν ενδιαφέρον να εντάξουμε τη ρητορική εναντίον της λογοκρισίας στην «Outlook», και ιδιαίτερα εκείνη τη θεματική της που επέρριπτε δικαιολογημένες κατά τα άλλα ευθύνες στον επιμελητή της έκθεσης Χρήστο Ιωακειμίδη, στο πλαίσιο της κριτικής αντιπαράθεσης που είχε ξεκινήσει πριν από τη λογοκριτική πράξη. Στην πραγματικότητα, η «Outlook», εξαιτίας του πρωτοφανούς μεγέθους της, εξαιτίας της θεσμικής και πολιτικής της πλαισίωσης ως κορυφαίου γεγονότος της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας, εξαιτίας των καλλιτεχνών πρώτης τάξης τους οποίους εξέθετε και εξαιτίας του δημοσιογραφικού λόγου τον οποίο είχε ενεργοποιήσει, επέφερε μία αναπόφευκτη αναδιάταξη στο εγχώριο πεδίο των εικαστικών. Η κριτική της εποχής, πριν από τα εγκαίνια της έκθεσης, αποτύπωνε το φόβο αυτής της αναδιάταξης: Θεωρούσε ότι οι Έλληνες καλλιτέχνες που είχαν ανακοινωθεί δεν ήταν αρκετοί, αντιπαρέβαλλε τα υποτιθέμενα εισαγόμενα δυτικά πρότυπα με μία «αυθεντική ελληνικότητα», στηλίτευε την τέχνη των γκαλερί και της αγοράς που προήγε η έκθεση σε αντίθεση με την αληθινή τέχνη εκτός κυκλωμάτων, διαμαρτυρόταν για τον προϋπολογισμό, που θα μπορούσε να είχε δοθεί για πολιτιστικές υποδομές, δεν είχαν λείψει μάλιστα και κείμενα που ζητούσαν να κλείσει πρόωρα η έκθεση ως σκανδαλώδης. Συνέβη το εξής παράδοξο: Μετά το επεισόδιο του Ραντίεις με, η κριτική επικεντρώθηκε αποκλειστικά στη λογοκρισία και τα υπόλοιπα σημεία εναντίωσης πέρασαν σε δεύτερη μοίρα. Πολλοί που προηγουμένως κατηγορούσαν τον Ιωακειμίδη για τις καλλιτεχνικές του επιλογές, τώρα τον κατηγορούσαν επειδή δεν τις υπεράσπισε. Το επιχείρημα εναντίον της λογοκρισίας κορύφωσε τον κριτικό λόγο που αρθρώθηκε με αφορμή την έκθεση και συγχρόνως τον αποσιώπησε οριστικά. 

 

ΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΠΟΛΩΣΗΣ

Η τρίτη και τελευταία παρατήρηση αφορά τον τρόπο με τον οποίο διατυπώθηκε η κατηγορία για λογοκρισία στην πολιτική αντιπαράθεση των τελευταίων ετών. Θα έλεγε κανείς πως η ένταση και η συχνότητα της εμφάνισής της προδίδουν ιδιαίτερα οξυμένα αντανακλαστικά απέναντι στο ενδεχόμενο του ολοκληρωτισμού και της φίμωσης της αντίθετης γνώμης. Ωστόσο, το λογοκριτικό επιχείρημα, εκείνο το επιχείρημα που κατεξοχήν επικαλείται την πολυφωνία και την πολλαπλότητα των απόψεων, στην πραγματικότητα τείνει στο εντελώς αντίθετο: σε μία πιεστική συναίνεση που αρνείται την πολιτική αντιπαράθεση και κινδυνεύει συχνά να ακυρώσει τον πολιτικό αγωνισμό. Η κατηγορία για λογοκρισία θέτει την άποψη του πολιτικού αντιπάλου, αυτού στον οποίο απευθύνεται, εκτός του πεδίου του λεκτού και ταυτοχρόνως το καθεστώς λόγου αυτού που την εξαπολύει σε μία συνθήκη συντακτικής προστασίας, καθώς οποιαδήποτε ρητορική εναντίωση στη θέση του δεν αντιμετωπίζεται παρά σαν προσβολή απέναντι στην ίδια τη δυνατότητα να την εκφέρει. Το επιχείρημα της λογοκρισίας εντάσσεται σε μία σειρά από πολιτικές και ρητορικές στρατηγικές της περιόδου της κρίσης, που έχουν ως στόχο τους να απονομιμοποιήσουν τον πολιτικό αντίπαλο κατηγορώντας τον ως υπαίτιο και ως σύμπτωμα αντιδημοκρατικής εκτροπής. Παρόλο που τα τελευταία χρόνια υπήρξαν αναμφίβολα περιπτώσεις οι οποίες έφεραν στην επιφάνεια ζητήματα ελευθερίας του λόγου και της συνάρθρωσής της με καθεστώτα λόγου μιας ηθικοπλαστικής, χριστιανοτραφούς κανονικότητας, για παράδειγμα το βίντεο του Κρις Βερντόνκ (Kris Verdonck) στην πλατεία Καρύτση,(9) τις περισσότερες φορές η επίκληση της λογοκρισίας είχε ξεκάθαρα δημαγωγικά χαρακτηριστικά, υπαινισσόμενη ότι, περισσότερο κι από την ελευθερία της έκφρασης, σε κίνδυνο βρίσκεται η ίδια η υποκειμενικότητα, ο καλλιτέχνης, ο πολιτικός αρθρογράφος, ο σχολιαστής στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης.

Τα πιο συνηθισμένα κρούσματα κατηγορίας για λογοκρισία τα τελευταία χρόνια αφορούσαν τις γελοιογραφίες, μάλλον επειδή η ίδια η γελοιογραφία κινείται στα όρια του λεκτού. Έτσι, η γελοιογραφία που δημοσίευσε ο Δημήτρης Χαντζόπουλος στις 13/11/2013 έδειχνε τη Ζωή Κωνσταντοπούλου και τη Ραχήλ Μακρή να χορεύουν ως στριπτιζέζ μετά τις διαμαρτυρίες τους στην πύλη του Ραδιομεγάρου της ΕΡΤ. Το εν τη ευρεία εννοία κείμενο της γελοιογραφίας υπονοούσε πως η πολιτική διαμαρτυρία τους ήταν μία μορφή επαγγελματικής βίζιτας και συγκέντρωσε οργισμένη και μάλλον δικαιολογημένη κριτική η οποία αφορούσε τις αναπαραστάσεις για τη γυναίκα, το φύλο και τη σεξουαλικότητα, που έθετε στο προσκήνιο. Η κριτική θεωρήθηκε απόπειρα λογοκρισίας: «Βοήθεια, λογοκρισία!» έγραψε την επόμενη ημέρα το Βήμα(10) και ο ίδιος ο Χαντζόπουλος επανήλθε με σκίτσο που απεικόνιζε δύο ψαλίδια από τα οποία το ένα φορούσε διχτυωτό καλσόν και συνοδευόταν από το κειμενικό σχόλιο «η διαφορά της λογοκρισίας από το σεξισμό είναι ένα ζευγάρι νάιλον κάλτσες». Όσοι επικαλέστηκαν εδώ τη λογοκρισία είχαν υπόψη τους, βέβαια, ότι δεν πρόκειται για την ενεργοποίηση ενός θεσμικού κατασταλτικού μηχανισμού, αλλά για την ανάδυση ενός ανταγωνιστικού καθεστώτος λόγου ο οποίος χρεώθηκε τη βαριά σκιά κάποιας ζντανοφικής «δογματικής αδιαλλαξίας» και έχασε την κριτική αποτελεσματικότητά του. Συμμετρικά, το ίδιο συνέβη όταν, τον Ιούνιο του 2014, ο Γιάννης Καλαϊτζής απεικόνισε τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να κραδαίνει ένα φαλλικό ομοίωμα. Η κριτική σε μία γελοιογραφία που εξίσωνε τη γερμανική πολιτική με τα στερεότυπα περί ναζισμού, που καθιστούσε την αναπηρία του Σόιμπλε ηθικό έλλειμμα και που σεξουαλικοποιούσε την πολιτική του, θεωρήθηκε αυτόχρημα λογοκριτική. «Όλοι οι άλλοι, τυφλωμένοι από το πολιτικό τους πάθος, ζητούσαν λογοκρισία» έγραψε κάποιους μήνες αργότερα ο Δημήτρης Κανελλόπουλος.(11) 

Και στα δύο αυτά παραδείγματα έχουμε την αντιστροφή και την ενίσχυση της θέσης που θέλει τη λογοκρισία ανεπαρκή αναλυτική κατηγορία, γιατί ανάγει σε θεσμική, γραφειοκρατική διαδικασία έναν μηχανισμό συγκρότησης της υποκειμενικότητας και εγγραφής του κυρίαρχου καθεστώτος λόγου. Εδώ, όψη της «σιωπηρής επιτελεστικότητας της εξουσίας» δεν είναι η ρητή νομική λογοκρισία, όπως έγραφε η Αθηνά Αθανασίου, αλλά το αντίθετό της. Πράγματι, η αντικειμενοποίηση του φύλου, η απαξίωση του πολιτικού αγωνισμού, η ετεροκανονικότητα ως σημείο πολιτικής ισχύος, η ναζιστική κοινοτοπία, αναμφισβήτητα κατηγορήματα του κυρίαρχου λόγου, μένουν στο απυρόβλητο προστατευμένα από την ασπίδα του λογοκριτικού επιχειρήματος. Τον Ιανουάριο του 2016, τα ασαφή και επισφαλή όρια ανάμεσα στο λεκτό και το άλεκτο, στον κυρίαρχο λόγο και στην υπονόμευσή του, στις θέσεις που παίρνουν σήμερα στον άξονα της εξουσίας οι δύο κυρίαρχες πολιτικές συγκροτήσεις, στην αυτονομία της αισθητικής κρίσης, στους ρόλους των δρώντων υποκειμένων, στη λογοκρισία ως γραφειοκρατικό μηχανισμό και στη διάκλειση ως κατασκευή του υποκειμένου, όλα αυτά τα οποία επιχείρησα να συζητήσω, διασαλεύτηκαν ακόμα περισσότερο, σε μία κωμική και πνιγηρή κορύφωσή τους: το Εθνικό Θέατρο αποφασίζει να κατεβάσει την παράσταση Η ισορροπία του Νας της Πηγής Δημητρακοπούλου, μετά την έντονη κριτική που δέχτηκε από φορείς του δημόσιου λόγου, όπως ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, επειδή ενσωμάτωνε στοιχεία από το βιβλίο του Σάββα Ξηρού. Με την απόφαση του διευθυντή του θεάτρου, Στάθη Λιβαθηνού, διαφώνησαν το Διοικητικό Συμβούλιο του οργανισμού αλλά και οι φορείς εκείνοι που είχαν ασκήσει την έντονη κριτική. Δεν ήθελαν, ισχυρίστηκαν, να κατέβει η παράσταση. Ήθελαν μόνο να δείξουν ότι η τρομοκρατία γίνεται καθεστώς λόγου, «αποτελεί προσπάθεια δημιουργίας κλίματος συμπάθειας προς τον δολοφόνο». Κανείς δεν ήθελε να πάρει την ευθύνη για την αποσιώπηση του έργου. Στην πραγματικότητα, κανείς δεν ήθελε να πάρει την ευθύνη ότι μιλά από τη θέση ενός λόγου που επιδιώκει την κυριαρχία.

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ: Ο ΚΑΤΟΠΤΡΙΚΟΣ ΛΟΓΟΚΡΙΤΗΣ

Προσπάθησα να δείξω ότι το επιχείρημα της λογοκρισίας, σε μία εποχή που δεν αποτελεί πια μέρος της κεντρικής γραφειοκρατικής οργάνωσης, στην πραγματικότητα αποδυναμώνει την κατανόησή μας του πολιτικού χώρου ως ενός πεδίου ανταγωνισμού. Συσκοτίζει τον κυρίαρχο λόγο ο οποίος αποκρυσταλλώνεται σε ορισμένα επεισόδια του δημόσιου βίου που θεωρούνται λογοκριτικά, στην πραγματικότητα, όμως, διατρέχει τη δημόσια ζωή συγκροτώντας υποκειμενικότητες. Προσπάθησα επίσης να δείξω ότι στην ανάδυση του επιχειρήματος της λογοκρισίας, ακόμα κι αυτός που καταγγέλλει τον λογοκριτικό μηχανισμό έχει συμφέροντα. Σε έναν ταραγμένο πολιτικό και κοινωνικό χώρο που πασχίζει να επιβεβαιώσει τη δημοκρατική κανονικότητά του, το επιχείρημα της λογοκρισίας αρθρώνεται συχνά επιχειρώντας να ακυρώσει την πολιτική αντιπαράθεση. Θυμίζει κατοπτρικά τη λειτουργία της λογοκρισίας στην παραδοσιακή της μορφή: Εκεί, ένας γκρίζος και γκροτέσκος μεγάλος λογοκριτής επιχειρεί να εμποδίσει οποιονδήποτε λόγο διαταράσσει την κανονικότητα της κυριαρχίας· εδώ, πολλαπλασιασμένοι σμικρυμένοι φύλακες υποτίθεται της δημοκρατικής πολυφωνίας καταγγέλλουν κάθε κριτικό λόγο που επιβεβαιώνει την πολυπλοκότητα του πολιτικού λόγου. Επιχειρούν να καταστήσουν τον πολιτικό αντίπαλο ανώνυμο, όπως ανώνυμος είναι ο λογοκριτής, κατοπτρικοί λογοκριτές και οι ίδιοι που εξαιτίας της θέσης τους βρίσκονται διαρκώς εκτεθειμένοι σε ό,τι έχει ταχθεί να απαγορεύουν στους άλλους.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Αν οι ισλαμιστές είναι πολιτισμικά και γεωγραφικά ξένοι, η Ακροδεξιά λογίζεται συχνά ως χρονικά ξένη, σαν να ανήκει στο παρελθόν, σαν να ξύπνησαν οι υλοτόμοι κάποιο μικρόβιο που κοιμόταν στα βάθη του δάσους. Από την άλλη, ο Σλάβοϊ Ζίζεκ (Slavoj Žižek) έδειξε πρόσφατα με ποιον τρόπο η Ευρώπη πέφτει θύμα εντός της ενός διπλού εκβιασμού όχι μόνο από τους φοβικούς ακροδεξιούς δημαγωγούς, όπως ο Νάιτζελ Φάρατζ (Nigel Farage) ή ο Βίκτωρ Όρμπαν (Viktor Orban), αλλά και από την αριστερή ή φιλελεύθερη ρητορική που αρνείται να δει πολιτικούς και οικονομικούς συσχετισμούς στην προσφυγική κρίση και την ισλαμική τρομοκρατία, και εκφέρει έναν ανιστορικό ανθρωπιστικό λόγο (βλ. Žižek, S. (2016). Against the Double Blackmail, Refugees, Terror and Other Troubles with the Neighbours. UK: Alan Lane). Συχνά οι θερμότεροι υποστηριχτές της ανοιχτής φιλελεύθερης κοινωνίας δυναμιτίζουν συστηματικότερα τα θεμέλιά της.

2. Butler, J. (1998). “Ruled Out. Vocabularies of the Censor”. Στο Post, R.C. (ed.). Censorsing and Silencing. Los Angeles: The Getty Research Insitution Publications, p. 255.

3. Butler, J., op. cit

4. Για τη διαλεκτική σχέση σιωπής-λόγου, βλ. Brown, W. (2005). Edgework: Critical Essays on Knowledge and Politics. Princeton and Oxford: Princeton University Press. 

5. Από την τοποθέτηση του βουλευτή του ΚΚΕ Γιάννη Γκιόκα στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής. Ανατήθηκε από http://www.rizospastis.gr/story.do?id=8714869

6. https://www.youtube.com/watch?v=AufQINNTbNc

7. http://www.tanea.gr/PrintArticle/?article=5239068

8. Αθανασίου, Α. (2008). «Λογοκρισία και επιτελεστικότητα: Ρυθμίζοντας τα όρια του νόμιμου λόγου». Στο Ζιώγας, Γ. –Καραμπίνης, Λ. –Σταυρακάκης, Γ. –Χριστόπουλος, Δ. (επιμ.) (2008). Όψεις λογοκρισίας στην Ελλάδα. Αθήνα: Νεφέλη – PLATFORMES, σ. 166.

9. http://www.efsyn.gr/arthro/logokrisia-den-ftaiei-o-dierhomenos-iereas

10. http://www.tovima.gr/politics/article/?aid=539409

11. http://www.efsyn.gr/arthro/oi-eghorioi-fileleytheroi-logokrites-eginan-sarli

 

(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 27 Noεμβρίου 2016)

ΧΡΟΝΟΣ #43, 27 Νοεμβρίου 2016

Ο Θεόφιλος Τραμπούλης είναι μεταφραστής και επιμελητής κειμένων και εκδόσεων. Έχει επιμεληθεί την έκδοση του καταλόγου μεγάλων εικαστικών εκθέσεων, όπως το Outlook, το Destroy Athens, το Heaven, τα «Αγριμικά» κ.ά. Έχει επιμεληθεί εκθέσεις, όπως το «Επέκεινα» και το «Ηypnos Project», ενώ δημοσίευε συστηματικά κριτικά κείμενα στο περιοδικό Unfollow, στη συνακτική ομάδα του οποίου ήταν από το 2011 έως το 2014.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Το σεμινάριο κριτικής γραφής στο kolleg

Ο συλλογικός τόμος «Η Λογοκρισία στην Ελλάδα», σε επιμέλεια  Πηνελόπης Πετσίνη και Δημήτρη Χριστόπουλου, είναι μία έκδοση του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ-παράρτημα Ελλάδας.

ΚΕΙΜΕΝΑ: ΧΑΡΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΝΔΡΙΤΣΟΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Μ. ΒΑΦΕΙΑΔΗΣ, ΙΟΥΛΙΑΝΗ ΒΡΟΥΤΣΗ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΚΛΑΒΙΝΑΣ, ΕΥΔΟΚΙΑ ΔΕΛΗΠΕΤΡΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΟΥΛΗΣ, ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ, ΜΑΡΙΑ ΖΟΥΜΠΟΥΛΗ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ, ΑΝΝΑ ΜΟΣΧΟΝΑ-ΚΑΛΑΜΑΡΑ, ΚΩΣΤΗΣ ΚΑΡΠΟΖΗΛΟΣ, ΟΡΣΑΛΙΑ-ΕΛΕΝΗ ΚΑΣΣΑΒΕΤΗ, ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΣΑΠΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΚΚΩΝΗΣ, ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, ΛΑΜΠΡΟΣ ΜΠΑΛΤΣΙΩΤΗΣ, ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ, ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ-ΣΟΦΟΚΛΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΠΕΤΣΙΝΗ, ΝΙΚΟΣ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΣ, ΜΑΡΙΑ ΡΕΠΟΥΣΗ, ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΣΚΟΥΡΤΗ, ΕΙΡΗΝΗ ΣΤΑΘΗ, ΜΑΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΤΣΕΛΙΚΗΣ, ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΤΡΑΜΠΟΥΛΗΣ, ΤΑΣΟΣ ΤΥΦΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΜΑΡΙΑ ΧΑΛΚΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΥ