Η Λογοκρισία στην Ελλάδα

Πηνελόπη Πετσίνη – Δημήτρης Χριστόπουλος

Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την επακόλουθη κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ, ένα μεγάλο μέρος επίσημου αρχειακού υλικού κατέστη για πρώτη φορά διαθέσιμο στους ερευνητές. Το άνοιγμα των κρατικών αρχείων σε όλη την πρώην σοσιαλιστική Ευρώπη οδήγησε σε τεράστια αύξηση στις σχετικές με τη λογοκρισία δημοσιεύσεις (μελέτες, εκδόσεις, συνέδρια) από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Την ίδια περίοδο, η επικράτηση μιας ακραία συντηρητικής πολιτικής ατζέντας από τις κυβερνήσεις Ρήγκαν και Μπους στις ΗΠΑ, με τους περιορισμούς στις αστικές και καλλιτεχνικές ελευθερίες που επέβαλλε, αναθέρμανε το ακαδημαϊκό ενδιαφέρον για τη λογοκρισία και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. 

Αν σε ευρωπαϊκό επίπεδο η σύγκρουση μεταξύ των αντίπαλων στρατοπέδων του Ψυχρού Πολέμου κατέληξε στην «αρχειακή έκρηξη» που ακολούθησε το 1989, στην Ελλάδα της ίδιας χρονιάς το αντίστοιχο πολύτιμο ιστορικό υλικό καταστράφηκε πανηγυρικά στο όνομα μιας υποτιθέμενης συμφιλίωσης με το παρελθόν, με την καύση των φακέλων πολιτικών φρονημάτων ώστε «να κλείσουν οι πληγές του Εμφύλιου πολέμου». Μετρώντας ήδη μία δεκαπενταετία από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, πολλοί ήταν αυτοί που πίστευαν πως η λογοκρισία ήταν πια παρελθόν για τη χώρα. Φυσικά, η λογοκρισία σήμερα δεν έχει σχέση ως φαινόμενο με αυτό που η χώρα βίωσε ως το 1974. Γι’ αυτό και είναι μείζον λάθος να μη βλέπουμε την τομή της Μεταπολίτευσης. Από την άλλη, όμως, η τομή της Μεταπολίτευσης δεν πρέπει να μας κάνει να απωθούμε τις συνέχειες της Ιστορίας. 

Το ενδιαφέρον λοιπόν ερώτημα είναι γιατί το θέμα «λογοκρισία» στην Ελλάδα δεν έχει αποτελέσει αυτοτελές αντικείμενο διεπιστημονικής έρευνας και γιατί, τόσο το ιστορικό βάθος, όσο και η κοινωνική διείσδυση των φαινομένων λογοκρισίας, δεν έχουν επαρκώς μελετηθεί. Ίσως μία πρώτη απάντηση στο ερώτημα αυτό να βρίσκεται στην εδραιωμένη στον δημόσιο λόγο της χώρας πεποίθηση πως «η λογοκρισία σταμάτησε με τη Χούντα». Κατ’ αυτή την αφήγηση, «Μεταπολίτευση» και «λογοκρισία» αλληλοαποκλείονται. Ωστόσο, τα πράγματα είναι ασφαλώς πιο σύνθετα: Η λογοκρισία στην Ελλάδα ήταν επισήμως ο κανόνας, ενώ, μετά το 1974, η εξαίρεση. Μία εξαίρεση όμως ικανή να δίνει κατά καιρούς νέα πνοή στον πάλαι ποτέ κανόνα του κράτους. Για το λόγο αυτόν, η λογοκρισία στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης έχει μελετηθεί μεν, αλλά αποσπασματικά και εν θερμώ. Συνήθως, ο δημόσιος λόγος εστιάζεται σε αυτήν έπειτα από κάποιο λογοκριτικό περιστατικό και κατόπιν επανέρχεται με την ευκαιρία ενός νέου περιστατικού. Είναι πράγματι λιγοστές –μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού– οι προσπάθειες μιας πιο συστηματικής καταγραφής και αξιολόγησης του φαινομένου σε πιο μακρές ιστορικές διάρκειες, τόσο στο επίπεδο της θεωρίας και της ανάλυσης, όσο και στο επίπεδο του βιώματος και της πράξης. 

Στον τόμο Η Λογοκρισία στην Ελλάδα επιχειρήσαμε να αναδείξουμε για πρώτη φορά την ιστορία της λογοκρισίας στην Ελλάδα σε μία αυτοτελή ενιαία αφήγηση. Στην αφήγηση αυτή συνενώνονται ως κρίκοι λογοκριτικά περιστατικά τα οποία –στην ιστορική τους μοναδικότητα– εμφανίζονται ως μεμονωμένα. Όμως δεν είναι. Πρόκειται για μία ενιαία αφήγηση με συνέχειες και τομές. Συνέχειες κατά το ότι η θεματική της λογοκρισίας αντέχει στο χρόνο, και τομές κατά το ότι το περιεχόμενο και η μορφή της αλλάζουν ανάλογα με το πολιτειακό πλαίσιο και τον ιστορικό χρόνο. Αν και αυτονόητο, θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι ο τόμος, όπως και κάθε αντίστοιχο εγχείρημα, δεν καταγράφει εξαντλητικά το φαινόμενο, αλλά αντανακλά τη διαθέσιμη επιστημονική έρευνα πάνω σε αυτό. Για το λόγο αυτόν και απουσιάζουν αναλύσεις ορισμένων εμβληματικών περιπτώσεων ή υποεκπροσωπούνται πεδία που αδιαμφισβήτητα έχουν υποστεί σημαντική λογοκρισία (όπως, για παράδειγμα, το τραγούδι).

Κάθε προσέγγιση ή ανάλυση της λογοκρισίας, εντέλει, θα κληθεί να απαντήσει στο ερώτημα του τι πραγματικά σημαίνει ο όρος «λογοκρισία». Στον τόμο αυτό, υιοθετήσαμε μεν την κλασική προσέγγιση που καθορίζει τη διάκριση ανάμεσα στην προληπτική λογοκρισία, την κατασταλτική λογοκρισία και την αυτολογοκρισία, επιλέξαμε όμως να συνδιαλλαγούμε με σύγχρονες συζητήσεις που διαπραγματεύονται τις επιπτώσεις μιας ολοένα και ευρύτερης εφαρμογής του όρου, προτείνοντας έναν διευρυμένο ορισμό ο οποίος, αφενός, ανταποκρίνεται στις ποικίλες εμπειρίες λογοκρισίας, και αφετέρου, αντανακλά τις κοινωνικοϊστορικές εξειδικεύσεις των εκφάνσεων της εξουσίας, της ισχύος, των εξαναγκασμών ή των αποσιωπήσεων. Ένα πιο σύνθετο μοντέλο που εμπεριέχει αυτές τις διαφορές αναδεικνύει πως η λογοκρισία ήταν και παραμένει παρούσα ανάμεσα σε μία πληθώρα κανονιστικών φορέων και πρακτικών· είναι παραγωγική όσο και απαγορευτική· εκφράζει πολιτισμική νομιμοποίηση όπως και απονομιμοποίηση.

Tο ζήτημα της λογοκρισίας δεν είναι απλώς φαινόμενο που άπτεται των περιορισμών της ελευθερίας της έκφρασης. Καμία ελευθερία δεν ασκείται σε ιστορικό κενό. Οι περιορισμοί της τίθενται διά του νόμου, από ένα ισχυρό πλέγμα εξουσιαστικών σχέσεων, ιστορικά συγκροτημένων, που αποκρυσταλλώνονται στο νόμο. Ακόμα κι αν νομικά αρθούν οι περιορισμοί αυτοί, πάντα υπάρχουν ισχυροί λογοκριτικοί μηχανισμοί οι οποίοι αναπαράγονται συγκροτημένοι στις κοινωνικές ανισότητες που τους γεννούν. Ο αγώνας για την ελευθερία της έκφρασης δεν είναι μόνο ένας νομικός αγώνας. Όπως αναδεικνύει ιστορικά η μελέτη του λογοκριτικού φαινομένου (και) στην Ελλάδα, ο αγώνας εναντίον της λογοκρισίας είναι, σε τελευταία ανάλυση, ένας αγώνας εναντίον των ανισοτήτων αυτών.

 

(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 27 Noεμβρίου 2016)

ΧΡΟΝΟΣ #43, 27 Νοεμβρίου 2016

Ο συλλογικός τόμος «Η Λογοκρισία στην Ελλάδα», σε επιμέλεια  Πηνελόπης Πετσίνη και Δημήτρη Χριστόπουλου, είναι μία έκδοση του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ-παράρτημα Ελλάδας.

ΚΕΙΜΕΝΑ: ΧΑΡΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΝΔΡΙΤΣΟΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Μ. ΒΑΦΕΙΑΔΗΣ, ΙΟΥΛΙΑΝΗ ΒΡΟΥΤΣΗ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΚΛΑΒΙΝΑΣ, ΕΥΔΟΚΙΑ ΔΕΛΗΠΕΤΡΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΟΥΛΗΣ, ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ, ΜΑΡΙΑ ΖΟΥΜΠΟΥΛΗ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ, ΑΝΝΑ ΜΟΣΧΟΝΑ-ΚΑΛΑΜΑΡΑ, ΚΩΣΤΗΣ ΚΑΡΠΟΖΗΛΟΣ, ΟΡΣΑΛΙΑ-ΕΛΕΝΗ ΚΑΣΣΑΒΕΤΗ, ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΣΑΠΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΚΚΩΝΗΣ, ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, ΛΑΜΠΡΟΣ ΜΠΑΛΤΣΙΩΤΗΣ, ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ, ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ-ΣΟΦΟΚΛΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΠΕΤΣΙΝΗ, ΝΙΚΟΣ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΣ, ΜΑΡΙΑ ΡΕΠΟΥΣΗ, ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΣΚΟΥΡΤΗ, ΕΙΡΗΝΗ ΣΤΑΘΗ, ΜΑΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΤΣΕΛΙΚΗΣ, ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΤΡΑΜΠΟΥΛΗΣ, ΤΑΣΟΣ ΤΥΦΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΜΑΡΙΑ ΧΑΛΚΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΥ