1. Ενδυνάμωση και αυτονομία του σχολείου

Αντώνης Λιάκος

Εισαγωγή στα Πορίσματα του Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία, 2016

1Α. Ενδυνάμωση και αυτονομία του σχολείου

Τι σημαίνει αυτονομία του σχολείου; Το ζήτημα έχει δυο πλευρές, τη θεσμική και εκείνη της εκπαιδευτικής λειτουργίας, οι οποίες αυτονόητα συνδέονται. 

Ας δούμε όμως τι δεν είναι αυτονομία του σχολείου, επειδή όντως υπάρχει αρκετός φόβος και έχει καλλιεργηθεί καχυποψία. Η αυτονομία είναι ένας όρος που καλύπτει μια ευρεία κλίμακα εννοιών. Στην Ελλάδα, κατά τον 19ο αιώνα, τα σχολεία ήταν χρηματοδοτούμενα από τους τοπικούς δήμους και κοινότητες, με αποτέλεσμα τη δυσλειτουργία τους, πράγμα που ανάγκασε το κεντρικό κράτος, στις αρχές του 20ού αιώνα, να αναλάβει πλήρως τη λειτουργία και τα έξοδά τους. Έκτοτε η σχολική εκπαίδευση, έγινε ολοένα και περισσότερο συγκεντρωτική, με κορύφωση την μετεμφυλιακή εποχή. Η κριτική προς τον υπερβολικό συγκεντρωτισμό του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος ασκήθηκε και στο κείμενο του ΟΟΣΑ για την ελληνική εκπαίδευση (2011) όπου χρησιμοποιείται ο όρος devolution, δηλαδή μεταβίβαση εξουσιών). Στην έννοια της αυτονομίας μπορούν να χωρέσουν πολλές εκδοχές: σχολεία που έχουν οικονομική αυτονομία, μισθοδοτούν και επιλέγουν το προσωπικό, συνδυάζουν χρηματοδοτικές πηγές από κράτος, τοπική αυτοδιοίκηση και γονείς· σχολεία που χρηματοδοτούνται από τις τοπικές αρχές (δήμους)· σχολεία που συνχρηματοδοτούνται από το κράτος και τις τοπικές αρχές. Πού βρισκόμαστε εμείς σήμερα; Η τοπική αυτοδιοίκηση (περιφερειακή και καλλικρατική) δεν έχει ούτε τους πόρους ούτε τη θεσμική συγκρότηση για να αναλάβει εκτεταμένες και πολυδάπανες λειτουργίες όπως η εκπαιδευτική. Σήμερα πράγματι ένα μέρος των εξόδων του σχολείου (συντήρηση κτηρίων, θέρμανση, καθαριότητα και μεταφορά μαθητών) καλύπτεται μέσω των δήμων (Σχολικές Επιτροπές), αλλά με πόρους που προέρχονται από το κεντρικό κράτος. Επομένως παρόμοιο ζήτημα δεν τίθεται και δεν προβλέπεται για το άμεσο μέλλον. Τι μένει; Η παιδαγωγική αυτονομία του σχολείου, αλλά και η σύσφιγξη των σχέσεων με την τοπική κοινωνία. Η αυτονομία του σχολείου συνδέεται με την ανοικτότητα του σχολείου στην κοινωνία. 

Τι σημαίνει παιδαγωγική αυτονομία του σχολείου; Στις επιτροπές του Διαλόγου αλλά και με τους εκπαιδευτικούς έγινε εκτεταμένη συζήτηση. Ποια είναι η βασική ιδέα; Αντί ενός ασφυκτικού αναλυτικού προγράμματος το οποίο ορίζει με κάθε λεπτομέρεια το τι θα διδαχθεί και για πόσο χρόνο (λ.χ. πόσος χρόνος για κάθε άθλο του Ηρακλή!), προτείνεται ανοιχτό πρόγραμμα σπουδών, με απλά και σαφώς διατυπωμένους στόχους ανά τάξη. Αντί εγκυκλίων που εκπορεύονται κεντρικά για κάθε πρωτοβουλία που θα αναλάβει το σχολείο, η ευθύνη της λειτουργίας του σχολείου θα ανατίθεται στο σύλλογο των διδασκόντων, ο οποίος σε συνεργασία με το διευθυντή/ντρια θα συνεδριάζει σε θεσμοθετημένο χρόνο σε ολομέλεια ή σε μικρότερες ομάδες εργασίας με στόχο να διευθύνει, να διευθετεί και να προγραμματίζει τη λειτουργία του σχολείου στηριζόμενος στις βασικές εκπαιδευτικές πολιτικές που σχεδιάζονται από το Υπουργείο Παιδείας. Η αυτονομία του σχολείου πρέπει να περάσει μέσα από την ενδυνάμωση των συλλογικών λειτουργιών της κοινότητας των διδασκόντων. 

Ερώτημα: είναι έτοιμο το σχολείο να υποδεχτεί τις λειτουργίες αυτές; Ποιες είναι οι προϋποθέσεις; Η αυτονομία του σχολείου χρειάζεται προετοιμασία και στήριξη. Α) Χρειάζεται να δημιουργηθούν κέντρα στήριξης του εκπαιδευτικού έργου – σε επίπεδο Διευθύνσεων Εκπαίδευσης με το συντονισμό και τη συνεργασία τους κεντρικά σε επίπεδο περιφέρειας. Τα κέντρα στήριξης του εκπαιδευτικού έργου θα πρέπει να συνενώνουν τις διάφορες διάσπαρτες υπάρχουσες υπηρεσίες υποστήριξης, καθοδήγησης, συμβουλευτικής, τους σχολικούς συμβούλους, τους υπευθύνους σχολικών δραστηριοτήτων, περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, αγωγής υγείας, πολιτιστικών θεμάτων, καθώς επίσης να συμπεριλάβουν ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς και ειδικούς παιδαγωγούς, οι οποίοι θα μπορούν να σχεδιάζουν από κοινού μεταξύ τους και με το προσωπικό των σχολείων υποστηρικτικές ενέργειες. Β) Οι διευθυντές των σχολείων χρειάζονται σοβαρή προετοιμασία – και εδώ μπορούν να ενταχθούν οι προτάσεις για μετεκπαιδευτικά προγράμματα από την Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης. Γ) Σε κάθε σχολείο θα πρέπει να δρομολογηθούν διεργασίες σύνταξης εσωτερικού κανονισμού, ο οποίος για να έχει δεσμευτικότητα, θα πρέπει κατά ένα μέρος να είναι και καρπός της συνεργασίας με τους μαθητές. Δ) Επιμόρφωση των εκπαιδευτικών σχετικά με το συμμετοχικό σχεδιασμό, τη δυναμική της ομάδας, την επίλυση συγκρούσεων και προβλημάτων προκειμένου να υπάρξουν προϋποθέσεις για το σχεδιασμό από το σύλλογο διδασκόντων εκπαιδευτικής στρατηγικής που θα περιλαμβάνει τη δημιουργία ετήσιου προγραμματισμού, συντονισμού, υλοποίησης και εσωτερικής λογοδοσίας για το σχολείο. Ε) Αναζήτηση της κλίμακας της αυτονομίας. Το σχολικό δίκτυο χρειάζεται ανασυγκρότηση ώστε να δημιουργηθούν βιώσιμες σχολικές μονάδες στις οποίες και ο σύλλογος των διδασκόντων μπορεί να λειτουργήσει. ΣΤ) Κάθε χρόνο το σχολείο πρέπει να θέτει στόχους, με αφετηρία τις ιδιαίτερες συνθήκες που λειτουργεί και τα αποτελέσματα στα οποία θέλει να φτάσει, αυτή θα πρέπει να είναι και η βάση της αξιολόγησης της δράσης του. Όλα αυτά θα πρέπει να είναι μέρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας ώστε τόσο οι διδάσκοντες, όσο και οι μαθητές να αποκτήσουν αίσθηση κοινότητας και ενεργού υποκειμένου, μέσα στα πλαίσια βέβαια της εθνικής στοχοθεσίας για την εκπαίδευση. Η κυβέρνηση, όπως έχει στόχους στα οικονομικά ζητήματα, θα πρέπει επίσης να αποκτήσει στόχους και standards στην εκπαίδευση. 

 

1Β. Ανοιχτά σχολεία 

Στόχος της αυτονομίας και της τοπικής πλαισίωσης του σχολείου είναι να μην το αντιλαμβανόμαστε ως απολήξεις σε τοπικό επίπεδο των νεύρων ενός κεντρικού μηχανισμού, αλλά ως κόμβους της τοπικής δικτύωσης. Οι σύγχρονες τοπικές κοινωνίες δεν είναι πλέον το φτωχό περιβάλλον στο οποίο λειτουργούσαν τα σχολεία της μεταπολεμικής εποχής. Και στους δήμους, αλλά και στην κοινωνία των πολιτών υπάρχουν σήμερα πολιτισμικοί πόροι που μπορούν να εμπλουτίσουν το σχολείο και να το μετατρέψουν σε κέντρο πολιτισμού. Μια σταθμισμένη επίσης εμπλοκή των γονέων, μπορεί να εμπλουτίσει το σχολείο με προγράμματα και δραστηριότητες που θα λειτουργήσουν ενισχυτικά προς τη μάθηση και τη μόρφωση των παιδιών. Το σχολείο δεν μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί στεγανά, ενώ η στάθμη του πολιτισμού και της ευρύτερης παιδείας ανεβαίνει γύρω του. Πρέπει να εμπνεύσει την κοινωνία να συμπαρασταθεί και να προσφέρει στο σχολείο. Υπάρχουν κίνδυνοι από ένα παρόμοιο άνοιγμα του σχολείου στον εκτός σχολείο χώρο; Αναμφίβολα ναι. Οι κίνδυνοι αυτοί όμως δεν αντιμετωπίζονται με το να κλείσουμε τις πόρτες, αλλά με τη διαφάνεια, το σεβασμό των κανόνων και των κανονισμών, την καταγραφή, τον απολογισμό, την συμβουλευτική από τα κέντρα στήριξης του σχολείου. Η ελευθερία και η αυτονομία έχει ασφαλώς τους κινδύνους της, αλλά ενδυναμώνει τα υποκείμενα και κυρίως τα κάνει περισσότερο υπεύθυνα. 

 

1Γ. Πρόγραμμα σπουδών: Διαθεματικότητα και ευέλικτη ζώνη

Το πρόγραμμα σπουδών οφείλει να μετατοπίσει την προσοχή από τη διδασκαλία και το περιεχόμενο των σπουδών (δηλ. το τι πρέπει να διδάξουμε) στη διαδικασία και τα αποτελέσματα της μάθησης. Να δημιουργήσει δηλαδή ένα περιβάλλον για την εκπαιδευτική διαδικασία στο οποίο οι μαθητές να νιώθουν αρκετή ασφάλεια για να μετέχουν ενεργά στη μαθησιακή διαδικασία. Στόχος είναι οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές να μπορούν να επιλέγουν βάσει των ενδιαφερόντων τους τα θέματα με τα οποία θα ασχοληθούν και μέσω των οποίων θα προσεγγίσουν τους μαθησιακούς στόχους τους. Εκείνο το οποίο τονίστηκε από όλους όσους πήραν μέρος στο Διάλογο, ήταν η σημασία της διαθεματικότητας, της ευέλικτης ζώνης, και της ερευνητικής μάθησης (project). 

Στις συναντήσεις με δασκάλους και δασκάλες το γενικό αίτημα ήταν να αποκτήσει κεντρική σημασία η ευέλικτη ζώνη στο σχολείο. Όλοι και όλες τόνισαν με έμφαση τη σημασία της για το ενδιαφέρον των παιδιών και την υποκίνηση σε αυτά του φιλέρευνου πνεύματος. Στην ευέλικτη ζώνη τα αντικείμενα πραγμάτευσης συνδέονται με την εμπειρία των παιδιών: αφομοιώνουν καλύτερα ό,τι μαθαίνουν και ξεδιπλώνουν τις ικανότητές τους. Μαθητές που δεν συμμετέχουν συνήθως ενεργά, που θεωρούνται «κακοί» μαθητές, παίρνουν το λόγο και αναπτύσσουν πρωτοβουλίες, εκπλήσσοντας συχνά τους εκπαιδευτικούς, με αποτέλεσμα την ενδυνάμωσή τους και τη σταδιακή ενεργοποίησή τους και στο υπόλοιπο πρόγραμμα. Τα παιδιά δεν μαθαίνουν μόνο να χειρίζονται τη γνώση τους και να συνεργάζονται, αλλά αναπτύσσονται ψυχοκοινωνικά. Η μέθοδος αυτή επιδρά επίσης στους δασκάλους με την ανάπτυξη της συναδελφικότητας και της συνεργατικότητας. Μαθητές και εκπαιδευτικοί μπορούν να συναποφασίζουν και να μαθαίνουν στην πράξη τη λειτουργία του δημοκρατικού σχολείου και της συντονισμένης πρόσβασης στη γνώση. Οι διαφορετικές προσεγγίσεις, οι ετερότητες και το πολιτισμικό κεφάλαιο του καθενός φέρουν τον εμπλουτισμό της κοινότητας. 

H ευέλικτη ζώνη αναδεικνύει το τοπικό περιβάλλον ως βασικό χώρο μάθησης και δράσης. Το τοπικό περιβάλλον, φυσικό και δομημένο, καθώς και η μορφή και η ιστορία της τοπικής κοινωνίας αναβαθμίζονται σε σημαντικά αντικείμενα μελέτης και σε πλούσια πηγή βιωμάτων που μπορούν να λειτουργούν ως αφορμή για προβληματισμό και οργάνωση της δράσης των μαθητών. Πρόκειται για μια μορφή εκπαίδευσης που προσδίδει κύρος στη βιωματική μάθηση, ενισχύει τη μαθητική αυτοπεποίθηση, την ερευνητική διάθεση, τη δημιουργικότητα και την κριτική σκέψη. Ωστόσο, η ευέλικτη ζώνη, παρά το γεγονός ότι προβλεπόταν στο Νέο Σχολείο, εντούτοις ακυρώθηκε-υποβαθμίστηκε από μια σειρά λόγους:

  1. Οι οδηγίες που φτάνουν στο σχολείο. Μια καλή ιδέα φορτώνεται με λεπτομέρειες και κανονισμούς καθώς περνάει από το ένα επίπεδο στο άλλο, και στο τέλος φτάνει στο σχολείο αγνώριστη, σχολαστική και ελάχιστα διαφορετική από τις υπόλοιπες πρακτικές. Η τυποποίηση, η έλλειψη στοχευμένης επιμόρφωσης και η επιβολή υποχρεωτικών θεμάτων στην ευέλικτη ζώνη των τεσσάρων πρώτων τάξεων, οδήγησε σταδιακά στη συρρίκνωση της καινοτομίας αυτής της διδακτικής μεθόδου. 
  2. Ακυρώθηκε από την πληθώρα της ύλης με την οποία είναι φορτωμένο το σχολείο. Η πληθώρα της ύλης δημιουργεί ένα καταιγισμό γνώσης, απόγνωση στους μαθητές, πανικό στους γονείς –οι οποίοι απαιτούν από το δάσκαλο να προσαρμόζεται ανταγωνιστικά σε περισσότερη ύλη–, περισσότερες φωτοτυπίες κ.λπ.
  3. Η ευέλικτη ζώνη συνθλίβεται στο πρόγραμμα και συνήθως αποτελεί μια ζώνη για να μεταφερθούν εκεί και να ολοκληρωθούν άλλα μαθήματα. Στο σημερινό σχολείο λειτουργούν ανταγωνιστικά εκπαιδευτικά μοντέλα.
  4. Οι δάσκαλοι δεν μπορούν να προετοιμαστούν για το τι θα διδάξουν στην τάξη, αν δεν γνωρίζουν εγκαίρως, τουλάχιστον από το τέλος της προηγούμενης χρονιάς, ποια τάξη θα διδάξουν. Συνήθως το μαθαίνουν την ίδια μέρα που ανοίγει το σχολείο. 
  5. Στην 5η και 6η τάξη το δημοτικό γυμνασιοποιείται υπό το βάρος των εξετάσεων και η ευέλικτη ζώνη ακυρώνεται, και η ακύρωση σε αυτές τις δύο τάξεις συνεχίζεται στις ρυθμίσεις του ενιαίου ολοήμερου σχολείου.

 

Τι πρέπει να γίνει; Η ευέλικτη ζώνη αποτέλεσε στις συζητήσεις με τους εκπαιδευτικούς –από τη Μακεδονία έως την Αθήνα και την Κρήτη– βασικό αίτημα το οποίο δεν μπορεί να συρρικνωθεί στην πρόταση για «ευέλικτη εβδομάδα». Βασικό αίτημα των εκπαιδευτικών είναι, αντί ενός αναλυτικού προγράμματος του οποίου ελέγχεται με σχολαστικότητα η τήρηση, να διατυπώνονται οι στόχοι του σχολείου, σε κάθε μαθησιακό αντικείμενο. Με βάση αυτούς τους στόχους να σχεδιάζεται η διδασκαλία, με τη βοήθεια του σχολικού εγχειριδίου και το σχεδιασμό project, ανάλογα με τη σύνθεση και τα ενδιαφέροντα της κάθε μαθητικής ομάδας και το πλαίσιο της εκπαίδευσης ως προς τη συγκεκριμένη βαθμίδα. Το βασικό αίτημα που προβλήθηκε είναι: Μείωση και αναδιάρθρωση της ύλης, αλλαγή της λογικής με την οποία παρουσιάζεται. Εδώ, ενδεχομένως να υπάρξουν αντιδράσεις των ειδικοτήτων. Δεν πρέπει να γίνουν υποχωρήσεις. Κατάργηση των βαθμών και αντικατάσταση τους από περιγραφές του προφίλ του μαθητή. Ανάγκη διαρκούς επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών. Η επιμόρφωση να δημιουργεί μαθησιακές κοινότητες των εκπαιδευτικών, όπου συζητούν τα προβλήματα της τάξης. 

Μια από τις κεντρικές παρεμβάσεις, όπως υποστηρίχτηκαν από εκπαιδευτικούς και γονείς, είναι η καθιέρωση ενός προγράμματος ενημερωτικών συναντήσεων για παιδαγωγικά θέματα, πρόγραμμα σεμιναρίων για τους γονείς. Έχει παρατηρηθεί ότι οι γονείς σκέπτονται το σύγχρονο σχολείο με όρους της περασμένης δικής τους εμπειρίας, πράγμα που μεγαλώνει το χάσμα ανάμεσα στην παιδαγωγική του σχολείου και στην παιδαγωγική που εφαρμόζουν οι γονείς στο σπίτι. Εξάλλου, ενώ στις φτωχές γειτονιές και περιοχές οι γονείς δεν έχουν χρόνο για τα παιδιά τους, το αντίθετο συμβαίνει συνήθως με τους γονείς που ανήκουν στα εύπορα στρώματα: δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον αλλά αυτό έχει συχνά ως πρότυπο το εξετασιοκεντρικό σχολείο και την πληθώρα της ύλης. Συχνά οι καινούργιες μέθοδοι της παιδαγωγικής προκαλούν την απογοήτευση των γονέων που είναι προσανατολισμένοι στην ποσότητα της γνώσης και στη βαθμολογία. Όλοι αυτοί οι λόγοι επιβάλουν μια προγραμματική επανεξέταση της σχέσης γονέων - δασκάλων - σχολείου ως προς τους στόχους, τα μέσα και τους τρόπους παρέμβασης. Για να αλλάξει το σχολείο, θεωρήθηκε κομβικό σε όλες τις συζητήσεις, ότι πρέπει να κερδηθεί η εμπιστοσύνη και να υποστηριχτεί συστηματικά η συνεργασία γονέων - σχολείου. 

Επομένως, το αίτημα είναι: σχολείο ανοιχτό στην κοινότητα, με τη συμμετοχή της κοινότητας. Ανοιχτό προς τα μέσα, με τη δυνατότητα συνεργασιών στο χώρο του σχολείου, ανοιχτό προς τα έξω, με αύξηση της δυνατότητας εκπαιδευτικών επισκέψεων (μουσεία, χώροι πολιτισμικής αναφοράς, γειτονιά κ.λπ.). Ωστόσο αυτονομία σημαίνει και προστασία της αυτονομίας του παιδαγωγικού έργου του δασκάλου, υπεράσπιση της αξιοπρέπειάς του μέσα στις δύσκολες οικονομικές συνθήκες της εποχής. Επίσης, η μαθησιακή διαδικασία επηρεάζεται από το χώρο όπου συμβαίνει. Σε όσα σχολεία υπήρχε η εμπειρία της σχολικής βιβλιοθήκης τονίστηκε ότι εκεί θα πρέπει να βρίσκεται το κέντρο του σχολείου. Οι σύγχρονες βιβλιοθήκες θα πρέπει να είναι ταυτόχρονα συνδεδεμένες με τις δημόσιες και δημοτικές βιβλιοθήκες, αλλά και με τις διαδικτυακές βιβλιοθήκες. Υπάρχει οικονομική δυσκολία να ανοίξουν οι κλειστές βιβλιοθήκες και να ανοίξουν καινούργιες. Χρειάζεται όμως να γίνει, κι εδώ το σχολείο πρέπει να επικαλεστεί τη συνδρομή των τοπικών αρχών και τους πόρους της τοπικής κοινότητας. Η κυψέλη του σχολείου πρέπει να είναι η βιβλιοθήκη του. Ένας ευχάριστος χώρος συνάντησης, όχι αποθήκη βιβλίων. Όμιλοι φιλαναγνωσίας μαθητών αλλά και γονέων που μπορούν να αναλάβουν ρόλους στη λειτουργία της σχολικής βιβλιοθήκης. Οι βιβλιοθήκες πρέπει να γίνουν απτός στόχος των σχολικών κοινοτήτων. 

Εισαγωγή←          →2. Η μετάβαση από τη δευτεροβάθμια στην τριτοβάθμια εκπαίδευση

 

Το αίτημα είναι: σχολείο ανοιχτό στην κοινότητα, με τη συμμετοχή της κοινότητας. Ανοιχτό προς τα μέσα, με τη δυνατότητα συνεργασιών στο χώρο του σχολείου, ανοιχτό προς τα έξω, με αύξηση της δυνατότητας εκπαιδευτικών επισκέψεων (μουσεία, χώροι πολιτισμικής αναφοράς, γειτονιά κ.λπ.). Ωστόσο αυτονομία σημαίνει και προστασία της αυτονομίας του παιδαγωγικού έργου του δασκάλου, υπεράσπιση της αξιοπρέπειάς του μέσα στις δύσκολες οικονομικές συνθήκες της εποχής. Επίσης, η μαθησιακή διαδικασία επηρεάζεται από το χώρο όπου συμβαίνει. Σε όσα σχολεία υπήρχε η εμπειρία της σχολικής βιβλιοθήκης τονίστηκε ότι εκεί θα πρέπει να βρίσκεται το κέντρο του σχολείου. Οι σύγχρονες βιβλιοθήκες θα πρέπει να είναι ταυτόχρονα συνδεδεμένες με τις δημόσιες και δημοτικές βιβλιοθήκες, αλλά και με τις διαδικτυακές βιβλιοθήκες. Υπάρχει οικονομική δυσκολία να ανοίξουν οι κλειστές βιβλιοθήκες και να ανοίξουν καινούργιες. Χρειάζεται όμως να γίνει, κι εδώ το σχολείο πρέπει να επικαλεστεί τη συνδρομή των τοπικών αρχών και τους πόρους της τοπικής κοινότητας. Η κυψέλη του σχολείου πρέπει να είναι η βιβλιοθήκη του. Ένας ευχάριστος χώρος συνάντησης, όχι αποθήκη βιβλίων.

Ο Αντώνης Λιάκος γεννήθηκε το 1947 στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στα 1969-73 φυλακίστηκε από τη δικτατορία. Πτυχιούχος στα 1977, συνέχισε με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. και του Συμβουλίου της Ευρώπης μεταπτυχιακές σπουδές στην Ιταλία, διδακτορική διατριβή στη νεότερη και σύγχρονη ιστορία στο Α.Π.Θ. (1984). Δίδαξε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. (1981-1990). Επισκέπτης ερευνητής/καθηγητής στα Πανεπιστήμια Μπέρμιγχαμ, European University Institute (Φλωρεντία), Πρίνστον, Νέας Υόρκης, Σύντνεϋ, École normale supérieure (Παρίσι), Πανεπιστήμιο του Πεκίνου. Συνέβαλε στην ίδρυση του Ι.Α.Κ.Α. στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και συμμετείχε στο πρόγραμμα European Doctorate in the Social History of Europe. Από το 1990 καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει διατελέσει μέλος της Εφορείας των Γ.Α.Κ., της Επιτροπής Ιστορίας της Εθνικής Τράπεζας, των Α.Σ.Κ.Ι., του Ιστορικού Αρχείου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι managing editor του περιοδικού Historein/Ιστορείν, πρόεδρος της International Commission for History and Theory of Historiography, διηύθυνε εκδοτικές σειρές Ιστορίας στις εκδόσεις Γνώση, Θεμέλιο και Νεφέλη. Την περασμένη δεκαετία υπήρξε μέλος των ερευνητικών ομάδων NHIST (Writing of National Histories in Nineteenth and Twentieth Century Europe) και CLIOHRES.net (Creating Links and Innovative Overviews for a New History Research Agenda for the Citizens of a Growing Europe). Το ερευνητικό και συγγραφικό έργο αφορά τη νεότερη και σύγχρονη ιστορία και την ιστορία και θεωρία της ιστορίας. Έχει εκδώσει επτά μονογραφίες (από τις οποίες μία μεταφράστηκε στα ιταλικά και μία στα τουρκικά) και έχει δημοσιεύσει πενήντα μελέτες περίπου σε ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά επιστημονικά περιοδικά και ειδικούς τόμους. Αρθρογραφεί συχνά στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Το 2012 έλαβε το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου για το βιβλίο του Αποκάλυψη, ουτοπία, ιστορία (Πόλις, 2011). 

Ηλεκτρονική διεύθυνση: aliakos@otenet.gr

Ιστοσελίδες:
www.antonisliakos.gr
http://uoa.academia.edu/AntonisLiakos
http://www.culturahistorica.es/liakos.english.html