Μην πυροβολείτε την Ιταλία! Άλλωστε, δημοκρατία είναι μια εκκεντρικότητα των μικρών εθνών της Ευρώπης

Αντώνης Λιάκος

Σκέψεις για το ιταλικό δημοψήφισμα

Bello Ciao (κατά το Bella Ciao), ο σημερινός τίτλος της εφημερίδας Il Manifesto. Το πρώτο μήνυμα από το δημοψήφισμα αφορά την πολιτική –ή καλύτερα την αλαζονική– στάση του Ρέντσι, ο οποίος θέλησε να προκαλέσει όλες τις πλευρές που του αντιτίθονταν σε μία μονομαχία. Άλλωστε, έτσι είχε αυτοπλασαριστεί. Νέος, δραστήριος, έξυπνος και ωραίος εναντίον του γερασμένου, διστακτικού και ανεπαρκούς ιταλικού κατεστημένου. Προκάλεσε ο ίδιος την τύχη του. Όχι άδικα – ποτέ σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα δεν είχε γίνει τόσο ευρύ νομοθετικό έργο. Εν τούτοις, μετά το «Γεια σου ωραίε», η γενική διαπίστωση στον ιταλικό τύπο είναι ότι κανείς δεν έχει ιδέα για μια ρεαλιστική εναλλακτική λύση μετά το δημοψήφισμα. Όχι ψήφισε η Ιταλία από άκρη σε άκρη, με εξαίρεση την Τοσκάνη, την Εμίλια-Ρομάνια και μια μικρή περιοχή στις Άλπεις. Όχι ψήφισε η Άκρα Δεξιά, η Κεντροδεξιά, οι πεντάστεροι, μέρος της Κεντροαριστεράς και η Άκρα Αριστερά. Βαθύ Όχι (70%) ο βαθύς ιταλικός νότος. Ναι ψήφισε μέρος της Κεντροαριστεράς και της Κεντροδεξιάς. Ποια είναι όμως η σημασία του ιταλικού δημοψηφίσματος; 

Μήπως είναι υπέρ του εθνικού κράτους και κατά της ΕΕ; Από κανένα ερώτημα του δημοψηφίσματος δεν προκύπτει αυτό. Είναι απάντηση στην ηγεμονία της Ευρώπης από τη Γερμανία; Οι Ιταλοί αισθάνονται με ασφάλεια αρκετά Ευρωπαίοι ώστε να συνδέσουν οποιεσδήποτε κριτικές τους στο Βερολίνο ή τις Βρυξέλλες με τον αντιευρωπαϊσμό. Αλλά στο βαθμό που τον μπαμπούλα της διάλυσης της Ευρώπης τον επέσειε ο ίδιος ο Ρέντσι και στο βαθμό που διακόσμησε την εκστρατεία του Ναι με άχρηστες και επιβλαβείς δηλώσεις από τον Σόιμπλε, τη Μέρκελ και τη Goldman Sachs, απέκτησε αυτό το νόημα· δεν το είχε εξαρχής. 

Η επικράτηση του Όχι σημαίνει νίκη του Συντάγματος εναντίον της ενίσχυσης της εκτελεστικής εξουσίας και της μεταδημοκρατικής εξέλιξης του πολιτεύματος; Με παρόμοια ερωτήματα συνταγματικό δημοψήφισμα είχε γίνει το 2006 από τον Μπερλουσκόνι και βγήκε με αρνητικό αποτέλεσμα, με ίδιες αναλογίες – 39% Ναι / 61% Όχι. Υπάρχει μια θεαματική συνέχεια σ’ αυτό. Αλλά αν σ’ εκείνο το δημοψήφισμα υπέρ του Ναι ήταν ο Πόλος της Ελευθερίας και η Λίγκα του Βορρά, δηλαδή Δεξιά και τοπικιστική Ακροδεξιά, πώς εξηγείται τώρα η σύμπτωση της ψήφου από την άκρα Δεξιά (και μάλιστα τους φασίστες της CasaPound) έως την απωτάτη Αριστερά; Είναι όλοι αυτοί –και με τον ίδιο τρόπο– υπερασπιστές του Συντάγματος; 

Μήπως είναι νίκη του λαϊκισμού έναντι του ορθολογισμού των μεταρρυθμίσεων; Ο όρος λαϊκισμός με την κατάχρηση που υπέστη δεν εξηγεί πλέον τίποτε, πέρα από τον ναρκισσισμό αυτού που τον προφέρει. Άλλωστε το δίλημμα ορθολογισμός versus ανορθολογισμός στην πολιτική είναι ένα αυταρχικό δίλημμα, ίδιας ποιότητας με τις αιτιολογίες με τις οποίες στέλνονταν επί ΕΣΣΔ οι πολιτικά διαφωνούντες στα ψυχιατρεία για θεραπεία. Πρόκειται για «ψυχιατρικοποίηση» της πολιτικής. 

Γιατί το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 2006 θεωρήθηκε ενδοϊταλική υπόθεση ενώ του 2016 θεωρείται (καλώς ή κακώς – δεν έχει σημασία) ευρωπαϊκή υπόθεση; Ένας και μοναδικός λόγος. Παράδοξος. Η οικονομική κρίση και οι συνέπειές της δεν λειτούργησαν χαλαρώνοντας αλλά ενισχύοντας τα νήματα με τα οποία είναι δεμένη η Ευρώπη. Επομένως; Εδώ ας επιχειρήσουμε ένα (εγνωσμένο) διανοητικό άλμα από το local στο global: στο βαθμό που το πρόβλημα Ιταλία παραπέμπει (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο) στο πρόβλημα Ευρώπη, είναι το πρόβλημα μιας κοινωνίας σε κρίση όχι γιατί είναι φτωχή, αλλά γιατί είναι σχετικώς πλούσια. Δεν πρόκειται για την κρίση της φτωχής ανατολικής Ευρώπης ούτε, πολύ περισσότερο, για την κρίση άλλων φτωχών περιοχών του πλανήτη. Η Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένου και του μεσογειακού Νότου, είναι μια ευημερούσα κοινωνία σε κρίση, στο μέσο μιας θάλασσας φτωχών που θέλουν κι αυτοί να φτάσουν την ευημερία της. Θέλουν να φτάσουν απειλώντας την οικονομική της ανταγωνιστικότητα, επομένως το επίπεδο ευημερίας της, μεταναστεύοντας στην Ευρώπη και δημιουργώντας τους ανάλογους φόβους. Οι πρώτοι που πληρώνουν αυτή την ανασφάλεια, πραγματική ή νοερή, είναι οι μεσαίες και φτωχές τάξεις.

Αν στην πρώιμη Ευρώπη τους πένητες που περιφέρονταν τους έκλιναν έξω από τα τείχη των πόλεων ή τους έστελναν σε σταυροφορίες (και αργότερα στις αποικίες), τώρα, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι υποχρεωμένες να προσαρμοστούν δίνοντας απαντήσεις μιας νέας κλίμακας. Ούτε το Brexit ούτε η εκλογή Τραμπ θα σταματήσουν την παγκοσμιοποίηση. Μην έχουμε αυταπάτες. Στα τέλη του 19ου αιώνα, η άνοδος των εθνικισμών (και μαζί των εξοπλισμών) δεν ανέκοψε την αυξανόμενη ολοκλήρωση των δεσμών που παγκοσμιοποιούσαν την οικονομία, από τα σιδηροδρομικά δίκτυα έως τους τραπεζικούς κανόνες που εξασφάλιζαν την κίνηση των κεφαλαίων από την Άπω Ανατολή έως την Άγρια Δύση. Μια χαρά μπορεί να συμβαδίσει η παγκοσμιοποίηση με τον εθνικισμό, όπως και ο νεοφιλελευθερισμός με τα αυταρχικά καθεστώτα. 

Το ζήτημα είναι ποιες απαντήσεις προσφέρονται για τη σημερινή κρίση, για τα μεγάλα προβλήματα αυτών των κοινωνιών. Επειδή οι σύγχρονες κοινωνίες έχουν περάσει μια εποχή ισχυρής διαφοροποίησης (αυτό άλλωστε δεν είναι χαρακτηριστικό της νεωτερικότητας;), καμιά από τις απαντήσεις που προσφέρονται δεν μπορεί να συσπειρώσει μια πλειοψηφία για πολύ καιρό. Αντίθετα, μπορεί εύκολα να προκαλέσει αντισυσπειρώσεις των πιο διαφορετικών κοινωνικών ομάδων και ιδεολογικών στάσεων κάθε φορά που τίθεται προς έγκριση. Γι’ αυτό και οι οικονομικές ελίτ προκρίνουν την παράκαμψη των συνταγματικών διαδικασιών, υποστηρίζοντας άλλωστε την ισχυρότερη εκτελεστική εξουσία έναντι των κουραστικών κοινοβουλευτικών καθυστερήσεων – στις οποίες εδώ που τα λέμε η Ιταλία με τα δύο νομοθετικά σώματα διέπρεπε. Αλλά οι συνταγματικοί κανόνες αποτυπώνουν μεν μια στιγμή αφοσίωσης στη δημοκρατία, όπως αυτή της εγκαθίδρυσης της ιταλικής δημοκρατίας μετά τη συντριβή του φασισμού, αποτυπώνουν ωστόσο και έναν αστερισμό ιστορικών συμφερόντων που αποκρυσταλλώθηκαν στην μεταπολεμική εποχή. Το ζήτημα επομένως είναι τι αλλάζει και πώς αλλάζει. 

Και βεβαίως τα πράγματα γίνονται πιο σύνθετα, από ένα νοοτροπιακό υπόστρωμα που εμφανίζεται μόνο όταν τίθεται σε αμφισβήτηση: την άρρητη ιστορική κληρονομιά της Ευρώπης των μικρών δημοκρατιών, των κοινοτήτων, των ιστορικών περιφερειών, των μικρών εθνών. Και στην Ιταλία, περισσότερο από κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, αυτή η κληρονομιά είναι έντονη. Αλλά, είτε το θέλουμε είτε όχι, αυτή η κληρονομιά ήταν το εργαστήριο που γεννήθηκε η έννοια της πολιτικής – και εξάλλου αυτή είναι η ομορφιά και ο πλούτος της Ευρώπης. Όπως το έλεγαν δύο αμερικάνοι γκάγκστερ σε ένα φιλμ του Ταραντίνο, «η Ευρώπη είναι η χώρα των μικρών διαφορών». Ή όπως μου έλεγε ένας Κινέζος φίλος ιστορικός, βλέποντας τα πράγματα από τους τους ώμους του κινέζικου γίγαντα, «δημοκρατία είναι μια εκκεντρικότητα των μικρών εθνών της Ευρώπης». 

Όταν έγραφα τη διατριβή μου για την Ιταλική Ενοποίηση, ο πιο αγαπημένος μου ήρωας δεν ήταν ούτε ο Ματσίνι, που πρέσβευε μια δημοκρατική Ευρώπη με μια αναγεννησιακή αρχιτεκτονική ελεύθερων εθνών, ούτε ο Γαριβάλδης που πολεμούσε για την Ιταλική ενοποίηση με το ρομαντικό συναίσθημα. Ήταν ο Carlo Cattaneo απ’ το Μιλάνο, που υποστήριζε ότι «η εθνική ενότητα χωρίς την ελευθερία είναι μια μεγάλη φυλακή». Ο ίδιος ονειρευόταν μια Ευρώπη σαν μια ομοσπονδία μικρών καντονιών –κατά το ελβετικό μοντέλο– από τη Βαλτική έως τη Μεσόγειο. Άλλωστε, σύμφωνα με τις απόψεις του, «η ελευθερία είναι καλή ακόμη και στον πιο μικρό χώρο. Αν δοθεί ελευθερία σε όλους, το ζήτημα των συνόρων εξαφανίζεται γιατί οι αντίπαλες χώρες αφήνονται ελεύθερες να αυτοδημιουργηθούν». Υπερβολική αισιοδοξία; Ίσως. Αλλά σε μια χώρα σαν την Ιταλία, στην οποία ανάμεσα στις παραδόσεις της έχεις κι αυτήν, η οποία μάλιστα αποτυπώθηκε με την ενίσχυση της τοπικής και της περιφερειακής αυτοδιοίκησης και των ελέγχων στην κεντρική εξουσία –όπως στο Σύνταγμα του 1947, το αντιφασιστικό σύνταγμα που θεμελίωσε την ιταλική δημοκρατία–, είναι δύσκολο να επιβάλεις τον συγκεντρωτισμό μιας διοίκησης τύπου Γερμανίας, ακόμη και Γαλλίας. Το πρώτο άρθρο λέει: «Η Ιταλία είναι μια δημοκρατική πολιτεία που θεμελιώνεται στην εργασία. Η κυριαρχία ανήκει στον λαό και ασκείται με τις μορφές και τους περιορισμούς που εμπεριέχει το Σύνταγμα». Μόνο ανόητοι ή βαλτοί θα έλεγαν ότι αυτό είναι κάτι αντιευρωπαϊκό, όπως οι διάσημοι σχολιαστές των ελληνικών ΜΜΕ.

 

(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 5 Δεκεμβρίου 2016)

ΧΡΟΝΟΣ #44, 5 Δεκεμβρίου 2016

Ο Αντώνης Λιάκος γεννήθηκε το 1947 στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στα 1969-73 φυλακίστηκε από τη δικτατορία. Πτυχιούχος στα 1977, συνέχισε με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. και του Συμβουλίου της Ευρώπης μεταπτυχιακές σπουδές στην Ιταλία, διδακτορική διατριβή στη νεότερη και σύγχρονη ιστορία στο Α.Π.Θ. (1984). Δίδαξε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. (1981-1990). Επισκέπτης ερευνητής/καθηγητής στα Πανεπιστήμια Μπέρμιγχαμ, European University Institute (Φλωρεντία), Πρίνστον, Νέας Υόρκης, Σύντνεϋ, École normale supérieure (Παρίσι), Πανεπιστήμιο του Πεκίνου. Συνέβαλε στην ίδρυση του Ι.Α.Κ.Α. στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και συμμετείχε στο πρόγραμμα European Doctorate in the Social History of Europe. Από το 1990 καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει διατελέσει μέλος της Εφορείας των Γ.Α.Κ., της Επιτροπής Ιστορίας της Εθνικής Τράπεζας, των Α.Σ.Κ.Ι., του Ιστορικού Αρχείου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι managing editor του περιοδικού Historein/Ιστορείν, πρόεδρος της International Commission for History and Theory of Historiography, διηύθυνε εκδοτικές σειρές Ιστορίας στις εκδόσεις Γνώση, Θεμέλιο και Νεφέλη. Την περασμένη δεκαετία υπήρξε μέλος των ερευνητικών ομάδων NHIST (Writing of National Histories in Nineteenth and Twentieth Century Europe) και CLIOHRES.net (Creating Links and Innovative Overviews for a New History Research Agenda for the Citizens of a Growing Europe). Το ερευνητικό και συγγραφικό έργο αφορά τη νεότερη και σύγχρονη ιστορία και την ιστορία και θεωρία της ιστορίας. Έχει εκδώσει επτά μονογραφίες (από τις οποίες μία μεταφράστηκε στα ιταλικά και μία στα τουρκικά) και έχει δημοσιεύσει πενήντα μελέτες περίπου σε ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά επιστημονικά περιοδικά και ειδικούς τόμους. Αρθρογραφεί συχνά στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Το 2012 έλαβε το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου για το βιβλίο του Αποκάλυψη, ουτοπία, ιστορία (Πόλις, 2011). 

Ηλεκτρονική διεύθυνση: aliakos@otenet.gr

Ιστοσελίδες:
www.antonisliakos.gr
http://uoa.academia.edu/AntonisLiakos
http://www.culturahistorica.es/liakos.english.html

Γιατί το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 2006 θεωρήθηκε ενδοϊταλική υπόθεση ενώ του 2016 θεωρείται (καλώς ή κακώς – δεν έχει σημασία) ευρωπαϊκή υπόθεση; Ένας και μοναδικός λόγος. Παράδοξος. Η οικονομική κρίση και οι συνέπειές της δεν λειτούργησαν χαλαρώνοντας αλλά ενισχύοντας τα νήματα με τα οποία είναι δεμένη η Ευρώπη. Επομένως;

Ας επιχειρήσουμε ένα (εγνωσμένο) διανοητικό άλμα από το local στο global: στο βαθμό που το πρόβλημα Ιταλία παραπέμπει (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο) στο πρόβλημα Ευρώπη, είναι το πρόβλημα μιας κοινωνίας σε κρίση όχι γιατί είναι φτωχή, αλλά γιατί είναι σχετικώς πλούσια. Δεν πρόκειται για την κρίση της φτωχής ανατολικής Ευρώπης ούτε, πολύ περισσότερο, για την κρίση άλλων φτωχών περιοχών του πλανήτη. Η Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένου και του μεσογειακού Νότου, είναι μια ευημερούσα κοινωνία σε κρίση, στο μέσο μιας θάλασσας φτωχών που θέλουν κι αυτοί να φτάσουν την ευημερία της.