Εργασία και πολιτική στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου

Αντώνης Λιάκος

Ο Πρόλογος της δεύτερης έκδοσης (προδημοσίευση)

Τις µέρες που γράφω τον πρόλογο του βιβλίου αυτού, µαίνονται στην Αθήνα τα µεγάλα συλλαλητήρια για το ασφαλιστικό. Η κρίση έπληξε βαθιά τους κοινωνικούς θεσµούς. Πριν από 23 χρόνια, έγραφα στην πρώτη έκδοση ότι οι κοινωνικές διαµάχες του µέλλοντος δε θα αφορούν ούτε τις µισθολογικές αυξήσεις ούτε τον περιορισµό του χρόνου εργασίας, αλλά τις κοινωνικές ασφαλίσεις. ∆εν είχα προβλέψει βέβαια τη σηµερινή κρίση, αλλά η τάση ήταν διακριτή και στην προ της κρίσης περίοδο. Αναρωτιόµουν τότε στον επίλογο: «Γιατί σε µια κοινωνία που οργανώνεται γύρω από µηχανισµούς παραγωγής ευηµερίας να τίθενται σε αµφισβήτηση οι θεσµοί της κοινωνικής αλληλεγγύης προς όσους αυτοί οι θεσµοί περιθωριοποιούν;». Αλλά στο ερώτηµα αυτό δεν έφτασα πριν από το βιβλίο αλλά µέσα από το βιβλίο.

Το αρχικό ερώτηµα το οποίο υποκίνησε την έρευνα που αποτυπώθηκε εδώ ήταν τα όρια του κοινωνικού µεταρρυθµισµού στην Ελλάδα. Αν άλλοι συνάδελφοί µου έλκονταν από τη δεκαετία της ρήξης, δηλαδή τη δεκαετία 1940-50, η δική µου υπόθεση εργασίας ήταν ότι η κοινωνική ρήξη συνέβη επειδή ο χώρος των κοινωνικών µεταρρυθµίσεων συνεθλίβη. Ο λόγος περί µεταρρυθµίσεων στην Ελλάδα (ο όρος δεν είχε τη νοηµατοδότηση που απέκτησε στην τελευταία κρίση) έχει µακρά ιστορία. Κατά καιρούς το περιεχόµενο διέφερε, αλλά η επωδός επαναλαµβανόταν: αδυναµία ή απροθυµία αλλαγών. ∆εν έβρισκα ικανοποιητική αυτή την απάντηση. Η Ελλάδα είναι µια χώρα που αλλάζει, µεταµορφώνεται, αλλά πώς; Η Ελλάδα του 20ού αιώνα ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη του 19ου. Νέος χάρτης, νέοι πληθυσµοί, νέα προβλήµατα, νέο θεσµικό πλαίσιο. Πώς συνέβησαν αυτές οι αλλαγές; Πήγα λοιπόν για αρχειακή έρευνα στη Γενεύη, στο ∆ιεθνές Γραφείο Εργασίας, το οποίο θεωρούνταν στον Μεσοπόλεµο µια «εργαλειοθήκη» µεταρρυθµίσεων, κάτι αντίστοιχο, τηρουµένων των αναλογιών, αν και µε διαφορετικό πρόσηµο, του σηµερινού Ο.Ο.Σ.Α. ή άλλων διεθνών οργανισµών. Οι διεθνείς οργανισµοί που άρχισαν να ιδρύονται µετά τον Α΄ Παγκόσµιο πόλεµο είναι ένα ενδιαφέρον φαινόµενο, το οποίο δείχνει πώς οι µεταρρυθµίσεις και οι αλλαγές διεθνοποιούνται στον 20ό αιώνα, πώς η δια-εθνική ιστορία διαπλέκεται µε την εθνική ιστορία και πώς η συµπυκνωµένη ιστορία εισέρχεται µέσα στην τρέχουσα ιστορία.

Τα ερωτήµατα όµως µεταβάλλονται κατά τη διάρκεια της έρευνας. Το µεγαλύτερο µέρος του βιβλίου γράφτηκε στην Αγγλία, σε µια εποχή πολιτικής αµφισβήτησης όχι µόνο των θεσµών της κοινωνικής πολιτικής αλλά και της ίδιας της λογικής τους. Παρατηρώντας λοιπόν την αργή, σταδιακή και ταυτόχρονα αποσπασµατική ανάδυση της νοµοθεσίας που αφορά την εργατική και κοινωνική πολιτική στις ευρωπαϊκές χώρες, µπορούσε να διακρίνει κανείς µια καµπύλη η οποία ξεκινούσε αργά αργά από τα τέλη του 19ου και άρχισε να καµπυλώνει προς τα τέλη του 20ού αιώνα, µε εξάρσεις τις εποχές µετά τους πολέµους. Και ο Α΄ και ο Β΄ Παγκόσµιος πόλεµος είχαν ανάγκη τη συµµετοχή των λαϊκών στρωµάτων, εποµένως η κοινωνική πολιτική ήταν άµεσα συνδεδεµένη τόσο µε τις ανάγκες όσο και µε τις προσδοκίες που δηµιούργησαν οι πόλεµοι του 20ού αιώνα. Η καµπύλη αυτή κορυφώθηκε στη δεκαετία του ’70 (κυρίως στις δυτικές χώρες, γιατί σε άλλες χώρες όπως στην Ελλάδα η εργατική και κοινωνική πολιτική ακολουθούσαν µε µια χρονική καθυστέρηση µιας δυο δεκαετιών). Σήµερα βρισκόµαστε στην αργή, βασανιστική προσγείωση της καµπύλης αυτής, στους σπασµούς που δείχνουν το τέλος µιας ιστορικής παρένθεσης – αν δοκιµάσουµε να τη δούµε από την οπτική γωνία µιας ευρύτερης ιστορικής διάρκειας. 

Αν, λοιπόν, τόσο η θέσπιση των κοινωνικών πολιτικών όσο και η αποδιάρθρωσή τους δεν µπορούν να κατανοηθούν παρά µέσα στην ευρύτερη και βαθύτερη ιστορική πορεία των κοινωνιών, υπάρχει ένα νήµα το οποίο διαπερνάει την πορεία του στησίµατος και ξεστησίµατος των κοινωνικών θεσµών. Το νήµα αυτό σχετίζεται µε τα εξής ερωτήµατα: Πώς διευθετούνται τα κοινωνικά πράγµατα; Ποιος νοµοθετεί; Έχουν ειπωθεί πολλά για την κατανοµή των πόρων µε βάση την αγορά ή τις πολιτικές επιλογές, και η συζήτηση αυτή υπήρξε µέρος της κριτικής που αναπτύχθηκε από τη δεκαετία του ’70 και έπειτα. Αλλά δεν έχει επισηµανθεί πως πρόκειται για πλευρές που συνυπάρχουν µέσα στις ίδιες κοινωνίες, µέσα στα ίδια υποκείµενα. Γιατί τα υποκείµενα που συναλλάσσονται στην αγορά είναι τα ίδια µε εκείνα που ψηφίζουν και συµµετέχουν σε πολιτικές διαδικασίες. Η εργασία, λ.χ., αποτελεί οικονοµικό µέγεθος, αλλά ταυτόχρονα αποδίδει στους φορείς της ιδιότητες, ταυτότητες. Αν κάτι έµαθα από την έρευνα αυτή είναι ότι οι δυαδικές διακρίσεις –όπως οι από κάτω και οι από πάνω, οι προοδευτικοί και οι συντηρητικοί, οι θιασώτες του καινούριου και οι θιασώτες της παράδοσης– δεν είναι οι καταλληλότερες για να εξηγήσουν την πολυπλοκότητα των κοινωνικών µεταβολών. Από δω προκύπτει και η έκπληξη του ερευνητή, και άρα και του αναγνώστη, από το αναπάντεχο, από τις αθέλητες συνέπειες, από τη συγχρονία του ασύγχρονου.

∆εν µπορεί επίσης να κατανοηθεί η ιστορία των πολιτικών διευθετήσεων των κοινωνικών ζητηµάτων αν βλέπουµε την Ελλάδα ως εξαίρεση, ως ιδιοτυπία και ιδιοτροπία. Οι Έλληνες δεν είναι ούτε κακοµαθηµένα ούτε καλοµαθηµένα παιδιά της ιστορίας, και η ιστορία της χώρας δεν αποτελεί ένα συναξάρι από καταστροφές και θριάµβους. Οι κοινωνίες εξελίσσονται µε σύνθετο τρόπο και βρίσκονται σε έναν συνεχή διάλογο, σε µια ακατάπαυστη ανταλλαγή ύλης µε το περιβάλλον τους. ∆εν αφορά µόνο προϊόντα και οικονοµικά µεγέθη, αλλά επίσης θεσµούς, τρόπους άσκησης της πολιτικής, νοοτροπίες, ιδέες. Ακόµη πρόκειται για µια ανταλλαγή που έχει ταυτόχρονα και το στοιχείο της δοµής και της ιεραρχίας αλλά και την ενδεχοµενικότητα. 

∆υστυχώς έως σήµερα, και παρά τις προόδους της κοινωνικής ιστορίας στην Ελλάδα, ακούµε ακόµη να λέγεται και να γράφεται ότι ο Μεταξάς ίδρυσε τις κοινωνικές ασφαλίσεις και καθιέρωσε το οκτάωρο. Οι µελέτες για τον Βενιζέλο συνεχίζουν να τον βλέπουν µόνο ως εθνικό ηγέτη, αγνοώντας την κοινωνική φιλοσοφία και την πολιτική και του ίδιου και των συνεργατών του. Η σύγχρονη ενασχόληση µε την ιστορία του προβλήµατος των κοινωνικών ασφαλίσεων δύσκολα αντιλαµβάνεται την αντιφατικότητα που τις συνόδευσε εξαρχής και δύσκολα ανατρέχει στο ιστορικό βάθος του προβλήµατος. Βέβαια έχουν δηµοσιευτεί πολλές σπουδαίες εργασίες που αφορούν την κοινωνική ιστορία, τους πρόσφυγες, τη δηµόσια υγεία, την ιστορία των υποκειµένων της εργασίας. Τα προβλήµατα αυτά τα βλέπουµε πλέον µέσα από την οπτική του κοινωνικού φύλου και της βιοπολιτικής. Αν κάτι όµως απουσιάζει, αυτό είναι η σύνδεση της µικρής εικόνας µε τη µεγάλη, η οποία θα εµπλουτίσει την εθνική ιστορία µε την κοινωνική ιστορία, συσχετίζοντας τα διαφορετικά επίπεδα της ιστορίας.

Το βιβλίο αυτό διερευνά µια σειρά από ζητήµατα: Πώς η ελληνική κοινωνία του Μεσοπολέµου συνύφανε την ανάγκη για οικονοµική σταθεροποίηση µε το ζήτηµα των κοινωνικών µεταρρυθµίσεων; Πώς συνδυάστηκε το εθνικό µε το κοινωνικό; Πώς οι µεταρρυθµίσεις στην Ελλάδα έγιναν διεθνές ζήτηµα; Πώς συνδυάστηκαν οι δανειακές ανάγκες µε την πολιτική αποκατάστασης των προσφύγων; Πώς ο Βενιζέλος, στο πλαίσιο µιας πολιτικής εκσυγχρονισµού της χώρας, η οποία αφορούσε ζητήµατα που εκτείνονταν από την αστυνόµευση έως την υγειονοµική οργάνωση, ζητά τεχνική βοήθεια από ξένες χώρες και διεθνείς οργανισµούς, και πώς οι ίδιοι αυτοί οργανισµοί επιδιώκουν τη διεύρυνση της επιρροής τους από τον ένα τοµέα στον άλλο, επιζητώντας συµµαχίες µε ντόπιες πολιτικές δυνάµεις; Πώς οι κοινωνικές ασφαλίσεις, παρά τις αναλογιστικές µελέτες, χρησιµοποιήθηκαν ως µέσο άσκησης κρατικής κοινωνικής πολιτικής, µε θύµα τη βιωσιµότητά τους; Η µελέτη του πλέγµατος αυτού στον Μεσοπόλεµο µας δείχνει ότι, παρά τις διαφορές, το σήµερα µπορεί να γίνει κατανοητό µέσα από τη µελέτη της πολυπλοκότητας του χτες. Ανάµεσα στα οικονοµικά ζητήµατα, στις κοινωνικές ανισότητες, στις προσφυγικές ροές, στους διεθνείς οργανισµούς, στο διεθνές πεδίο και στις εσωτερικές πολιτικές δυνάµεις υπάρχουν συσχετίσεις που δεν µπορούν να αγνοηθούν, αν θέλουµε να καταλάβουµε την πορεία της κοινωνίας µας από τον 20ό στον 21ο αιώνα. 

Η πρώτη δηµοσίευση πραγµατοποιήθηκε από το Ίδρυµα Έρευνας και Παιδείας της πάλαι ποτέ Εµπορικής Τράπεζας το 1993. Κυκλοφόρησε ανάµεσα κυρίως στους ειδικούς, πήρε εξαιρετικές κριτικές από σηµαντικούς ανθρώπους, αλλά εδώ και πάρα πολύ καιρό έχει εξαντληθεί. Είναι η πρώτη φορά που εκδίδεται για το ευρύτερο κοινό, για την αγορά. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ούτε υπήρχε το ενδιαφέρον για την ιστορία, που υπάρχει τώρα, ούτε τα θέµατα αυτά είχαν κατακτήσει µια θέση ως θέµατα ιστορίας. Έπρεπε κάθε φορά να εξηγώ γιατί οι κοινωνικές ασφαλίσεις, οι ρυθµίσεις για τον χρόνο εργασίας ή για τη δουλειά των παιδιών ήταν ζητήµατα που αφορούσαν τη δόµηση των κοινωνιών και ότι η µελέτη τους µας δείχνει τον τρόπο που µεταβάλλονται οι κοινωνίες. Τώρα όχι πλέον. 

Αθήνα, Φεβρουάριος 2016

Το βιβλίο του Αντώνη Λιάκου «Εργασία και πολιτική στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου» κυκλοφορεί σε λίγες μέρες από τις Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ.
ISBN: 978-960-504-107-6, Σελ. 624

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

∆εν µπορεί να κατανοηθεί η ιστορία των πολιτικών διευθετήσεων των κοινωνικών ζητηµάτων αν βλέπουµε την Ελλάδα ως εξαίρεση, ως ιδιοτυπία και ιδιοτροπία. Οι Έλληνες δεν είναι ούτε κακοµαθηµένα ούτε καλοµαθηµένα παιδιά της ιστορίας, και η ιστορία της χώρας δεν αποτελεί ένα συναξάρι από καταστροφές και θριάµβους. Οι κοινωνίες εξελίσσονται µε σύνθετο τρόπο και βρίσκονται σε έναν συνεχή διάλογο, σε µια ακατάπαυστη ανταλλαγή ύλης µε το περιβάλλον τους.

Ο Αντώνης Λιάκος γεννήθηκε το 1947 στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στα 1969-73 φυλακίστηκε από τη δικτατορία. Πτυχιούχος στα 1977, συνέχισε με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. και του Συμβουλίου της Ευρώπης μεταπτυχιακές σπουδές στην Ιταλία, διδακτορική διατριβή στη νεότερη και σύγχρονη ιστορία στο Α.Π.Θ. (1984). Δίδαξε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. (1981-1990). Επισκέπτης ερευνητής/καθηγητής στα Πανεπιστήμια Μπέρμιγχαμ, European University Institute (Φλωρεντία), Πρίνστον, Νέας Υόρκης, Σύντνεϋ, École normale supérieure (Παρίσι), Πανεπιστήμιο του Πεκίνου. Συνέβαλε στην ίδρυση του Ι.Α.Κ.Α. στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και συμμετείχε στο πρόγραμμα European Doctorate in the Social History of Europe. Από το 1990 καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει διατελέσει μέλος της Εφορείας των Γ.Α.Κ., της Επιτροπής Ιστορίας της Εθνικής Τράπεζας, των Α.Σ.Κ.Ι., του Ιστορικού Αρχείου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι managing editor του περιοδικού Historein/Ιστορείν, πρόεδρος της International Commission for History and Theory of Historiography, διηύθυνε εκδοτικές σειρές Ιστορίας στις εκδόσεις Γνώση, Θεμέλιο και Νεφέλη. Την περασμένη δεκαετία υπήρξε μέλος των ερευνητικών ομάδων NHIST (Writing of National Histories in Nineteenth and Twentieth Century Europe) και CLIOHRES.net (Creating Links and Innovative Overviews for a New History Research Agenda for the Citizens of a Growing Europe). Το ερευνητικό και συγγραφικό έργο αφορά τη νεότερη και σύγχρονη ιστορία και την ιστορία και θεωρία της ιστορίας. Έχει εκδώσει επτά μονογραφίες (από τις οποίες μία μεταφράστηκε στα ιταλικά και μία στα τουρκικά) και έχει δημοσιεύσει πενήντα μελέτες περίπου σε ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά επιστημονικά περιοδικά και ειδικούς τόμους. Αρθρογραφεί συχνά στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Το 2012 έλαβε το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου για το βιβλίο του Αποκάλυψη, ουτοπία, ιστορία (Πόλις, 2011). 

Ηλεκτρονική διεύθυνση: aliakos@otenet.gr

Ιστοσελίδες:
www.antonisliakos.gr
http://uoa.academia.edu/AntonisLiakos
http://www.culturahistorica.es/liakos.english.html

Αντώνης Λιάκος