Η επινοητική εκπαίδευση
Αντώνης Λιάκος
Ομιλία στην καταληκτήρια συνάντηση των Επιτροπών του Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία
Ανέλαβα την Προεδρεία του Διαλόγου υπό το βάρος μιας αγωνίας. Δεν σας κρύβω ότι είχα συνεχώς στο νου μου την ευαγγελική παραβολή «του κρύψαντος το τάλαντον». Δεν θα έχουμε καμιά δικαιολογία αν δεν αξιοποιήσουμε τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουμε μερικές βασικές τομές και να επιχειρήσουμε μια αλλαγή πορείας στην εκπαίδευση. Ολοκληρώνοντας τα Πορίσματα του Διαλόγου, το ερώτημα που συνεχίζει να με βασανίζει είναι αν καταλαβαίνουμε την ιστορική στιγμή, αν μπορούμε να προσεγγίσουμε τα προβλήματα της εποχής, και αν αυτά που προσεγγίζουμε είναι πράγματι τα προβλήματα. Κι αν τα καταλαβαίνουμε, ποιες είναι οι δυνατότητες και ποια τα όρια και οι ιστορικοί περιορισμοί της δράσης μας;
Όταν μιλάμε για την εκπαίδευση, συνήθως αναφερόμαστε στον αναπαραγωγικό της χαρακτήρα. Η εκπαίδευση αναπαράγει κοινωνικές σχέσεις. Αυτή είναι μια θέση ευρύτατα αποδεκτή, και γι αυτό γύρω από το περιεχόμενο της εκπαίδευσης αρθρώνονται μεγάλες ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές.
Αναπαραγωγή κοινωνικών σχέσεων σημαίνει αναπαραγωγή κοινωνικών ιεραρχιών. Τα παιδιά των μορφωμένων μορφωμένοι, των φτωχών, φτωχοί.
Το επόμενο στάδιο στην εκπαίδευση ήταν ο αναδιανεμητικός της χαρακτήρας. Η εξασφάλιση πρόσβασης στους φτωχότερους και τους διαφορετικούς. Αυτή ήταν η εκπαίδευση του κράτους πρόνοιας. Και η Ελλάδα πριν την κρίση, περίπου στη φάση αυτή βρισκόταν.
Σήμερα όμως δεν είναι τόσο, ή μόνο το περιεχόμενο της εκπαίδευσης που βρίσκεται σε αμφισβήτηση, αλλά ο ίδιος ο αναπαραγωγικός και ο αναδιανεμητικός της ρόλος. Μπορεί η εκπαίδευση να αναπαράγει την κοινωνία και τις κοινωνικές σχέσεις ή η κοινωνία και οι νέες σχέσεις και ιεραρχίες αναπαράγονται ερήμην της εκπαίδευσης; Εξασφαλίζει κοινωνική κινητικότητα; Λειτουργεί ως κοινωνικό ασανσέρ;
Κάποτε η εκπαίδευση ήταν κεντρομόλα. Τώρα είναι κεντρόφυγη. Ήταν κεντρομόλα σήμαινε κρατική και συγκεντρωτική – ότι απορροφούσε εκπαιδευτικές πρακτικές. Κεντρόφυγη σημαίνει εκπαίδευση σε πολλά κέντρα που τείνουν να διαφύγουν από το κράτος, που αναπτύσσονται μακριά από αυτό, γι αυτό λ.χ. και η έμφαση στον ιδιωτικό ρόλο, στο unschooling, στα κουπόνια εκπαίδευσης κ.λπ., γύρω από τα οποία αρθρώνονται και τα νεοφιλελεύθερα αιτήματα. Πρόκειται για την υποχώρηση του κράτους στην αναπαραγωγή της κοινωνίας. Αλλά πρόκειται επίσης και για μια αναπαραγωγή διαφορετικών ιεραρχιών και κοινωνικών σχέσεων. Ωστόσο, όλες αυτές τις μεταβολές, δεν πρέπει να παγιδευτούμε και να τις δούμε μόνο ως επιλογές που εκφράζουν μια αντίπαλη ιδεολογία και πολιτική. Πρέπει να δούμε πώς εγγράφονται στο πλαίσιο ευρύτερων ιστορικών μεταβολών –και βέβαια σύνθετων και πολυσχιδών μεταβολών–, μέρος των οποίων είναι και οι ιδεολογίες αυτές.
Γιατί όμως εμείς επιμένουμε στη δημόσια εκπαίδευση; Διότι οι ευρύτερες μεταβολές τείνουν σε μια μεγέθυνση των κοινωνικών διαφοροποιήσεων και ανισοτήτων, ενώ εμείς θέλουμε μείωση των ανισοτήτων, σεβασμό των διαφοροποιήσεων, αλλά και κάτι άλλο: Θεωρούμε ότι αν οι πολιτισμικές διαφοροποιήσεις ζευγαρώσουν με τις κοινωνικές ανισότητες τότε διαρρηγνύεται και η στοιχειώδης ενότητα της κοινωνίας. Υποστηρίζουμε λοιπόν τη Δημόσια Εκπαίδευση ως αντίδοτο, ως αντισταθμιστικό μηχανισμό. Αλλά προσοχή! Αν η δημόσια εκπαίδευση δεν έχει αναπαραγωγικό ρόλο, τότε μειώνεται ο ρόλος της και το βάρος της στις σύγχρονες κοινωνίες. Να συνοψίσουμε: Αν η εκπαίδευση δεν έχει αναπαραγωγικό ρόλο, ούτε και αναδιανεμητικό, τότε δεν έχει και δημόσιο ρόλο.
Αυτό περιγράφει με ακρίβεια εκείνο που συμβαίνει στην ιστορική περίοδο που διερχόμαστε; Επομένως, το ζωτικό ερώτημα είναι ποιος ρόλος για την εκπαίδευση;
Π.χ. στο διάστημα της κρίσης είναι εμφανές ότι η εκπαίδευση δεν μπορούσε να αναπαράγει τις κοινωνικές σχέσεις. Η περίφημη διάζευξη της σχέσης εκπαίδευση-αγορά τι άλλο δείχνει; Οι μεν λένε ότι η εκπαίδευση δεν παράγει τους κατάλληλους για την αγορά, οι δε απαντούν ότι αυτούς τους εξειδικευμένους που βγάζει δεν μπορεί να τους απορροφήσει η αγορά. Η εκπαίδευση έχει πάψει να τροφοδοτεί την κοινωνία με πολιτισμικό και συμβολικό κεφάλαιο. Αν στην οικονομία επικράτησε η θέση ότι «ξοδεύαμε περισσότερα από όσα μπορούσαμε να παράγουμε», δεν θα αργήσει να διατυπωθεί η θέση ότι «εκπαιδευόμαστε περισσότερο από ό,τι πραγματικά χρειάζεται στην κοινωνία μας» ή ότι «ξοδεύουμε για την εκπαίδευσή μας περισσότερα από όσα η ίδια συμβάλλει για να παράγουμε». Για το λόγο αυτό η απομείωση της χρηματοδότησης της παιδείας δεν είναι συγκυριακό φαινόμενο, αλλά ιστορικό φαινόμενο. Τι άλλο δείχνει το αίτημα από τα πανεπιστήμια για ταχύρρυθμες και φτηνότερες σπουδές;
Αν λοιπόν ο ρόλος της εκπαίδευσης δεν μπορεί να είναι ούτε αναπαραγωγικός, ούτε αναδιανεμητικός, τότε πρέπει να γίνει επινοητικός. Αυτό είναι και το επιχείρημα που πρέπει να διερευνήσουμε: Τι σημαίνει επινοητικός ρόλος; Ο αναπαραγωγικός ρόλος αναπαρήγαγε δομές, κατένειμε το συμβολικό και πολιτισμικό κεφάλαιο σε ιεραρχίες, επιχειρούσε καθολικές λύσεις. Ο αναδιανεμητικός μοίραζε αυτό το κεφάλαιο. Ο επινοητικός ρόλος δεν έχει να μοιράσει, αλλά να παράγει. Πρέπει να μετατρέψει τις εκπαιδευτικές κοινότητες σε αυτόνομες παραγωγικές κοινότητες. Στη θέση της ομοιότητας και των ενιαίων ρυθμίσεων πρέπει να μπει ο πειραματισμός, στη θέση των βεβαιοτήτων η εξερεύνηση μέσα από αποκλίνοντες δρόμους, στη θέση των ενιαίων ομογενοποιημένων χώρων η συναρμογή διαφορετικοτήτων και η διατήρηση της βιοποικιλότητας, η δικτύωση παρά η ιεραρχία, η πρωτοβουλία παρά η πειθαρχία. Αν το συνταιριάξουμε αυτό με την κοινωνία, θα δούμε ότι μια πολιτική μείωσης των ανισοτήτων δεν είναι η υιοθέτηση ισοπεδωτικών πολιτικών, αλλά μια πολιτική ενδυνάμωσης των αδυνάμων, μια λειτουργία που παράγει πρόσθετη αξία.
Για το λόγο αυτό δώσαμε έμφαση, σε όλες τις εργασίες της επιτροπής, σε όρους όπως αυτονομία και ενδυνάμωση, στη φιλοσοφία που εκφράζει τους όρους αυτούς.
Πρώτο, αυτονομία και ενδυνάμωση στο σχολείο. Όχι για να καταφέρει μόνο του ότι του επιβαλλόταν έως τώρα από τα πάνω, αλλά για να πειραματιστεί το ίδιο, για να ανοιχτεί προς την αποκλίνουσα ευφυΐα που ως τώρα ισοπέδωνε. Χρειάζεται να γίνει το σχολείο αυτόνομο και διαχειριζόμενο από τους εκπαιδευτικούς, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει αν το σχολείο δεν γίνει φιλέρευνο και πειραματικό, μια κοινότητα μάθησης. Δεν είναι λίγες, ούτε μικρές οι αντιστάσεις που θα αντιμετωπίσει το σχολείο. Υπάρχουν θεσμοί και δυνάμεις που θέλουν να το κρατήσουν υπό κηδεμονία, και δεν θα παραιτηθούν εύκολα από το ρόλο τους.
Δεύτερο, το σύστημα πρόσβασης στα ΑΕΙ-ΤΕΙ. Ένα σύστημα το οποίο είναι καταστροφικό, και στο οποίο ένας ανώνυμος μηχανισμός αποφασίζει για το μέλλον των ανθρώπων, ιδίως των πιο αδύναμων, όχι μόνο τυχαία, αλλά και για να καλύψει άδεια θρανία σε τμήματα τα οποία δημιουργήθηκαν χωρίς καμία λογική. Προσπαθούμε λοιπόν να δώσουμε υπόσταση στη θέληση του υποψήφιου και ταυτόχρονα να τον κάνουμε υπεύθυνο και να τον επιβραβεύσουμε για αυτό. Να του δώσουμε δύναμη στο Λύκειο να κάνει το πρόγραμμα που θέλει μέσα από επιλογές μαθημάτων με τα οποία το συγκροτεί, να του δώσουμε δύναμη και ευκαιρίες στο Πανεπιστήμιο να οργανώσει το πτυχίο του και τις ειδικότητες όπως του ταιριάζουν.
Οι αρχές αυτές ισχύουν και για τα πανεπιστήμια. Δεν θα αποκτήσουν αυτονομία τα πανεπιστήμια αν δεν γίνουν οικονομικά αυτόνομα, αν δεν αποκτήσουν ευθύνη συνολικά των οικονομικών τους, αν δεν χαράξουν στρατηγικές συμμαχιών με τα τεχνολογικά και ερευνητικά ιδρύματα της περιοχής τους, ώστε να γίνουν πόλοι με διεθνή επιφάνεια.
Ο επινοητικός ρόλος της εκπαίδευσης θα βασιστεί όχι μόνο στην ψηφιακή στροφή και στην εισαγωγή της οπτικοακουστικής εκπαίδευσης στην υποχρεωτική εκπαίδευση, αλλά στη μετάβαση στη λογική τους, γιατί σ’ αυτά τα πεδία δημιουργούνται οι σύγχρονες καινοτομικές πρακτικές. Γι αυτό και η έμφαση σε αυτά περισσότερο από ότι σε άλλες μαθήσεις. Γιατί το σχολείο, αν κάποτε ήταν το κέντρο της μάθησης, τείνει τώρα να γίνει εξόριστο από τα μεγάλα πλατώ που οργανώνονται οι νέες μορφές της γνώσης. (Ένα παράδειγμα: Η Wikipedia. Πάρα τη μεγίστη σημασία της στην παραγωγή και αναπαραγωγή της γνώσης, η λογική της παραμένει έξω από τη λογική της εκπαίδευσης. )
Η συγκρότηση των επιτροπών του Διαλόγου, δεν ακολούθησε μια συμβατική λογική. Εξαρχής θελήσαμε να επεξεργαστούμε τις σημαντικότερες τομές που πρέπει να γίνουν. Εκείνο που θέλω να τονίσω –και αυτό νομίζω είναι το μεγάλο κέρδος του Διαλόγου–, είναι ότι άνοιξε ζητήματα και συζητήσεις. Κατά κάποιον τρόπο στις συνεδριάσεις δοκιμάσαμε τα όριά μας, τις ετοιμότητές μας αλλά και τις αντιστάσεις μας, τους δισταγμούς μας, τα όρια της διακινδύνευσης. Θέλω να πιστεύω ότι βάλαμε τολμηρά το δάκτυλο μας επί των τύπων των ήλων.
Πολλές φορές προβάλλεται το αίτημα για συγκεκριμένα μέτρα, με χρονοδιάγραμμα και κοστολόγηση. Τα συγκεκριμένα μέτρα που θα υλοποιηθούν, αν υπάρχει η πολιτική απόφαση, μπορούν να γίνουν και θα γίνουν. Δεν είναι εκεί που κυρίως πάσχει το σύστημα. Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να διαπνέονται από μια φιλοσοφία. Δεν υποτιμώ την καθημερινότητα και τα προβλήματα της που μας οδηγούν σε ένα σωρό προσαρμογές και αναζητήσεις ισορροπιών και συγκλήσεων που αποδυναμώνουν και τις πιο ρηξικέλευθες προτάσεις.
Επειδή ζούμε μια αλλαγή παραδείγματος με όρους που δεν τους έχουμε επιλέξει εμείς, συχνά η στάση μας είναι αμυντική. Συνεχίζουμε να συναντούμε αυτή τη στάση της επιφύλαξης και της αναδίπλωσης σε συντηρητικές πρακτικές στο ευρύτερο περιβάλλον, κάθε φορά που αναδεικνύεται η ανάγκη για ριζική αλλαγή – π.χ. σύστημα εξετάσεων, ωρολόγιο πρόγραμμα, ευέλικτη ζώνη, κ.λπ. Αυτό οδηγεί στο να υπάρχει φαινομενικά μια ευρύτερη συμφωνία στους στόχους αλλά να εμποδίζεται η εφαρμογή.
Κλείνοντας την Εισαγωγή στα Πορίσματα έγραφα «Εφαρμογή, εφαρμογή, εφαρμογή!», απηχώντας κάπως ειρωνικά το «Implementation, Implementation, Implemetation» της κ. Λαγκάρντ. Σκέπτομαι όμως ότι το ζήτημα εφαρμογή είναι καταρχάς πολιτικό. Διότι η εφαρμογή δεν είναι απλά ένα τεχνικό ζήτημα αλλά ένα βαθιά πολιτικό ζήτημα και έτσι πρέπει να το δούμε αν θέλουμε να αλλάξουμε το ρόλο της εκπαίδευσης από αναπαραγωγικό ή έστω αναδιανεμητικό σε επινοητικό. Η εφαρμογή των αλλαγών στην εκπαίδευση δεν μπορεί να είναι απλώς μια γραφειοκρατική διαδικασία αλλά, αντίθετα, μια διαδικασία ωρίμανσης και συμμετοχής, τολμηρού πειραματισμού μέσα στην ίδια τη σχολική κοινότητα, καθώς και στις σχέσεις της με τις επιστήμες, την τεχνολογία και την τέχνη – μια διαδικασία δημοκρατικών πρακτικών και μεθόδων πάνω απ’ όλα. Μια επινοητική εκπαίδευση είναι κατά τη γνώμη μου η μόνη που μπορεί να δείξει τον συνεκτικό ορίζοντα για τους πολίτες του αύριο, συνθέτοντας και συναρμόζοντας όλες αυτές τις πολύ διαφορετικές δυνατότητες και ταχύτητες που σήμερα συγκρούονται και ανταγωνίζονται καταστροφικά ακινητοποιώντας και τελματώνοντας το εκπαιδευτικό σύστημα.
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
→Εισαγωγή στα Πορίσματα του Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία, 2016
Ο Αντώνης Λιάκος γεννήθηκε το 1947 στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στα 1969-73 φυλακίστηκε από τη δικτατορία. Πτυχιούχος στα 1977, συνέχισε με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. και του Συμβουλίου της Ευρώπης μεταπτυχιακές σπουδές στην Ιταλία, διδακτορική διατριβή στη νεότερη και σύγχρονη ιστορία στο Α.Π.Θ. (1984). Δίδαξε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. (1981-1990). Επισκέπτης ερευνητής/καθηγητής στα Πανεπιστήμια Μπέρμιγχαμ, European University Institute (Φλωρεντία), Πρίνστον, Νέας Υόρκης, Σύντνεϋ, École normale supérieure (Παρίσι), Πανεπιστήμιο του Πεκίνου. Συνέβαλε στην ίδρυση του Ι.Α.Κ.Α. στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και συμμετείχε στο πρόγραμμα European Doctorate in the Social History of Europe. Από το 1990 καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει διατελέσει μέλος της Εφορείας των Γ.Α.Κ., της Επιτροπής Ιστορίας της Εθνικής Τράπεζας, των Α.Σ.Κ.Ι., του Ιστορικού Αρχείου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι managing editor του περιοδικού Historein/Ιστορείν, πρόεδρος της International Commission for History and Theory of Historiography, διηύθυνε εκδοτικές σειρές Ιστορίας στις εκδόσεις Γνώση, Θεμέλιο και Νεφέλη. Την περασμένη δεκαετία υπήρξε μέλος των ερευνητικών ομάδων NHIST (Writing of National Histories in Nineteenth and Twentieth Century Europe) και CLIOHRES.net (Creating Links and Innovative Overviews for a New History Research Agenda for the Citizens of a Growing Europe). Το ερευνητικό και συγγραφικό έργο αφορά τη νεότερη και σύγχρονη ιστορία και την ιστορία και θεωρία της ιστορίας. Έχει εκδώσει επτά μονογραφίες (από τις οποίες μία μεταφράστηκε στα ιταλικά και μία στα τουρκικά) και έχει δημοσιεύσει πενήντα μελέτες περίπου σε ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά επιστημονικά περιοδικά και ειδικούς τόμους. Αρθρογραφεί συχνά στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Το 2012 έλαβε το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου για το βιβλίο του Αποκάλυψη, ουτοπία, ιστορία (Πόλις, 2011).
Ηλεκτρονική διεύθυνση: aliakos@otenet.gr
Ιστοσελίδες:
www.antonisliakos.gr
http://uoa.academia.edu/AntonisLiakos
http://www.culturahistorica.es/liakos.english.html
Αν λοιπόν ο ρόλος της εκπαίδευσης δεν μπορεί να είναι ούτε αναπαραγωγικός, ούτε αναδιανεμητικός, τότε πρέπει να γίνει επινοητικός.
Στη θέση της ομοιότητας και των ενιαίων ρυθμίσεων πρέπει να μπει ο πειραματισμός, στη θέση των βεβαιοτήτων η εξερεύνηση μέσα από αποκλίνοντες δρόμους, στη θέση των ενιαίων ομογενοποιημένων χώρων η συναρμογή διαφορετικοτήτων και η διατήρηση της βιοποικιλότητας, η δικτύωση παρά η ιεραρχία, η πρωτοβουλία παρά η πειθαρχία.