Η «εθνική αναπτυξιακή στρατηγική 2021»

Λόης Λαμπριανίδης

Γ.Γ. Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων

Η «εθνική αναπτυξιακή στρατηγική 2021» προκρίνει ότι η χώρα πρέπει να αλλάξει αναπτυξιακό υπόδειγμα μετακινουμένη προς την οικονομία της γνώσης με παράλληλη μείωση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων (1) 

 

I. Εισαγωγή

Στο κείμενο αυτό παρουσιάζεται η Εθνική Αναπτυξιακή Στρατηγική 2021 (ΕΑΣ 2021), και συγκεκριμένα για ποιους λόγους είναι απαραίτητη η αλλαγή του αναπτυξιακού υποδείγματος (2) και ποιοί είναι οι στόχοι του προτεινόμενου. 

Η ελληνική οικονομία στα μεταπολιτευτικά χρόνια παραμένει μια οικονομία χαμηλής και μέσης τεχνολογίας και βρίσκεται σε «ενδιάμεση θέση» μεταξύ των αναπτυγμένων οικονομιών της γνώσης και των οικονομιών του φτηνού εργασιακού κόστους. Ενδεικτικά, το ποσοστό προϊόντων υψηλής τεχνολογίας στο σύνολο των εξαγωγών είναι μόλις 4,2% έναντι 17% στην ΕΕ, οι δαπάνες Ε&Α των επιχειρήσεων είναι μόλις στο 0,32% του ΑΕΠ, ενώ στην ΕΕ28 είναι 1,30%. Τα αποτελέσματα είναι τεράστιο έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο, αδυναμία προσέλκυσης ΞΑΕ –ακόμα και σε σχέση με συγκριτικά παρόμοιες χώρες– και σταδιακή υποχώρηση της ελληνικής βιομηχανίας. Κατά συνέπεια, δεν βελτιώνεται η θέση της χώρας στον Διεθνή Καταμερισμό Εργασίας, ενώ παράλληλα υπάρχει φυγή εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού (brain drain). Τέλος, η απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος ενέτεινε τη δημιουργία μεγάλου ιδιωτικού χρέους μετά το 1992-3, εξαιτίας της άκριτης δανειοδότησης καταναλωτικών και κατασκευαστικών σχεδίων και της εξίσου άκριτης χρηματοδότησης των ίδιων των ελληνικών τραπεζών από βορειοευρωπαϊκά και αμερικανικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Οι κυβερνήσεις διαχρονικά απέτυχαν να αναβαθμίσουν τη χώρα στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Εγκλωβίστηκαν σε μια πελατειακή σχέση με τα κατεστημένα συμφέροντα, ενισχύοντάς τα με τραπεζικά δάνεια, με επιδοτήσεις μέσω των αναπτυξιακών νόμων χωρίς στόχευση, χωρίς παράλληλα να δεσμεύουν επαρκείς πόρους στην τεχνολογική πρόοδο, στην ποιοτική αναβάθμιση των ελληνικών προϊόντων, στην οικονομία της γνώσης κ.λπ. 

Στη συνέχεια, τα μνημόνια υιοθέτησαν ξεκάθαρη θέση, αλλά σε λανθασμένη κατεύθυνση – ότι δηλαδή ο συνδυασμός της εσωτερικής υποτίμησης και των «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» θα επαρκούσε για την αποφυγή του τριπλού αδιεξόδου, στο οποίο βρέθηκε εγκλωβισμένη η χώρα το 2010: το δημοσιονομικό έλλειμμα, το αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τα ιδιωτικά και, κυρίως,  τα δημόσια χρέη.

Η πολιτική αυτή ωστόσο δεν έφερε ΞΑΕ, προκάλεσε τεράστια μείωση του ΑΕΠ, τεράστια αύξηση της ανεργίας και μεγάλη μετανάστευση –κυρίως νέων και ειδικευμένων ατόμων–, τεράστια αύξηση του δημόσιου χρέους (109,4% του ΑΕΠ 2008, σε 177,4% 2015) και μεγάλη αύξηση των κόκκινων δανείων και του χρέους των ιδιωτών προς το Δημόσιο. Επιπλέον, μειώθηκε η παραγωγικότητα της εργασίας, υπήρξε τεράστια αποεπένδυση της τάξης των 80-100 δισ. και πολλές επιχειρήσεις πτώχευσαν ή αντιμετωπίζουν το φάσμα της πτώχευσης. 

Όταν ενέσκηψε η κρίση, το παραγωγικό υπόδειγμα της χώρας είχε φτάσει ήδη στα όριά του. Τα αίτιά της είναι τόσο ενδογενή, όσο και εξωγενή. Συγκεκριμένα, υπήρξε μια σειρά από «εσωτερικές» διαρθρωτικές αστοχίες όπως η αδυναμία μετάβασης στην οικονομία της γνώσης, οι δραματικές ανεπάρκειες της δημόσιας διοίκησης και οι ανεπάρκειες της επιχειρηματικής κοινότητας της χώρας, η διαρκής αναποτελεσματικότητα ή/και αδιαφορία για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, το πελατειακό κράτος και η διαπλοκή, η έλλειψη ευρύτερων συναινέσεων σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο κ.λπ. 

Παράλληλα, υπήρξαν και εξωγενείς παράγοντες, απόρροια του κυρίαρχου διεθνούς οικονομικού παραδείγματος, που βασίστηκε α) στην αυταπάτη περί απόλυτης επάρκειας και αποτελεσματικότητας της αγοράς, β) στην ανοχή της διεύρυνσης των ανισοτήτων, γ) στην απαξίωση της παραγωγής έναντι των υπηρεσιών, δ) στη σταδιακή απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος με συνέπεια την ανεξέλεγκτη αύξηση των πιστώσεων και τη δραματική ποιοτική τους υποβάθμιση, ε) στις διαρθρωτικές αδυναμίες του ευρώ, ζ) στον υπερδανεισμό και στον υπερκαταναλωτισμό ως τις βασικές κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης.

Η πρόσφατη ελληνική κρίση δεν είναι λοιπόν μόνο κυκλική ή συγκυριακή, αλλά δομική. Είναι κρίση αναπτυξιακού υποδείγματος / ανταγωνιστικότητας. Eπομένως, η αύξηση απλώς του ΑΕΠ στο πλαίσιο του υφιστάμενου υποδείγματος ανάπτυξης, ακόμα και αν ήταν εφικτή, δεν θα αρκούσε για την υπέρβασή της. Απαιτείται «φυγή προς τα εμπρός», χρειάζεται αλλαγή αναπτυξιακού υποδείγματος.

Η ΕΑΣ 2021 προτείνει την υιοθέτηση ενός βιώσιμου, διεθνώς ανταγωνιστικού και κοινωνικά δίκαιου προτύπου ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Το νέο υπόδειγμα στηρίζεται στην «οικονομία της γνώσης» με παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας, ώστε να κατακτηθεί μια καλύτερη θέση στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, με παράλληλη μείωση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων. Ο στόχος αυτός θα επιτευχθεί με την αύξηση των επενδύσεων, την αύξηση της πιστοδοτικής ικανότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, με την αξιοποίηση του εργαλείου των ΣΔΙΤ, με τη βέλτιστη αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, καθώς και με την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας. Αυτοί οι επιμέρους άξονες της «ΕΑΣ 2021» θα συλλειτουργήσουν για την ποιοτική μετατόπιση του παραγωγικού υποδείγματος της ελληνικής οικονομίας προς την οικονομία της γνώσης.

Η επιδιωκόμενη μετάβαση στο νέο και βιώσιμο υπόδειγμα ανάπτυξης προϋποθέτει τη στήριξη σε τρεις βασικούς πυλώνες: την οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική ευημερία και δικαιοσύνη χωρίς αποκλεισμούς, και την προστασία του περιβάλλοντος και του φυσικού κεφαλαίου. 

Η δυναμική της «ΕΑΣ 2021» δεν συναρτάται τόσο με την ένταση της χρηματοδότησής της, αλλά στηρίζεται κυρίως στην αποτελεσματική αξιοποίηση των υφιστάμενων δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας, στην ορθή και διαφανή διαχείριση των διαθέσιμων πόρων και στον αποτελεσματικό συντονισμό στοχευμένων πολιτικών. Ως εκ τούτου, προϋποθέτει τη συστράτευση όλων των εμπλεκομένων πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών φορέων της χώρας.

 

II. Οι κατευθύνσεις του νέου αναπτυξιακού προτύπου

Το σύνολο των στόχων προϋποθέτει σε πολύ μεγάλο βαθμό την επίτευξη ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ που θα επιτρέπουν σε συνολικούς και κατά κεφαλήν όρους την ανάκτηση του χαμένου εδάφους και την επάνοδο σε τροχιά σύγκλισης προς το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο. Η αύξηση του ΑΕΠ αποτελεί την αναγκαία συνθήκη της επίτευξης των τεθέντων στόχων. 


II.α. Οι κεντρικοί αναπτυξιακοί στόχοι

1. Μείωση της ανεργίας και αποκατάσταση συνθηκών πλήρους απασχόλησης.
Η ανεργία κινείται σταθερά αρκετά πάνω από το 20% και, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2017-2021 (ΜΠΔΣ), στο τέλος της περιόδου αναμένεται να είναι πάλι πολύ υψηλή (17,5%). Κύριος στόχος της αναπτυξιακής στρατηγικής είναι η ταχεία αποκλιμάκωσή της κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες στην επόμενη πενταετία. Χωρίς αυτήν, το συνολικό σταθεροποιητικό-αναπτυξιακό οικοδόμημα στερείται αξιόπιστης βάσης. Η ανεργία είναι ο κύριος παράγοντας της μεγάλης και αυξανόμενης μεταναστευτικής εκροής των τελευταίων χρόνων. Η μετανάστευση λόγω ανεργίας περιορίζει σημαντικά τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας, καθώς συνεπάγεται την απώλεια κυρίως μορφωμένων και καταρτισμένων στρωμάτων του πληθυσμού, παρεμποδίζει την επιδιωκόμενη αναβάθμιση της χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και τον προσανατολισμό προς μια οικονομία της γνώσης.
Οι διαθέσιμες προβολές των οικονομικών μεγεθών δείχνουν ότι τα υψηλά ποσοστά ανεργίας στη χώρα θα συνεχιστούν. Η χώρα βρίσκεται μπροστά σε έναν φαύλο κύκλο: παρατεταμένη ανεργία, υποαπασχόληση, χαμηλής ποιότητας και υποαμειβόμενη απασχόληση, υπογεννητικότητα, μαζική μετανάστευση ιδίως των νεότερων και πιο καταρτισμένων, αποδυνάμωση των αναπτυξιακών προοπτικών, μειωμένη ενεργός ζήτηση, αδυναμία εκπλήρωσης δανειακών και λοιπών υποχρεώσεων, κοινωνικοπολιτική κρίση. 

2. Αναστροφή της πληθυσμιακής γήρανσης και της μείωσης του πληθυσμού.
Οι εκτιμήσεις είναι πως μέχρι το 2060 θα υπάρξει μείωση του πληθυσμού κατά 1,2 εκ. και μάλιστα του ενεργού πληθυσμού (15-64) κατά 2,4 εκ. Πρέπει να βελτιωθεί ο δείκτης γεννητικότητας, που σήμερα είναι εξαιρετικά χαμηλός (1,3). Σήμερα τα άτομα ηλικίας > 65 συνιστούν το 32% των ατόμων ηλικίας 15-64 ενώ η προοπτική είναι εξαιρετικά δυσοίωνη, καθώς το 2050 εκτιμάται ότι θα φτάσουν το 64%. Πέραν αυτού, η μείωση του πληθυσμού επιβαρύνει την παρεπόμενη αδυναμία εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, καθώς ένα πολύ μεγαλύτερο κατά κεφαλή βάρος θα πρέπει να κατανέμεται σε μια ολοένα μικρότερη φορολογική βάση.
Για την αποτροπή μιας τέτοιας προοπτικής, επείγει η ενίσχυση ειδικών μέτρων (ενίσχυση της μητρότητας, επιδόματα πολυτέκνων, επιλεκτική προτεραιότητα σε προσλήψεις κ.λπ.) και η βελτίωση συναφών υποδομών (παιδικοί σταθμοί, νηπιαγωγεία κ.λπ.), ώστε να αποτραπεί άμεσα η πληθυσμιακή συρρίκνωση. 

3. Αντιμετώπιση του φαινομένου της εκροής των υψηλής κατάρτισης εργαζομένων (brain drain).
Πέραν της αναστροφής του κύματος «διαρροής εγκεφάλων», συναφής επιδίωξη είναι και η αξιοποίηση των ελλήνων επιστημόνων του εξωτερικού ενόσω ακόμη ζουν και εργάζονται στο εξωτερικό, ως ενδιάμεσος στόχος για την επαναπροσέλκυσή τους στη χώρα, αλλά και για τη δυναμική που μπορεί να προσδώσει στην παραγωγική αναδιάρθρωση. Ο σχεδιασμός συμπεριλαμβάνει τη δημιουργία δικτύων που προσφέρουν ευκαιρίες συνεργασίας με εταιρίες, εκπαιδευτικά και ερευνητικά ιδρύματα στο εσωτερικό. Ο στόχος αυτός κατέχει στρατηγική θέση στον παραγωγικό μετασχηματισμό προς μια οικονομία της γνώσης και για αυτό αναπτύξαμε την πολιτική «Επιλέγω Ελλάδα χτίζοντας Γέφυρες γνώσης και συνεργασίας» http://www.knowledgebridges.gr/ 

4. Ενεργή πολιτική προσέλκυσης επενδύσεων, αναβάθμισης επιχειρήσεων, βελτίωσης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
Στόχος είναι η ενίσχυση των επιχειρήσεων με σκοπό να γίνουν πιο καινοτόμες και εξωστρεφείς και τελικά να μετακινηθούν στην αλυσίδα αξίας. Απαραίτητη είναι η συνδρομή της αύξησης της πιστοδοτικής ικανότητας του τραπεζικού τομέα, η παροχή κινήτρων για δραστηριοποίηση σε ανταγωνιστικούς τομείς, η βελτίωση της νομοθεσίας για τις στρατηγικές επενδύσεις (fast track) και την προσέλκυση ΞΑΕ, αλλά και γενικότερα με τη βελτίωση του κανονιστικού περιβάλλοντος, τον περιορισμό της γραφειοκρατίας, την επιτάχυνση της απόδοσης δικαιοσύνης και την ανάπτυξη ενεργητικής βιομηχανικής πολιτικής σε τομείς με συγκριτικά πλεονεκτήματα. Πρόκειται για στόχο άμεσης προτεραιότητας, καθώς στα προσεχή χρόνια η αναπτυξιακή δυναμική δεν μπορεί να προέλθει από την αύξηση της ιδιωτικής ή δημόσιας κατανάλωσης και των δημοσίων επενδύσεων. 

5. Μείωση κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων.
Οι ανισότητες δεν είναι μόνο εισοδηματικές αλλά απεικονίζουν μεγάλες διαφορές σε κάθε επίπεδο, στην εκπαίδευση, στην απασχόληση κ.λπ. Καθώς πλέον τεκμηριώνεται σαφώς η ευθεία συσχέτιση μεταξύ αυξημένων κοινωνικών-περιφερειακών ανισοτήτων και μειωμένης ανάπτυξης, αυξημένων δημοσίων και ιδιωτικών χρεών, μειωμένου κοινωνικού κεφαλαίου εμπιστοσύνης κ.λπ., καθίσταται επιτακτική η ανάγκη περιορισμού τους. Η χώρα μας ήδη προ κρίσης βρισκόταν στις τελευταίες θέσεις στην Ευρώπη στο ζήτημα της αντιμετώπισης των ανισοτήτων, με επιδεινούμενες επιδόσεις από το ξέσπασμα της κρίσης και εντεύθεν, καθώς οι διαδοχικές μνημονιακές πολιτικές δεν έλαβαν υπόψη την ενδεχόμενη αύξηση των ανισοτήτων στην οποία οι ίδιες συνέβαλαν. Η αναπτυξιακή στρατηγική προβλέπει μέτρα για τη μεσοπρόθεσμη μείωση των ανισοτήτων, ώστε να περιοριστούν οι αιτίες υποβάθμισης των συνθηκών διαβίωσης των πιο αδύναμων κοινωνικών ομάδων και των λιγότερο ευνοημένων περιφερειών.
Η Ελλάδα πρέπει να συγκλίνει με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους ως προς τα μεγέθη του κοινωνικού τομέα της οικονομίας και να αποκομίσει έτσι σημαντικά οφέλη σε ανάπτυξη και ιδίως σε θέσεις απασχόλησης. Η ανάπτυξη του «τρίτου» κοινωνικού ή/και συνεταιριστικού τομέα, μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου, θα συμβάλει στην ενίσχυση του κοινωνικού κεφαλαίου, με σημαντικά αναπτυξιακά αποτελέσματα και θετικές επιπτώσεις στην απασχόληση, καθώς είναι ένας κατεξοχήν τομέας εντάσεως εργασίας. Συνδυαστικά, η μείωση των κοινωνικών και άλλων ανισοτήτων και η ανάπτυξη του τρίτου «κοινωνικού» τομέα, μαζί με τον στόχο για την οικολογική αναδιάρθρωση της οικονομίας, μπορούν να συντελέσουν στη δημιουργία μιας νέας και πιο δίκαιης παραγωγικής δομής στη χώρα μας. 

6. Περιβαλλοντικός επανασχεδιασμός της οικονομίας.
Η σημασία αυτού του στόχου είναι αυταπόδεικτη, καθώς η έννοια της ανάπτυξης συνοδεύεται πλέον και διεθνώς από το πρόσημο «βιώσιμη» και «αειφόρα». Επιβάλλεται, επομένως, να χαραχθεί η βιώσιμη οικολογική διάσταση της αναπτυξιακής εθνικής στρατηγικής. Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση προωθεί πολιτικές για την ενθάρρυνση της στροφής προς την «Κυκλική Οικονομία», που θα οδηγήσει άμεσα στη βελτίωση της αποδοτικότητας των πόρων με περιορισμό των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τη διαχείρισή τους. Ο ανασχεδιασμός προϊόντων και διαδικασιών υπό το πρίσμα της αειφορίας, η επιμήκυνση της διάρκειας ζωής, της επισκευασιμότητας και της ανακυκλωσιμότητας των υλικών, με σχεδιασμό και επεξεργασία τους ως πόρων, θα μειώσει αντίστοιχα και την εξάρτηση από εισαγόμενες πρώτες ύλες, θα βελτιώσει τη διαχείριση των αποβλήτων εξοικονομώντας πόρους και, τέλος, θα οδηγήσει στη μείωση των εκπομπών αερίων.

 

II.β. Τα κύρια αναπτυξιακά μέσα

Οι παραπάνω στόχοι συνδέονται οργανικά με τα αναπτυξιακά μέσα που ακολουθούν, αν και η διάκριση αυτή δεν είναι απόλυτη.

1. Ολοκληρωμένος αναπτυξιακός σχεδιασμός, συνεκτικός συντονισμός, αποτελεσματική υλοποίηση, διαρκής παρακολούθηση και αξιολόγηση.
Η ΕΑΣ 2021 θα επιτύχει στον βαθμό που θα υποστηρίζεται από την εισαγωγή και αξιοποίηση του «τεκμηριωμένου σχεδιασμού δημόσιας πολιτικής» (evidence-based policy making), που σημαίνει τη λήψη τεκμηριωμένων αναπτυξιακών αποφάσεων επί τη βάσει αξιόπιστων στοιχείων και κατά το δυνατό μετρήσιμων αποτελεσμάτων, μετά και από εκτεταμένη διαβούλευση με τους εμπλεκόμενους κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτικούς φορείς. Η συνεκτική δομή που θα κληθεί να υπηρετήσει τη νέα αναπτυξιακή λογική θα υποστηρίζει τον ολοκληρωμένο σχεδιασμό της αναπτυξιακής στρατηγικής, τον συνεκτικό συντονισμό των επιμέρους κρατικών (και όχι μόνο) οργάνων που θα κληθούν να την υλοποιήσουν, την αποτελεσματική υλοποίηση των προγραμματισθέντων. Με τον τρόπο αυτό θα διασφαλιστεί η διαρκής παρακολούθηση, η αξιολόγηση ανά τακτά διαστήματα και ο τυχόν απαιτούμενος ανασχεδιασμός. 

2. Βραχυχρόνια μέτρα αντιμετώπισης της ανεργίας και της φτώχειας.
Για την αντιμετώπιση της ανεργίας θα υλοποιηθεί ένα πρόγραμμα «γέφυρα» απασχόλησης για ανέργους, με στόχο την παραγωγή δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών, με το κράτος να λειτουργεί ως «εργοδότης έσχατης καταφυγής». Επιπλέον, σημαντικό ρόλο αναμένεται να διαδραματίσει, ιδίως βραχυπρόθεσμα, η διασφάλιση ενός στοιχειώδους βασικού εισοδήματος για κάθε κάτοικο της χώρας, ανεξάρτητα από το αν μισθοδοτείται ή όχι ή αν εμπίπτει σε καθεστώς επιδόματος ανεργίας, πολλώ δε μάλλον αν δεν διαθέτει κανέναν εισοδηματικό πόρο. Η άμεση διευθέτηση αυτού του προβλήματος θα συμβάλει στον μετριασμό των ανισοτήτων και ιδίως της φτώχειας και συνεπώς στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.

3. Αύξηση της δυνατότητας χρηματοδοτήσεων του χρηματοπιστωτικού συστήματος και πληρέστερη αξιοποίηση των ευρωπαϊκών και δημόσιων πηγών χρηματοδότησης.
Η εξυγίανση του τραπεζικού τομέα μέσω της επίλυσης προβλημάτων που σχετίζονται με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) θα απελευθερώσει τους υπεύθυνους οφειλέτες, ώστε να μπορέσουν να επανέλθουν στις παραγωγικές δραστηριότητες. Το ιδιωτικό χρέος που συσσωρεύθηκε στα προ της κρίσης χρόνια και γιγαντώθηκε κατά τη διάρκειά της, εάν δεν αντιμετωπισθεί επαρκώς, θα σταθεί εμπόδιο κάθε αναπτυξιακής προσπάθειας. Η ένταξη της χώρας στην πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης (QE), παράλληλα με τη διευθέτηση του χρέους (ιδιωτικού και δημόσιου), θα συμβάλει αποφασιστικά σε αυτή την κατεύθυνση, καθώς θα επιστρέψουν σημαντικά ποσά καταθέσεων που βρίσκονται εκτός του τραπεζικού συστήματος. Η δημιουργία φιλικού περιβάλλοντος μη-τραπεζικής χρηματοδότησης (peer to peer financing, equity κ.λπ.), μαζί με τη δημιουργία της Αναπτυξιακής Τράπεζας και την καλύτερη αξιοποίηση χρηματοδοτικών εργαλείων (Juncker Plan κ.ά.), θα ενισχύσουν περαιτέρω την ανάπτυξη, ιδίως συνοδευόμενες από το σχεδιασμό για αποτελεσματικότερη και κατά το δυνατό πιο ολοκληρωμένη χρήση των διαθέσιμων εθνικών και ευρωπαϊκών πόρων.

4. Αναβάθμιση της Δημόσιας Διοίκησης.
Σχεδιάζεται η ριζική μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης, με την εισαγωγή ενός ουσιαστικού συστήματος κινητικότητας, αξιολόγησης προσωπικού και οργανικών μονάδων, με την προώθηση διαδικασιών διαρκούς επιμόρφωσης και την εφαρμογή ενός συστήματος αντικειμενικής εξέλιξης βάσει προσόντων, στόχων και επιτευγμάτων. Συναφής στόχος είναι και η επιτάχυνση της ψηφιοποίησης της δημόσιας διοίκησης, με στόχο την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και την ενίσχυση του επιτελικού ρόλου που καλείται να διαδραματίσει στην υλοποίηση της αναπτυξιακής στρατηγικής. 

5. Αναβάθμιση της εκπαιδευτικής πολιτικής.
Κεντρικός στόχος της ΕΑΣ 2021 είναι η επιτυχής προσαρμογή της χώρας στην οικονομία της γνώσης μέσω και της ουσιαστικής αναβάθμισης της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Μέσω αυτής εξυπηρετείται η αυταξία της μόρφωσης και της παραγωγής νέας γνώσης, αλλά και οι ανάγκες του νέου αναπτυξιακού υποδείγματος στην πράξη. Επιδιώκεται η αποτελεσματική αξιοποίηση των αποφοίτων στην αγορά εργασίας και η βελτίωση της λειτουργίας της «τριπλής έλικας» της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή των λειτουργικών σχέσεων και της διασύνδεσης εκπαιδευτικών/ερευνητικών ιδρυμάτων - επιχειρήσεων - κράτους. Στο πλαίσιο αυτό, δημιουργούνται νέα όργανα στρατηγικού σχεδιασμού και δικτύωσης, επιδιώκεται η κάλυψη των υφιστάμενων κενών διδακτικών θέσεων, η αξιολόγηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας και του προσωπικού κ.λπ., ενώ γενικότερα επιδιώκεται, μέσω της αναβάθμισης του εκπαιδευτικού θεσμού, η μείωση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων.

6. Αποτελεσματική εποπτεία και ρύθμιση των αγορών χρήματος, εργασίας και προϊόντων.
Λαμβάνεται μέριμνα για την αποτελεσματική ρύθμιση των τριών κεντρικών αγορών (χρήματος, εργασίας και προϊόντων-υπηρεσιών), με στόχο την αύξηση του ανταγωνισμού και την αποφυγή ολιγο/μονοπωλιακών καταστάσεων αλλά και της εργασιακής υπερεκμετάλλευσης, την προστασία της εγχώριας παραγωγής, την αποτροπή της φοροαπαλλαγής μέσω «έξυπνων» συστημάτων επιμέρους τιμολογήσεων-κοστολογήσεων κ.λπ. 

7. Αξιοποίηση δημόσιας περιουσίας.
Καθότι η χώρα διαθέτει αξιόλογη δημόσια περιουσία, ιδίως ακίνητα και φυσικούς και ορυκτούς πόρους, ανάμεσα στις στοχεύσεις της εθνικής στρατηγικής περιλαμβάνεται η βέλτιστη αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και η αποτελεσματικότερη διαχείρισή της, μέσω της πλήρους ψηφιακής καταγραφής της και με τη δημιουργία της «Ελληνικής Εταιρίας Συμμετοχών και Περιουσίας ΑΕ». 

8. Επιτυχής διαχείριση δημοσιονομικών πλεονασμάτων και δημοσίου χρέους.
Η διευθέτηση των εκκρεμοτήτων γύρω από το απαιτούμενο ύψος και τη διάρκεια των πρωτογενών πλεονασμάτων των προσεχών χρόνων, κατά τρόπο που να εναπομένει αναπτυξιακά επαρκής «δημοσιονομικός χώρος», καθίσταται καθοριστική παράμετρος για την αναπτυξιακή στρατηγική. Το αυτό ισχύει και με το δημόσιο χρέος της χώρας, που επίσης επείγει να διευθετηθεί κατά τρόπο που να δημιουργεί τη βεβαιότητα στις διεθνείς αγορές και στους επενδυτές ότι δεν θα τεθούν εκ νέου ζητήματα αναδιάρθρωσης χρεών, κεφαλαιακών ελέγχων, κινδύνου νομισματικής μεταβολής κ.λπ. Οι παραπάνω διευθετήσεις, όσο και αν δεν επαρκούν από μόνες τους για την αναπτυξιακή «απογείωση» της χώρας, είναι απολύτως αναγκαίες. 

9. Προώθηση μεταρρυθμίσεων με θετικό κοινωνικό πρόσημο.  
Η έννοια της δομικής μεταρρύθμισης έχει καταστεί σχεδόν έννοια πασπαρτού, με αποτέλεσμα ενίοτε να έχει την έννοια της πανάκειας και ενίοτε την ακριβώς αντίθετη. Οι δομικές μεταρρυθμίσεις επομένως είναι απαραίτητες, αλλά με συγκεκριμένα αντιστηρικτικά φίλτρα και με κριτήριο το θετικό κοινωνικό πρόσημο. 

Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανεις πως υπάρχουν τρεις βασικοί «τύποι» μεταρρυθμίσεων. Κάποιες που είναι επιτακτικό να γίνουν όπως, για παράδειγμα, ότι το κράτος πρέπει να μεταρρυθμιστεί, χωρίς αστερίσκους και αιρέσεις, καθιστάμενο πιο αποτελεσματικό, λιγότερο γραφειοκρατικό, απαλλαγμένο από τις πελατειακές πρακτικές του παρελθόντος και την αναξιοκρατία, και να μετασχηματισθεί σε ένα «επιχειρηματικό κράτος», για να αφαιρεθούν τα εμπόδια στην ανάπτυξη που θέτει η γραφειοκρατία. Άλλες απαραίτητες δομικές μεταρρυθμίσεις, όπως η απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και χρήματος, πρέπει ωστόσο να προωθηθούν με τη μέγιστη διασφάλιση της αποφυγής νέων μονοπωλίων, της εργασιακής υπερεκμετάλλευσης, της διαρροής των κερδών εκτός χώρας κ.λπ. Τέλος, δομικές μεταρρυθμίσεις που έχουν κατά καιρούς προταθεί, όπως η ριζική απορρύθμιση της αγοράς εργασίας που προωθούν οι θεσμοί και ιδίως το ΔΝΤ, πρέπει να εμποδιστούν, γιατί εκτός του αρνητικού κοινωνικού προσήμου που φέρουν, είναι και αντιπαραγωγικές.

 

ΙΙΙ. Συμπέρασμα

Είναι εύλογη η απορία γιατί αυτά που δεν επιτεύχθηκαν τόσα χρόνια, θα μπορέσουμε να τα επιτύχουμε τώρα. Η αισιοδοξία μας εδράζεται, πέραν όλων των άλλων που αναφέρθηκαν παραπάνω, στο γεγονός ότι σήμερα υπάρχει συγκεκριμένη στόχευση (μετάβαση στην οικονομία της γνώσης με παράλληλη μείωση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων) και κατανοούμε τη σημασία του ολοκληρωμένου σχεδιασμού, του συνεκτικού συντονισμού και της διασφάλισης της αποτελεσματικής υλοποίησης των ασκούμενων πολιτικών.

Επιπλέον, στην περίοδο της κρίσης άλλαξαν αρκετά δεδομένα, υπό την έννοια της ύπαρξης ευκαιριών μετά από μακρύ διάστημα αποεπένδυσης. Εκτιμούμε πως η απελευθέρωση της συμπιεσμένης ενέργειας («συμπιεσμένο ελατήριο»), θα οδηγήσει σε θεαματική αύξηση των οικονομικών δεικτών. Όποιος τοποθετηθεί τώρα στην αρχή της αναστροφής της καθοδικής πορείας, θα απολαύσει υπερκέρδη καθώς όλες σχεδόν οι κρίσιμες τιμές (μισθοί, τιμές ενοικίων, τιμές ακινήτων κ.λπ.) είναι πολύ χαμηλότερες από την μεσομακροχρόνια τιμή ισορροπίας τους. Τέλος, η κρίση κατέστησε την ελληνική κοινωνία πιο ώριμη σε πολλούς τομείς, όπως τα ακολουθούμενα πρότυπα κατανάλωσης, τη σχέση πολίτη-κράτους και πολιτικού συστήματος, τη συνειδητοποίηση ότι τόσο το δημόσιο όσο και το ιδιωτικό χρέος κάποια στιγμή πρέπει να πληρωθούν, τη συνειδητοποίηση των πλεονεκτημάτων της συνεργασίας μεταξύ των επιχειρήσεων αλλά και μεταξύ επιχειρήσεων και φορέων παραγωγής γνώσης κ.λπ. 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Το κείμενο αυτό στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην Επιτελική Σύνοψη της ΕΑΣ 2021, τη συντακτική ομάδα της οποίας είχα την τιμή να συντονίζω, χρησιμοποιώντας πολύ συχνά αυτούσιες διατυπώσεις της.

2. Σαφέστερη διατύπωση αποτελεί η αναγκαιότητα δημιουργίας αναπτυξιακού υποδείγματος, καθώς διαχρονικά παρατηρείται μάλλον η έλλειψη, παρά η παρουσία.

(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 18 Αυγούστου 2017)

ΧΡΟΝΟΣ #52, 18 Αυγούστου 2017

Ο Λόης Λαμπριανίδης είναι Γενικός Γραμματέας Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων, στο Υπουργείο Οικονομίας & Ανάπτυξης και Καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Είναι οικονομικός γεωγράφος (πτυχίο - ΑΠΘ 1977, MA –Sussex 1978, Ph.D. -LSE 1983) και διευθύνει την Ερευνητική Μονάδα Περιφερειακής Ανάπτυξης και Πολιτικής (ΕΜΠΑΠ). Είναι συγγραφέας πολλών άρθρων και βιβλίων μεταξύ των οποίων: «Η γεωγραφική διάσταση των υπεργολαβικών σχέσεων παραγωγής στη βιομηχανία», «Περιφερειακά πανεπιστήμια στην Ελλάδα», «Αλβανοί μετανάστες στη Θεσσαλονίκη», «Οικονομική γεωγραφία», «The future of Europe’s rural peripheries», «The moving frontier: the changing geography of production», «Η Θεσσαλονίκη στο μεταίχμιο»,  «Επενδύοντας στη φυγή: η διαρροή επιστημόνων από την Ελλάδα» και «Χωρική ανάπτυξη και ανθρώπινο δυναμικό»

Η πρόσφατη ελληνική κρίση δεν είναι μόνο κυκλική ή συγκυριακή, αλλά δομική. Είναι κρίση αναπτυξιακού υποδείγματος / ανταγωνιστικότητας. Eπομένως, η αύξηση απλώς του ΑΕΠ στο πλαίσιο του υφιστάμενου υποδείγματος ανάπτυξης, ακόμα και αν ήταν εφικτή, δεν θα αρκούσε για την υπέρβασή της. Απαιτείται «φυγή προς τα εμπρός», χρειάζεται αλλαγή αναπτυξιακού υποδείγματος.

Η επιδιωκόμενη μετάβαση στο νέο και βιώσιμο υπόδειγμα ανάπτυξης προϋποθέτει τη στήριξη σε τρεις βασικούς πυλώνες: την οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική ευημερία και δικαιοσύνη χωρίς αποκλεισμούς, και την προστασία του περιβάλλοντος και του φυσικού κεφαλαίου. 

Η δυναμική της «ΕΑΣ 2021» δεν συναρτάται τόσο με την ένταση της χρηματοδότησής της, αλλά στηρίζεται κυρίως στην αποτελεσματική αξιοποίηση των υφιστάμενων δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας, στην ορθή και διαφανή διαχείριση των διαθέσιμων πόρων και στον αποτελεσματικό συντονισμό στοχευμένων πολιτικών. Ως εκ τούτου, προϋποθέτει τη συστράτευση όλων των εμπλεκομένων πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών φορέων της χώρας.

Οι εκτιμήσεις είναι πως μέχρι το 2060 θα υπάρξει μείωση του πληθυσμού κατά 1,2 εκ. και μάλιστα του ενεργού πληθυσμού (15-64) κατά 2,4 εκ.

Η Ελλάδα πρέπει να συγκλίνει με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους ως προς τα μεγέθη του κοινωνικού τομέα της οικονομίας και να αποκομίσει έτσι σημαντικά οφέλη σε ανάπτυξη και ιδίως σε θέσεις απασχόλησης. Η ανάπτυξη του «τρίτου» κοινωνικού ή/και συνεταιριστικού τομέα, μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου, θα συμβάλει στην ενίσχυση του κοινωνικού κεφαλαίου, με σημαντικά αναπτυξιακά αποτελέσματα και θετικές επιπτώσεις στην απασχόληση, καθώς είναι ένας κατεξοχήν τομέας εντάσεως εργασίας. Συνδυαστικά, η μείωση των κοινωνικών και άλλων ανισοτήτων και η ανάπτυξη του τρίτου «κοινωνικού» τομέα, μαζί με τον στόχο για την οικολογική αναδιάρθρωση της οικονομίας, μπορούν να συντελέσουν στη δημιουργία μιας νέας και πιο δίκαιης παραγωγικής δομής στη χώρα μας.