Συγχρονισμένοι υπότιτλοι του ελληνικού πολιτισμού

Στεφανία Κουτσουπιά

Θα παίξουμε ένα παιχνίδι. Είναι γνωστό ως word-association test, ο ένας λέει μια λέξη και ο άλλος πρέπει να απαντήσει με την πρώτη που του έρχεται στο μυαλό, συνειρμικά. Ελληνικός πολιτισμός. Τι σας έρχεται στο μυαλό; Παρθενώνας. Περικλής. Κάτι τέτοιο;

Πολιτισμός ελληνικός ίσον αρχαιότητα ή έστω οι πλαζ του ΕΟΤ. Η αντίληψή μας για την ελληνική παρακαταθήκη στον παγκόσμιο χάρτη του πολιτισμού ξεκουράζεται στα ένδοξα μάρμαρα του Σουνίου ή έστω στο τελευταίο σπαρτάρισμα του ’60-’70 με το ελληνικό καλοκαίρι σε γκρο πλαν, τα τραγούδια Χατζιδάκι – Θεοδωράκη και την ευρύτερη ψυχική ανάταση μιας μεταπολίτευσης που πίστεψε στα θαύματα. Ο σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός μας διαφεύγει. Θεατρικές παραστάσεις ανεβαίνουν, εκθέσεις γίνονται, οι μουσικές σκηνές γεμίζουν ακόμα, συγγραφείς έχουμε. Τι άλλο θα ζητούσε κανείς από μια χώρα σε ένδεια; Κι όμως, ζούμε τον πολιτισμό μας ανόρεχτα, αδυνατώντας να τον προσδιορίσουμε και εντοπίζοντας με απογοήτευση και ενδόμυχη ανακούφιση την ανικανότητά του να υπερκεράσει το παρελθόν μας.

Ο πολιτισμός δεν είναι ένας ελιτισμός. Αυτό μας θλίβει τρομερά, γιατί εμείς τον επιθυμούμε ως τέτοιο, τόσο στις εσωτερικές μας διασπάσεις όσο και στο εξωτερικό μας ανάστημα. Συχνά περιχαρακωθήκαμε, βάσει των πολιτιστικών μας προτιμήσεων, σε κουλτουριάρηδες και υποκουλτουριάρηδες –ένα ιδιότυπο ζεύγος αντωνύμων, του οποίου τα μέλη, παρότι είναι μεταξύ τους αντίθετα, κανένα απ’ τα δύο δεν έχει θετικό πρόσημο στο σημαινόμενό του. Ο πολιτισμός χρησιμοποιήθηκε επανειλημμένα για τη συστηματοποίηση καστών και την ένταξη σ’ αυτές, όμως, παράδοξα, ο πυρήνας του είναι καθολικός: αφαιρέστε από τον πολιτισμό την πολιτεία, δηλαδή την κοινωνία ανθρώπων, και τον εξοντώσατε. Δεν μπορούμε λοιπόν να μιλάμε για πολιτισμό των λίγων και των εξαιρέσεων. 

Ωστόσο, βιώνουμε τον πολιτισμό ως ακρότητα και από την περιχαράκωσή μας αντλούμε την ευχάριστη βεβαιότητα ότι ανήκουμε στους λίγους, που κατανοούν το διακύβευμα καλύτερα απ’ τους άλλους. Οι παρελάσεις, το θρήσκευμα στην ταυτότητα, ο αγγλικός ή ελληνικός στίχος στην eurovision είναι παραδείγματα που μας επέτρεψαν να δίνουμε μάχες ενώ έχουμε λιποτακτήσει από τον πόλεμο. Δεν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε το δίλημμα, θέλουμε να αντιμετωπίσουμε τους άλλους. Αντί να αμφισβητήσουμε και να επανεφεύρουμε, θέλουμε να ενταχθούμε σε αυτόκλητες ελίτ και να συγκρουστούμε, βέβαιοι πως η σύγκρουση καθιστά αυταπόδεικτη την ορμή μας για πολιτισμό, συσκοτίζοντας παράλληλα την αδυναμία μας να εξελιχθούμε. 

Το πολιτισμικό μας πρόβλημα δεν συνίσταται τελικά σε έλλειψη σύγχρονου πολιτισμού αλλά στην αναδίπλωση στο παρελθόν και στην έλλειψη ταυτότητας. Υποστηρίζουμε διακαώς ότι είμαστε μοναδικός συνδυασμός Ανατολής και Δύσης. Αφενός, πιστεύουμε ότι έχουμε υπερβεί τον ανατολικό πολιτισμό, που οι μέρες δόξας του ανήκουν στο παρελθόν ως παλαιού κόσμου και του οποίου, άλλωστε, θεωρούμε ότι ήμασταν η πιο ένδοξη σελίδα με την εποχή της κλασικής μας αρχαιότητας. Αφετέρου, καθώς ο δυτικός πολιτισμός έπεται χρονικά της ακμής μας και μας προσπέρασε, επιμένουμε ότι εμείς πάντως του δώσαμε τα φώτα και απαξιώνουμε ως «φραγκολεβαντίνικο» ό, τι δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε ή να πιστοποιήσουμε ως δικής μας καταγωγής. Μέσα από την υποτίμηση και τον υποβιβασμό, αντιστοίχως, του ελάσσονα και του μείζονα –στη δική μας αντίληψη– σύγχρονου πολιτισμού, θα έλεγε κανείς ότι θελήσαμε να αποτελούμε μοναδικό παράδειγμα πολιτισμού ούτε Ανατολής ούτε Δύσης. Είμαστε sui generis.

Ταυτόχρονα, αυτό μας απαλλάσσει από την ευθύνη που θα είχαμε ως Δυτικοί ή ως Ανατολίτες να ανταποκριθούμε διεξοδικά στο αντίστοιχο πρότυπο. Όταν μας προσάπτουν έλλειμμα δυτικού πολιτισμού δηλώνουμε και λίγο Ανατολίτες, όταν μας ενοχλεί το έλλειμμα πολιτισμού της Ανατολής δηλώνουμε ευγενέστεροι ως δυτικότεροι. Αυτό, χωρίς καθόλου να αμφισβητούμε τα πολιτισμικά στερεότυπα Δυτικού – Ανατολίτη. Άλλωστε κι εμείς σε στερεότυπο βασιζόμαστε: η Ελλάδα, ομφαλός της Γης και σταυροδρόμι πολιτισμών. Κι όμως παρά την περιφρόνησή μας προς κάθε κατεύθυνση, ακόμα και προς τον παροντικό εαυτό μας, επιθυμούμε παρ’ όλα αυτά να καταξιωθούμε στα μάτια των άλλων, των Δυτικοευρωπαίων κατά προτίμηση, όχι από συμπάθεια ή από μια αίσθηση εκλεκτής συγγένειας τελικά περισσότερο με τη Δύση, αλλά μόνο επειδή ο κυρίαρχος πολιτισμός αυτή τη στιγμή είναι ο Δυτικός∙ όταν σε παραδεχτεί ο νικητής, τότε μόνο έχεις νικήσει.

Όσο για το παρελθόν, από την εξιδανικευμένη εικόνα μας γι’ αυτό, έλκουμε την διηνεκή μας περιφρόνηση για το παρόν μας, που μοιάζει να μην στέκεται ποτέ αντάξιό της ιστορίας του: η μνήμη εδράζεται στην ανάμνηση, δηλαδή στο βίωμα κι εμείς δεν έχουμε ζήσει την αρχαιότητά μας, παρά μόνο ως εικασία, βασισμένη σε σκελετούς ναών και στα θαυμαστικά μάτια των ξένων. Πράγματι, οι Βαυαροί κηδεμόνες μας μάς προσέφεραν μια αρχαιότητα απαλλαγμένη από την ήρα του ελληνισμού – έθνος δίχως είλωτες, εξοστρακισμό και κυλώνειο άγος. Έτσι, ήδη από την πρώτη στιγμή δημιουργίας μας ως κράτους, βασανιζόμαστε από το περασμένο των μεγαλείων μας, το βιωμένο βάρος των οποίων δεν γνωρίζουμε παρά μόνο καθ’ υπόθεση τι σημαίνει. Υποφέρουμε από την ιδεοληψία της χαμένης δόξας, όσο και από τη βεβαιότητα αυτής ως αδιαφιλονίκητης. Είναι φυσικό ότι δύο αιώνες πριν, για λόγους πολιτικούς, σπεύσαμε να ενδυθούμε την πανοπλία της αρχαίας φυλής, αφού αυτό θα μας έδινε το κύρος και το βάρος της ζώσας ιστορικής συνέχειας ενός αρχαίου πολιτισμού ευρείας αποδοχής. Όμως τα παλιά κόλπα έχουν σκουριάσει και εμείς δεν ενηλικιωθήκαμε ποτέ πολιτισμικά.

Δεν υπάρχει έτσι στόχος και πλάνο διόρθωσης, αφού το μόνο μέτρο του ελληνικού πολιτισμού είναι αυτός ο ίδιος, ένας πολιτισμός που έχει εξ ορισμού κερδίσει κάθε άλλον, όσο και ηττηθεί από την αρχαιότητά του. Αυτή η λογική μας τοποθετεί, πολύ βολικά, στο απυρόβλητο – ο πολιτισμικός μας διχασμός μάς κάνει ακαταλόγιστους, μας απαλλάσσει από την ευθύνη της αναμέτρησης και, συνεπώς, την πιθανή ήττα. Είμαστε ασύγκριτοι, γιατί είμαστε κατηγορία από μόνοι μας, όσο και μόνοι στην κατηγορία μας.

Ποιος είναι λοιπόν ο σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός; Μπορεί να νοείται χωρίς τους μετανάστες του, τα παιδιά δεύτερης και τρίτης γενιάς, την Ελλάδα των Νεοελλήνων, με ό,τι συνιστά πια αυτή τη νεό-τητα. Ποιος πολιτισμός μπορεί να υπάρξει όταν δεν περιέχει συνολικά τις συνιστώσες της κοινωνίας που τον δημιουργεί; Όταν παραβλέπουμε την παρακμή μας, όταν περιφρονούμε τους διανοούμενους (είναι αξιοσημείωτο πόσες λέξεις-εκφάνσεις πολιτισμού φορτίσαμε αρνητικά), τους ξένους, τους λαϊκούς, απολαμβάνουμε το παράδοξο ενός πολιτισμού χωρίς σύγχρονες αναφορές, χωρίς λειτουργούς, χωρίς επιγόνους. Τι είδους πολιτισμός θα είναι αυτός; Εκλεκτικός. Η λέξη μας κολακεύει, μας γαργαλά λίγο τον εγωισμό, όμως ένας πολιτισμός των λίγων ίσως αύριο να μην μας επιλέξει.

Ας παίξουμε ένα τελευταίο παιχνίδι. Μια λέξη, για μια σκέψη. Νέγρος του Μοριά. Τι σκεφτήκατε; Μην το πείτε καν. Ξέρετε πώς λειτουργεί μια ιδεοληψία; Δοκιμάστε να βάλετε μια φρατζόλα ψωμί με το πάνω μέρος κάτω, στο οικογενειακό τραπέζι, κι όλοι θα δοκιμάσουν τα όρια του ψυχαναγκασμού τους, σπεύδοντας να τη γυρίσουν απ’ την άλλη, σωστά, ίσια. Γιατί; Το θέμα δεν είναι αν ξέρετε αυτό το παιδί των μεταναστών που κάνει ελληνική μουσική κι αγαπά τον Ebo Taylor όσο και τον Βαμβακάρη. Ούτε η γράφουσα προτιμά τη ραπ – ούτε καθαγιάζεται το είδος αν επικαλεστούμε και πάλι την ελληνική τους πάντως καταγωγή διά της ραψωδίας. Το θέμα είναι ότι όσο παραμένουμε πεισματικά προσκολλημένοι όχι απλώς στο παρελθόν και στα σύμβολα του αλλά ιδίως στο άθικτο και το άβατο που μας ικανοποιεί να τους αποδίδουμε, κάποιοι εκεί έξω κάνουν πολιτισμό, όπως τον κάνουν τελοσπάντων, ερήμην της Ελλάδας. Ή θα δεχτεί τη μεταβολή, για να την εξελίξει με τον τρόπο της ή θα μείνει έξω απ τον εαυτό της. Ξέρουμε ποιοι είμαστε ώστε να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε; Λέμε πως δεν υπάρχει πολιτιστική πολιτική στην Ελλάδα. Ουδέποτε υπήρχε και πριν την κρίση των αριθμών ακόμα. Ο πολιτισμός των πολιτικών είναι δυστυχώς μέσο και όχι στόχος πολιτικής. Δεν υπάρχει όμως, ούτε και νέα εθνική –ή διεθνική– ταυτότητα των Ελλήνων και γι’ αυτό δεν υπάρχει και στιβαρός πολιτισμός.

Η νέα ταυτότητα δεν μπορεί παρά να ανιχνευτεί στο παρόν κι όχι σε αναδρομικές οφειλές. Μάλλον είναι ώρα να κόψουμε των ομφάλιο λώρο που μας συνδέει όχι μόνο με αυταπάτες δόξας και κατάλοιπα μεγαλοϊδεατισμού, αλλά και με μια εσωστρέφεια που δεν υπηρέτησε καμία κουλτούρα που έχει την τύχη να επιβιώνει μέχρι σήμερα. Αν εγκαταλείψουμε τις αγκυλώσεις και τις ιδεοληψίες, βάσει των οποίων προσδιοριστήκαμε ελλείψει ευκολότερης λύσης, θα μπορέσουμε «να σκεφτούμε έξω από το κουτί» όπως λένε οι Δυτικοί μας φίλοι και να αναζητήσουμε με καθαρά μάτια –το μόνο καθαρό που μας χρειάζεται– την πολιτισμική μας ταυτότητα, πάνω στην οποία θα βαδίσει σταθερά ο σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός. 

Γιατί, ο πολιτισμός θα μας συμβεί όπως και να ’χει. Καλό είναι να είμαστε παρόντες.

 

(Πρώτη δημοσίευση: ΧΡΟΝΟΣ, 15 Μαΐου 2017)

ΧΡΟΝΟΣ #49, 15 Μαΐου 2017

Η Στεφανία Κουτσουπιά γεννήθηκε το 1990 στην Αθήνα. Είναι δικηγόρος, απόφοιτη της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ. Δραστηριοποιήθηκε σε επιτροπές για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις διακρατικές σχέσεις ως μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Νέων Ελλάδας. Είναι εθελόντρια στο Σύνδεσμο για τα δικαιώματα της Γυναίκας και ασχολείται με τη συγγραφή.

Ο σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός μας διαφεύγει. Θεατρικές παραστάσεις ανεβαίνουν, εκθέσεις γίνονται, οι μουσικές σκηνές γεμίζουν ακόμα, συγγραφείς έχουμε. Τι άλλο θα ζητούσε κανείς από μια χώρα σε ένδεια; Κι όμως, ζούμε τον πολιτισμό μας ανόρεχτα, αδυνατώντας να τον προσδιορίσουμε και εντοπίζοντας με απογοήτευση και ενδόμυχη ανακούφιση την ανικανότητά του να υπερκεράσει το παρελθόν μας.