Προς μια ποιητική οντολογία του έρωτα

Κατερίνα Κωστίου

(Θανάσης Χατζόπουλος, Φιλί της ζωής, εκδ. Κίχλη, 2016)

Ποιητική διαδρομή τριάντα χρόνων σφραγίζει η συλλογή Φιλί της ζωής του Θανάση Χατζόπουλου, ξετυλίγοντας το νήμα που άρχισε να πλέκει το 1986 με διάφορους τρόπους: στην αρχή με πλέξη απλή, που φανερώνει «καλή και ανάποδη», δίχτυ με όλο και πιο πυκνή ύφανση στην πορεία, κάποτε με κόμπους δυσεπίλυτους έως γριφώδεις, καθώς συχνά προϋποθέτουν μια πνευματική σκευή ανάλογη με τη δική του για να λυθούν· ο ποιητής διερευνά στην ουσία πάντα το ίδιο αίνιγμα: την καταγωγική σύσταση του όντος. Στην τελευταία συλλογή του, παρακάμπτοντας τις ευκολίες που συχνά ενεδρεύουν στην ερωτική ποίηση, ο Χατζόπουλος διευρύνει την ποιητική του οντολογία από την προσωπική του θεώρηση των θεμελιωδών ερωτημάτων που συναρθρώνουν «αυτό το συμπαγές διαρθρωμένο τίποτα»[1] προς περιοχές που σπάνια έως πρόσφατα είχε επισκεφτεί. Αφομοιώνοντας διάφορα υλικά από τη διαχρονία του ελληνικού πνεύματος, από τους προσωκρατικούς έως τον Σεφέρη, ο ποιητής μετατοπίζεται από τον άγνωστο άλλο, τους συνοδοιπόρους ή τους προγόνους στον έναν και μοναδικό Άλλο, τον ερωτικό άλλο, σε σχέση με τον οποίο διαμορφώνεται κατεξοχήν η εαυτότητα. «Ένας άνθρωπος», επισημαίνει ο Μπαχτίν, «δεν έχει εσωτερική κυρίαρχη επικράτεια, βρίσκεται εξ ολοκλήρου και μονίμως στο μεταίχμιο. Κοιτάζοντας μέσα του, κοιτά μέσα στα μάτια κάποιου άλλου ή με τα μάτια κάποιου άλλου […] Δεν μπορώ να γίνω ο εαυτός μου χωρίς κάποιον άλλο. Πρέπει να βρω τον εαυτό μου μέσα σε κάποιον άλλο βρίσκοντας κάποιον άλλο μέσα μου (σε αμοιβαίο αντικατοπτρισμό και με αμοιβαία αποδοχή».[2] Στην προκειμένη περίπτωση, ο ιδανικός άλλος είναι ο ερωτικός σύντροφος και συνοδοιπόρος. Για τον αναπροσανατολισμό της θεματικής του ποιητή είχε ίσως προετοιμάσει τον αναγνώστη η προηγούμενη ποιητική συλλογή του Πρόσωπο με τη γη και ιδίως η ενότητα «Με την κομμένη ανάσα του έρωτα»,[3] όπου κάτω από το υψηλό επίχρισμα της ερωτικής ευτοπίας αναδύεται το σκοτεινό βάθος της ανθρώπινης ύπαρξης: «Ανάσα μου / Αστέρι μου / Και φως μου» // Απ’ τα μπουκέτα της αγάπης // Κι όπως μαζεύεις στάχτες σε αγρό.[4] Στο παραπάνω ποίημα με τίτλο «Αμητός της αγάπης» προεξαγγέλλεται η μεταφυσική της «σκοτεινής παραδείσου» που είναι η νέα του ποιητική επικράτεια, όπου απαντά ο ίδιος κοινός παρονομαστής, όπως τον όρισε πριν από δεκαπέντε χρόνια ο Σπύρος Τσακνιάς: «η ποίηση του Χατζόπουλου παρά την μεταφυσική της στόχευση εκπηγάζει από την εμπειρία ή και από τη σωματικότητά του».[5] Τηρουμένων των αναλογιών, μπορεί να αντιστρέψει κανείς τον παραπάνω στοχασμό αποτυπώνοντας την ποιητική της τελευταίας συλλογής του: παρά την αποθέωση του σώματος η ποίηση του Χατζόπουλου δεν χάνει τη μεταφυσική στόχευσή της.

Φέρων άξονας του νέου του ποιητικού εγχειρήματος «το νοήμον σώμα», όπως ο ίδιος το αποκαλεί,[6] το ερωτικό σώμα, το πιο κρυφό σημείο που δεν γνωρίζεις (22),[7] άλλοτε ως αυθύπαρκτη οντότητα άλλοτε μέσα από τις συνεκδοχικές αποτυπώσεις του –κυρίως των ερωτικών κέντρων: μάτια, χείλια, στήθος, χέρια– το οποίο δεν περιγράφεται, δεν σχολιάζεται, μόνο σημαίνεται, στην αισθησιακή του ανάταση ή στην πτώση του· μέσω των ποιητικών μεταφορών, μέσα από το γνωστό στίλβον, σύνθετο και πολυδύναμο γλωσσικό ποιητικό ιδίωμα του Χατζόπουλου και μέσα από μια στιχουργία που άλλοτε ενδυναμώνει την ευρυθμία του έρωτα και άλλοτε μέσω διασκελισμών και παύσεων, αναδεικνύει την απορία του ποιητικού υποκειμένου ή τον κατακερματισμό που επιφέρει η πτώση. Βασικά του εργαλεία όσον αφορά τη ρητορική, η επανάληψη και η αμφισημία. Ο στοχασμός του ποιητή για το σώμα και την ψυχή, κατεξοχήν φορείς της αγάπης, εγγράφεται στην ποίησή του, απηχώντας τις λόγιες αποσκευές του που, αφομοιωμένες στη δική του πρόσληψη του κόσμου, υπομνηματίζουν χωρίς να βαραίνουν το κυρίαρχο βίωμα.[8]

Ήδη ο τίτλος Φιλί της ζωής προεξαγγέλλει την παλίνδρομη κίνηση μεταξύ μεταφοράς και κυριολεξίας: το φιλί της ζωής, ως μέθοδος ανάνηψης σε περιπτώσεις ανακοπής, δηλαδή κυριολεκτικά στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου, ηχεί πίσω από τους ερωτικούς ήχους, ενώ η δυσυπόστατη φύση του σκοτεινιάζει τη λάμψη της ερωτικής ευδίας:

Οι ψυχές αποσύρονται
Μες στο μεδούλι των σωμάτων
Κι ησυχάζουν
Βαθιές ανάσες χρόνου
Απ’ το βυθό στην επιφάνεια
 
Εσχάτων μνήμη
Εγγεγραμμένη στο σώμα
Στα λειτουργικά κενά του
Τραυλίζοντας
 
Με τη διασπορά των γεγονότων
Σ’ ένα τραύμα
Ακόμα αιμορραγούν τα χείλη σου (26)
 

Ήδη με το πρώτο ποίημα της συλλογής, το θέμα του έρωτα εγγράφεται σε ένα οντολογικό πλαίσιο το οποίο σφραγίζεται από τη βιβλική ρητορική που επανέρχεται συχνά στη συλλογή συνανασύροντας το αρχετυπικό θέμα της γνώσης και της συνακόλουθης Πτώσης και, παράλληλα, εγγράφοντάς το στην πλούσια φιλοσοφική παράδοση που μέσω αυτού απηχείται.[9]

Πώς σου έδωσα την ύλη μου
Όλη μου την αριστερά
Και σκαν τα κύματα βαριά στον κουφωμένο βράχο
Βουίζει η αντάρα τους στο πλευρικό κενό
Κι ετάζει της καρδιάς μου, αυτής
Που σου τη χάρισα να πάλλει,
 
Ήχους
Γυμνούς
Ρυθμούς 
Ερυθρούς (9) 
 

Ό,τι υπερτερεί στο ποίημα είναι η δυναμική μεταφορά του κουφωμένου βράχου που διανοίγει το νόημα προς το ατελές της ανθρώπινης ύπαρξης και της ανάγκης της πληρότητας, δηλαδή της πραγμάτωσης του προσώπου μέσα από τον Άλλον, η οποία ως υπεσχημένη εκκρεμότητα στους τέσσερις μονολεκτικούς τελευταίους στίχους προεξαγγέλλει την ερωτική εικονολογία που ακολουθεί. Αυτή αποβαίνει και το βασικό όχημα της αποτύπωσης του ερωτικού βιώματος στα είκοσι εννέα ποιήματα της συλλογής, η μόνη, άλλωστε, ικανή να αποδώσει το άρρητο της εμπειρίας και να ενεργοποιήσει συναισθητικά την αισθητηριακή της πρόσληψη, προφυλλάσσοντας τον ποιητικό λόγο –πολλώ δε μάλλον τον ερωτικό ποιητικό λόγο– από την αδράνεια της συναισθηματολογίας.

Ο Χατζόπουλος διερευνά το αίνιγμα του έρωτα, στη χοϊκή και στην άυλη εκδοχή του, στην ανοδική και την καθοδική του πορεία, στις ποικίλες μεταμορφώσεις του, ως πλησμονή και ως έλλειψη, ως πορεία προς την αυτογνωσία και ως συνειδητότητα της ύπαρξης, της ζωής της βιαστικής / της μασκοφόρου (11). «Έρωτα ονομάζουμε», παρατηρεί ο Χρήστος Γιανναράς, «την αγάπη όταν φτάσει να είναι εκ-στατικό γεγονός (εκ-στατικό: από το ρήμα εξίσταμαι, έξω ίσταμαι/έξω από το εγώ)».[10] Με αυτή την έννοια, το ποιητικό εγώ, ενώ βρίσκεται συχνά στο κέντρο της πυρακτωμένης εμπειρίας, μπορεί παράλληλα να στέκει εκ-στατικό μπροστά στο ανεξήγητο της μυστικής σύγκλισης:

Όπως όταν χτυπάς την σήμερον
Και αύριο ο αγκώνας σου τον πόνο μαρτυράει
Στο μέγεθός του, έτσι η αγάπη
 
Νιώθεις τον ήχο της όταν κρυώσει λίγο
Και απομακρυνθεί
 
Το χέρι μόνο του απομένει
Μες στον δικό της μισεμό. Πονάει
 
Τη θέρμη της αρπάγης του άλλου
Χεριού
Ακόμα
Όταν θυμάται
 
Ανοιγοκλείνεται άδειο (10)
 

Ο ποιητικός λόγος στην απόπειρά του να συλλάβει στην ολότητά του το ερωτικό βίωμα γίνεται ένα εγχείρημα γνώσης του πεπρωμένου του σώματος (33), που αγκαλιάζει τις βασικές συνιστώσες της ανθρώπινης ύπαρξης: τον χρόνο και τον χώρο, όπως διαστέλλονται μέσα από την ερωτική εμπειρία, τη μυστηριακή φλόγα της ερωτικής επιθυμίας, την εσωτερίκευση του αισθησιασμού, το χώνεμα των ιδιαίτερων γνωρισμάτων των δύο ατομικοτήτων και, κυρίως, την ιδιοσυστασία του ίδιου του έρωτα και της αινιγματικής εφήμερης αλλά αναστατικής, σωσίβιας λειτουργίας του:

Δεν είναι τάμα η αγάπη
Κι η αφοσίωση δεν είναι του πιστού
Μα του άθεου
 
Έλα να πιεις νερό από τα χέρια του
Κι ας χάνεται στ’ ανοίγματα
Μένει η δροσιά και φτάνει
 
Αυτός που πίστεψε σε όσα δεν είδε
Απ’ όσα είδε
Σε όσα μοναχός φαντάστηκε
Απ’ όσα δεν υπήρχαν
Σε όσα από κείνα που φαντάστηκε
Έγιναν πιο πραγματικά απ’ όσα είδε
Πιο ζωντανά απ’ όσα ανάστησε
 
Από αυτόν έλα να πιεις νερό
Από αυτόν που απ’ όσα του έταξαν
Κατάλαβε ότι δεν ήταν για να λάβει άλλα
Έξω από κείνα που ξεχάστηκαν στην άκρη
 
Αυτά έκανε κόσμο
Από τον κόσμο
Πιο πλατύ
 
Από το τίποτα στο κάτι (14)
 

Η υλικότητα του σώματος συνυπάρχει με μια υπερβατική αντίληψη του κάλλους, καθώς η ερωτική εμπειρία παραμένει μεικτή σε όλη τη συλλογή: μεταφυσικής και αισθητής και άρα και αισθητικής τάξης. Το ερώμενο πρόσωπο, από πραγματικό ανάγεται σε αρχετυπικό ποθητό και ονειρικό συνάμα φορέα μιας υπερθετικής ποιότητας που καθορίζει το βίωμα όχι μονο ως προσδοκία του παρελθόντος αλλά και ως ανάμνηση του μέλλοντος (29). Χρώματα, ήχοι, φως, ιριδισμοί, σκοτεινές λάμψεις, φωτιές, αναλαμπές, θάλασσα, λίμνες, νερά, ρυάκια εύλογα επανέρχονται στη συλλογή σε σχέση με το ερωτικό βίωμα. Συγχρόνως, η λέξη «απουσία» όλο και πυκνώνει για να υποδηλώσει το εφήμερο της ερωτικής επιθυμίας και τη διολίσθησή της στην ήρεμη επικράτεια της αγάπης. Το τέλος, ωστόσο, δεν βιώνεται ως τραύμα ή ως έλλειψη αλλά ως δικαίωση αφού, η κατορθωμένη αγάπη ως διαδρομή αυτογνωσίας και γνώσης σε έναν χώρο όχι ουτοπικό αλλά πραγματικό και γήινο είναι το πολύτιμο έπαθλο των λυτρωμένων της αγάπης. Παράλληλα, αυτή η διαδρομή καθώς και η αλήθεια της στιγμής (33) αποτυπώνονται σε μια ποίηση ιαματική, δηλαδή μια ποίηση που δεν τιτλοφορείται αλλά γίνεται η ίδια φιλί της ζωής.

Στο ποίημα που κλείνει τη συλλογή η λάμψη του κάλλους και η ερωτική ορμή έχουν περάσει στο βάθος της σκηνής, χωρίς να έχουν αποσυρθεί εντελώς: Μας περιμένει η κοινή ζωή / Ζωή δική μας με τους άλλους // Ζωή στη γη νυχθημερόν / Που προελαύνει και περιστρέφεται μαζί της / Μετέωρη στα χάη (37). Ό,τι αναδύεται κυρίαρχο είναι το οντολογικό ερώτημα της ανθρώπινης ύπαρξης, ενώ πίσω από τους στίχους αντηχεί η ησιόδεια αντίληψη για το Χάος ως πρωταρχική μήτρα των υπαρκτών, ως προϋπόθεση για να σχηματιστεί η Γη και να εμφανιστεί ο Έρως: η κινητική και συνεκτική των πάντων ενέργεια.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Θανάσης Χατζόπουλος, «Η μεταφυσική της πέτρας», Αναγραμματισμοί στη σιωπή, Πόλις, 2002, σ.118.

2. Mikhail Bakhtin, Problems of Dostoevsky’s Poetics, μτφρ. Caryl Emerson, University of Minnesota Press, Minneapolis 1984, σ. 287 [ελληνική έκδοση Μιχαήλ Μπαχτίν, Ζητήματα της ποιητικής του Ντοστογιέφσκι, μτφρ. Ιωαννίδου Αλεξάνδρα, Πόλις, 2008]. Παρατίθεται στο Δημήτρης Τζιόβας, Ο άλλος εαυτός. Ταυτότητα και κοινωνία στη νεοελληνική λογοτεχνία, Πόλις, 2007, σ. 24. 

3. Χατζόπουλος, Πρόσωπο με τη γη, Γαβριηλίδης, 2012, σ. 113-122.

4.  Ό.π., σ. 121.

5. Από την αδημοσίευτη εισήγηση για την εισδοχή του Θανάση Χατζόπουλου στην Εταιρεία Συγγραφέων (Δεκέμβριος 1992).

6. Χατζόπουλος, No human’s land (αναφορά), Μεταίχμιο, 2005, σ. 14.

7. Όλοι οι αριθμοί σε παρένθεση στο τέλος των παραθεμάτων παραπέμπουν στη συλλογή που παρουσιάζεται, εκτός αν άλλως δηλώνεται.

8. Τη σκευή αυτή σχολιάζει ο Χατζόπουλος σε συνέντευξή του: «Σημασία για μένα έχει πώς αντιμετώπισαν οι Έλληνες τον θάνατο, τον έρωτα, τη ζωή, τι σήμαινε για εκείνους η ελευθερία, πώς στάθηκαν απέναντι στο σώμα και την ψυχή. Από όλα αυτά τα δικά μου ερωτήματα, για τα οποία υπήρχαν ποικίλες απαντήσεις από όλη την πολύχρωμη διαδρομή του ελληνισμού, κι από τον τρόπο μου να αναρωτιέμαι και να πλησιάζω τις απαντήσεις που είχαν κατά καιρούς δοθεί σ’ αυτόν εδώ τον τόπο, ίσως από όλα αυτά προκύπτει η πιο προσωπική μου εκδοχή για τη ζωή και τον κόσμο, που καλώς ή κακώς δεν την βλέπω σε διάσταση μ’ αυτόν εδώ τον τόπο και μ’ αυτήν εδώ τη γλώσσα. Γιατί βεβαίως για μένα ελληνικό δεν είναι μόνον ό,τι έρχεται από τον Ηράκλειτο ή τον Όμηρο, αλλά και από τους ελληνιστικούς χρόνους κι από έναν αρκετά παγανιστικό χριστιανισμό που πόρρω απέχει ίσως από επίσημα δόγματα οικεία και ξένα. Και όλα είναι πράγματα που με απασχολούν και δεν μπορεί παρά με κάποιο τρόπο να εκφράζονται στην ποίησή μου». (Συνέντευξη του Θανάση Χατζόπουλου στον Π. Περιστέρη http://www.fortunecity.com/lavendar/kane/51/interview/hatzopoulos/hatzopoulos.html 23/9/2011)

9. Αρκεί η αναφορά στον Πλάτωνα που θεωρούσε τον έρωτα κορυφαίο επίτευγμα σχέσης και γνώσης και στους εκχριστιανισμένους Έλληνες που αναγνώρισαν στον αυθυπερβατικό έρωτα το κορυφαίο υπαρκτικό κατόρθωμα ελευθερίας, για να αναλογισθούμε τη διαχρονικότητα του θέματος. Βλ. την αναλυτική προσέγγιση του Χρήστου Γιανναρά στο βιβλίο του Έξι φιλοσοφικές ζωγραφιές, Ίκαρος, 2011.

10. Χρήστος Γιανναράς, Οντολογία του προσώπου, Ίκαρος, 2016, 6.4.3.

 

(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 25 Ιουνίου 2017)

ΧΡΟΝΟΣ #50, 25 Ιουνίου 2017

Η Κατερίνα Κωστίου είναι Καθηγήτρια στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών. Τον ιδιαίτερο επιστημονικό της χώρο ορίζουν η θεωρία της σάτιρας και της ειρωνείας και η εφαρμογή τους στη λογοτεχνία, καθώς και το θέμα της ταυτότητας των χαρακτήρων στη λογοτεχνία.  
Έχει εκδώσει, μεταξύ άλλων, την Eργογραφία-Bιβλιογραφία του Γ. Θ. Βαφόπουλου, την «Kυπριακή» αλληλογραφία του Γ. Σεφέρη με τον Γ.Π. Σαββίδη, τη μελέτη Παρωδία Eμπαικτική και Παρωδία Παιγνιώδης. O ανώνυμος Σπανός (14ος/15ος αι.) και ο Kανών Περιεκτικός πολλών εξαιρέτων πραγμάτων των εις πολλάς Πόλεις και Nήσους και Έθνη και Zώα εγνωσμένων, του Kωνσταντίνου Δαπόντε (18ος αι.), το λογοτεχνικό έργο του Γιάννη Σκαρίμπα (12 τόμοι), ένα εγχειρίδιο για την Ποιητική της Ανατροπής (Εισαγωγή στην Ποιητική της Aνατροπής: σάτιρα, ειρωνεία, παρωδία, χιούμορ), μελέτες για τη νεοελληνική λογοτεχνία κυρίως του 19ου και του 20ού αιώνα, κριτικές προσεγγίσεις της σύγχρονης ποίησης κ.ά.  
Χωρίς να εγκαταλείπει ποτέ τη μελέτη της σύγχρονης ποίησης καθώς και του έργου του Γιάννη Σκαρίμπα με το οποίο εξακολουθεί να ασχολείται, τα τελευταία πέντε χρόνια έχει στραφεί συστηματικά στην ποίηση του Καβάφη, του οποίου την ποίηση μελετά μέσα από την οπτική του προσωπείου.

Ποιητική διαδρομή τριάντα χρόνων σφραγίζει η συλλογή Φιλί της ζωής του Θανάση Χατζόπουλου, ξετυλίγοντας το νήμα που άρχισε να πλέκει το 1986 με διάφορους τρόπους: στην αρχή με πλέξη απλή, που φανερώνει «καλή και ανάποδη», δίχτυ με όλο και πιο πυκνή ύφανση στην πορεία, κάποτε με κόμπους δυσεπίλυτους έως γριφώδεις, καθώς συχνά προϋποθέτουν μια πνευματική σκευή ανάλογη με τη δική του για να λυθούν· ο ποιητής διερευνά στην ουσία πάντα το ίδιο αίνιγμα: την καταγωγική σύσταση του όντος.

Ό,τι αναδύεται κυρίαρχο είναι το οντολογικό ερώτημα της ανθρώπινης ύπαρξης, ενώ πίσω από τους στίχους αντηχεί η ησιόδεια αντίληψη για το Χάος ως πρωταρχική μήτρα των υπαρκτών, ως προϋπόθεση για να σχηματιστεί η Γη και να εμφανιστεί ο Έρως: η κινητική και συνεκτική των πάντων ενέργεια.