Θεραπεύοντας τις «Κόκκινες ουλές»

Κατερίνα Κωστίου

(Μαίρη Μικέ, Κόκκινες ουλές, μικρές ιστορίες, εκδ. Ίκαρος, 2015)

Ποιος να γυρίσει να μας κοιτάξει, πώς θα κλείσουν οι δικές μας ουλές, ποιος να μας θυμηθεί! Χαρτιά οι ζωές μας σκίζονται, πέτρα μικρή ο θάνατός μας κατρακυλάει βυθίζεται και λησμονιέται, κόκκοι της άμμου τα συναισθήματά μας χάνονται, ξερά πεσμένα φύλλα οι πράξεις μας εξανεμίζονται, στάχτη η λύπη μας σκορπίζει. Μάταιη η αναγκαστική υποταγή μας, μάταιη και η αντίσταση; Όλα ένα πυροτέχνημα που σβήνει στη σιγαλιά της νύχτας; Τι θα μείνει από τη σιωπή της ταπείνωσης και τι από την κραυγή της θυσίας; Κρέμασαν τα βλέφαρα, αναδεύτηκαν τα στήθια, πατήθηκαν τα λουλούδια, πάγωσε η σάλα. Στερνή φορά πριν εξαφανιστούν τις κοίταξα. Τις φώναξα, δεν γύρισαν.

Πώς τα φάρμακα της γραφής μπορούν την ταχύτητα της λήθης να ανακόψουν, πώς μπορούν να ενισχύσουν τις ρίζες της μνήμης για να φυτρώσουν άνθη να ράνουν τις πεφιλημένες κεκοιμημένες!

Μ’ αυτό τον μεικτό, από άποψη εκφοράς, λόγο περατώνεται η τελευταία μικρή ιστορία του βιβλίου Κόκκινες ουλές, με τον πολύσημο τίτλο «Μυστικός νεκρόδειπνος», καθώς τον πληθυντικό λόγο των γυναικών που ηχεί σαν χορός αρχαίας τραγωδίας, διαδέχεται ο λόγος του αφηγητή. Έχοντας ιστορήσει στις δεκαέξι αφηγήσεις που προηγούνται τα πάθη γυναικών που τις συνδέει το κοινό νήμα της ματαίωσης και της πτώσης, στην τελευταία ιστορία ο ομοδιηγητικός αφηγητής μνημειώνει τις κεκοιμημένες γυναίκες που στεγάζονται στις ιστορίες μέσα από ένα προσκλητήριο νεκρών. Σε ένα τελευταίο κείμενο-υφαντό διασταυρώνει τις τύχες τους προτείνοντας υπόρρητα την ανάγνωση των προηγούμενων ιστοριών ως αφηγηματικών μονάδων μιας σπονδυλωτής αφήγησης με θέμα το πληγωμένο θηλυκό σώμα. Αν ο Νεκρόδειπνος του Τάκη Σινόπουλου αποτελεί ένα διαχρονικό μνημόσυνο για τους ανώνυμους ήρωες που χάθηκαν στην Κατοχή, στην Αντίσταση και κυρίως στον Εμφύλιο, ο «Μυστικός νεκρόδειπνος» της Μαίρης Μικέ συνιστά μια ανεστραμμένη Νέκυια: το αφηγηματικό, και στην προκειμένη περίπτωση και δραματικό, προσωπείο δεν ζητά από τις κεκοιμημένες τον δρόμο του νόστου, αλλά τους δίνει έναν νόστο από τον καταποντισμό της Πτώσης στην διά της γραφής σωτηρία.

Με αφηγηματικές τεχνικές εξαντλητικά δοκιμασμένες στο εργαστήριό της, η συγγραφέας αποτυπώνει με τον τρόπο της λογοτεχνίας το μείζον ζήτημα που επί χρόνια ως ερευνήτρια μελετά: την έμφυλη ταυτότητα, και συγκεκριμένα τη γυναικεία ταυτότητα, άρρηκτα συνδεδεμένη με την Ιστορία και την αταβιστική μνήμη της φυλής. Προσωπεία γυναικών που η τύχη τους σφραγίζεται από την Ανάγκη και τη Θυσία, την Απώλεια και τη Βία, γυναίκες-θύματα στο βωμό της εξουσίας στις ποικίλες μεταμορφώσεις της. Γυναίκες διαρκώς ετεροκαθοριζόμενες, στην αναπόφευκτη διάδρασή τους με τον Άλλο, που ζουν στο μεταίχμιο του λόγου και της σιωπής, του στερεότυπου ρόλου και της ιδιοπροσωπίας τους, της αρχέχονης μοίρας και της ανάγκης τους για ελευθερία. Ήδη από το πρώτο εμβληματικό αφήγημα «Εξόριστοι ρόλοι», οι εξόριστες, λόγω πολιτικών φρονημάτων, συναδέλφισσες, μεταφέρονται επί Δικτατορίας στο ακατοίκητο νησί-αναμορφωτήριο προς σωφρονισμό. Μέσα στις οδυνηρές συνθήκες διαβίωσης συλλαμβάνουν την ιαματική ιδέα μιας θεατρικής παράστασης των Τρωάδων, όπου αναπόφευκτα θα υποδυθούν τους κληροδοτημένους από τη βαριά μοίρα της φυλής αναπόδραστους ρόλους: 

Φορτίο αιώνων από αφανισμούς, εξανδραποδισμούς και καταστροφές στοίχειωσε και περνούσε από μπροστά μας. Κουρσεμένες πόλεις και λεηλατημένες ζωές πλήθυναν τη σάρκα μας. Εμείς, η Εκάβη, η Ανδρομάχη, η Κασσάνδρα, η νεκρή συντρόφισσα, το φάντασμα της σφαγμένης Πολυξένης, δώρο το κορμάκι της στον τάφο του Αχιλλέα. Όλες οι Τρωαδίτισσες, αλλοιωμένες από τις καταστροφές, κουρεμένες από το πένθος μαζεύτηκαν∙ έστηναν θρήνο, άναβαν πυρσούς, παραλοϊσμένες από τον άφατο πόνο, έβλεπαν μακριά τα μελλούμενα. 

Με τα παραπάνω λόγια ο ομοδιηγητικός αφηγητής, η εξόριστη Θάλεια, που αναλαμβάνει τον ρόλο της Ανδρομάχης, θα επωμιστεί το βάρος της συνέχειας του αρχαίου μύθου και της Ιστορίας στο παρόν. Οι σύγχρονες Τρωαδίτισσες θα παίξουν στην εντέλεια τους ρόλους τους παρά τη ματαίωση της παράστασης, μεταμφιέζοντας τον δραματικό πυρήνα της ευριπίδειας τραγωδίας σε ένα επεισόδιο της σύγχρονης ιστορίας. 

Ό,τι ακολουθεί υποτάσσεται στον ορίζοντα προσδοκιών, που έχει δημιουργήσει αυτή η πρώτη ιστορία: η ορφανή παρακόρη Αθηνά, που άγουρη έφηβη ακόμη θα ορφανέψει δεύτερη φορά εγκαταλείποντας τον οικείο χώρο της πεδινής πατρίδας της για να ακολουθήσει τον δημόσιο υπάλληλο που της όρισαν για σύζυγο∙ η εξόριστη Ναυσικά που προσπαθεί να φυλακίσει το νόστο και το παρήγορο φως με τα πινέλα της∙ η μετανάστρια Νίκη «φιλοξενούμενη, ξένη, χωρίς ρίζες», με μισή ζωή και στον παλιό και στο νέο τόπο∙ η μεγαλοκοπέλα Ελενίτσα με τον χαμένο έρωτα και την επτασφράγιστη παρθενία∙ η Σταύρωση της μάνας εξαιτίας ενός παλιού βιασμού και το ξανακερδισμένο, μετά την αφήγηση, σώμα της∙ η μουγγή Σταμάτα και ο λιθοβολισμός της από τα αγόρια της γειτονιάς∙ η άγουρη Νατάσα και το φορτίο με τα λαχταριστά κορίτσια που «προορίζονται για το μαγαζί»∙ η Άννα που εγκατέλειψε τη μεγαλούπολη αναζητώντας την αυθεντικότητα του χωριού ανατρέφοντας μελίσσια, για να καταβροχθιστεί τελικά από την εξοντωτική ξενοφοβία της κλειστής κοινωνίας∙ η οικογενειακή γιορτή που φέρνει στην επιφάνεια παλιές πληγές και αμείλικτες σχέσεις∙ η εξορισμένη από την αδυσώπητη ελληνική οικογένεια του συζύγου της Αρετή∙ η άτεκνη θεία Ζωή που επιλέγει να υποστεί άδικα το στίγμα της στειρότητας για να μην πληγώσει τον αντρισμό του συζύγου της∙ η εξανθρωπισμένη τραγική Ραχήλ της Βίβλου∙ η ξεχασμένη στο γηροκομείο Αγγελική∙ η ποθητή και ασυνείδητη Φένια της νύχτας και η μεταστροφή της μπροστά στη δυστυχία του Άλλου. Όλες σφραγισμένες από την εξορία, την απώλεια, τη βία, τον θάνατο. Όλες σημαδεμένες με τις κόκκινες ουλές της εξουσίας.

«Μικρές ιστορίες»: ο αμφίσημος υπότιτλος της συλλογής από τη μια μεριά συνιστά ειδολογική σήμανση, από την άλλη υποδηλώνει την καταγωγή του αφηγηματικού υλικού από τον απέραντο κόσμο της καθημερινότητας, από τον ατελεύτητο κύκλο του αίματος. Μικροαφηγήσεις που συνθέτουν τη μεγάλη αφήγηση της γυναικείας ταυτότητας στη διαχρονία, εξατομικευμένες βιογραφίες που αναδύονται μέσα από τη μεγάλη Ιστορία, η οποία σημαίνεται υπαινικτικά, τόσο μόνο όσο χρειάζεται για να αναδειχτεί ακόμη εναργέστερα το κυρίως θέμα: το πάσχον γυναικείο σώμα.

Κεφάλια στη σειρά, μετεμφυλιακές ανάγκες, μεγάλες οικογένειες αδυσώπητες. Μαλλιά τραβηγμένα, τσίτια προχειροβαλμένα, πουθενά δεν διέγραφαν το κάτισχνο, ρουφηγμένο, υπάκουο σώμα.

Ή αλλού:

Άγονος αχάριστος κλειστός τόπος. Πού να καλλιεργήσεις, πού να θρέψεις; Τόσα στόματα! Έρημα σπίτια μετά το αλληλοφάγωμα. Έκλεισαν οι πόρτες, έκλεισαν οι καρδιές, ασφαλίστηκαν, μόνο η σκόνη έμπαινε.

Ό,τι προβάλλει έκτυπο στον λόγο είναι οι πάσχουσες κεκοιμημένες, οι οποίες ανασύρονται ή επινοούνται από το ρευστό ανοικονόμητο υλικό μιας πάλλουσας συνείδησης για να περάσουν από τη λήθη της ανωνυμίας στην α-λήθεια του λογοτεχνικού κειμένου. Ο φορέας της αφήγησης πότε καταγράφει σαν κάμερα, πότε, πανεπόπτης, εισχωρεί στις μύχιες σκέψεις και το θυμικό των δραματικών προσωπείων, για να υποχωρήσει τελείως, αφήνοντας τις πρωταγωνίστριες να αποθέσουν το τραύμα τους είτε μέσω της αμεσότητας του καλά οργανωμένου πρώτου προσώπου ή ενός θραυσματικού και ελλειπτικού εσωτερικού μονολόγου, είτε μέσω της δραματικότητας του ελεύθερου πλάγιου λόγου. Λόγος πολυεπίπεδος, γεμάτος αμφισημίες που διαστέλλουν το νόημα, φράσεις συνταγμένες έτσι ώστε να κορυφώνουν την ένταση του πάσχοντος προσωπείου, προσωπεία συγκροτημένα με τέτοιον τρόπο ώστε, εκτός από όνομα, να αποκτούν τη διαχρονική εγκυρότητα μιας επαναλαμβανόμενης αναπόδραστης θυσίας που τρέφει και στερεώνει τις τεχνολογίες της εξουσίας. 

Το υπόγειο, υπόρρητο νήμα που συνδέει τις κόκκινες ουλές και η δεξιοτεχνία με την οποία η συγγραφέας τις θεραπεύει –με τη διπλή σημασία: καλλιεργεί και επουλώνει–, όχι μόνον αποτυπώνει την πολύχρονη αναστροφή της με τις σπουδές φύλου και την ουσιαστική σχέση της με τα λογοτεχνικά κείμενα, αλλά και την ανάγκη της να υπερβεί τη διερεύνηση ενός απαιτητικού θεωρητικού πεδίου, μέσα από τη λυτρωτική διαδικασία της δημιουργικής γραφής. Από τη θητεία στην παραδοσιακή πεζογραφία η συγγραφέας θα αντλήσει τις αρετές της πειστικής, ρεαλιστικής αναπαράστασης και από το μοντέρνο μυθιστόρημα την ποιητική πρόζα και τις αφηγηματικές ακροβασίες του θραυσματικού λόγου, τις εναλλαγές αφηγηματικών προσώπων, την ώσμωση των εκμυστηρεύσεων. Βασικά της εργαλεία είναι η μεταφορά και η εικόνα. Η πρώτη συχνά δημιουργεί ρωγμές στο συμπαγές μιας εξπρεσιονιστικής αφήγησης ελαφρώνοντας το βάρος ενός στέρεα γειωμένου θεματικού υλικού. Η δεύτερη συνιστά ένα συστηματικό όχημα αντιθέσεων: ο αναγνώστης κάποτε παρασύρεται σε αναπεπταμένα σαγκαλικά τοπία, απόρροια της ανάγκης διαφυγής των ηρωίδων μέσα από την αναπόληση της χαμένης αθωότητας και της οριστικά απωλεσμένης επιθυμίας: 

Το φως… το φως από παντού… τα πινέλα σου… πώς να το παγιδέψεις εκεί στην άκρη του καμβά… λίγο πιο κάτω χωρίς όρια… ξέφυγε μουτζούρωσε… το ταπεινό γαλάζιο… η ελπίδα κρύφτηκε στα σύννεφα μολυβένια κυπαρίσσια όρθια λυγερά σκούρα… πιο πίσω ανοιχτά λιβάδια αφέσου στην υγρασία… δεν σου χρειάζεται το κόκκινο μην το πιάνεις…

Συχνότερα, όμως, καταδύεται στην ασύλληπτη βία ενός κόσμου σκοτεινού και διαλυμένου:

Βγήκε και ξέρασε στην αφέγγαρη νύχτα δίπλα στους σκουπιδοτενεκέδες. Ξεχείλισαν οι κουβάδες με τα κόκκαλα, σπασμένα μπουκάλια, μισοφαγωμένες μπριζόλες, ωμά σαπισμένα κρέατα, φλούδες από φρούτα, άδεις συσκευασίες∙ γάτες σκαρφάλωναν με βουλιμία στο σωρό και την κοίταζαν με μάτια που φωσφόριζαν στο σκοτάδι. Κρύωνε στο καταχείμωνο με γυμνούς ώμους. Πήρε δυο βαθιές ανάσες, γεμισαν τα πνευμόνια της από μπόχα, έκανε κουράγια, κοιτάχτηκε στον σπασμένο καθρέφτη, το πρόσωπο χίλια κομμάτια, κατάφερε να περάσει τα πανιασμένα χείλη της με ένα βαθυκόκκινο κραγιόν σαν το χυμένο αίμα και ξαναμπήκε μέσα.

Η σωρευμένη πείρα και η γνώση θα διοχετευθούν στις διόλου σπάνιες γνωμικές αποτυπώσεις: 

Ανάμεσα στο όνομα και στο χάος ο άντρας. 

Προορισμός αθέλητος ο έρωτας;

Τον λόγο συνέχει ένας συστηματικά επανερχόμενος μουσικός ρυθμός, απόρροια του εξαιρετικά επεξεργασμένου λόγου. Όταν οι ανάγκες της αφήγησης το απαιτούν, ο λόγος ξετυλίγεται με παρατακτικές προτάσεις, όπου η προτεραιότητα δίνεται στο ρήμα, κορυφώνοντας την ένταση:

Σκίστηκε το παραπέτασμα του ουρανού, πατήθηκε ο θάνατος, σβήστηκε η αμαρτία, λύθηκε η κατάρα, άνοιξε ο παράδεισος και λουσμένη μέσα στο φως πρόβαλε η μάνα της, με ξανακερδισμένο το σώμα της, μετά τη Σταύρωση.

Άλλοτε πάλι, η ρηματική εκφορά υποχωρεί για να υπερισχύσει το ουσιαστικό και να αναδειχθεί το επίθετο το οποίο κατέχει ιδιαίτερα σημαίνουσα θέση στη ρητορική της Μικέ, καθώς συχνά είναι ο φέρων άξονας της δομής ή το σημείο αιχμής του νοήματος:

Στο κατώφλι της πόρτας τα ίδια μαλλιαρά χέρια, το ίδιο βλέμμα την κάρφωνε, το νέο αφεντικό. […] Γέλια, καθρέφτες, είδωλα γύρω τριγύρω, φωνές τσιριχτές βουητό…

Παρόμοια και η στίξη ακολουθεί τη ρυθμική αγωγή του λόγου, που άλλοτε αποκτά το εύρος του κάμπου ή το πλάτος της θάλασσας όπου ξετυλίγεται η ζωή των ηρωίδων, άλλοτε συρρικνώνεται για να αποδώσει, μινιμαλιστικός και έντονος, την απώλεια, τη στέρηση, το πένθος. 

Πώς να μιλήσω γι’ αυτή τη ζωή, πώς να ραγίσω τη σιωπή, πώς να εκτεθώ και να βγω από την αφάνεια; Δυο τρεις αράδες μονάχα για μένα στις γραφές γι αυτές γραμμένες μέσα από τα μάτια κάποιου άλλου. 

Τα παραπάνω λόγια διατυπώνει το φάσμα της βιβλικής Ραχήλ, που αγωνιά να διασώσει τη δική της αλήθεια, να καταθέσει το δικό της «αραχνοϋφαντο ύφασμα» στο ομώνυμο αφήγημα: 

Πώς να ξαναπιάσω το νήμα της αφήγησης από κει που το είχα αφήσει; Από πού να ξεκινήσω και τι να καταγράψω; Τι να αφήσω και τι να πάρω, τι να αποκλείσω και τι να συμπεριλάβω; Πώς να μιλήσω γι’ αυτή την οδυνηρή σχέση ανάμεσα στην εξομολόγηση και την απόκρυψη, την ταπεινότητα και τη φιλαυτία; Πώς να κανακέψω αυτή την εξαγριωμένη βούληση που θέλει όλα να τα ξεράσει και την ίδια στιγμή ξέρει πως δεν μπορεί να το κάνει; Μια μορφή απελευθέρωσης είναι αυτή η αφήγηση που προσπαθώ να υφάνω, με φέρνει όμως αντιμέτωπη με τη σκλαβιά μου. 

Ποια είναι τα όρια των φωνών στο παραπάνω απόσπασμα; Ποιο είναι το μερτικό της Ραχήλ και ποιο της συγγραφέως; Πόσο κρύβει και πόσο αποκαλύπτει το αφηγηματικό και δραματικό προσωπείο; 

Δεν μπορεί να αποκαλύψει κανείς παρά κρύβοντας: υφάντρα ψυχών η συγγραφέας των κόκκινων ουλών ξέρει καλά να χειρίζεται και το στημόνι και το υφάδι της αφήγησης, να υφαίνει σχέδια που κρύβουν ευλαβικά τις διακειμενικές επιστρώσεις του νήματος και τη θεωρητική δεσιά του, στερεώνοντας τα μοτίβα της με κόμπους Ιστορίας καλά κρυμμένους μέσα στην ύφανση∙ και υφαίνοντας τολμηρά και στέρεα, δίχως ακκισμούς και αγκυλώσεις, τις «μικρές ιστορίες» της να αφηγείται την ιστορία του πάσχοντος θηλυκού σώματος και να προκαλεί τους εσωτερικούς κραδασμούς που η μόνο η καλή λογοτεχνία γνωρίζει να προκαλεί αλλά και να θεραπεύει. 

 

(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 12 Ιανουαρίου 2017)

ΧΡΟΝΟΣ #45, 12 Ιανουαρίου 2017

Η Κατερίνα Κωστίου είναι Καθηγήτρια στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών. Τον ιδιαίτερο επιστημονικό της χώρο ορίζουν η θεωρία της σάτιρας και της ειρωνείας και η εφαρμογή τους στη λογοτεχνία, καθώς και το θέμα της ταυτότητας των χαρακτήρων στη λογοτεχνία.  
Έχει εκδώσει, μεταξύ άλλων, την Eργογραφία-Bιβλιογραφία του Γ. Θ. Βαφόπουλου, την «Kυπριακή» αλληλογραφία του Γ. Σεφέρη με τον Γ.Π. Σαββίδη, τη μελέτη Παρωδία Eμπαικτική και Παρωδία Παιγνιώδης. O ανώνυμος Σπανός (14ος/15ος αι.) και ο Kανών Περιεκτικός πολλών εξαιρέτων πραγμάτων των εις πολλάς Πόλεις και Nήσους και Έθνη και Zώα εγνωσμένων, του Kωνσταντίνου Δαπόντε (18ος αι.), το λογοτεχνικό έργο του Γιάννη Σκαρίμπα (12 τόμοι), ένα εγχειρίδιο για την Ποιητική της Ανατροπής (Εισαγωγή στην Ποιητική της Aνατροπής: σάτιρα, ειρωνεία, παρωδία, χιούμορ), μελέτες για τη νεοελληνική λογοτεχνία κυρίως του 19ου και του 20ού αιώνα, κριτικές προσεγγίσεις της σύγχρονης ποίησης κ.ά.  
Χωρίς να εγκαταλείπει ποτέ τη μελέτη της σύγχρονης ποίησης καθώς και του έργου του Γιάννη Σκαρίμπα με το οποίο εξακολουθεί να ασχολείται, τα τελευταία πέντε χρόνια έχει στραφεί συστηματικά στην ποίηση του Καβάφη, του οποίου την ποίηση μελετά μέσα από την οπτική του προσωπείου.

«Μικρές ιστορίες»: ο αμφίσημος υπότιτλος της συλλογής από τη μια μεριά συνιστά ειδολογική σήμανση, από την άλλη υποδηλώνει την καταγωγή του αφηγηματικού υλικού από τον απέραντο κόσμο της καθημερινότητας, από τον ατελεύτητο κύκλο του αίματος. Μικροαφηγήσεις που συνθέτουν τη μεγάλη αφήγηση της γυναικείας ταυτότητας στη διαχρονία, εξατομικευμένες βιογραφίες που αναδύονται μέσα από τη μεγάλη Ιστορία, η οποία σημαίνεται υπαινικτικά, τόσο μόνο όσο χρειάζεται για να αναδειχτεί ακόμη εναργέστερα το κυρίως θέμα: το πάσχον γυναικείο σώμα.

Δεν μπορεί να αποκαλύψει κανείς παρά κρύβοντας: υφάντρα ψυχών η συγγραφέας των κόκκινων ουλών ξέρει καλά να χειρίζεται και το στημόνι και το υφάδι της αφήγησης, να υφαίνει σχέδια που κρύβουν ευλαβικά τις διακειμενικές επιστρώσεις του νήματος και τη θεωρητική δεσιά του, στερεώνοντας τα μοτίβα της με κόμπους Ιστορίας καλά κρυμμένους μέσα στην ύφανση∙ και υφαίνοντας τολμηρά και στέρεα, δίχως ακκισμούς και αγκυλώσεις, τις «μικρές ιστορίες» της να αφηγείται την ιστορία του πάσχοντος θηλυκού σώματος και να προκαλεί τους εσωτερικούς κραδασμούς που η μόνο η καλή λογοτεχνία γνωρίζει να προκαλεί αλλά και να θεραπεύει.