Ένας μεταφραστικός/φιλολογικός άθλος

Κατερίνα Κωστίου

Η Ιστορία της Γερμανικής Λογοτεχνίας. Από τις αρχές της ως σήμερα.

University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2016, σελ. 939.
Μετάφραση, επιμέλεια, σχόλια και πίνακες: Κυριακή Χρυσομάλλη-Henrich

Παρά το γεγονός ότι η νεοελληνική λογοτεχνία αρδεύτηκε κυρίως από την Ιταλία και τη Γαλλία, κινήματα όπως ο γερμανικός ρομαντισμός και συγγραφείς όπως ο Bertolt Brecht είχαν καθοριστική επίδραση στην εξέλιξή της. Αρκεί κανείς να αναφέρει τη μείζονα περίπτωση του Σολωμού και τον ρόλο που έπαιξαν στη διαμόρφωση της ποιητικής θεωρίας και του έργου του οι μεταφράσεις του Ν. Λούντζη – φιλοσοφικών, θεωρητικών, κριτικών και λογοτεχνικών γερμανικών κειμένων. Τελευταία, η μελέτη των πολιτισμικών δικτύων και των ανταλλαγών ή μεταφορών που αυτά δημιουργούν οδηγούν στην εμβριθέστερη γνώση μας των επιμέρους επιδράσεων, όπως, για παράδειγμα, η διευρεύνηση της σύστασης του εννοιακού δικτύου φιλίας που συνδέει την Κέρκυρα με την Ευρώπη, όπως αποτυπώνεται στο παράδειγμα των μεταφράσεων από τα έργα του Novalis. (Constanze Güthenke, «Αναζητώντας Ευρωπαίους φίλους – Γερμανικές επιδράσεις στον Διονύσιο Σολωμό» http://www.eens-congress.eu/?main__page=1&main__lang=de&eens Congress_cmd=showPaper&eensCongress_id=352). 

Παρά την παραδοσιακά ισχυρή παρουσία της Γαλλίας και της Ιταλίας στην Ελλάδα και την όψιμη ηγεμονία της αγγλικής και της αμερικανικής λογοτεχνίας, η έλλειψη έργων αναφοράς, που να εξοικειώνουν το ελληνικό αναγνωστικό κοινό με τη γερμανική λογοτεχνία, φαίνεται πως ήταν ιδιαίτερα αισθητή, αν κρίνει κανείς από την επανέκδοση το 2009 της ξεπερασμένης Ιστορίας της Γερμανικής Λογοτεχνίας του Ουώλτερ Τόμας, σε μετάφραση από τα γαλλικά του Γιώργου Σερούιου (Ελευθερουδάκης, 1931), με την οποία είχε ξεπεραστεί η παλαιότερη μετάφραση της αντίστοιχης Ιστορίας του Φίλμαρ, από τον Κλέωνα Ραγκαβή, που είχε κυκλοφορήσει στην Αθήνα το 1906. Και παρά το γεγονός ότι οι μεταφράσεις γερμανόφωνων λογοτεχνικών έργων έχουν αυξηθεί κατά πολύ τα τελευταία χρόνια, ένα έργο συνολικής θεώρησης της γερμανικής λογοτεχνίας εξακολουθούσε για πολλά χρόνια να αποτελεί βασικό ζητούμενο της συγκριτικής φιλολογίας.

Η ανάγκη για μια Ιστορία της Γερμανικής Λογοτεχνίας ενημερωμένη, ευσύνοπτη και μεταφρασμένη από έναν επαρκή μελετητή της γερμανικής και της ελληνικής λογοτεχνίας ήρθε να καλυφθεί, με χορηγία του Ινστιτούτου Goethe, από μια καλαίσθητη και εντυπωσιακή έκδοση του University Studio Press: πρόκειται για ένα σύνθετο και πολύμοχθο έργο, που ανέλαβε και έφερε σε πέρας η Κυριακή Χρυσομάλλη-Henrich, της οποίας η επιστημονική ταυτότητα μας είναι γνωστή, εκτός από τις μελέτες της για τις αφηγηματικές τεχνικές της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας, από τη μετάφραση του θεωρητικού βιβλίου του Franz Stanzel, Θεωρία της αφήγησης (1999), το οποίο πλούτισε σημαντικά τον ετερόφωρο εγχώριο θεωρητικό λόγο. Πρόκειται όχι μόνο για έμπειρη μελετήτρια της νεοελληνικής λογοτεχνίας, αλλά και για δοκιμασμένη μεταφράστρια, αφού εκτός από το παραπάνω θεωρητικό βιβλίο έχει μεταφράσει και μυθιστορήματα της Christa Wolf και του Siegfried Lenz, ενώ έχει εκδώσει και ελληνο-γερμανικό και γερμανο-ελληνικό λεξικό (1993) και μια δίγλωσση παρουσίαση των έργων του Ψυχάρη (2010). Όπως παρατηρεί ο Βάλτερ Πούχνερ που προλογίζει την έκδοση, «χάρη στον μεταφραστικό αυτόν άθλο, η ελληνική βιβλιογραφία αποκτά ένα έγκυρο και πλούσιο εχειρίδιο σ’ έναν τομέα όπως η ιστορία της γερμανικής λογοτεχνίας, που δεν βρίσκεται και δεν βρισκόταν ποτέ στην πρώτη γραμμή των συγκριτικών ενδιαφερόντων της ελληνικής φιλολογίας». 

Αλλά ποιες είναι οι ιδιαιτερότητες αυτής της έκδοσης που την καθιστά πολύτιμη για όσους αναγνώστες ενδιαφέρονται για τη γερμανική λογοτεχνία και για τους μελετητές της λογοτεχνίας γενικότερα; Η επιλογή της ευρύτατα γνωστής Ιστορίας της Γερμανικής Λογοτεχνίας από τις αρχές της ως σήμερα, του εκδοτικού οίκου Mezler, οφείλεται στο γεγονός ότι αποτελεί κλασικό βοήθημα για τους μελετητές της γερμανόφωνης λογοτεχνίας από τις απαρχές της ώς το 2008, που έγινε η έβδομη έκδοση, όπως μας πληροφορεί η μεταφράστρια στον πρόλογό της. Βασικό προσόν του εκτενέστατου αλλά και ευσύνοπτου αυτού πονήματος συνιστά η πολυφωνία του, αφού τα δεκαπέντε κεφάλαια που το απαρτίζουν γράφτηκαν από έντεκα μελετητές, ειδικούς κάθε φορά στη συγκεκριμένη περίοδο. Αλλά η πολυφωνία συνιστά, παράλληλα, και μεγάλη δυσκολία για τον μεταφραστή, καθώς καλείται να υποτάξει τις υφολογικές ιδιαιτερότητες έντεκα διαφορετικών συγγραφέων σε μια ενιαία αφήγηση που να ενοποιεί, χωρίς να ισοπεδώνει τη διαφορετικότητα. Η γλωσσική παιδεία της μεταφράστριας αποτυπώνεται στην κατάκτηση μιας ενιαίας αφηγηματικότητας που μεταμορφώνει όλο αυτό το δυσχειραγώγητο υλικό σε ένα ευχάριστο ανάγνωσμα.

Η Ιστορία καλύπτει ένα πολύ μεγάλο χρονικό άνυσμα, από τον Μεσαίωνα έως τη λογοτεχνική παραγωγή μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών το 1989, και συνιστά ένα αξιόπιστο εργαλείο καθώς, εκτός από τη γνώση των συγγραφέων και των έργων τους, αποτυπώνει τις ιδιαιτερότητες της γερμανικής λογοτεχνίας σε ζητήματα περιοδολόγησης ή πρόσληψης αισθητικών κινημάτων, οι οποίες δεν είναι γνωστές στον μη ειδικό έλληνα μελετητή. Οι διαφορές αποτυπώνονται και στην ασυμβατότητα και στα κενά που εύλογα προκύπτουν ανάμεσα σε δύο διαφορετικά συστήματα σκέψης και δύο έτερους πολιτισμούς. Τα κενά αυτά κάλυψε η μεταφράστρια με ένα άλλο εργώδες εγχείρημα, καθώς με διακόσιες οκτώ υποσημειώσεις ύφανε ουσιαστικά έναν συνεκτικό ιστό με ευάγωγα συμφραζόμενα και αναλογίες ανάμεσα στις δύο λογοτεχνίες. Πρόκεται για μια ουσιαστική προσπάθεια που αφορμίζεται από τη βαθύτερη επιθυμία της να δώσει ένα φιλικό οδηγό εξοικείωσης του έλληνα αναγνώστη με τη γερμανική λογοτεχνία. Καρπός αυτής της προσπάθειας είναι όχι μόνο οι υποσημειώσεις που αναφέρονται στη γερμανική ιστορία και πολιτική, τις οποίες δεν γνωρίζει αρκετά ο έλληνας αναγνώστης και οι οποίες είναι απαραίτητες για την επαρκή πρόσληψη του λογοτεχνικού φαινομένου, αλλά και οι συγκριτικοί πίνακες που συστοιχίζουν γεγονότα της γερμανικής πολιτικής και πνευματικής ιστορίας με την ελληνική από το 2000 π.Χ. έως το 2009 μ.Χ. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Έλληνας αναγνώστης μπορεί να τοποθετήσει τα λογοτεχνικά έργα σε ένα οκείο πλαίσιο το οποίο δημιουργείται χάρη στη γέφυρα που του προσφέρει η μεταφράστρια.

Ένα συνηθισμένο πρόβλημα, με το οποίο μοιραία έρχεται αντιμέτωπος κανείς όταν μεταφράζει κείμενα για την ιστορία της λογοτεχνίας και την κριτική, είναι η απόδοση της ορολογίας. Ιδίως στις περιπτώσεις ειδικής ορολογίας το πρόβλημα παρουσιάζεται άλυτο και αυτό είναι μια τεράστια δυσκολία, γνωστή σε όποιον έχει ασχοληθεί έστω και ελάχιστα με μετάφραση θεωρητικού ή κριτικού λόγου. Ένα καλό παράδειγμα δημιουργικού τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν οι δυσκολίες, που και η ίδια η μεταφράστρια σχολιάζει, αφορά την έννοια stabreim. Πρόκειται για τον «αρχαιότερο γερμανικό στίχο παρηχήσεων οι οποίες αφορούν μόνο το αρχικό σύμφωνο κάθε άρσης». Ο αυστηρός αυτός στίχος, τον οποίο ο Ξ.Α. Κοκόλης ονομάζει «ομοίαρκτο ή ομοιοκάταρκτο» δεν απαντά σε καμία φάση της ελληνικής ποίησης. Η Χρυσομάλλη εξηγεί ότι προτίμησε να τον αποδώσει με τη λέξη «ομοιόαρκτος» κατ’ αναλογίαν προς τους όρους «ομοιοκατάληκτος» ή «ομοοτέλευτος». 

Ένα άλλο βασικό πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπιστεί ήταν η έλλειψη μεταφράσεων για πάνω από χίλια έργα, από διάφορες φάσεις της γερμανικής λογοτεχνίας, έλλειψη που συμπληρώθηκε από μεταφράσεις της ίδιας. Στην πραγματικά δυσθεώρητη αυτή δυσκολία η μεταφράστρια είχε αρωγό τον σύντροφό της Günther Steffen Henrich, φυσικό ομιλητή της γερμανικής γλώσσας και ομότιμο Καθηγητή της Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας. Αλλά και η μετάφραση τίτλων σε συνδυασμό με τη βιβλιογραφική ακρίβεια δημιούργησε πολλά προβλήματα, αφού πολλές φορές, ιδίως για πολυμεταφρασμένους συγγραφείς, όπως ο Μπρεχτ ή ο Κάφκα, η πολυτυπία των τίτλων έπρεπε να μεταφερθεί αυτούσια, ακόμη και αν επρόκειτο για εμφανώς ατυχείς μεταφράσεις.

Όπως η ίδια εξηγεί στον πρόλογο, οι δυσκολίες ήταν ποικίλες και παρά το γεγονός ότι συζήτησε πολλές αμφιβολίες της με ειδικούς σε διάφορα ζητήματα, δεν υπήρχε ομοφωνία ανάμεσα στις απόψεις που συνέλεξε, με αποτέλεσμα να φτάνει εκεί από όπου ξεκίνησε: να υιοθετεί τη λύση στην οποία την οδηγούσε η επιστημονική και η γλωσσική της ευαισθησία. Στη δική της φιλοπονία και εμβρίθεια, άλλωστε, οφείλεται και ο Πίνακας όρων και εννοιών, που προστίθεται στην ελληνική μετάφραση, χωρίς να υπάρχει στο γερμανικό πρωτότυπο. Οι έλληνες μελετητές της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας απέκτησαν ένα ουσιαστικό βοήθημα-οδηγό για την εξοικείωσή τους μαζί της, σε μια εποχή που η ευρωπαϊκή σύγκλιση είναι περισσότερο απαραίτητη παρά ποτέ. Ας ευχηθούμε ότι αυτή η εργώδης έκδοση θα προκαλέσει έναν γόνιμο διάλογο για ζητήματα που πάντα διχάζουν τους συγκριτολόγους.

 

(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 15 Noεμβρίου 2016)

ΧΡΟΝΟΣ #43, 15 Νοεμβρίου 2016

Η Κατερίνα Κωστίου είναι Καθηγήτρια στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών. Τον ιδιαίτερο επιστημονικό της χώρο ορίζουν η θεωρία της σάτιρας και της ειρωνείας και η εφαρμογή τους στη λογοτεχνία, καθώς και το θέμα της ταυτότητας των χαρακτήρων στη λογοτεχνία.  
Έχει εκδώσει, μεταξύ άλλων, την Eργογραφία-Bιβλιογραφία του Γ. Θ. Βαφόπουλου, την «Kυπριακή» αλληλογραφία του Γ. Σεφέρη με τον Γ.Π. Σαββίδη, τη μελέτη Παρωδία Eμπαικτική και Παρωδία Παιγνιώδης. O ανώνυμος Σπανός (14ος/15ος αι.) και ο Kανών Περιεκτικός πολλών εξαιρέτων πραγμάτων των εις πολλάς Πόλεις και Nήσους και Έθνη και Zώα εγνωσμένων, του Kωνσταντίνου Δαπόντε (18ος αι.), το λογοτεχνικό έργο του Γιάννη Σκαρίμπα (12 τόμοι), ένα εγχειρίδιο για την Ποιητική της Ανατροπής (Εισαγωγή στην Ποιητική της Aνατροπής: σάτιρα, ειρωνεία, παρωδία, χιούμορ), μελέτες για τη νεοελληνική λογοτεχνία κυρίως του 19ου και του 20ού αιώνα, κριτικές προσεγγίσεις της σύγχρονης ποίησης κ.ά.  
Χωρίς να εγκαταλείπει ποτέ τη μελέτη της σύγχρονης ποίησης καθώς και του έργου του Γιάννη Σκαρίμπα με το οποίο εξακολουθεί να ασχολείται, τα τελευταία πέντε χρόνια έχει στραφεί συστηματικά στην ποίηση του Καβάφη, του οποίου την ποίηση μελετά μέσα από την οπτική του προσωπείου.

Παρά το γεγονός ότι οι μεταφράσεις γερμανόφωνων λογοτεχνικών έργων έχουν αυξηθεί κατά πολύ τα τελευταία χρόνια, ένα έργο συνολικής θεώρησης της γερμανικής λογοτεχνίας εξακολουθούσε για πολλά χρόνια να αποτελεί βασικό ζητούμενο της συγκριτικής φιλολογίας.