Δωμάτια μνήμης: Η Λούλα Αναγνωστάκη κι εμείς

Δήμητρα Κονδυλάκη

Ένα δωμάτιο, όσο μικρό ή μεγάλο κι αν είναι, άδειο ή γεμάτο, φωτεινό ή σκοτεινό καταλήγει πάντα να είναι ένας ολόκληρος κόσμος. Χώρος απόστασης από την πραγματικότητα αλλά και χώρος όπου η πραγματικότητα διεισδύει μέσα από το προσωπικό βλέμμα, μοιάζει με τον χώρο του θεάτρου. Ακόμα περισσότερο δε, με το θέατρο της Λούλας Αναγνωστάκη, θέατρο εσωτερικού απ’ όπου συχνά δεν μπορεί να διαφύγει κανείς, που αντανακλά το βάρος της ιστορίας μέσα απ’ το φίλτρο του τραύματος. «Τα μονόπρακτα έχουν μια βαθύτερη ενότητα», έγραφε ο Παναγιώτης Μουλλάς με αφορμή την πρώτη παράσταση της τριλογίας της Πόλης από το Θέατρο Τέχνης – το εμβληματικό ελληνικό θέατρο του 20ού αιώνα που μας έμαθε την εγγύτητα με τη θεατρική σκηνή και την εργαστηριακή προσήλωση στον (ψυχικό) χώρο του εσωτερικού. «Όχι μόνο ο χρόνος, αλλά και ο τόπος, εξασφαλίζει τον απαραίτητο εσωτερικό τους άξονα. Μια πόλη του βορρά, η Θεσσαλονίκη –βροχερή στα δύο πρώτα μονόπρακτα, ηλιόλουστη στο τρίτο– είναι το φυσικό τους πλαίσιο. Και θα ’ξιζε, ακόμα, να προσέξει κανείς τον κυριαρχικό ρόλο του κλειστού χώρου: πάντα υπάρχει κάποιος που δεν βγαίνει έξω ποτέ».(1)

Αυτή η κυριαρχία του κλειστού, ονειρικού χώρου –που είναι πολύ έντονη και στο θέατρο του Παραλόγου με το οποίο η Αναγνωστάκη συνομιλεί ευθέως, ιδίως στα πρώτα της έργα–, καθοδήγησε τη σκέψη μας στη σύλληψη της ιδέας της έκθεσης.

Θέλαμε εξαρχής η «έκθεση» αυτή να είναι κάτι παραπάνω από μια απλή παράθεση φωτογραφιών και τεκμηρίων αλλά ένας ζωντανός κόσμος που μας κινητοποιεί ως ενεργητικούς αναγνώστες, που φέρνει στο επίκεντρο την εμπειρία του έργου μέσα από το βλέμμα και το σώμα του καθενός μας. Θέλαμε μ’ άλλα λόγια να μετατοπίσουμε το ενδιαφέρον από μία ιστοριογραφική σε μία βιωματική διάσταση, που πάει πέρα από την καθιερωμένη εικόνα της δραματουργού και τα στερεότυπα της νεοελληνικής ηθογραφίας με τα οποία συνδέθηκε, για να υπογραμμίσει πόσο ανοιχτά είναι τα έργα της και σε νέες αναγνώσεις. 

Καλούμε  λοιπόν, τον επισκέπτη να την γνωρίσει εκ νέου, να σταθεί, να ακούσει, να αφουγκραστεί μέσα από την περιπλάνηση στο εσωτερικό μιας «θεατρικής πόλης» με δύο όψεις και δύο ξεχωριστές διαδρομές. Μια εξωτερική που αναφέρεται στις παραστάσεις των έργων της σε μια πορεία σχεδόν εξήντα χρόνων, από το 1965 μέχρι σήμερα. Και μια εσωτερική που αναφέρεται στην ίδια τη γραφή της Αναγνωστάκη και στο πώς τη διαβάζουμε εμείς σήμερα. 

«Είναι τιμιότερο για ένα συγγραφέα να υπερτιμά το κοινό του παρά να καλλιεργεί ενσυνείδητα μια πνευματική αδράνεια»,(2) γράφει η Αναγνωστάκη. Αυτή η έκκληση για ενεργοποίηση του θεατή αντανακλάται πάνω απ’ όλα στην υπεροχή της γραφής έναντι του μηνύματος που είναι καθοριστική στη δραματουργία της. Μας καλεί να γράψουμε το δικό μας έργο διαβάζοντας, να σκεφτούμε πιο βαθιά, να μην παγιδευτούμε σε μια πρώτη ανάγνωση. 

Δεν είναι τυχαίο ότι σε μια εποχή, αμέσως μετά τη δικτατορία, που το νεοελληνικό θέατρο ταυτίζεται ιδεολογικά με την Αριστερά χαράζοντας ξεκάθαρα και οριστικά περιγράμματα, η οπτική της Αναγνωστάκη θολώνει κάθε είδους δοξολογία της ουτοπίας και των υπερασπιστών της. Όχι όμως προσδοκώντας να μοιράσει ευθύνες, αλλά αφήνοντας τα ίδια τα πρόσωπα, με τις αντιφάσεις τους να την καθοδηγήσουν. Πάνω κι από την Ιστορία, μοιάζει να λέει, βρίσκεται η ανθρώπινη κατάσταση, δηλαδή η ναυτία της ύπαρξης με φόντο το αμετάκλητο του θανάτου. 

«Παίζω το ρόλο ενός χαφιέ» σημειώνει για τον Θύμιο στα συγκλονιστικά χειρόγραφα που μας παρέδωσε ο Θανάσης Χειμωνάς – εξηγητικοί μονόλογοι για την ερμηνεία των προσώπων της Νίκης, του κορυφαίου έργου της. «Θα πρέπει να ’μαι αποκρουστικός, έχω στην πλάτη μου δυο φόνους και ποιος ξέρει πόσες καταδόσεις, έχω κάψει κόσμο και κοσμάκη, είμαστε όλη η οικογένεια χαφιέδες από πάππου προς πάππον. Όμως στο έργο βγαίνω συμπαθητικός κι αυτό ίσως προκαλεί συζητήσεις... Απλώς πιστεύω πως ο άνθρωπος αυτός που σε λίγο πρόκειται να πεθάνει, δεν μπορεί παρά να είναι άξιος λύπης. Ο θάνατος όπως και να το κάνουμε είναι το σοβαρότερο γεγονός στη ζωή μας. Όλος μου ο ρόλος είναι μια απολογία. Μια απολογία μπροστά σ’ αυτούς τους δύο που έρχονται να με πάρουν και να με εκτελέσουν. (...) Ο μονόλογος αυτός αλλαγμένος θα μπορούσε να είναι μια απολογία οποιουδήποτε ανθρώπου που θα αντιμετώπιζε ωμά τον θάνατο, οποιοδήποτε θάνατο». Η ενσυναίσθηση που «περνά» μέσα από τη γραφή οδηγεί την Αναγνωστάκη πέρα από μια στενά πολιτική ή ταξική –αξιοποιήσιμη ιδεολογικά εντέλει– ερμηνεία. 

Παρά τις αισθητικές τους διαφορές, σ’ αυτό μοιάζει να συναντιέται απολύτως με την οπτική του Γιώργου Χειμωνά: «Θεωρώ ότι οι ήρωες του Χειμωνά είναι πιο γεμάτοι, πιο απλωμένοι, σε σχέση με τους δικούς μου ήρωες που είναι πιο καθημερινοί, έστω κι αν φαίνονται να οδεύουν προς έναν μη καθημερινό κόσμο. Οι ήρωες του Χειμωνά είναι συγκροτημένοι, ο μικρόκοσμός τους δεν έχει την τεράστια σημασία που αποκτά για τους δικούς μου, ένας μικρόκοσμος που τελικά τους μεταβάλλει σε παρανάλωμά του. Το δράμα όμως τόσο για τους ήρωες του Χειμωνά όσο και για τους δικούς μου είναι ακριβώς το ίδιο»(3). Ποιο είναι αυτό; Ας τολμήσουμε να το συνοψίσουμε σε μια δική της φράση: «Η αγωνία για μια αληθινή ζωή», όπως το διατυπώνει αναφερόμενη στον Παύλο, τον χαρακτήρα της στην Κασέτα: «Μπορεί ο ήρωάς μου αυτός να είναι ένας άνθρωπος αγράμματος, το γεγονός όμως ότι καταγράφει σε μια κασέτα την αγωνία του για μια αληθινή ζωή του δίνει ένα μέγεθος που είναι συστατικό στοιχείο του ίδιου του Χειμωνά αλλά και των ηρώων του»(4). Μοιάζει κι εκείνη να εμπιστεύεται εξίσου τη διαδικασία της γραφής, να γνωρίζει «με ποιο τρόπο ωριμάζει εντός σου η σκέψη, η ιδέα, οι εικόνες κυρίως − γιατί ο λόγος είναι εικόνα −, πώς ύστερα φτάνεις σε ένα σημείο κύησης και στο τέλος πώς παραδίδεσαι στο ίδιο το κείμενο»(5) − με όχημα τον ζωντανό, νευρικό, άμεσο λόγο που ζητάει η σκηνή.

Δώδεκα δωμάτια, δώδεκα σκηνογραφημένοι χώροι όσοι και τα έργα της Λούλας Αναγνωστάκη, μας ζητούν να παραδοθούμε κι εμείς σ’ ένα βιωματικό τρόπο ανάγνωσης για να προσεγγίσουμε τον ψυχισμό των ηρώων και τον μηχανισμό της κατασκευής τους. Η πόλη, Η διανυκτέρευση, Η παρέλαση, Η συναστροφή, Αντόνιο ή το μήνυμα, Η νίκη, Η κασέτα, Ο ήχος του όπλου, Διαμάντια και μπλουζ, Το ταξίδι μακρυά, Ο ουρανός κατακόκκινος, Σ’ εσάς που με ακούτε. Μέσα από θραύσματα αναμνήσεων, τις λέξεις, τις αναφορές, τα βιώματα που είναι πλεγμένα με το υλικό των ονείρων, οδηγούμαστε να αναπλάσουμε κάτι ολόκληρο, τον κόσμο του έργου. 

Το δωμάτιο είναι λοιπόν ο ένας πόλος της έκθεσης – η περίκλειστη σκηνή όπου διαδραματίζεται η ιστορία. Ο άλλος είναι η μνήμη – ο αγωγός μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, συλλογικού και ατομικού, πραγματικότητας και φαντασίας, που ενεργοποιείται από το ίχνος των στοιχείων, των εικόνων, των ήχων που κάθε δωμάτιο περιέχει. Κανείς δεν μπορεί απόλυτα να ελέγξει τον μηχανισμό της μνήμης – πότε ξυπνάει, πότε χάνεται, πότε οδηγεί στη σύνθεση, πότε στην αποσύνθεση, πότε στη συνάντηση και πότε στον αποχωρισμό. Και σε κανένα κοινό βίωμα δεν ταυτίζεται η μνήμη των προσώπων που σφράγισε.

«Το πιο σημαντικό στη μνήμη –και γι’ αυτό τον λόγο η μνήμη λειτουργεί με τόσο μεγάλη δύναμη– είναι το τραύμα. Το τραύμα δεν είναι η δύσκολη εμπειρία, το επώδυνο που βιώνω. Οι επώδυνες εμπειρίες δεν είναι αναγκαστικά τραυματικές. Το τραύμα είναι εκείνο που δεν μπορώ να ταξινομήσω, δεν μπορώ να μιλήσω γι’ αυτό, δεν μπορώ να το νοηματοδοτήσω, αυτό το οποίο διαταράσσει τη λειτουργία της μνήμης».(6)

Αγγίζοντας την περιοχή του τραύματος, το θέατρο της Λούλας Αναγνωστάκη αποσιωπά και αποκαλύπτει, φέρνει στην επιφάνεια την παραμόρφωση όπου έχει οδηγήσει η ταύτιση με ληγμένα κοινωνικά μοντέλα, απονεκρωμένες ιδεολογίες, ματαιωμένες σχέσεις, ανθρωποφαγικές οικογένειες. Αναδιατάσσει με τον τρόπο του τραύματος το σήμερα και το χθες, πλησιάζει το ανείπωτο εκείνο σημείο που πονάει περισσότερο, σαρκάζει τον φόβο, την ατολμία και την υποκρισία του «μέσου όρου», ξεδιπλώνει τον ζωτικό πόθο για ζωή που κάθε φορά διαψεύδεται ή καίγεται άδοξα στη συνάντηση της προσωπικής με τη μεγάλη Ιστορία. 

Με τα «δωμάτια μνήμης» επιχειρούμε μια υποθετική αναπαράσταση, όχι μόνο της αίσθησης του κάθε έργου αλλά και της νοητικής συνθήκης που το γέννησε. Με οδηγό πάντα τα ίδια τα έργα αλλά και τα μοναδικά τεκμήρια, χειρόγραφα, ηχογραφήσεις, φωτογραφίες που η αρχειακή έρευνα έφερε στο φως, δοκιμάζουμε να μπούμε στο εργαστήρι του συγγραφέα – της διεισδυτικής και εκφραστικής, διαισθητικής και πηγαίας, ακατάτακτης και σπαρακτικά υποκειμενικής δημιουργού που υπήρξε η Λούλα Αναγνωστάκη. 

Δοκιμάζουμε δηλαδή να μπούμε στη λογική μιας γραφής που δεν φωτογραφίζει, δεν ηθογραφεί αλλά διαστέλλει την πραγματικότητα. Προχωράει από το καθημερινό στην αποκάλυψη ενός άλλου μεγέθους. Όπως έγραφε ο Γιώργος Μιχαηλίδης με αφορμή τη Συναστροφή, η Αναγνωστάκη φέρνει το στοιχείο της ποίησης στο ελληνικό θέατρο. Δεν είναι ό,τι ονομάζουμε «ποιητικό θέατρο», «είναι ωστόσο φορτισμένο μ’ ό,τι ονομάζουμε ποίηση».(7) Και δεν υπάρχει ίσως μεγαλύτερη επιβεβαίωση αυτής της ποιότητας από την αναγνώριση ενός μεγάλου ομοτέχνου, του Ιάκωβου Καμπανέλλη: «Η δουλειά της δεν είναι απλώς κάτι παραπάνω στη σειρά των άλλων καλών ελληνικών έργων, αλλά κάτι παραπέρα. (...) Αγγίζει ένα χώρο τόσο προχωρημένο, τόσο πέρα από την επιφάνεια του ρεαλιστικού, του κοινωνικού, του ψυχολογικού, που αν δεν κάνω λάθος κανείς στο ελληνικό θέατρο δεν πλησίασε».

Η έκθεση θα έχει εκπληρώσει τον σκοπό της αν ο κάθε επισκέπτης μοιραστεί μαζί μας αυτή την πορεία ενσυναίσθησης και ξεκλειδώσει το έργο της μέσα από τα δικά του βιώματα, τις δικές του μνήμες και τα δικά του τραύματα.  

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Παναγιώτης Μουλλάς  στο: Κύκλος ελληνικών έργων. Η διανυκτέρευση. Η πόλη. Η παρέλαση (μονόπρακτα Λούλας Αναγνωστάκη), Πρόγραμμα της παράστασης του έργου, Θέατρο Τέχνης, 1965.

2. Λούλα Αναγνωστάκη, “Ο συγγραφέας να υπερτιμά το κοινό του”, Συνέντευξη στην εφημερίδα Δράση (1965). Αναδημοσιεύτηκε στα Θεατρικά τετράδια 3, ό.π., σελ. 9.

3. «Ο δάσκαλός μου, ο μαθητής μου». Συνέντευξη που παραχώρησαν η Λούλα Αναγνωστάκη και ο Μάνος Καρατζογιάννης στον Θανάση Νιάρχο, Τα Νέα, 18-19.01.2014. Αναδημοσιεύεται στο: Μάνος Καρατζογιάννης, Στην Πόλη της Λούλας Αναγνωστάκη, Εκδόσεις Σοκόλη, σελ. 88-89.

4.  Στο ίδιο.

5. Γιώργος Χειμωνάς, «Συνέντευξη στον Αλέξη Σταμάτη», Η Καθημερινή, 14 Νοεμβρίου 1999.

6.  Αντώνης Λιάκος, «Τι είναι μνήμη;», στο: Το παρελθόν στο παρόν. Μνήμη, ιστορία και αρχαιότητα στη σύγχρονη Ελλάδα (επιμ. Νίκος Παπαδημητρίου - Άρης Αναγνωστόπουλος), Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2017, σελ. 40.

7.  Γιώργος Μιχαηλίδης, «Για τη Συναστροφή και τον Αντόνιο», Αναδημοσίευση από το βιβλίο Νέοι έλληνες θεατρικοί συγγραφείς (Εκδ. Κάκτος, Αθήνα, 1975), στο: Θεατρικά τετράδια 3, ό.π., σελ. 11.

 

(Πρώτη δημοσίευση: ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ της αναδρομικής έκθεσης «ΔΩΜΑΤΙΑ ΜΝΗΜΗΣ. Περιπλάνηση στον κόσμο της Λούλας Αναγνωστάκη», 3 Ιουνίου - 19 Ιουλίου 2018)

ΧΡΟΝΟΣ #62, 9 Ιουνίου 2018

Πρώτη δημοσίευση:
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ της αναδρομικής έκθεσης
«ΔΩΜΑΤΙΑ ΜΝΗΜΗΣ.
Περιπλάνηση στον κόσμο της Λούλας Αναγνωστάκη»,
3 Ιουνίου - 19 Ιουλίου 2018


Η Δήμητρα Κονδυλάκη είναι Σύμβουλος της καλλιτεχνικής διεύθυνσης στο Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου και Επιμελήτρια της έκθεσης.


ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
 
Συμπόσιο για το θέατρο της Λούλας Αναγνωστάκη
11/06/2018 στις 17:00 (Υποχώρος: Α)

Γιάννης Μόσχος
Η πόλη
της Λούλας Αναγνωστάκη
10/06 έως 12/06/2018 στις 21:00 (Υποχώρος: Β)

Ρούλα Πατεράκη
Εργοτάξιο Λούλα Αναγνωστάκη – Η λευκή παράσταση
Μεταδραματουργία στα κείμενα της Λούλας Αναγνωστάκη
17/06 έως 19/06/2018 στις 21:00 (Υποχώρος: Β)

Ρούλα Πατεράκη
Εργοτάξιο Λούλα Αναγνωστάκη – Η κόκκινη παράσταση
Μεταδραματουργία στα κείμενα της Λούλας Αναγνωστάκη
17/06 έως 19/06/2018 στις 21:00 (Υποχώρος: Ε)
 

Το δωμάτιο είναι ο ένας πόλος της έκθεσης – η περίκλειστη σκηνή όπου διαδραματίζεται η ιστορία. Ο άλλος είναι η μνήμη – ο αγωγός μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, συλλογικού και ατομικού, πραγματικότητας και φαντασίας, που ενεργοποιείται από το ίχνος των στοιχείων, των εικόνων, των ήχων που κάθε δωμάτιο περιέχει. Κανείς δεν μπορεί απόλυτα να ελέγξει τον μηχανισμό της μνήμης – πότε ξυπνάει, πότε χάνεται, πότε οδηγεί στη σύνθεση, πότε στην αποσύνθεση, πότε στη συνάντηση και πότε στον αποχωρισμό.

«Το πιο σημαντικό στη μνήμη –και γι’ αυτό τον λόγο η μνήμη λειτουργεί με τόσο μεγάλη δύναμη– είναι το τραύμα. Το τραύμα δεν είναι η δύσκολη εμπειρία, το επώδυνο που βιώνω. Οι επώδυνες εμπειρίες δεν είναι αναγκαστικά τραυματικές. Το τραύμα είναι εκείνο που δεν μπορώ να ταξινομήσω, δεν μπορώ να μιλήσω γι’ αυτό, δεν μπορώ να το νοηματοδοτήσω, αυτό το οποίο διαταράσσει τη λειτουργία της μνήμης.»

Αγγίζοντας την περιοχή του τραύματος, το θέατρο της Λούλας Αναγνωστάκη αποσιωπά και αποκαλύπτει, φέρνει στην επιφάνεια την παραμόρφωση όπου έχει οδηγήσει η ταύτιση με ληγμένα κοινωνικά μοντέλα, απονεκρωμένες ιδεολογίες, ματαιωμένες σχέσεις, ανθρωποφαγικές οικογένειες. Αναδιατάσσει με τον τρόπο του τραύματος το σήμερα και το χθες, πλησιάζει το ανείπωτο εκείνο σημείο που πονάει περισσότερο, σαρκάζει τον φόβο, την ατολμία και την υποκρισία του «μέσου όρου», ξεδιπλώνει τον ζωτικό πόθο για ζωή που κάθε φορά διαψεύδεται ή καίγεται άδοξα στη συνάντηση της προσωπικής με τη μεγάλη Ιστορία.