«Σαν να έφυγε ένας δικός μας άνθρωπος» – Ricardo Piglia (1940-2017)

Ελένη Κεφάλα

there’s a bluebird in my heart that
wants to get out
but I’m too clever, I only let him out
at night sometimes
when everybody’s asleep.

 

24 Μαρτίου 1967. Ο Emilio Renzi σημειώνει στο ημερολόγιό του: «Βλέπω κριτικά κάποιες αποφάσεις που πήρα στη ζωή μου σχετικά με το μέλλον της λογοτεχνίας μου. Για παράδειγμα το να ζω χωρίς τίποτα, χωρίς περιουσία, χωρίς υλικά αγαθά που να με καθηλώνουν και να με δεσμεύουν. Για μένα το να επιλέγεις σημαίνει να ξεφορτώνεσαι κάτι, να αφήνεις κατά μέρος. Αυτός ο τρόπος ζωής καθορίζει το στυλ μου, απογυμνωμένο, ευκίνητο. Πρέπει να είσαι σβέλτος, έτοιμος να αφήσεις τα πάντα και να αποδράσεις». Η φωνή του Emilio Renzi, το alter ego του Ricardo Emilio Piglia Renzi, σίγησε την Παρασκευή, 6 Ιανουαρίου 2017. Tον Σεπτέμβριο του 2013 ο συγγραφέας διαγνώσθηκε με αμυοτροφική πλευρική σκλήρυνση (ALS) που σταδιακά θα οδηγούσε σε γενική παράλυση. Από τότε, στόχος του ήταν να οργανώσει και να εκδώσει το ημερολόγιό του (ένα γιγαντιαίο έργο που ξεκίνησε το 1957 και που το 2013 αριθμούσε πλέον πάνω από τριακόσια τετράδια) σε τρεις τόμους, με τίτλο Los diarios de Emilio Renzi. Οι πρώτοι δύο, που καλύπτουν την περίοδο 1957-1975, κυκλοφορούν ήδη από τις εκδόσεις Anagrama, ενώ ο τρίτος αναμένεται να εκδοθεί φέτος.

Γεννημένος το 1940 στο Αδρογκέ (Adrogué), μια μικρή πόλη είκοσι τρία χιλιόμετρα νότια του Μπουένος Άιρες, ο Piglia θεωρείται σήμερα ο σημαντικότερος Αργεντινός συγγραφέας της γενιάς του και ένας από τους πιο σημαντικούς της σύγχρονης ισπανόφωνης λογοτεχνίας. Το 2009 ετοιμάσαμε με τον Γιάννη Πατίλη για το Πλανόδιον ένα αφιέρωμα με διηγήματα και δοκίμιά του, μαζί με κάποιες σημειώσεις από την πρώτη μας συνάντηση σε μια συνοικιακή καφετέρια του Μπουένος Άιρες. Αργότερα του έστειλα ένα αντίτυπο του αφιερώματος. «Αγαπητή Ελένη», μου γράφει, «συγγνώμη που άργησα να σου απαντήσω, είχα πολλή δουλειά, αρχικά στην Ισπανία και μετά στο Princeton, όπου μόλις έχουν ξεκινήσει τα μαθήματα [...]. Έλαβα το αντίτυπο του αφιερώματος και το έχω φυλάξει ανάμεσα στα πιο πολύτιμα υπάρχοντά μου... γιατί δεν μπορώ να διαβάσω τίποτα (έκανα λατινικά και όχι ελληνικά στο πανεπιστήμιο), παρόλο που μπορώ να υποψιαστώ τι λένε τα διηγήματα... ». 

Στο αφιέρωμα μπορεί κανείς να βρει ένα αρκετά εκτενές βιογραφικό του συγγραφέα, όπως επίσης και ένα σύντομο εισαγωγικό σημείωμα για το έργο του. Εδώ απλά αναφέρω ότι στο διάστημα 2011-2015, ο Piglia απέσπασε τρία διεθνή λογοτεχνικά βραβεία: το Premio Rómulo Gallegos για το μυθιστόρημά του Νυχτερινός στόχος (2011), το Premio Iberoamericano de Narrativa Manuel Rojas (2013) και το Prix Formentor (2015), που πενήντα τέσσερα χρόνια πριν ο συμπατριώτης του Jorge Luis Borges είχε μοιραστεί με τον Samuel Beckett. 

Το 2015 ο Piglia εμφανίζεται ανώνυμα ως «Ασθενής 106» στην ιστοσελίδα της εταιρείας Genervon Biopharmaceuticals που κατασκευάζει το GM604, ένα φάρμακο που επιβραδύνει την εξέλιξη της νόσου. Σύμφωνα με την αναφορά της Genervon, ο «εβδομηντατετράχρονος Αργεντινός» και «Ομότιμος Καθηγητής Αμερικανικού Πανεπιστημίου» φαίνεται να επικοινωνεί πλέον αποκλειστικά με συσκευή Tobii, η οποία εντοπίζει το βλέμμα του χρήστη και μεταφέρει τις κινήσεις των ματιών στην οθόνη ενός έξυπνου υπολογιστή. Ο συγγραφέας καταφέρνει να δουλεύει πυρετωδώς 8-9 ώρες τη μέρα μεταγράφοντας τα ημερολόγια του Emilio Renzi με τη συμβολή της βοηθού του, Luisa Fernández. Η περίπτωση του Piglia, που σε μια συνέντευξη το 1984 είχε πει σχεδόν προφητικά πως «η πραγματικότητα είναι υφασμένη με μυθοπλασίες», φέρνει στο νου ένα κείμενο του Borges. Αναφέρομαι στο διήγημα «Το μυστικό θαύμα», όπου ο χρόνος σταματά για τον Τσέχο συγγραφέα, Jaromir Hladík, καθώς αυτός βρίσκεται μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα των Ναζί. Στην πραγματικότητα, ενώ η εκτέλεσή του γίνεται την καθορισμένη ώρα, στο μυαλό του Hladík κυλά ένας ολόκληρος χρόνος, γεγονός που του επιτρέπει να ολοκληρώσει την ημιτελή τραγωδία του Οι εχθροί. Τον Δεκέμβριο του 2015 και αφού του έχει χορηγηθεί το GM604, ο Piglia γράφει στην σύντροφό του, Beba Eguía, μέσω της Tobii: «Αισθάνομαι καλύτερα [...]. Η κίνηση των ποδιών μου είναι καλύτερη και καλυτερεύει συνέχεια. Ελπίζω [...] να καταφέρω να αναπνέω χωρίς σωλήνα και έπειτα να μπορέσω να μιλήσω. Εύχομαι να ανακτήσω τη χρήση του δεξιού χεριού για να είμαι σε θέση να διαβάζω και να γράφω μόνος μου, αλλά η διαδικασία είναι αργή. Εννοείται πως θέλω πολύ να περπατήσω [...] και κάνω ό,τι είναι δυνατόν για να γίνω καλύτερα. [...] Έχω πολύ καλή διάθεση και είμαι αισιόδοξος». 

Ο Piglia ποτέ δεν κατάφερε να ανακτήσει την κίνηση του δεξιού χεριού του, αλλά μπόρεσε να ολοκληρώσει, όπως ο Hladík, ένα έργο ζωής σε ελάχιστο χρόνο. Έμαθα για τον θάνατό του την επομένη από τη Soledad, μια φίλη από την Ουρουγουάη που εκείνες τις μέρες βρισκόταν στη Βαρκελώνη. Κοιτάω αμέσως στα αρχεία μου και βρίσκω το αφιέρωμα. Ενστικτωδώς ψάχνω τη γυναίκα-μηχανή στο διήγημα «Η νήσος». Είναι η Ana Livia Plurabelle, ένα «μαγνητοφώνο διπλής εισδοχής» που έφτιαξε ένας εξόριστος Ιρλανδός με το όνομα Nolan όταν ναυάγησε στη «νήσο του Φίνεγκανς», μια γλωσσική ουτοπία όπου «ἡ ἔννοια τοῦ συνόρου εἶναι χρονικὴ καὶ τὰ ὅριά του κλίνονται ὅπως οἱ χρόνοι ἐνὸς ρήματος». Η Ana Livia «διαβάζει τὶς σκέψεις τοῦ συζύγου της (Νόλαν) καὶ τοῦ μιλᾶ ἐνῶ αὐτὸς εἶναι νεκρὸς (ἢ κοιμισμένος), μονάχη στὸ νησὶ γιὰ χρόνια, ἐγκαταλειμμένη σὲ μιὰ πέτρα, μὲ τὶς κόκκινες ταινίες καὶ τὰ καλώδια καὶ τὸ μεταλλικὸ πλαίσιο στὸν ἥλιο». Στο μυαλό μου έρχεται ο Piglia Hladík Nolan που, συνδεδεμένος με την Tobii και έναν έξυπνο υπολογιστή, ξενυχτά μεταγράφοντας τα 327 τετράδια του Emilio Renzi, μέχρι που η εικόνα του γίνεται ένα με εκείνη της γυναίκας-μηχανής με τις ταινίες και τα καλώδια: «Μὲ τὸ τέλος τοῦ ἕκτου χρόνου στὴν ἐξορία, ὁ Νόλαν ἔχασε κάθε ἐλπίδα πὼς θὰ διασωζόταν κι ἄρχισε νὰ μὴν κοιμᾶται καὶ νά ’χει ψευδαισθήσεις καὶ νὰ ὀνειρεύεται πὼς ξενυχτοῦσε τὶς νύχτες ἀκούγοντας τὸν ἀσύρματο καὶ γλυκὸ ψίθυρο τῆς φωνῆς τῆς Ἄννα Λίβια».

Την περασμένη Πέμπτη επικοινώνησα μετά από καιρό με τον Γιάννη για να του πω τα νέα. Δεν είχε ακούσει τίποτα. «Σαν να έφυγε ένας δικός μας άνθρωπος», μου γράφει. Δεν έχω διαβάσει ακόμη τα ημερολόγια, αλλά σύντομα θα το κάνω. Θα ξενυχτήσω ακούγοντας τη φωνή του Ricardo Piglia που απέδρασε, αφήνοντας πίσω του τον απογυμνωμένο λόγο του Emilio Renzi και μια πραγματικότητα που ολοένα γίνεται μυθοπλασία. 

Ουάσινγκτον, 20 Ιανουαρίου 2017

 

(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 22 Ιανουαρίου 2017)

ΧΡΟΝΟΣ #45, 22 Ιανουαρίου 2016


Φωτογραφία: Daniel Mordinsky




Η Ελένη Κεφάλα είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του St Andrews της Σκωτίας. Σπούδασε βυζαντινή και νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστημίου Κύπρου και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές (MPhil, PhD) στη συγκριτική και ισπανόφωνη λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Cambridge με υποτροφίες από το Cambridge και τα Ιδρύματα Ωνάση και Λεβέντη. Έχει λάβει ερευνητικές υποτροφίες από το Πανεπιστήμιο της Pennsylvania (2004-2005), το Arts and Humanities Research Council του Ηνωμένου Βασιλείου (2012-2013) και το Dumbarton Oaks, Harvard (2016-2017). Η έρευνά της επικεντρώνεται σε θέματα νεωτερικότητας, μεταποικιακής θεωρίας, αισθητικής και ιστορίας των ιδεών. Έχει εκδώσει μία μονογραφία για τον ελληνικό και αργεντίνικο μοντερνισμό και έχει επιμεληθεί τον τόμο Negotiating Difference in the Hispanic World που πραγματεύεται ζητήματα πολιτισμικής ταυτότητας και αισθητικής στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Έχει δημοσιεύσει εκτενώς σε διεθνή ακαδημαϊκά περιοδικά και έχει δώσει ομιλίες, σεμινάρια και διαλέξεις στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και την Λατινική Αμερική. Στην ποίηση πρωτοεμφανίστηκε το 2007 με τη συλλογή Μνήμη και παραλλαγές (Πλανόδιον). Το βιβλίο της Χρονορραφία (2013), που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη, απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (Κύπρος). Έχει εκπροσωπήσει την Κύπρο στα διεθνή φεστιβάλ ποίησης Voix de la Méditerranée (Lodève, 2009) και Voix Vives (Sète, 2015), όπως επίσης και στον 2ο Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Περίπατο (Αθήνα, 2015). Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, ιταλικά, τουρκικά και βουλγαρικά.

Eleni Kefala is Senior Lecturer in Latin American literature and culture at the University of St Andrews. She holds a BA from Cyprus, and an MPhil and PhD from Cambridge. She has also held a number of prestigious fellowships, including a Mellon Postdoctoral Fellowship at the University of Pennsylvania (2004-2005), an AHRC Early-Career Fellowship (2012-2013) and a Dumbarton Oaks Fellowship at Harvard (2016-2017). Her research focuses on issues of cultural modernity, intellectual history, postcolonial theory and avant-garde aesthetics, and spans a range of media, including literature, photography, painting and film. Among her publications are a monograph on crosscurrents in Argentine and Greek modernisms, an edited volume on cultural identity in Spanish America since 1492, and more than a dozen articles in international front-rank journals. She has given invited talks and participated in conferences in Europe, USA and Latin America, and has acted as external assessor for a number of academic bodies, among them, the University of Buenos Aires, the National University of Ireland and the Council for the Humanities of the Netherlands. She is also the author of two poetry books. Her debut poetry collection Memory and Variations (2007) was shortlisted for the prestigious Diavazo Literary Awards (First Book Award) and her second book Chronorrhaphy (2013) won the National Prize for Poetry (Cyprus). She has represented Cyprus in international literary festivals in France and Greece.