WALKABOUT

Τάκης Κατσαμπάνης

(απόσπασμα)

...

Μια μέρα μιλούσα με τους γείτονες, είχαμε κάνει ένα μικρό πηγαδάκι έξω απ’ το σπίτι μου και μόλις με είδε με φώναξε από μακριά αλλά χωρίς να πλησιάσει, μάλλον δεν ήθελε να ενοχλήσει την ομήγυρη, οι γείτονες όμως ένιωσαν λίγο άβολα όταν είδαν τον ξεδοντιάρη Αβορίγινα να με χαιρετάει με οικειότητα. Ο κύκλος άνοιξε λίγο, υπήρχε αμηχανία. Με είχαν δει να μιλάω με τις ώρες στους καπουτσίνους μοναχούς με τα μακριά καφέ άμφια, στο αστικό καθολικό μοναστήρι που βρισκόταν δίπλα μου, τους σοκολατένιους άγγελους, όπως τους έλεγαν τα παιδιά.

Ο μετανάστης στην αρχή, πριν εγκατασταθεί στον νέο του τόπο για τα καλά, είναι δισυπόστατος, συνομιλεί με διαφορετικές ταυτότητες. Ελίσσεται, λόγος ικανός να προκαλέσει καχυποψία. Οι γείτονές μου με έβλεπαν να συναλλάσσομαι με ανθρώπους που ήταν αόρατοι γι’ αυτούς και καμιά φορά να μιλάω σε μια γλώσσα με ανοιχτά φωνήεντα που δεν καταλάβαιναν. Ο κακός μου γείτονας με κοίταζε τόσο φθονερά, αλλά εγώ δεν ένιωθα καμία ικανοποίηση απ’ αυτό. Ε, εσύ, κοίτα μέσα μου πόση ταραχή κρύβει το μεγάλο μου σώμα. Αντίθετα εγώ θέλω κάτι από τη δραστήρια ζωή σου. Ο κακός μου γείτονας, ο καλός μου δάσκαλος.

Η απουσία του Βρας με καταδίκασε σε έναν φανταστικό διάλογο μαζί του. Με είχε απορρίψει, παιδέψει, αδικήσει, αλλά εγώ δεν είχα άλλον, δεν είχα άλλη επιλογή να αποκρυσταλλώσω τις δικές μου αντιλήψεις παρά μόνον εκείνον. Κρατούσε μια διαρκή απάντηση χωρίς να το ξέρει. Ίσως και εγώ για εκείνον μια εμπειρία.

χειμώνας με ήλιο στο πάρκο Μπαισεντένιαλ, Γκλιμπ

Αναβάλλω την κρίση, δεν γνωρίζω πια τον αληθινό μου εαυτό, τον αντάλλαξα για λίγη άνοση αγάπη.
Έπιασα να τον βρω και ερήμωσα ό,τι μου τον θύμιζε, δεν τη χωρά ο νους μου τέτοια ανάμιξη. Εγώ λοιπόν τον τιμωρώ με την έσχατη ανάληψη, γιατί μου βγαίνει αγάπη;

Άρχισα πάλι το περπάτημα. Δρόμοι πανέμορφοι, μεγάλοι αλλά άψυχοι. Έψαχνα κάτι αντιστικτικό, έμπαινα σε ερείπια, κάτω από γέφυρες, στις  ελάχιστες στοές, κάτι βρώμικο, μυστικό, αστικό, στις γειτονιές των αυτοχθόνων, στο Μπλοκ, την κακόφημη γειτονιά του κέντρου, εκεί όπου σύχναζε ο Ταχτσής τα χρόνια που έζησε αυτοεξόριστος και εκδιδόμενος στην πόλη. Έψαχνα για κάτι αδρό, ακατέργαστο· με έσωζε στο τέλος ο ωκεανός. 

παραλία Κούτζι

Σε αυτήν τη δίνη, 
σε αυτήν τη δίνη, 
την περιστροφή της άδειας ομορφιάς, 
βλαστημάω τον μισό μου εαυτό 
που έχει ακόμα την ψυχή.

 

Καμιά φορά, κλείνοντας τα μάτια σχηματιζόταν μέσα στο μαύρο πέπλο ένα πρόσωπο γυναικείο, νεανικό, που δεν το είχα δει ποτέ πριν, μια ήρεμη γλυκιά κοπέλα με μαζεμένα ξανθά μαλλιά, μια αναγεννησιακή φιγούρα. Η καλή μου νεράιδα. Κρατούσα το πρόσωπό της ζωντανό όσο μπορούσα και της έλεγα: «πόσο καιρό θα καίει αυτό το πράγμα, τι σόι φωτιά είναι αυτή που όσο απομακρύνεσαι τόσο σε καίει;»

Δούλευα και περπατούσα λοιπόν σε δρόμους φαρδείς, μεγάλους, με γραμμική διαρρύθμιση που διακοπτόταν ευτυχώς από τους λόφους σε μια πιο απρόβλεπτη και κυκλική ρυμοτομία. Οι μεγάλοι δρόμοι έκοβαν τις γειτονιές, ούτε να φανταζόταν κάποιος να παραβεί, θα τον έβρισκαν αμέσως. Η επιτήρηση ήταν αδιάλειπτη, τεχνολογική αλλά και ταυτόχρονα εσωτερικευμένη, ως αυτοπειθαρχία. Η διακυβέρνηση ήταν μια θεότητα αδιαμφισβήτητη, μια θεότητα σχεδόν μεσαιωνική, που δημιουργούσε ταυτότητες, υποκείμενα, και την ίδια στιγμή τους όρους υποταγής τους.  Η εσωτερική κατήχηση έθετε όχι μόνο τα όρια δράσης, αλλά και σκέψης και πιο πέρα φαντασίας. Η γλυκιά ατομικότητα έθετε σαν προϋπόθεση την υποταγή σε μια εξωτερική δύναμη αδιαπραγμάτευτη. Το πολίτευμα: η τυραννία του χρήσιμου.

Είχα μεγάλη ελευθερία δράσης, απαλλαγμένος από τη διακυβέρνηση της μητρόπολης. Ωστόσο, έπρεπε να πολιτευθώ μέσα από πολύπλοκους και ασαφείς μηχανισμούς ενσωμάτωσης. Εγώ σαν αφετηρία της πολιτικής ήξερα μόνο την ακυβερνησία.

Εκεί στη μεθόριο βρισκόμουν σε τέλεια γύμνια, κατακρημνιζόμενος διαρκώς, διαφανής και τρελός, ανέστιος, αφελής, μανιακός, ένας λυκάνθρωπος που χτύπαγε πόρτες στο χωριό...

 

(Απόσπασμα από το βιβλίο του Τ. Κατσαμπάνη «Walkabout». ΧΡΟΝΟΣ, 30 Απριλίου 2017)

ΧΡΟΝΟΣ #48, 30 Απριλίου 2017