Οι συνομιλίες για την επίλυση του Κυπριακού στο σταυροδρόμι

Αλέξης Ηρακλείδης

Οι συνομιλίες για το Κυπριακό έχουν προσωρινά σταματήσει λόγω της νέας προσπάθειας εκτροχιασμού των συνομιλιών από την πλευρά των εθνικιστών-απορριπτικών (με το Ψήφισμα της Κυπριακής Βουλής να εορτάζεται το δημοψήφισμα για την ένωση του 1950). Η αρχική τρικλοποδιά ήταν η κατάργηση των εγγυήσεων και η άμεση αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και μάλιστα ως sine qua non (το γνωστό εσκεμμένο ατόπημα του Νίκου Κοτζιά). Σήμερα οι απορριπτικοί στη Λευκωσία και στην Αθήνα μπορούν να συγχαίρουν τους εαυτούς ότι τα κατάφεραν, εκτροχιάζοντας τις διαπραγματεύσεις, κάνοντας τον Ερντογάν έξαλλο με το θέμα των εγγυήσεων και τον Ακιντζί έξαλλο με το θέμα του ψηφίσματος για την ένωση. Ωστόσο ο εκτροχιασμός μπορεί να είναι προσωρινός και οι δύο ηγέτες να ξεπεράσουν το νέο εμπόδιο που τους έβαλαν. Αν και είμαι βέβαιος ότι κάτι άλλο θα σκαρφιστεί η απορριπτική σχολή, και από τις δύο πλευρές της πράσινης γραμμής και στην Αθήνα και την Άγκυρα. 

Οι μεν απορριπτικοί Τούρκοι και Τουρκοκύπριοι καλά κάνουν τη δουλειά τους αφού δεν θέλουν λύση και επιδιώκουν την οριστική διχοτόμηση του νησιού και την παραμονή των τουρκικών στρατευμάτων. Οι απορριπτικοί όμως Ελληνοκύπριοι και Έλληνες (η σχολή Κοτζιά ‒ Ζαχαράκη) τι κάνουν; Δεν αντιλαμβάνονται ότι με τη στάση τους είναι, άθελά τους, οι καλύτεροι σύμμαχοι των απορριπτικών της άλλης πλευράς, και με το ναυάγιο των συνομιλιών η οριστική διχοτόμηση γίνεται βεβαιότητα;

Με τις συνομιλίες σε σταυροδρόμι, ίσως ήρθε η στιγμή για μία ευρύτερη ενατένιση του Κυπριακού και των προσπαθειών επίλυσης.

Για την επίλυση του Κυπριακού, πέραν από τις αρχικές συνομιλίες Ελλάδας-Τουρκίας του τέλους του 1958 και των αρχών του 1959, οι οποίες οδήγησαν στις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, έχουν λάβει χώρα πολλές διακοινοτικές συνομιλίες υπό την αιγίδα ή με μεσολάβηση του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, από το 1968 μέχρι σήμερα, χωρίς όμως κανένα απτό αποτέλεσμα. Έχει αποτελέσει για όλους τους Γενικούς Γραμματείς του ΟΗΕ από το 1964 (με πρώτο τον Ου Θαντ μέχρι σήμερα) μεσολαβητικό κόλαφο. Σε σύγκριση με άλλες παρεμφερείς μακρόβιες συγκρούσεις, όπως το Παλαιστινιακό, το Κουρδικό ή το Κασμίρ, το Κυπριακό φαντάζει απλό και ξεκάθαρο ως θέμα, με λιγότερους πρωταγωνιστές και σαφείς εκατέρωθεν θέσεις. Ίσως γι’ αυτό ο ένας μετά τον άλλο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, μεσολαβητής του ΓΓ ή άλλος μεσολαβητής (π.χ. ο Αμερικάνος διπλωμάτης Χόλμπρουκ), πίστευαν ότι θα το επιλύσουν, μία πρόκληση που τους φαινόταν σχεδόν παιχνιδάκι, έχοντας υπόψη τις άλλες περιφερειακές διενέξεις, όμως όλοι στο τέλος απέτυχαν. 

Έτσι μέχρι σήμερα υπάρχουν μόνο δύο συμφωνημένα κείμενα, οι δύο συμφωνίες Μακαρίου-Ντενκτάς το 1977 και Κυπριανού-Ντενκτάς το 1979, με τις οποίες είχε αποφασιστεί ότι η επίλυση και επανένωση του νησιού θα κινηθεί στα πλαίσια μίας διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, δηλαδή όχι στα πλαίσια μίας ενιαίας Κύπρου όπως επιζητούσαν μέχρι τότε οι Ελληνοκύπριοι υπό τον Μακάριο (και επιζητούν σήμερα οι απορριπτικοί εθνικιστές Ελληνοκύπριοι). 

Κατόπιν αυτών και μετά από έξι δεκαετίες διακοινοτικών συνομιλιών και μεσολαβήσεων του ΟΗΕ (και άλλων) τίθεται το εύλογο ερώτημα γιατί το Κυπριακό δεν επιλύεται; Πολλοί αναλυτές, από το 1974 και μετά, έχουν προσπαθήσει να εντοπίσουν τους λόγους για τη μη επίλυση του Κυπριακού. Κατά τη γνώμη μου εννέα λόγοι αποτελούν βασικά εμπόδια στην επίλυση μέχρι και σήμερα: 

(1) Ο εκατέρωθεν εθνικισμός και οι εθνικές/εθνοτικές ταυτότητες.

(2) Το ασυμβίβαστο των αντίστοιχων επιδιωκόμενων λύσεων στο πρόβλημα.

(3) Η κοινωνικο-ψυχολογική διάσταση (στερεότυπα του εχθρού, δαιμονοποίηση, θυματοποίηση κ.λπ.), κυρίως τα εκατέρωθεν βαθιά τραύματα, η αίσθηση απειλής και η έλλειψη εμπιστοσύνης ως προς τις πραγματικές προθέσεις της άλλης πλευράς.

(4) Η μη αποδοχή της ταυτότητας του Άλλου, δηλαδή η ουσιαστική μη αναγνώριση.

(5) Ο αρνητικός ρόλος του εσωτερικού παράγοντα (ηγεσία, κόμματα).

(6) Η ασυμβίβαστη κανονιστική διάσταση (το ασυμβίβαστο των αρχών που διέπουν το σκεπτικό της κάθε πλευράς).

(7) Το τι συνιστά μια δίκαιη λύση για την κάθε πλευρά, που διαφέρει ριζικά.

(8) Η δυσκολία αποδοχής της ομοσπονδιακής λύσης (ειδικά για τους Ελληνοκυπρίους). 

(9) Ο φόβος σε σχέση με την αλλαγή της υπάρχουσας κατάστασης και η αβεβαιότητα και το ρίσκο που επιφυλάσσει μία επανένωση.

Το 2017 μάλλον θα αποτελέσει τη στιγμή για το τελικό «Μεγάλο Ναι ή το Μεγάλο Όχι» για την επίλυση του Κυπριακού. To «Nαι» θα επιφέρει την επανένωση του νησιού μετά από 54 χρόνια, από το 1964 (ή 44 χρόνια από το 1974). Το «Όχι» είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα επιφέρει την οριστική διχοτόμηση, συναινετική (βελούδινο διαζύγιο) ή ανταγωνιστική. Με άλλα λόγια τυχόν «Όχι» δεν θα παρατείνει, όπως στο παρελθόν τη μη επίλυση, αλλά θα σημάνει μία τελική πολύ δυσάρεστη έκβαση για τους Ελληνοκυπρίους.

Μετά το δραματικό καλοκαίρι του 1974 είχαν παρουσιαστεί διάφορες ευκαιρίες για μη διχοτομική επίλυση, που όμως σκόνταφταν στην αδιαλλαξία της μίας ή της άλλης πλευράς (συνηθέστερα και των δύο πλευρών). Αξίζει να επισημάνουμε ότι στην ιστορία των προσπαθειών επίλυσης του Κυπριακού από τους ίδιους τους Κύπριους (Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους), δηλαδή ξεκινώντας από το 1968, με τις Διακοινοτικές Συνομιλίες Κληρίδη-Ντενκτάς (1968-1974), οι οποίες απέτυχαν λόγω της στάσης του Μακαρίου, μόνο σε δύο περιπτώσεις συνέπεσε οι ηγέτες και των δύο κοινοτήτων να είναι διαλλακτικοί και μη εθνικιστές. Μάλιστα και οι δύο είναι πολύ πρόσφατες, η μία το 2008-2010 με ηγέτες τους Δημήτρη Χριστόφια και Μεχμέτ Αλί Ταλάτ και η δεύτερη σήμερα, από το 2015, με τους Νίκο Αναστασιάδη και Μουσταφά Ακιντζί.

Πριν από τις συνομιλίες Χριστόφια-Ταλάτ είχε προηγηθεί η προσπάθεια επίλυσης των ετών 1999-2004, με αποκορύφωμα το Σχέδιο Ανάν, μία μοναδική ευκαιρία επίλυσης, με το δέλεαρ της ένταξης στην ΕΕ της Δημοκρατίας της Κύπρου και την αποδοχή της υποψηφιότητας της Τουρκίας στην ΕΕ. Στην πενταετή αυτή προσπάθεια είχαν διαμεσολαβητική εμπλοκή, εκτός από τον ΓΓ του ΟΗΕ, η ΕΕ, η Βρετανία και οι ΗΠΑ. Η προσπάθεια αυτή απέτυχε, αρχικά λόγω της αδιαλλαξίας του Ραούφ Ντενκτάς και στη συνέχεια λόγω της αδιαλλαξίας του Τάσσου Παπαδόπουλου, παρόλο που ο τότε νέος Τούρκος πρωθυπουργός Ερντογάν (ο «νηφάλιος Ερντογάν» εκείνης της εποχής) είχε ταχθεί υπέρ της επίλυσης με επανένωση και ομοσπονδιακή λύση (με την καίρια δήλωσή του ότι στο Κυπριακό «η μη λύση είναι μη λύση» αντικρούοντας τη γνωστή ρήση των κυνικών ότι «η μη λύση είναι λύση»). Έτσι τελικά οι Ελληνοκύπριοι με ποδηγέτη τον Παπαδόπουλο τάχθηκαν υπέρ του «Όχι» και οι Τουρκοκύπριοι υπό τον Ταλάτ υπέρ του «Ναι», κάτι που άφησε τη διεθνή κοινότητα εμβρόντητη, με την ευθύνη να βαραίνει βέβαια τους Ελληνοκύπριους.

Το σημερινό «παράθυρο ευκαιρίας» που ξεκίνησε στα μέσα του 2015 φάνηκε ακόμη πιο ελπιδοφόρο από το εγχείρημα Χριστόφια-Ταλάτ, λόγω της μετριοπάθειας των δύο ηγετών, το μεταξύ τους υπάρχον rapport, το γεγονός ότι οι συνομιλίες είναι αυτή τη φορά αυστηρά ενδοκυπριακές. Οι δύο ηγέτες και οι διαπραγματευτές τους άγγιξαν την ουσία της διαφοράς, που βρίσκεται στους εκατέρωθεν φόβους, στην αίσθηση απειλής και στις ανάγκες εκάστης πλευράς. Και το αποτέλεσμα είναι απτό, κάλυψαν όσο ποτέ άλλοτε τις διαφορές και βρήκαν σημεία σύγκλισης, π.χ. στο ακανθώδες εδαφικό (επιστροφή εδαφών στους Ελληνοκύπριους) η διαφορά που τους χωρίζει είναι μόνο της τάξεως του 1%.

Ελλοχεύουν όμως ένας μεγάλος κίνδυνος και δύο αστάθμητοι παράγοντες, ο μεγάλος κίνδυνος είναι ο ρόλος της Άγκυρας, οι αστάθμητοι παράγοντες ο ρόλος της Αθήνας και της Ουάσιγκτον στη μετά τον Ομπάμα εποχή.

Η Τουρκία υπό τον Ερντογάν δεν φαίνεται να κόπτεται, στην παρούσα φάση, για την επίλυση του Κυπριακού, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε παλιότερα (μέχρι και το 2015). Το βέβαιο είναι ότι ο σημερινός Ερντογάν, σε πλήρη αντιδιαστολή με τον Ερντογάν της προηγούμενης δεκαετίας, δεν ενδιαφέρεται πλέον για την ευρωπαϊκή (ενταξιακή στην ΕΕ) πορεία της χώρας του, την οποία κρατάει σε ομηρία μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου του 2016. Ο Ερντογάν όχι μόνο δεν κόπτεται για την επίλυση του Κυπριακού, αλλά ίσως έχει καταλήξει στην λύση της οριστικής διχοτόμησης, συναινετικής ή εν ανάγκη και της ανταγωνιστικής. Αν το τελευταίο ισχύει τότε δεν θα μπορούσε να έχει καλύτερους συμμάχους από τους απορριπτικούς Ελληνοκύπριους και Έλληνες.

Όσο για τον πρώτο αστάθμητο παράγοντα, τη στάση της Αθήνας, ειδικά το φθινόπωρο του 2016 και στις αρχές του 2017 γέννησε αρκετά ερωτηματικά, δίνοντας προς στιγμή την εντύπωση ότι δεν ευνοούσε τη φόρμουλα λύσης που επιδιώκει ο πρόεδρος Αναστασιάδης. Μία ορθολογική ερμηνεία είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση, με ποδηγέτη τον εθνικιστή υπουργό εξωτερικών, κινήθηκε στη λογική του Τάσσου Παπαδόπουλου, ο οποίος επιδίωκε μια ελληνοκρατούμενη Κύπρο και ούτε καν ομοσπονδία, αλλά ενιαίο κράτος, με τους Τουρκοκύπριους μειονότητα και όχι κοινότητα (δηλαδή με τον χειρότερο εφιάλτη των Τουρκοκυπρίων[1]). Στη συνέχεια όμως η στάση της Αθήνας φάνηκε πιο θετική λόγω των ακατάπαυστων προσπαθειών του Αναστασιάδη προς τον Έλληνα πρωθυπουργό που φάνηκε να πιάνουν τόπο (αν και στη Διάσκεψη της Γενεύης τον Ιανουάριο του 2016, ο Κοτζιάς πάλι φαίνεται να έβαλε το χεράκι του για να μην υπάρχει breakthrough). Άλλωστε τον λόγο στο θέμα αυτό τον έχουν οι Ελληνοκύπριοι και η ηγεσία τους, όχι η Αθήνα. 

Σε σχέση με τον δεύτερο αστάθμητο παράγοντα, τις ΗΠΑ, «στην εποχή του Τραμπ», όλα είναι πιθανά. Μπορεί κανείς να αφήσει τη φαντασία του να καλπάσει με τον ανεκδιήγητο Τραμπ στο τιμόνι της υπερδύναμης, όμως δύο πράγματα τα θεωρώ σχεδόν βέβαια. Σε σύγκριση με την κυβέρνηση του Ομπάμα ή νέα Αdministration θα είναι αδιάφορη για το Κυπριακό (το πιο πιθανό σενάριο) και την επίλυσή του, αν πάλι δεν είναι, θα ενδιαφερθεί για την επίλυση για τους λάθος λόγους.

Σε ότι αφορά το ζήτημα των εγγυήσεων, κανονικά δεν θα έπρεπε να είχε αναγορευθεί σε μεγάλο θέμα, σε σημείο μάλιστα που να θέτει σε κίνδυνο την πορεία της ανεύρεσης λύσης. Είναι προφανές ότι οι εγγυήσεις του 1960 είναι απηρχαιωμένες. Από την άλλη δεν μπορεί να εκλείψουν τελείως κάποιες εγγυήσεις για την ασφάλεια, μόνο και μόνο από το γεγονός ότι η Κύπρος είναι κράτος μέλος της ΕΕ. Χρειάζεται κάτι πιο σύγχρονο και αποτελεσματικό, εγγυήσεις του ΟΗΕ ή και παραμονή μέρους της ειρηνευτικής δύναμης για κάποιο διάστημα ή ίσως ένας ειδικός μηχανισμός της ΕΕ, ακόμη και κάποιος εγγυητικός ρόλος από πλευράς ΝΑΤΟ. 

Όμως το θέμα είναι πιο σύνθετο. Το θέμα των εγγυήσεων, στις πιο ακραίες τους εκδοχές –δηλαδή η πλήρης κατάργησή τους από τη μία και η διατήρησή τους ως έχουν από την άλλη–, δεν αποτελεί απλή αγκύλωση, εμμονή ή καπρίτσιο. Αγγίζει ευαίσθητες χορδές των δύο κοινοτήτων, γιατί ακριβώς οι «αρχικές εγγυήσεις» και οι «μη εφαρμογή τους» άπτονται των δύο μεγάλων τραυμάτων έκαστης πλευράς, την τουρκική εισβολή και κατοχή του 1974, που ακριβώς στηρίχτηκε στις εγγυήσεις του 1960, και τα αιματηρά σε βάρους των Τουρκοκυπρίων επεισόδια του 1963-1964, στα οποία οι εγγυήσεις δεν λειτούργησαν για να τα αποσοβήσουν.

Βέβαια τα δύο αυτά γεγονότα είναι εντελώς αδιανόητα σήμερα. Καμία σχέση δεν έχει η σημερινή κατάσταση με την τότε. Το 1963-1964 τον λόγο είχαν οι ένοπλες ομάδες του Γιωρκάτζη, του Λυσσαρίδη και του Σαμψών, το δε 1974 τον λόγο είχε αρχικά η φονική ΕΟΚΑ-Β, η ελληνική Χούντα του Ιωαννίδη και ο Σαμψών. Και βέβαια είχαμε τη δεύτερη τουρκική εισβολή που ήταν πολύ καταστροφική και αιματηρή, με τους χιλιάδες νεκρούς και τους πρόσφυγες μέσα στην ίδια τους τη χώρα. Επιπλέον η τουρκική αυτή στρατιωτική προέλαση, διά της οποίας καταλείφθηκε το σχεδόν 37% του κυπριακού εδάφους, ήταν εντελώς αδικαιολόγητη, μια και είχε επανέλθει η πολιτειακή ομαλότητα τόσο στην Κύπρο όσο και στην Αθήνα. 

Οι μισοί και πλέον Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι έχουν ζήσει τα τραγικά αυτά γεγονότα που για τους περισσότερους παραμένουν οι εφιάλτες τους (τα δε παιδιά τους τα γνωρίζουν από τους γονείς τους και από όσα μαθαίνουν στη διαδικασία κοινωνικοποίησης στο σχολείο, καθώς και από τα εκατέρωθεν μουσεία του αγώνα στα οποία καταγράφονται αποκλειστικά οι ωμότητες της άλλης πλευράς). Και πάντως για τους περισσότερους Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους τα τραύματα αυτά δεν ξεπερνιόνται εύκολα με νηφάλια και ορθολογική σκέψη. Όπως ελέχθη πρόσφατα από έναν Έλληνα ερευνητή που εργάζεται στην Κύπρο: «στην Κύπρο δεν πολεμάμε με τα γεγονότα, αλλά με τα φαντάσματα». Τα δε τραύματα εν προκειμένω μεταφράζονται σε κάτι άλλο πρωτεύον, στον αγώνα επιβίωσης της κάθε πλευράς, επιβίωση που δεν μπορεί να τίθεται σε καμία περίπτωση σε κίνδυνο. Η μία πλευρά λέει, διά στόματος Νίκου Αναστασιάδη, ότι η εμμονή της Τουρκίας να παραμείνει εγγυήτρια είναι σαν να ζητούσαμε από τη Λετονία να αποδεχθεί ρωσική εγγύηση ασφαλείας. Λίγοι θα διαφωνούσαν με τον εύστοχο αυτό παραλληλισμό. Η άλλη όμως πλευρά λέει, διά στόματος Μουσταφά Ακιντζί, ότι χωρίς την ύπαρξη τουρκικής εγγύησης τι θα μπορούσε στο μέλλον να αποσοβήσει μια επανάληψη του αιματηρού 1963-1964;

Πώς ξεπερνιέται το θέμα των εγγυήσεων και πώς γεφυρώνονται οι διαφορές μεταξύ των δύο πλευρών; Το ζητούμενο είναι να εξασφαλίζεται η πραγματική ασφάλεια (και η ψυχολογική αίσθηση ασφάλειας) και για τις δύο κοινότητες της Κύπρου, μία «κοινή ασφάλεια» όπως ονομάζεται από τους ειδικούς στα θέματα διεθνούς ασφάλειας. Και εδώ τον αποκλειστικό λόγο τον έχουν οι ηγεσίες των δύο κοινοτήτων που γνωρίζουν πολύ καλύτερα από την Αθήνα και την Άγκυρα τι είναι για το καλό της κοινότητάς τους. Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι οι δύο ηγέτες είναι σε θέση να βρουν μια κοινά αποδεκτή λύση στο θέμα αυτό που θα καλύπτει πλήρως τις ανάγκες και τους φόβους των δύο κοινοτήτων. Γενικότερα, αν η Αθήνα και η Άγκυρα τους αφήσουν ήσυχους (ειδικά η Άγκυρα) το Κυπριακό θα λυθεί ευνοϊκά με επανένωση στο άμεσο μέλλον και επιτέλους θα αρθεί η αναχρονιστική διχοτόμηση του νησιού.

Όσον αφορά το πρόσφατο ψήφισμα της Κυπριακής Βουλής, έλαβε και αυτό διαστάσεις, με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη να μη δέχεται να επιστρέψει στις συνομιλίες αν δεν αρθεί. Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης και οι ηγέτες τόσο του ΔΗΣΥ όσο και του ΑΚΕΛ κατέκριναν την ενέργεια αυτή των εθνικιστών στην Κυπριακή Βουλή. Το γεγονός όμως παραμένει και ότι υιοθετήθηκε με τη λευκή ψήφο του ΔΗΣΥ (αν το ΔΥΣΥ καταψήφιζε, όπως έκανε το ΑΚΕΛ δεν θα είχαμε αυτό το ατυχέστατο ψήφισμα). Για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος της ζημίας θα πρέπει να κατανοήσει ότι η «ένωση» (το φάντασμα της ένωσης) είναι το κόκκινο πανί για τους Τουρκοκύπριους, ο μόνιμος εφιάλτης τους, όπως η διχοτόμηση (το φάντασμα της διχοτόμησης) είναι για τους Ελληνοκύπριους. Είναι σαφές ότι το ψήφισμα έγινε για να εκτροχιάσει τις συνομιλίες και την προσπάθεια επίλυσης. 

Πρόκειται εδώ για το άκρον άωτον της υποκρισίας. Μετά το 1974 στη διαδικασία κοινωνικοποίησης των Ελληνοκυπρίων (σχολικά βιβλία, επέτειοι, μουσεία κ.λπ.) γίνεται λόγος για τον «απελευθερωτικό αγώνα» και τον «αγώνα για ανεξαρτησίας» των Κυπρίων [Ελληνοκυπρίων], και όχι για τον αγώνα για την ένωση που είχε συνεπάρει τους Έλληνες και τους Ελληνοκύπριους μέχρι παροξυσμού. Η ένωση βέβαια ήταν αδύνατον να επιτευχθεί και το μόνο που έκανε ήταν να φέρνει στο προσκήνιο την ιδέα της διχοτόμησης (κάτι που είχε κατανοήσει και ο Μακάριος, εξού και η στροφή του προς την ανεξαρτησία το 1958).

Αφήνοντας κατά μέρος τα εμπόδια, πραγματικά ή φανταστικά, θα καταλήξουμε με τους λόγους που συνηγορούν υπέρ της επίλυσης με επανένωση και ομοσπονδιακή λύση εντός του 2017:

(1) Μόνο με την επίλυση με επανένωση και διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία θα τεθεί τέλος στην ντε φάκτο διχοτόμηση που επιβλήθηκε με τα τετελεσμένα της δεύτερης τουρκικής στρατιωτικής επέμβασης. Η παράταση της μη επίλυσης εδραιώνει τη διχοτόμηση, δηλαδή διεθνή σύνορα στην Κύπρο, με την Κυπριακή Δημοκρατία να συνορεύει στην ουσία με την Τουρκία, και σήμερα μάλιστα όχι με την Τουρκία του Οζάλ ή του παλιού Ερντογάν (της περιόδου 2002-2010), αλλά του ανεξέλεγκτου «Σουλτάνου Ερντογάν» που απειλεί όλους σχεδόν τους γείτονες της Τουρκίας («νεο-οθωμανισμός»), αμφισβητώντας ακόμη και τη Συνθήκη της Λωζάννης. 

(2) Μόνο με επανένωση θα καταστεί δυνατόν να αποχωρήσουν τα τουρκικά στρατεύματα, αλλιώς θα παραμείνουν εκεί για πάντα, με τους Ελληνοκύπριους να ζούνε με αυτό τον τεράστιο βραχνά και φόβο. Ας σημειωθεί ότι η Κύπρος είναι το μόνο νησί αυτού του μεγέθους με τον μεγαλύτερο στρατό στον κόσμο, ελληνικό αλλά κυρίως τουρκικό, και το μόνο στον κόσμο με ξένους στρατούς.

(3) Η Κύπρος είναι συγκριτικά μικρό νησί (και ας είναι το τρίτο μεγαλύτερο νησί της Μεσογείου) για να αποτελείται από δύο κρατικές οντότητες, με συνολικό πληθυσμό λίγο περισσότερο από ένα εκατομμύριο. 

(4) Τα ακανθώδη ζητήματα, όπως το περιουσιακό, το εδαφικό (ποια και πόσα εδάφη θα δοθούν στο ελληνοκυπριακό ομόσπονδο κράτος), οι διεθνείς εγγυήσεις και η αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων μπορούν, με αμοιβαία καλή θέληση, να επιλυθούν ικανοποιητικά με αμοιβαία συμφέρουσες λύσεις. Για το εδαφικό, για παράδειγμα, υπάρχουν πλείστα όσα σενάρια και στα σχέδια Ανάν (Μόρφου, ακόμη και η Καρπασία να δοθεί στο ελληνοκυπριακό ομόσπονδο κράτος) και η διαφορά που υπάρχει σήμερα μεταξύ των δύο πλευρών είναι μηδαμινή, είναι μόνο της τάξεως του 1% του εδάφους. Όπως έχει λεχθεί, αν οι δύο ηγέτες αποφάσιζαν μόνοι θα είχαν προ πολλού επιλύσει το Κυπριακό.

(5) Η Λευκωσία παραμένει, αναχρονιστικά, η μόνη διηρημένη πόλη (και διηρημένη πρωτεύουσα) στον κόσμο και η Κύπρος η τελευταία χώρα της Ευρώπης που παραμένει διηρημένη.

(6) Η επίλυση με επανένωση σε μία διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία θα επιλύσει με τον καλύτερο και πιο προσοδοφόρο τρόπο το θέμα των υδρογονανθράκων και γενικότερα η επανένωση θα συμβάλει στην καλυτέρευση της οικονομικής κατάστασης και την έξοδο από την οικονομική κρίση που μαστίζει την Κύπρου από το 2012.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Σε δήλωσή του προς το τέλος Ιανουαρίου ο πρωθυπουργός της «TRNC» είπε ότι το Κυπριακό δεν λύνεται για δύο λόγους: πρώτον γιατί οι Ελληνοκύπριοι θέλουν να μετατρέψουν του Τουρκοκύπριους από κοινότητα σε μειονότητα και δεύτερον επειδή οι Τουρκοκύπριοι αυτό δεν θα το δεχθούν ποτέ. Πιο πρόσφατα ο Ακιντζί δήλωσε ότι η κύρια δυσκολία στην επίλυση είναι ότι οι Ελληνοκύπριοι δυσκολεύονται να δεχθούν τους Τουρκοκύπριους ως ισότιμους.

2. Πλην πολύ μεγάλων νησιών, όπως το Μπορνέο (μοιρασμένο σε τρία κράτη) και η Νέα Γουινέα (σε δύο κράτη), το άλλο νησί που είναι διηρημένο στη μέση είναι το Τιμόρ (Ανατολικό Τιμόρ και έδαφος της Ινδονησίας), που έχει όμως τριπλάσιο μέγεθος και τριπλάσιο πληθυσμό από την Κύπρο. Όσο για την Ισπανιόλα (Αϊτή και Δομινικανή Δημοκρατία) είναι οκταπλάσια της Κύπρου.

3.  The Economist (28-1-2017), 23.

 

(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 8 Μαρτίου 2017)

ΧΡΟΝΟΣ #47, 8 Μαρτίου 2017

O Αλέξης Ηρακλείδης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ανάλυσης Συγκρούσεων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, και έχει διατελέσει εμπειρογνώμων του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών για τις μειονότητες και τα ανθρώπινα δικαιώματα στους διεθνείς οργανισμούς (1983-1997). Σπούδασε στην Πάντειο Σχολή και στα πανεπιστήμια του Λονδίνου (University College) και του Kent. Επιστημονικά ασχολείται κυρίως με τις εθνοτικές και αποσχιστικές συγκρούσεις, την αυτοδιάθεση των λαών, την επέμβαση σε αποσχιστικές συγκρούσεις, τις εθνικές και εθνοτικές μειονότητες, την ανθρωπιστική επέμβαση, τη Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΔΑΣΕ), τον εθνικισμό στην εξωτερική πολιτική και με συγκεκριμένες συγκρούσεις, με κύριο στόχο την επίλυσή τους, όπως το Μεσανατολικό, το Κόσοβο, την ελληνοτουρκική διένεξη, το Κυπριακό, το Νοτιοσουδανικό πρόβλημα, κ.ά. Έχει συγγράψει έξι βιβλία στα αγγλικά και δέκα στα ελληνικά, και πενήντα papers σε ξένα και ελληνικά επιστημονικά περιοδικά και βιβλία. Κυριότερα Βιβλία: The Self-Determination of Minorities in International Politics (Λονδίνο, 1991), Η αραβοϊσραηλινή αντιπαράθεση: Η προβληματική της ειρηνικής επίλυσης (Αθήνα, 1991), Security and Co-operation in Europe: The Human Dimension, 1972-1992 (Λονδίνο, 1993), Helsinki-II and its Aftermath: The Making of the CSCE into an International Organization (Λονδίνο, 1993), Η Ελλάδα και ο «εξ ανατολών κίνδυνος» (Αθήνα, 2001), που εκδόθηκε και στα τουρκικά, Το Κυπριακό: σύγκρουση και επίλυση (Αθήνα, 2002), Το Κυπριακό πρόβλημα, 1947-2004: από την ένωση στη διχοτόμηση; (Αθήνα, 2006), Άσπονδοι γείτονες. Ελλάδα-Τουρκία: η διένεξη του Αιγαίου (Αθήνα, 2007), The Greek-Turkish Conflict in the Aegean: Imagined Enemies (Basingstoke, 2010), και με την Άντα Διάλλα, Humanitarian Intervention in the Long Nineteenth Century: Setting the Precedent (Manchester, 2015).

Οι μεν απορριπτικοί Τούρκοι και Τουρκοκύπριοι καλά κάνουν τη δουλειά τους αφού δεν θέλουν λύση και επιδιώκουν την οριστική διχοτόμηση του νησιού και την παραμονή των τουρκικών στρατευμάτων. Οι απορριπτικοί όμως Ελληνοκύπριοι και Έλληνες (η σχολή Κοτζιά ‒ Ζαχαράκη) τι κάνουν; Δεν αντιλαμβάνονται ότι με τη στάση τους είναι, άθελά τους, οι καλύτεροι σύμμαχοι των απορριπτικών της άλλης πλευράς, και με το ναυάγιο των συνομιλιών η οριστική διχοτόμηση γίνεται βεβαιότητα;

Μέχρι σήμερα υπάρχουν μόνο δύο συμφωνημένα κείμενα, οι δύο συμφωνίες Μακαρίου-Ντενκτάς το 1977 και Κυπριανού-Ντενκτάς το 1979, με τις οποίες είχε αποφασιστεί ότι η επίλυση και επανένωση του νησιού θα κινηθεί στα πλαίσια μίας διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, δηλαδή όχι στα πλαίσια μίας ενιαίας Κύπρου όπως επιζητούσαν μέχρι τότε οι Ελληνοκύπριοι υπό τον Μακάριο (και επιζητούν σήμερα οι απορριπτικοί εθνικιστές Ελληνοκύπριοι).

Το 2017 μάλλον θα αποτελέσει τη στιγμή για το τελικό «Μεγάλο Ναι ή το Μεγάλο Όχι» για την επίλυση του Κυπριακού. To «Nαι» θα επιφέρει την επανένωση του νησιού μετά από 54 χρόνια, από το 1964 (ή 44 χρόνια από το 1974). Το «Όχι» είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα επιφέρει την οριστική διχοτόμηση, συναινετική (βελούδινο διαζύγιο) ή ανταγωνιστική. Με άλλα λόγια τυχόν «Όχι» δεν θα παρατείνει, όπως στο παρελθόν τη μη επίλυση, αλλά θα σημάνει μία τελική πολύ δυσάρεστη έκβαση για τους Ελληνοκυπρίους.

Ο Ερντογάν όχι μόνο δεν κόπτεται για την επίλυση του Κυπριακού, αλλά ίσως έχει καταλήξει στην λύση της οριστικής διχοτόμησης, συναινετικής ή εν ανάγκη και της ανταγωνιστικής. Αν το τελευταίο ισχύει τότε δεν θα μπορούσε να έχει καλύτερους συμμάχους από τους απορριπτικούς Ελληνοκύπριους και Έλληνες.

Το θέμα των εγγυήσεων, στις πιο ακραίες τους εκδοχές –δηλαδή η πλήρης κατάργησή τους από τη μία και η διατήρησή τους ως έχουν από την άλλη–, δεν αποτελεί απλή αγκύλωση, εμμονή ή καπρίτσιο. Αγγίζει ευαίσθητες χορδές των δύο κοινοτήτων, γιατί ακριβώς οι «αρχικές εγγυήσεις» και οι «μη εφαρμογή τους» άπτονται των δύο μεγάλων τραυμάτων έκαστης πλευράς, την τουρκική εισβολή και κατοχή του 1974, που ακριβώς στηρίχτηκε στις εγγυήσεις του 1960, και τα αιματηρά σε βάρους των Τουρκοκυπρίων επεισόδια του 1963-1964, στα οποία οι εγγυήσεις δεν λειτούργησαν για να τα αποσοβήσουν.