Ίμια: Από την εθνικιστική υστερία σε μια νηφάλια εκτίμηση
Αλέξης Ηρακλείδης
Μετά την εκατέρωθεν υστερία (ειδικά από την πλευρά των ΜΜΕ) και τους διάφορους λεονταρισμούς σε σχέση με τις βραχονησίδες Ίμια και τις ασυμβίβαστες τοποθετήσεις (τα Ίμια «είναι ελληνικά εδάφη» – τα Καρντάκ «είναι τουρκικοί βράχοι») και τις προσκρούσεις σκαφών, ήρθε νομίζω ο καιρός να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους και να τα δούμε με πιο νηφάλιο και ορθολογικό τρόπο.
Καταρχήν, πριν από 22 χρόνια, στις αρχές Φεβρουαρίου 1996, η αποσόβηση μιας ναυμαχίας μεταξύ των πολεμικών στόλων των δύο χωρών, που είχαν παραταχθεί ο ένας απέναντι στον άλλο στο νοτιοανατολικό Αιγαίο, επιτεύχθηκε μετά από σωτήρια παρέμβαση - διαμεσολάβηση των ΗΠΑ (υπουργός Άμυνας William Perry, υπουργός Εξωτερικών Warren Christopher, υφυπουργός Εξωτερικών Richard Holbrooke, και ο ίδιος ο πρόεδρος Μπιλ Κλίντον). Αξίζει εδώ να τονίσουμε ότι το τότε πακέτο λύσης (το understanding) που επιτεύχθηκε από τις δύο πλευρές για την αποκλιμάκωση της κρίσης ήταν το εξής: Δεν θα υπάρχει σημαία ελληνική ή τουρκική στις δύο βραχονησίδες και θα ισχύσει το status quo ante ως προς τις δύο βραχονησίδες, εννοείται όπως τις αντιλαμβανόταν η κάθε πλευρά. Και ούτε η μία ούτε η άλλη πλευρά θα προκαλούσαν από τώρα και στο εξής η μία την άλλη σε σχέση με τα Ίμια και θα προσπαθούσαν, ει δυνατόν, να επιλύσουν αυτή τη μεταξύ τους διαφορά με ειρηνικό τρόπο, με διαπραγματεύσεις ή με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Όμως η διένεξη δεν επιλύθηκε τότε, ούτε αργότερα, με τις διερευνητικές συνομιλίες που ξεκίνησαν στις 12 Μαρτίου 2002 και συνεχίστηκαν χωρίς αποτέλεσμα για μία δεκαετία. Τότε, αλλά και τώρα, μετά από 22 χρόνια, οι νομικές θέσεις των δύο πλευρών παραμένουν αμετάβλητες.
Η Ελλάδα υποστηρίζει τα ακόλουθα:
1. Στη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης η Τουρκία αποποιήθηκε των δικαιωμάτων της επί όλων των νήσων του Αιγαίου που κείνται σε απόσταση μεγαλύτερη των τριών μιλίων από τις τουρκικές ακτές. Δηλαδή στην Τουρκία ανήκουν μόνο οι νήσοι, νησίδες και βραχονησίδες που βρίσκονται σε απόσταση μέχρι τρία μίλια από τα τουρκικά παράλια. Ως εκ τούτου, οι δύο νησίδες Ίμια, που απέχουν 3,85 και 3,62 μίλια αντιστοίχως από την τουρκική ακτή, δεν μπορεί να ανήκουν στην Τουρκία.
2. Σύμφωνα με το άρθρο 15 της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάννης (1923), η Τουρκία παραιτείται υπέρ της Ιταλίας παντός δικαιώματος και τίτλου επί των 14 νήσων των Δωδεκανήσων, τα οποία στη συνέχεια, με τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων (που τέθηκε σε ισχύ τον Φεβρουάριο του 1947) παραχωρήθηκαν, ως είχαν, από την Ιταλία στην Ελλάδα. Η Ελλάδα ανέλαβε την κυριαρχία επί των Δωδεκανήσων ως είχε, συμπεριλαμβανομένων και των βραχονησίδων Ίμια/Καρντάκ, όπως συμβαίνει σε όλες τις κλασικές περιπτώσεις διαδοχής κυριαρχίας σε εδάφη.
3. Στις 28 Δεκεμβρίου 1932 υπογράφηκε ένα Πρωτόκολλο μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας για τα Ίμια το οποίο ήταν συμπληρωματικό μιας Συμφωνίας του Ιανουαρίου του ιδίου έτους που αφορούσε τα Δωδεκάνησα, και συνεπώς για το εν λόγω πρωτόκολλο, που ήταν συμπληρωματικό, δεν ήταν απαραίτητη η επικύρωση (από την ιταλική ή τουρκική Βουλή) και η πρωτοκόλλησή του στην Κοινωνία των Εθνών, όπως συνέβαινε τότε με άλλες συμφωνίες (σήμερα η πρωτοκόλληση γίνεται στη Γραμματεία του ΟΗΕ).
4. Τα Ίμια είναι «γειτονικές νησίδες» της Καλολίμνου, η οποία δεν αποτελεί τη «γειτονική» νησίδα της Καλύμνου, αλλά σημαντικό κατοικημένο νησί της περιοχής αυτής, από το οποίο τα Ίμια απέχουν 1,90 και 1,08 μίλια αντιστοίχως.
Η Τουρκία, από την πλευρά της, υποστηρίζει τα ακόλουθα:
1. Στη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης όντως αναφέρεται ότι «τα νησιά που βρίσκονται σε απόσταση μικρότερη από τα τρία μίλια της ασιατικής ακτής θα παραμείνουν υπό τουρκική κυριαρχία». Ωστόσο η διατύπωση αυτή σημαίνει ότι θα ανήκουν στην Ελλάδα μόνο τα νησιά πέραν των τριών μιλίων που τα ονόματά τους αναφέρονται ρητά στη Συνθήκη της Λωζάννης.
2. Υπάρχει μία ιταλοτουρκική Συμφωνία που υπογράφηκε τον Ιανουάριο του 1932 και αφορούσε το Καστελόριζο και τα αντίστοιχα τουρκικά παράλια. Πλην όμως αυτή δεν αναφερόταν ούτε έκανε λόγο για τους «βράχους Καρντάκ» (οι Τούρκοι μιλούν για βράχους και όχι για βραχονησίδες), που άλλωστε βρίσκονται πολύ πιο βόρεια και όχι στην περιοχή αυτή. Υπάρχει και ένα Πρωτόκολλο, αυτό της 28ης Δεκεμβρίου 1932, μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας, που όντως αναφέρει τους «βράχους Καρντάκ» όπως υποστηρίζει η Ελλάδα. Πλην όμως το πρωτόκολλο αυτό δεν ολοκληρώθηκε νομικά, γιατί δεν κυρώθηκε τότε από την τουρκική βουλή (τη Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση) και δεν κατατέθηκε για καταγραφή στην Κοινωνία των Εθνών, όπως, αντιθέτως, έγινε με τη Συμφωνία του Ιανουαρίου. Η ξεχωριστή (και όχι συμπληρωματική) αυτή συμφωνία δεν ολοκληρώθηκε, λόγω διαφωνιών μεταξύ Τουρκίας και Ιταλίας.
3. Αναφορά στα Δωδεκάνησα γίνεται στη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης (1923) και στη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων (1946). Με τη Συνθήκη της Λωζάννης τα Δωδεκάνησα παρέμειναν ιταλικά (είχαν καταληφθεί από την Ιταλία το 1912), καθώς η Τουρκία (η διάδοχος χώρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) παραιτείτο από αυτά, και με τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων τα Δωδεκάνησα τέθηκαν υπό ελληνική κυριαρχία. Και στις δύο περιπτώσεις αναφέρονται τα νησιά των Δωδεκανήσων, ένα προς ένα, και γίνεται επίσης λόγος και για dependent islets (εξαρτημένες νησίδες), στη Συνθήκη της Λωζάννης, και adjacent islets (γειτονικές νησίδες), στη Συνθήκη των Παρισίων. Δεν γίνεται λόγος για «βράχους» όπως είναι τα Καρντάκ. Οι δύο «βράχοι Καρντάκ» δεν μπορεί να θεωρηθούν νησίδες της Καλύμνου, μια και απέχουν 5,5 ναυτικά μίλια από αυτήν και είναι πολύ μικρού μεγέθους και ακατοίκητες. Η «εξαρτημένη» νησίδα της Καλύμνου είναι προφανώς η νησίδα Καλόλιμνος, σε απόσταση 1,5 ν. μιλίων από την Κάλυμνο. Και στο διεθνές δίκαιο δεν υφίσταται η έννοια της «εξαρτημένης της εξαρτημένης νησίδας» (ή «γειτονική της γειτονικής»). Οι βράχοι Καρντάκ απέχουν 3,6 και 3,9 ν. μίλια, αντιστοίχως, από τα τουρκικά ηπειρωτικά παράλια, πιο κοντά απ’ ό,τι από την Κάλυμνο. Γι’ αυτό άλλωστε η Τουρκία τα θεωρεί, καλή τη πίστη, τουρκικούς βράχους.
Η τουρκική πλευρά υποστηρίζει επιπλέον ότι η Ελλάδα συνειδητά και σκοπίμως προσπαθεί να δημιουργήσει τετελεσμένα (faits accomplis) στις περιοχές αυτές των οποίων η κυριότητα δεν είναι καθορισμένη από διεθνείς συνθήκες, με το να επιχειρεί να δημιουργήσει τεχνητό εποικισμό, αποστολή στρατιωτικών αγημάτων, κατασκευή φάρων και υιοθέτηση νόμων και κανονισμών γι’ αυτά κ.λπ. Πρόκειται για προφανή προσπάθεια της Ελλάδας να επεκταθεί ακόμη περισσότερο στο Αιγαίο και να αποκλείσει τελείως την Τουρκία στα τρία μόνο ναυτικά μίλια, καθιστώντας το «ελληνική λίμνη», που είναι και το ζητούμενο για τους Έλληνες. Η Ελλάδα ανταπαντά ότι ουδόλως επιχειρεί τετελεσμένα στο Αιγαίο, σε νησίδες ακατοίκητες και βράχους, απλούστατα ασκεί την κυριαρχία της εκεί που τη διαθέτει νομίμως.
Το θέμα των βραχονησίδων αυτών και τα περί απροσδιοριστίας των θαλασσίων συνόρων και του καθεστώτος νησιών ή βράχων («γκρίζων ζωνών») εκλαμβάνεται, όχι αδικαιολόγητα, ως ιδιαίτερα σοβαρό από πλευράς Ελλάδας, γιατί θεωρείται ότι είναι η πρώτη φορά που η Τουρκία ξεκάθαρα αμφισβητεί ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο, σε έδαφος και όχι σε ύδατα ή αέρα.
Από την πλευρά της Τουρκίας πολλοί υπεύθυνοι Τούρκοι έχουν παραδεχθεί, από το 1996 και έπειτα, ότι το όλο θέμα ήταν γκάφα πρώτου μεγέθους της τότε εφήμερης πρωθυπουργού Τανσού Τσιλλέρ (στην προσπάθειά της να επικρατήσει τότε ως πρωθυπουργός της χώρας έναντι του Μεσούτ Γιλμάζ), στην οποία την παρέσυρε ο τότε μόνιμος υφυπουργός Εξωτερικών, πρέσβης Onur Oymen (γνωστός ιέρακας), ο οποίος μάλιστα έφτασε στο σημείο να της αποκρύψει απόρρητο τηλεγράφημα του Τούρκου πρέσβη στη Ρώμη, που επιβεβαίωνε ότι το Πρωτόκολλο του Δεκεμβρίου του 1932 μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας ίσχυε (αυτό κατά την ιταλική άποψη).
Ωστόσο, όσο περνάει ο καιρός και οι διαφορές του Αιγαίου δεν επιλύονται, έχουν αναπτυχθεί και δύο άλλες σχολές σκέψης στην Τουρκία για το ζήτημα αυτό. Η μία θεωρεί ότι αυτό και το ευρύτερο θέμα των «γκρίζων ζωνών» που είχε θέσει τότε αποτελεί πολύ χρήσιμο διαπραγματευτικό εργαλείο για μελλοντικό αντάλλαγμα σε ένα quid pro quo. Η δεύτερη, πιο σκληρή, τουρκική γραμμή είναι της άποψης ότι θα πρέπει να μείνει το θέμα (τα Καρντάκ και οι «γκρίζες ζώνες») μέχρι τέλους στην ατζέντα του Αιγαίου, δηλαδή μέχρι τη συνολική επίλυση της διένεξης του Αιγαίου, και αυτό για τρεις λόγους: (α) γιατί συνδέεται με το εύρος των χωρικών υδάτων, ίσως και της υφαλοκρηπίδας, (β) τα χωρικά ύδατα δεν έχουν σαφή σύνορα (πλην ίσως των Δωδεκανήσων και της τουρκική ακτής) και (γ) η στάση αυτή θα τρομάξει αρκούντως τους Έλληνες, που ειδάλλως θα επιχειρήσουν να ανακαλύψουν και άλλους «βράχους», να τους βάλουν φάρους, να τους εποικήσουν κ.λπ. και έτσι να επεκταθούν σταδιακά και λάθρα στο Αιγαίο.
Η βαθύτερη αιτία γι’ αυτή τη διένεξη, όπως και για τις άλλες στο Αιγαίο, είναι η εκατέρωθεν καχυποψία, έως βεβαιότητα, ότι η άλλη πλευρά ακολουθεί δόλια στρατηγική αμφισβήτησης του υπάρχοντος status quo, εν προκειμένω των θαλασσίων συνόρων του Αιγαίου.
Γενικά, η περίπτωση των Ιμίων/Καρντάκ αποτελεί μια νομική διαφορά, με σοβαρά επιχειρήματα και από τις δύο πλευρές, διαφορά που χρήζει επίλυσης. Υπάρχουν τρεις επιλογές για την Ελλάδα και για την Τουρκία: (1) να καθοριστούν επακριβώς τα θαλάσσια σύνορα από την εκβολή του Έβρου έως το σημείο που αρχίζουν τα επακριβή θαλάσσια σύνορα μεταξύ Δωδεκανήσων και τουρκικής ακτής· (2) να παραμείνει η εκκρεμότητα αλλά να «ξεδοντιαστεί», να μην αποτελεί προστριβή, όπως δεν αποτελούσε πριν το 1996 και από το 1999 μέχρι και πριν από μερικά χρόνια, λόγω αγαστών ελληνοτουρκικών σχέσεων· και (3) το θέμα να ξεχαστεί επειδή θα έχουν επιλυθεί τα άλλα, πιο σημαντικά, ζητήματα της διένεξης του Αιγαίου, όπως η υφαλοκρηπίδα, η αιγιαλίτιδα ζώνη και ο ελληνικός εναέριος χώρος.
Δυστυχώς, η Ελλάδα έχασε πολύτιμο χρόνο και η διένεξη του Αιγαίου δεν επιλύθηκε στο τέλος του 2003, ενώ βρισκόταν πάρα πολύ κοντά στην οριστική λύση και στα τρία αυτά σημαντικά θέματα. Αυτό δεν επιτεύχθηκε τότε λόγω του φόβου του πολιτικού κόστους (πρόκειται για μέγα λάθος του Κώστα Σημίτη). Στη συνέχεια οι διάδοχες μετριότατες ελληνικές κυβερνήσεις έσερναν συστηματικά τα πόδια τους ως προς την επίλυση, με αποτέλεσμα να βρισκόμαστε εδώ που είμαστε τώρα, με έναν επιθετικό Ερντογάν, που δεν θυμίζει διόλου τον πράγματι εποικοδομητικό Τούρκο ηγέτη της περιόδου 2003-2011, εποικοδομητικό τότε τόσο στο Κυπριακό όσο και στα θέματα του Αιγαίου. Τα λάθη, και εννοώ βέβαια τα ελληνικά λάθη και τον ελληνικό στρουθοκαμηλισμό, πληρώνονται και μάλιστα πολύ ακριβά, όπως συμβαίνει τόσο με το Μακεδονικό όσο και με το Κυπριακό.
(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 22 Φεβρουαρίου 2018)
ΧΡΟΝΟΣ #58, 22 Φεβρουαρίου 2018
O Αλέξης Ηρακλείδης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ανάλυσης Συγκρούσεων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, και έχει διατελέσει εμπειρογνώμων του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών για τις μειονότητες και τα ανθρώπινα δικαιώματα στους διεθνείς οργανισμούς (1983-1997). Σπούδασε στην Πάντειο Σχολή και στα πανεπιστήμια του Λονδίνου (University College) και του Kent. Επιστημονικά ασχολείται κυρίως με τις εθνοτικές και αποσχιστικές συγκρούσεις, την αυτοδιάθεση των λαών, την επέμβαση σε αποσχιστικές συγκρούσεις, τις εθνικές και εθνοτικές μειονότητες, την ανθρωπιστική επέμβαση, τη Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΔΑΣΕ), τον εθνικισμό στην εξωτερική πολιτική και με συγκεκριμένες συγκρούσεις, με κύριο στόχο την επίλυσή τους, όπως το Μεσανατολικό, το Κόσοβο, την ελληνοτουρκική διένεξη, το Κυπριακό, το Νοτιοσουδανικό πρόβλημα, κ.ά. Έχει συγγράψει έξι βιβλία στα αγγλικά και δέκα στα ελληνικά, και πενήντα papers σε ξένα και ελληνικά επιστημονικά περιοδικά και βιβλία. Κυριότερα Βιβλία: The Self-Determination of Minorities in International Politics (Λονδίνο, 1991), Η αραβοϊσραηλινή αντιπαράθεση: Η προβληματική της ειρηνικής επίλυσης (Αθήνα, 1991), Security and Co-operation in Europe: The Human Dimension, 1972-1992 (Λονδίνο, 1993), Helsinki-II and its Aftermath: The Making of the CSCE into an International Organization (Λονδίνο, 1993), Η Ελλάδα και ο «εξ ανατολών κίνδυνος» (Αθήνα, 2001), που εκδόθηκε και στα τουρκικά, Το Κυπριακό: σύγκρουση και επίλυση (Αθήνα, 2002), Το Κυπριακό πρόβλημα, 1947-2004: από την ένωση στη διχοτόμηση; (Αθήνα, 2006), Άσπονδοι γείτονες. Ελλάδα-Τουρκία: η διένεξη του Αιγαίου (Αθήνα, 2007), The Greek-Turkish Conflict in the Aegean: Imagined Enemies (Basingstoke, 2010), και με την Άντα Διάλλα, Humanitarian Intervention in the Long Nineteenth Century: Setting the Precedent (Manchester, 2015).