Η Παρακμή της Αμερικανικής Αυτοκρατορίας

Κωστής Κορνέτης

Αυτές τις μέρες θυμόμουν την ταινία του τρομερού παιδιού του καναδικού κινηματογράφου Ντενί Αρκάν, «Η Παρακμή της Αμερικανικής Αυτοκρατορίας», που είχε γυριστεί στη μεγάλη συντηρητική στροφή της δεκαετίας του ’80. Τότε που όλα φαινόντουσαν μαύρα και άραχνα, όταν ο Ρόναλντ Ρέιγκαν έπαιρνε τα ηνία της χώρας του για να ξεμπερδεύει μια και καλή με ό,τι προοδευτικό υπήρχε στις ΗΠΑ, σε αγαστή συνεργασία βεβαίως με την κυριαρχία της Μάργκαρετ Θάτσερ στη Βρετανία. Κάτι αντίστοιχο και μάλιστα πολύ χειρότερο θυμίζει η εκλογή-έκπληξη του Ντόναλντ Τραμπ, πάντα σε αρμονική σχέση με το τι συμβαίνει στη Γηραιά Αλβιώνα. Θυμάμαι έντονα την επέλαση του Ομπάμα προς την εξουσία το 2008 – ζούσα τότε στις ΗΠΑ και φάνταζε ακατόρθωτη, εν μέσω κρίσης και με τον πυρήνα του δημοκρατικού κόμματος αρχικά απέναντί του, η εκλογή ενός ανθρώπου που σηματοδοτούσε ριζική αλλαγή νοοτροπίας σε σχέση με τα φυλετικά, αλλά και έντονη διαφοροποίηση στο στυλ, στο λόγο, στους συμβολισμούς, μετά την καταστροφική διακυβέρνηση Μπους που είχε προηγηθεί. Η διάψευση αυτού του ονείρου ολοκληρώνεται ουσιαστικά με την εκλογή Τραμπ.

Χύθηκε και θα χυθεί ακόμη πολύ μελάνι για το πού οφείλεται αυτή η εξέλιξη. Πολλοί μίλησαν για γεωπολιτικά παιχνίδια, για το ρόλο των Ρώσων και του Wikileaks, αλλά και για την κρίσιμη παρέμβαση του FBI στο θέμα των μέιλ της Χίλαρυ. Άλλοι τα έριξαν στο άδικο εκλογικό σύστημα και τα κολέγια των εκλεκτόρων, όπου για μια ακόμα φορά παρατηρείται να εκλέγεται ο υποψήφιος με τις λιγότερες ψήφους. Ένα κομμάτι των αναλυτών μίλησε για το ακανθώδες ζήτημα του κοινωνικού φύλου και το πώς είναι τελικά ακόμα αδύνατο να εκλεγεί γυναίκα Πρόεδρος των ΗΠΑ. 

Άλλοι πάλι επικεντρώθηκαν στο λαϊκισμό του Τραμπ, που μίλησε άμεσα στις λεγόμενες μεσαίες –και μικρομεσαίες, όπως θα λέγαμε εδώ– τάξεις, τις οποίες έχασε η Κλίντον. Είναι πραγματικά ενυπωσιακό πώς το κόμμα του New Deal και των civil rights, των ατομικών πολιτικών δικαιωμάτων, έχασε μέσα στο ίδιο του το γήπεδο, απώλεσε δηλαδή αυτούς ακριβώς που κάποτε εκπροσωπούσε –κοινώς τους πιο στερημένους–, στους οποίους φαίνεται να μην έχει πλέον ερείσματα – γεγονός που παρατηρούμε να συμβαίνει και με το Εργατικό Κόμμα της Μεγάλης Βρετανίας αντίστοιχα. Σε μια εποχή επέκτασης, λοιπόν, των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων, ο Ντόναλντ Τραμπ, αυτός ο πάμπλουτος κροίσος, κατάφερε να αποσπάσει την ψήφο των χαμηλόμισθων, αφού όχι μόνο δεν θεωρήθηκε εκπρόσωπος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, αλλά αντίθετα πριμοδοτήθηκε ως ο πλέον αποφασισμένος εχθρός του. Σε μια χώρα που ενώ έχει ανακάμψει οικονομικά, δεν ανέκαμψαν ακόμα οι πολίτες της, η Χίλαρυ θεωρήθηκε ο πραγματικός εκπρόσωπος και υπερασπιστής του status quo και της υπερσυσώρευσης του πλούτου στο 1%. Και είναι γεγονός ότι το κεντρικό ζήτημα των ανισοτήτων δεν τόλμησε ούτε καν να το αγγίξει, πράγμα που αποδείχτηκε μοιραία επιλογή.

Υπάρχουν και οι αναλύσεις που στάθηκαν στο γεγονός ότι ένα μεγάλο κομμάτι των ανθρώπων που ψήφισαν Τραμπ το έκανε για λόγους ταυτότητας. Είναι οι λεγόμενοι white trash, οι λευκοί που μέσα στην παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα ένιωσαν περιθωριοποιημένοι, είναι αυτοί που μισούν τη λεγόμενη πολιτική ορθότητα, και που βρήκαν στον Τραμπ τον εκφραστή τους στο «λέω ακριβώς ό,τι σκέφτομαι, χωρίς να το σκεφτώ δυο φορές». Ενώ στην Αμερική του πολύ πρόσφατου χθες η υπεράσπιση των μειονοτήτων, η ανάδειξη της φωνής τους, η προσπάθεια, θεσμικά τουλάχιστον, καταπολέμησης των διακρίσεων έφτασε στο απόγειό της την περίοδο της προεδρίας του πρώτου μαύρου Προέδρου στην ιστορία της χώρας, ξάφνου εμφανίζεται ο Τραμπ, ο οποίος σπάει το φράγμα του τι είναι αποδεκτό και τι όχι, επιτρέποντας στον εαυτό του να είναι ανοιχτά ρατσιστής, σεξιστής, συνωμοσιολόγος και χυδαίος κατά βούληση. Δυστυχώς, για ένα μεγάλο αριθμό Αμερικάνων –ειδικά αυτών που ζουν απομακρυσμένοι από τα μεγάλα, κοσμπολίτικα αστικά κέντρα–, αυτός ο τρόπος θεωρήθηκε πιο ντόμπρος και ξεκάθαρος από την υποτιθέμενη υποκρισία της Χίλαρυ, άσχετο αν το μήνυμα είναι κατάφορα προσβλητικό για ένα μεγάλο αριθμό πολιτών που στιγματίζονται ως παράνομοι, επικίνδυνοι ή οιονεί τρομοκράτες. 

Είναι όμως εν μέρει και η εκπλήρωση αυτού που έλεγε ο Thomas Frank στο μπεστσέλερ του What’s the Matter with Kansas? πριν από κάποια χρόνια – δηλαδή ότι οι λίμπεραλ ελίτ της χώρας κατεύθυναν το διάλογο προς ζητήματα ταυτότητας και όχι κοινωνικής και οικονομικής ισότητας, πράγμα που εξοργίζει ένα μεγάλο κομμάτι της μεσαίας τάξης χωρίς πανεπιστημιακή εκπαίδευση υψηλού επίπεδου και περιορίζει τη δυνατότητά της να παρακολουθήσει και να ενσωματώσει αυτές τις αλλαγές. Όλα αυτά, σε συνδυασμό βέβαια με τις παραδοσιακές τάσεις ρατσισμού και ξενοφοβίας ενός μεγάλου μέρους των ΗΠΑ –που κινείται πάνω-κάτω στα γεωγραφικά πλαίσια που είχε χαράξει ο ίδιος ο αμερικανικός εμφύλιος πόλεμος και που ακόμα χωρίζουν τη χώρα στα δύο– αλλά και με μια χωρίς προηγούμενο ισλαμοφοβία, ενέτειναν την αυξανόμενη αλλεργία για τις ελίτ της Ουάσινγκτον και της Νέας Υόρκης. Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων λειτούργησε άριστα υπέρ του Ντόναλντ Τραμπ, που ενώ αρχικά θεωρούνταν μια καταστροφική επιλογή για το Συντηρητικό κόμμα, διχάζοντας το, τελικά αποδείχτηκε ανέλπιστα επιτυχημένη. 

Ήταν όμως, από την άλλη, η Χίλαρυ μια καλή επιλογή για τους Δημοκρατικούς; Πολλές αναλύσεις των τελευταίων ημερών επιμένουν σε ένα counterfactual αφήγημα σε σχέση με τον Μπέρνυ Σάντερς και το κατά πόσο ο τελευταίος θα ήταν ίσως ένας πιο πειστικός αντίλογος από τα αριστερά στον Τραμπ. Ο Μπέρνυ σαφώς άρθρωσε έναν πολύ πιο ξεκάθαρο αριστερό λόγο και δεν έφερε βαρίδια ή το στίγμα του ανθρώπου του κατεστημένου, που έχει υποστηρίξει πολέμους κτλ. Ίσως να ενέπνεε και μια νέα γενιά ανθρώπων που αναζητούν σημεία αναφοράς και ανθρώπους πρότυπα. Με εντυπωσίασε, για παράδειγμα, ο ενθουσιασμός με τον οποίο παλιοί φοιτητές μου στα liberal πανεπιστήμια Μπράουν και NYU δούλεψαν εθελοντικά στην καμπάνια του και, αντιθέτως, η έντονη αντιπάθειά τους –για να μην πω το μίσος τους– για την Χίλαρυ, ως διεφθαρμένη εκπρόσωπο του κατεστημένου. Προσωπικά πάντως θεωρώ ότι ο κάπως παλιομοδίτικα σοσιαλίζων λόγος του Μπέρνυ δύσκολα θα είχε πέραση σε ευρύτερα κομμάτια του αμερικάνικου πληθυσμού. Δεδομένου λοιπόν πως την επιτυχία του Σάντερς απέναντι στον Τραμπ μπορούμε μόνο να την εικάσουμε, η εν λόγω συζήτηση δεν είναι κατά τη γνώμη μου ιδιαίτερα παραγωγική. 

Αυτό όμως που μπορούμε να πούμε με σιγουριά είναι πως η Χιλαρυ δεν ενέπνευσε. Σε τρανταχτή αντίθεση κυρίως με τον προκάτοχό της, δεν πρόσφερε όραμα, δεν προσέφερε ελπίδα. Το «yes we can», αυτός ο πρωτότυπος και πολύ αμερικανικός βολονταρισμός του Ομπάμα εξανεμίστηκε και εν μέρει υιοθετήθηκε απο τον Τραμπ, που βροντοφώναξε «let’s make America great again!». Στην τελική, δεν έχει καν σημασια αν ο Ομπάμα πραγματοποίησε τα υποσχεθέντα ή όχι (να θυμηθούμε πως είχε τάξει λαγούς με πετραχήλια, από το κλείσιμο του Γκουαντάναμο και τον τερματισμό του πολέμου στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, μέχρι τον έλεγχο της Γουόλ Στριτ) – ούτε το γιατί δεν το έκανε· φτάνει το οτι ο κόσμος τον πίστεψε και έδωσε μια διέξοδο ελπίδας και προσδοκίας σε μια πολύ ζοφερή περίοδο, με τις ΗΠΑ να είναι ιδιαίτερα αντιδημοφιλείς παγκοσμίως και με την ανεργία να χτυπάει κόκκινο για πρώτη φορά από την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης. Η Χίλαρυ δεν το έκανε – αυτό που πρόβαλε αντ’ αυτού ήταν η κυβερνητική επάρκειά της και το χάντικαπ του αντιπάλου της. Αλλά το ότι μπορείς να λειτουργήσεις στην κυβέρνηση ή ότι ο αντίπαλός σου είναι κατά πολύ κατώτερος των περιστάσεων δεν αποτελούν τελικά ικανή συνθήκη για να κάνουν τους ανθρώπους να σε ψηφίσουν. Ακόμα και αυτό το τόσο τρανταχτό ζήτημα του ρατσισμού και του σεξισμού του Τραμπ απέτυχε να το εκμεταλλευτεί υπέρ της. Η πολύ πιο αεράτη και αυθεντική Μισέλ Ομπάμα άρθρωσε πιο πειστικά απο την ίδια το όλο ζήτημα σε προεκλογική ομιλία στήριξης της Κλίντον. Θα ήταν ευχής έργον αν η τελευταία είχε καταφέρει να βγάλει έναν τόσο δυναμικό λόγο, πράγμα όμως που δεν κατόρθωσε να κάνει ποτέ –παραμένοντας μπλοκαρισμένη μεσα στο σχεδόν ασφυκτικό κουστούμι της. 

Τέλος, ο Τραμπ και οι επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας του δεν δίστασαν να επιστρατεύσουν σειρά ψευδών ειδήσεων και χαλκευμένων στοιχείων, που σε πολλές περιπτώσεις έκαναν τη διαφορά. Είναι αυτό που συνέβη με τον Νάιτζελ Φάρατζ και τα περίφημα ψεύτικα ποσοστά που σέρβιρε στα μίντια, στην Αγγλία του Brexit· έτσι και στην Αμερική των εκλογών, μια καταφανέστατα ψευδής είδηση, όπως το ότι ο Πάπας στηρίζει τον Τραμπ, έγινε viral. Ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο στο λεξικό της Οξφόρδης μόλις προστέθηκε ένας νέος όρος – το post-truth ή μετα-αλήθεια, κοινώς τα ψέματα τα οποία σερβίρονται κυρίως απο τα νέα μέσα δικτύωσης και πληροφόρησης και γίνονται πιστευτά από μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού και ενίοτε διαμορφώνουν συνειδήσεις και αποτελέσματα. Δεν έχει πια σημασία αν είναι αλήθεια ή ψέματα. Σημασία έχει το ότι κάνουν τη διαφορά. 

Εκεί ακριβώς χρειάζεται ως αντίβαρο ένας στιβαρός αντίλογος, για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Όταν αυτός είναι ασθενικός, διαμεσολαβημένος ή χιλιοφιλτραρισμένος από ενα κάρο συμφέροντα και σκάνδαλα, τα αποτελέσματα μπορεί να είναι καταστροφικά. Αν δεν διαβαστεί σωστά αυτό το μήνυμα από τις αμερικανικές εκλογές, ίσως το ντόμινο που ξεκίνησε από τη Μ. Βρετανία να συνεχιστεί στις αυστριακές, στις γαλλικές και εν τέλει στις γερμανικές εκλογές, με φριχτές συνέπειες για το μέλλον της ηπείρου, που θα μας κάνουν να μιλήσουμε αυτή τη φορά για την παρακμή της Ευρώπης...

 

(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 20 Noεμβρίου 2016)

US Flag: WIKIMEDIA COMMONS, by Jnn13

ΧΡΟΝΟΣ #43, 20 Νοεμβρίου 2016

Ο Κωστής Κορνέτης σπούδασε Ιστορία και Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Ludwig Maximilian’s του Μονάχου και War Studies και Modern Greek Studies στο Πανεπιστήμιο King’s College του Λονδίνου. Έκανε το μάστερ του πάνω στη σύγχρονη ιστορία στο University College του Λονδίνου και εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στο Τμήμα Ιστορίας και Πολιτισμού του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου της Φλωρεντίας, με θέμα το φοιτητικό κίνημα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών (υπό έκδοση, Berghahn Books). Έχει διατελέσει υπότροφος της ισπανικής κυβέρνησης στη Μαδρίτη, επισκέπτης ερευνητής στη Σορβόννη και Visiting Global Scholar στο New York University, όπου παρακολούθησε μαθήματα Film Studies με έμφαση στο ντοκιμαντέρ. Από το 2007 εργάζεται ως επισκέπτης επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου Μπράουν των Η.Π.Α., ενώ από το 2012 διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Είναι ιστορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Carlos III της Μαδρίτης. Από τις εκδόσεις «Πόλις» κυκλοφορεί το βιβλίο του Τα παιδιά της δικτατορίας. Φοιτητική αντίσταση, πολιτισμικές πολιτικές και η μακρά δεκαετία του ’60 στην Ελλάδα. Άρθρα του σχετικά με τη σύγχρονη κοινωνική και πολιτισμική ιστορία έχουν δημοσιευτεί σε επιστημονικά περιοδικά της Ελλάδας και του εξωτερικού. Είναι τακτικός συνεργάτης του ένθετου «Βιβλιοδρόμιο» της εφημερίδας Τα Νέα.

Σε μια χώρα που ενώ έχει ανακάμψει οικονομικά, δεν ανέκαμψαν ακόμα οι πολίτες της, η Χίλαρυ θεωρήθηκε ο πραγματικός εκπρόσωπος και υπερασπιστής του status quo και της υπερσυσώρευσης του πλούτου στο 1%. Και είναι γεγονός ότι το κεντρικό ζήτημα των ανισοτήτων δεν τόλμησε ούτε καν να το αγγίξει, πράγμα που αποδείχτηκε μοιραία επιλογή.

Ως αντίβαρο χρειάζεται ένας στιβαρός αντίλογος, για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Όταν αυτός είναι ασθενικός, διαμεσολαβημένος ή χιλιοφιλτραρισμένος από ενα κάρο συμφέροντα και σκάνδαλα, τα αποτελέσματα μπορεί να είναι καταστροφικά. Αν δεν διαβαστεί σωστά αυτό το μήνυμα από τις αμερικανικές εκλογές, ίσως το ντόμινο που ξεκίνησε από τη Μ. Βρετανία να συνεχιστεί στις αυστριακές, στις γαλλικές και εν τέλει στις γερμανικές εκλογές, με φριχτές συνέπειες για το μέλλον της ηπείρου, που θα μας κάνουν να μιλήσουμε αυτή τη φορά για την παρακμή της Ευρώπης...