Ο Τραμπ και η Σκουριασμένη Αμερική

Αλέξανδρος Κιτροέφ

Δεν έδωσα πολλή σημασία όταν δύο γνωστοί μου, που θα χαρακτήριζα ως μικρομεσαίους επιχειρηματίες, ανακοίνωσαν ταυτόχρονα πως υποστηρίζουν την υποψηφιότητα του πολιτικά άπειρου Ντόναλντ Τραμπ για την προεδρεία των ΗΠΑ. Κι αυτό παρόλο που ο ένας είναι ένθερμος αριστερός και ο άλλος φανατικός δεξιός. Είχαμε βρεθεί προ ημερών στην Αστόρια, την ελληνική περιοχή της Νέας Υόρκης, για  να παρακολουθήσουμε τον αγώνα Ολυμπιακού - Παναθηναϊκού που άρχιζε σε λίγα λεπτά, άρα δεν υπήρχε χρόνος για πολιτικές αναλύσεις.  Η συζήτηση σταμάτησε στο «χρειάζεται αυτή η χώρα ένα μπαμ για να πάει μπροστά». Δεν συνεχίσαμε, διότι στο τέλος του συγκεκριμένου αυτού αγώνα κανείς μας δεν είχε όρεξη για οποιαδήποτε κουβέντα. Αλλά δεν ήμουν ο μόνος που αγνόησε τη σημασία αυτής τη συγκεκριμένης μερίδας ψηφοφόρων – το ίδιο έκανε και το εκλογικό επιτελείο του Δημοκρατικού Κόμματος και η ίδια η υποψήφιος, η Χίλαρυ Κλίντον.

Η αναπάντεχη νίκη του Τραμπ οφείλεται κατά πολύ στο ότι υπερίσχυσε στις πολιτείες που ανήκουν στη λεγόμενη ζώνη της σκουριάς (rust belt). Πρόκειται για τις βόρειες πολιτείες των ΗΠΑ, όπου τις τελευταίες δεκαετίες οι πάλαι ποτέ κραταιές βιομηχανικές επιχειρήσεις κλείνουν η μία μετά την άλλη, αφήνοντας πίσω τους κλειστά εργοστάσια παραδομένα στο χρόνο και τη σκουριά. Πέρασε εκείνη η εποχή που μια θέση εργασίας στα ορυχεία ή τη σιδηροβιομηχανία της Πενσυλβάνιας, στη χαρτοποιία και την ελαφριά βιομηχανία του Οχάιο, στην αυτοκινητοβιομηχανία του Μίσιγκαν και στις βιομηχανίες του Ουϊσκόνσιν, αποτελούσε εγγύηση για το μέλλον των εργαζομένων αλλά και όλων των μικροεπιχειρήσεων που ζούσαν από την ακμή της αμερικανικής οικονομίας τις δύο μεταπολεμικές δεκαετίες.

Ξεκινώντας με την πετρελαϊκή κρίση του 1973, η βιομηχανική παραγωγή σε αυτές τις πολιτείες άρχισε να γνωρίζει σταθερή παρακμή. Η παγκοσμιοποίηση και η ελεύθερη κυκλοφορία χρήματος και εργασίας τη δεκαετία του 1990, οδήγησαν τα εργοστάσια στις πολιτείες του Νότου και ιδιαίτερα στο Μεξικό. Εκεί δηλαδή όπου υπήρχε πολύ φθηνότερη εργασία και πιο αδύναμα συνδικάτα. Μαζί με τα εργοστάσια άρχισαν να μαραζώνουν και όλα τα μαγαζιά και οι επιχειρήσεις που εξυπηρετούσαν τους εργαζόμενους. Η πιο πρόσφατη οικονομική κρίση στις ΗΠΑ, που ξέσπασε το 2007 με τα προβλήματα στην αγορά στεγαστικών δανείων, ήταν το τελευταίο σοβαρό χτύπημα που δέχθηκε η ήδη παρηκμασμένη ζώνη της σκουριάς. Τα τελευταία δέκα χρόνια, έχουν χαθεί 300.000 θέσεις εργασίας μόνο στην πολιτεία του Οχάιο.

Οι εκλογείς στη ζώνη της σκουριάς, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, ανήκουν στη λεγόμενη «λευκή εργατική τάξη». Αυτή αποτελείται κυρίως από τους απογόνους των μεταναστών από την Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη. Οι γονείς τους είχαν υποστηρίξει το Δημοκρατικό Κόμμα επί Ρούσβελτ τη δεκαετία του 1930. Οι ίδιοι όμως ψήφισαν Ρίτσαρντ Νίξον τη δεκαετία του 1970 και –πανηγυρικά– τον Ρόναλντ Ρήγκαν τη δεκαετία του 1980. Το Δημοκρατικό Κόμμα τους ξανακέρδισε τη δεκαετία του 1990 εξαιτίας της  έμφασης που έδωσε ο Μπιλ Κλίντον στην οικονομία. Το ίδιο συνέβη στις εκλογές του 2008 και του 2012, όταν το μήνυμα αλλαγής του Μπαράκ Ομπάμα τους γέμισε ελπίδες για μια οικονομική ανάκαμψη.

Όμως, οι Αμερικανοί έχουν την τάση να τα περιμένουν όλα από τον πρόεδρό τους, ασχέτως της δράσης του Κονγκρέσου. Έτσι, με το τέλος της οκταετούς θητείας του, οι διφορούμενες απόψεις για τον Ομπάμα καθώς και το μήνυμα αλλαγής και απόρριψης του κατεστημένου του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου Ντόναλντ Τραμπ άρχισε να κερδίζει έδαφος. Ειδικά οι υποσχέσεις του να καταγγείλει τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με τον Καναδά και το Μεξικό και να μειώσει τη φορολογία και τους κρατικούς ελέγχους στις επιχειρήσεις, είχαν μεγάλη απήχηση. Διότι αυτές θεωρούνταν οι  πηγές του κακού και της καταστροφής της βιομηχανικής οικονομίας από την Πενσυλβάνια μέχρι το Ουισκόνσιν. Αντίθετα, η Κλιντον δεν είχε να παρουσιάσει κάτι εξίσου ηχηρό η πειστικό, παρά μόνο μια πιο προσεκτική εφαρμογή της συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου. Η θέση της Κλίντον δύσκολα θα μπορούσε να ανταγωνιστεί την εντυπωσιακή υπόσχεση για κάτι εντελώς καινούργιο που διατυμπάνιζε ο Τραμπ.

Οι σφυγμομετρήσεις πριν τις εκλογές έδειχαν πως «οι λευκοί χωρίς πανεπιστημιακό δίπλωμα» έδιναν το προβάδισμα στον Τραμπ με μεγάλη διαφορά από την Κλίντον. Ο Τραμπ με τη σειρά του δήλωνε πως είχε αναλάβει να υποστηρίξει τα δικαιώματα των «ξεχασμένων». Οι Δημοκρατικοί βέβαια κάθε άλλο παρά είχαν λησμονήσει τη σημασία των πολιτειών στη ζώνη της σκουριάς αλλά υποτίμησαν τον αντίκτυπο του λαικιστικού λόγου του Τραμπ στους κατοίκους της περιοχής. Και δεν κατόρθωσαν να αποτρέψουν την εντύπωση πως η Κλιντον και το επιτελείο της ανήκουν στην απεχθή ελίτ της Ουάσινγκτον. Τα λόγια του Τραμπ έβρισκαν θετική ανταπόκριση από εργαζόμενους και μικροεπιχειρηματίες σε όλη τη χώρα. Ανάμεσα τους υπήρχαν και πολλοί Ελληνοαμερικανοί. Το επιτελείο του μάλιστα, πραγματοποίησε συγκέντρωση στην Αστόρια τις παραμονές των εκλογών.

Αλλά πώς ένας πολυεκατομμυριούχος επιχειρηματίας μπόρεσε να γίνει ο εκλεκτός των εργαζομένων και των μικρομεσαίων και να κάνει τη μεγάλη έκπληξη; Η απάντηση είναι εύκολη. Ακρογωνιαίος λίθος του Αμερικανικού Ονείρου είναι η αρχή πως οι ταξικές γραμμές που περνάνε οριζόντια μέσα απο την αμερικανική κοινωνία είναι θαμπές και δεν αποτελούν εμπόδιο στην κοινωνική και οικονομική άνοδο. Οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, ακόμη και οι εργαζόμενοι, ταυτίζονται με τον επιτυχημένο επιχειρηματία Τραμπ. Τον Ιούλιο του 2016 σε ανταπόκριση από την κεντρική Πενσυλβάνια, δημοσιογράφος της New York Times ανέφερε πως η Ελληνοαμερικανίδα σερβιτόρα στο εστιατόριο Capitol Diner που είχε ψηφίσει Ομπάμα τις δύο προηγούμενες φορές, θα ψήφιζε Τραμπ τον Νοέμβριο γιατί τον θαυμαζε και τον έβλεπε ως φορέα αλλαγής.

Ενώ λοιπόν οι Δημοκρατικοί δεν αναγνώρισαν τις διαθέσεις των εργαζόμενων και των μικρομεσαίων, οι ίδιοι δεν αναγνώρισαν κάποιο ταξικό τους συμφέρον. Ότι το πρόγραμμα του Τραμπ βοηθάει κυρίως το μεγάλο κεφάλαιο το αντιπαρέρχονται. Αντιθετα, ασπαζόμενοι την ελπίδα κοινωνικής ανέλκυσης που υπόσχεται ο μύθος του Αμερικανικού Ονείρου, βλέπουν τον Τραμπ να ανοίγει το δρόμο της σωτηρίας τους. Πρόκειται δηλαδή για ένα κοινωνικό στρώμα εκλογέων που δεν επιλέγει με βάση την κομματική ιδεολογία ή ένα δεδομένο ταξικό συμφέρον αλλά με βάση το ποιος απο τους προεδρικούς υποψήφιους ανταποκρίνεται στις ελπίδες του και εξουδετερώνει τους φόβους του. Αυτός ήταν ο πιο σημαντικός λόγος που οι Ρεπουμπλικάνοι υπερίσχυσαν στην Πενσυλβάνια και στο Μίσιγκαν. Οι πολιτείες αυτές είχαν να τους ψηφίσουν από το 1988, ενώ στο Ουισκόνσιν είχαν κερδίσει για τελευταία φορά το 2004 με μόνο 0.4 % διαφορά. Τέλος, πήραν και το Οχάιο, που θεωρείται πολιτεία «εκλογικός ανεμοδείκτης» διότι όποιο κόμμα κερδίσει τις προεδρικές εκλογές εκεί σχεδόν σίγουρα βγάζει τον πρόεδρο.  Όταν τέσσερεις πολιτείες, εκλογικά νευραλγικές, ψηφίζουν Τραμπ ελπίζοντας πως με το μπαμ που θα κάνει, θα τους απαλλάξει από τη σκουριά, τότε η νίκη του δεν αποτελεί έκπληξη.

 

(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 16 Noεμβρίου 2016)

US Flag: WIKIMEDIA COMMONS, by Jnn13

ΧΡΟΝΟΣ #43, 16 Νοεμβρίου 2016

Ο Αλέξανδρος Κιτροέφ είναι ιστορικός και καθηγητής ιστορίας στο Haverford College στην Πενσυλβάνια. Ειδικεύεται πάνω στην ιστορία της Ελληνικής διασποράς και γράφει βιβλίο για την ιστορία της Ελληνορθόδοξης Αρχιεπισκοπής Αμερικής.

Αλλά πώς ένας πολυεκατομμυριούχος επιχειρηματίας μπόρεσε να γίνει ο εκλεκτός των εργαζομένων και των μικρομεσαίων και να κάνει τη μεγάλη έκπληξη; Η απάντηση είναι εύκολη. Ακρογωνιαίος λίθος του Αμερικανικού Ονείρου είναι η αρχή πως οι ταξικές γραμμές που περνάνε οριζόντια μέσα απο την αμερικανική κοινωνία είναι θαμπές και δεν αποτελούν εμπόδιο στην κοινωνική και οικονομική άνοδο. Οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, ακόμη και οι εργαζόμενοι, ταυτίζονται με τον επιτυχημένο επιχειρηματία Τραμπ.