Η Δύση στον αστερισμό της ακροδεξιάς

Αλέξανδρος Καζαμίας

Υπάρχει ακόμη έντονη τάση μεταξύ των προοδευτικών δυνάμεων στις ΗΠΑ και την Ευρώπη να παρερμηνεύουν, να υποβαθμίζουν και να παίζουν πολιτικά παιχνίδια με τον κίνδυνο της ακροδεξιάς. Από την πλευρά της αριστεράς, το σύνηθες σφάλμα είναι η αδυναμία καθαρής διάκρισης ανάμεσα στην καθεστωτική δεξιά και την ακροδεξιά, γεγονός που οδηγεί τους ψηφοφόρους της σε ασυγχώρητες καθυστερήσεις στη σύναψη αντιφασιστικών συμμαχιών με τις κεντρώες δυνάμεις. Από την πλευρά της σοσιαλδημοκρατίας, το κύριο σφάλμα πηγάζει από τη σύγχυση ανάμεσα στο ρατσισμό και τον λαϊκισμό/εθνικισμό, με αποτέλεσμα τα κόμματά της να αντιμετωπίζουν την ακροδεξιά μέσω αυτοκαταστροφικών συμμαχιών με την καθεστωτική κεντροδεξιά. Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στο Λευκό Οίκο υπήρξε αποτέλεσμα επανάλειψης και των δύο αυτών λαθών, παρόλο που το κύριο βάρος της ευθύνης πάντοτε θα βαραίνει τη Χίλαρυ Κλίντον.

Αν δούμε τα πράγματα από τη σκοπιά της αριστεράς, το πρώτο που πρέπει να προσέξουμε είναι η χαμηλή προσέλευση δημοκρατικών ψηφοφόρων στις κάλπες. Έτσι, ενώ ο Μπαράκ Ομπάμα είχε εκλεγεί το 2008 και 2012 με 69 και 66 εκατομύρια ψήφους αντίστοιχα, η Χίλαρυ Κλίντον συγκέντρωσε μόνο 60 εκατομύρια ψήφους την περασμένη Τρίτη. Την ίδια στιγμή ο Τραμπ πήρε ξανά το ίδιο ακριβώς ποσοστό των ηττημένων Ρεπουμπλικανών υποψηφίων το 2008 και το 2012, δηλαδή επίσης 60 εκατομμύρια ψήφους. Αυτό σημαίνει ότι περίπου 10-15% των Δημοκρατικών που ψήφισαν τον Ομπάμα τα προηγούμενα οκτώ χρόνια δεν πήγαν τώρα να ψηφίσουν την Κλίντον. Το ποσοστό αυτό φαίνεται πως περιλαμβάνει μια μερίδα φανατικών οπαδών του εσωκομματικού αντιπάλου της, του σοσιαλιστή γερουσιαστή Μπέρνυ Σάντερς, οι οποίοι αρνήθηκαν να την ψηφίσουν. Βεβαίως, ο ίδιος ο Σάντερς, καθώς και γνωστοί αριστεροί διανοούμενοι όπως ο Νόαμ Τσόμσκυ, γνωρίζοντας τα σφάλματα της αριστεράς τη δεκαετία του 1930 απέναντι στην άνοδο του φασισμού, υποστήριξαν σθεναρά την Κλίντον. Ωστόσο, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, η στήριξη αυτή δεν ήταν αρκετή για να γεφυρώσει πλήρως το χάσμα μεταξύ των αριστερών και κεντρώων Δημοκρατικών που άνοιξε στη διάρκεια των προκριματικών εκλογών.

Εξίσου ζημιογόνα όμως υπήρξε και η στάση της υποψήφιας των Πρασίνων, Τζιλ Στιν, η οποία απέσπασε σε εθνικό επίπεδο μόλις το 1%. Στις οριακές πολιτείες του Μίσιγκαν και του Ουισκόνσιν, που μαζί αναδεικνύουν 26 εκλέκτορες, η Στιν συγκέντρωσε περισσότερες ψήφους από εκείνες που χρειαζόταν η Κλίντον για να τις κερδίσει· κι αυτό θα αρκούσε για να γίνει εκείνη η 45η πρόεδρος των ΗΠΑ αντί του Τραμπ. Γι’ αυτό, μια οργισμένη οπαδός της Κλίντον, απηύθυνε μέσω twitter μήνυμα στην πρόεδρο των Πρασίνων το οποίο έλεγε: «Εξαιρετική δουλειά κάνατε, ηλίθιοι». Βεβαίως, πριν τις εκλογές, ήταν γνωστό ότι οι εν λόγω πολιτείες θα ήταν ανάμεσα στις πλέον οριακές, όμως η Στιν δε ζήτησε από τους ψηφοφόρους της εκεί να στηρίξουν τους Δημοκρατικούς για να αποκλειστεί ο δρόμος του Τραμπ προς το Λευκό Οίκο.

Αν τώρα δούμε τα πράγματα από τη σκοπιά της κ. Κλίντον, τα σφάλματα εδώ υπήρξαν τραγικότερα. Από την αρχή, η στρατηγική της στηρίχτηκε στην εκτίμηση ότι για να ηττηθεί ο Τραμπ, η εκστρατεία της θα έπρεπε να εκλάβει κεντροδεξιά στοφή. Μάταια ο Νομπελίστας οικονομολόγος Πωλ Κρούγκμαν προειδοποιούσε κατά μιας τέτοιας προσέγγισης τον Αύγουστο με το άρθρο του «Όχι δεξιά στροφή».(1) Δυστυχώς, η λογική της στρατηγικής αυτής, που έχει βαθιές ρίζες στην ιστορία των κεντρώων κομμάτων, στηρίχθηκε στην πεποίθηση ότι, στο τέλος, πάντα η αριστερά πάντα θα ακολουθήσει τον εκάστοτε αντιδεξιό υποψήφιο, οπότε το κύριο στοίχημα είναι να απομονωθεί ο ακροδεξιός αντίπαλος από τη μετριοπαθή κεντροδεξιά. Έτσι, μεγάλη προσπάθεια επενδύθηκε για να εξασφαλιστεί η εύνοια του Ρεπουμπλικανικού κατεστημένου, περιλαμβανομένου και του πρώην υπουργού Εξωτερικών Κόλιν Πάουλ, ενώ με επιθετικές θέσεις στην εξωτερική πολιτική, η Κλίντον έλαβε και τις ευλογίες των ακραίων νεοσυντηρητικών που ευθύνονται για την καταστροφη στο Ιράκ, (Μπους ο νεότερος, Ντικ Τσένεϋ, Πωλ Ουόλφοβιτς, κ.ά.). Μάλιστα, σε κάποια προεκλογικά σποτ που προβλήθηκαν στα εθνικά δίκτυα, οι επιτελείς της Κλίντον παρουσίασαν έναν πρώην αξιωματούχο της κυβέρνησης Ρέιγκαν και έναν Ρεπουμπλικανό βετεράνο πολέμου να λένε πως ο Τραμπ είναι αναξιόπιστος, ενώ η ίδια έχει την πείρα και το ρεαλισμό που απαιτείται να έχει ένας μελλοντικός πρόεδρος.

Όπως είναι φυσικό, μια τέτοια οπορτουνιστική εκστρατεία εύκολα θα αποξένωνε μια κρίσιμη μάζα αριστερών Δημοκρατικών ψηφοφόρων. Ιδίως μετά την ισχυρή εμφάνιση του Σάντερς στις προκριματικές εκλογές, οι ψηφοφόροι αυτοί θεωρούσαν πως η Κλίντον, ως υποψήφια των Δημοκρατικών, είχε την ηθική υποχρέωση αλλά και το πολιτικό συμφέρον να προσαρμόσει το πρόγραμμά της στις δικές τους θέσεις και όχι σε εκείνες των Ρεπουμπλικανών αντιπάλων της. Ωστόσο, το μεγαλύτερο πάθημα από τη «δεξιά στροφή» της Κλίντον είναι ότι, την τελευταία στιγμή, οι υποτιθέμενοι «μετριοπαθείς» Ρεπουμπλικανοί που θα τη στήριζαν, τελικά στράφηκαν μαζικά υπερ του Τραμπ. Παρά τα όσα ειπώθηκαν προεκλογικά από Ρεπουμπλικανούς περί «μη συντηρητικού» και «μη Ρεπουμπλικανού» υποψηφίου, ο Τραμπ έλαβε τελικά το 90% των ψήφων που είχε πάρει το 2012 ο Μητ Ρόμνεϋ, μια κομματική συσπείρωση που θεωρείται στατιστικά απόλυτη και ισοδυναμεί με εκείνη που πέτυχε ο Ομπάμα στη μεγάλη νίκη του το 2008.(2) Το απλό αλλά επίπονο μάθημα για την κ. Κλίντον και τους πιθανούς μελλοντικούς μιμητές της είναι ότι, παρά τις ουσιώδεις ιδεολογικές διαφορές τους (που δεν πρέπει να συγχέονται), την ώρα της κάλπης, η μετριοπαθής Δεξιά πάντοτε τελικά θα προτιμήσει έναν χαρισματικό ακροδεξιό υποψήφιο παρά έναν κεντρώο οπορτουνιστή.

Σε πολλές μετεκλογικές αναλύσεις που εμφανίστηκαν ως τώρα υπάρχει η τάση να ερμηνεύεται η εκλογή του Τραμπ ως νίκη κάποιων νέων δυναμικών παραγόντων. Έτσι, πολλοί μιλούν για συνδυασμό μιας «λαϊκής εξέγερσης κατά των ελίτ» με μία έξαρση «λευκού ρατσισμού», «λαϊκισμού» και του «ζωώδη μαγνητισμού» που ασκεί ο Τραμπ στους οπαδούς του.(3) Δίχως να αμφισβητεί κανείς ότι αυτοί οι παράγοντες έπαιξαν κάποιο ρόλο (ιδίως στις προκριματικές εκλογές) οι έρευνες εκλογικής συμπεριφοράς για την ημέρα των προεδρικών εκλογών δείχνουν μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Σύμφωνα με αυτές, ο Τραμπ φαίνεται πως εξελέγη ακριβώς για τους αντίθετους λόγους, δηλαδή εξαιτίας αφενός της ρουτινικής συμπεριφοράς του 90% των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων, που τον υποστήριξαν όπως θα έπρατταν με οποιονδήποτε άλλο υποψήφιο του κόμματός τους, και αφετέρου, εξαιτίας της απίστευτα ανόητης στρατηγικής των αντιπάλων του. Υπό την έννοια αυτή, η εκλογή του Τραμπ θα πρέπει να ερμηνευτεί κυρίως με αρνητικούς όρους, δηλαδή ως αποτέλεσμα μιας αλυσίδας αλληλένδετων αποτυχιών και ατυχημάτων ενός πολιτικού συστήματος που έδειξε απίστευτα μειωμένα αντανακλαστικά απέναντι στην απειλή ενός φασίζοντα προέδρου.

Η πολιτική αλλαγή που θα συντελέσει η άφιξη του Τραμπ στο Λευκό Οίκο θα είναι αναμφίβολα μεγάλη. Η απάθεια των κεντροδεξιών ψηφοφόρων απέναντι στο ρατσιστικό λόγο του, σαφώς συνδέεται με τη γενικευμένη άνοδο και νομιμοποίηση της ακροδεξιάς σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες τα τελευταία χρόνια. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι ο ίδιος ο Τραμπ συνέδεσε τη νίκη του με τις εξελίξεις στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού όταν την περιέγραψε προεκλογικά ως «ένα υπερενισχυμένο Brexit»,(4) ενώ ο πρώτος ξένος πολιτικός που συνάντησε μετά την εκλογή του ήταν ο Βρετανός υπερεθνικιστής, Νάιτζελ Φάρατζ. Βεβαίως, όπως στη δεκαετία του 1930, έτσι και σήμερα, η κρίση των Δυτικών οικονομιών μετά το 2008 αποτελεί το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η άνοδος της ακροδεξιάς. Ωστόσο, όπως τονίζει η Ναόμι Κλάιν στο πολυσυζητημένο άρθρο της για την εκλογή του Τραμπ, «αυτό που γνωρίζουμε από τη δεκαετία του 1930 είναι ότι εκείνο που απαιτείται για να πολεμηθεί ο φασισμός είναι μια πραγματική αριστερά».(5) Σήμερα, η συγκρότηση μιας τέτοιας αριστεράς απαιτεί τη σύναψη πλατιών αντιφασιστικών συμμαχιών μαζί με τη σοσιαλδημοκρατία και το προοδευτικό κέντρο, εκεί όπου ο κίνδυνος της ακροδεξιάς είναι μεγάλος. Όσο αυτές καθυστερούν, νίκες όπως αυτές του Τραμπ σύντομα θα διαδοθούν και στην Ευρώπη. 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Paul Krugman, ‘No Right Turn’, New York Times, 5 Αυγούστου 2016.

2. Exit Polls, New York Times, http://www.nytimes.com/interactive/2016/11/08/us/politics/election-exit-polls.html

3. Adam Shatz, ‘The Nightmare Begins’, London Review of Books, 10 Νοεμβρίου 2016, Monica Potts, ‘Donald Trump Won on White-Male Resentment—but Don’t Confuse That With the Working Class’, The Nation, 10 Νοεμβρίου 2016, Simon Jenkins, ‘Be calm: Trump is not the worst and won’t go unchallenged’, The Guardian, 10 Νοεμβρίου 2016, Lexington, ‘The people v the people: Setting Americans against each other paved Donald Trump’s path to power’, The Economist, 12 Νοεμβρίου 2016.

4. Η συγκεκριμένη φράση ήταν: “On November 8th we are going to deliver something special. It will be called Brexit plus, plus, plus”.

5. Naomi Klein, ‘It was the Democrats' embrace of neoliberalism that won it for Trump’, The Guardian, 10 Νοεμβρίου 2016. 

 

(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 14 Noεμβρίου 2016)

US Flag: WIKIMEDIA COMMONS, by Jnn13

ΧΡΟΝΟΣ #43, 14 Νοεμβρίου 2016

Ο Αλέξανδρος Καζαμίας είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Κόβεντρυ. Το επιστημονικό του έργο περιλαμβάνει το βιβλίο Greece and the Cold War: Diplomacy and Anti-Colonialism After the Civil Conflict, I.B. Tauris, Λονδίνο 2014, και δεκάδες άρθρα και κεφάλαια σε βιβλία, με πιο πρόσφατα το «Pseudo-Hegelian Contrivances: The uses of German Idealism in the discourse of the post-Civil War Greek state», Kambos: Cambridge Papers in Modern Greek 19 (2012), και «Οι φαντασιακές τοπογραφίες της Μεγάλης Ιδέας: Το εθνικό έδαφος ως ουτοπία» (με την Αν. Στουραΐτη) στο Ν. Διαμαντούρος, Θ. Δραγώνα και C. Keyder (επιμ.), Ελλάδα και Τουρκία: Εκσυγχρονιστικές γεωγραφίες και χωρικές αντιλήψεις του έθνους, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2012. Έχει υπάρξει επισκέπτης ερευνητής στα πανεπιστήμια του Πρίνστον και του Εδιμβούργου και έχει δώσει διαλέξεις στα Πανεπιστήμια της Μόσχας, του Καΐρου, του Λονδίνου, της Οξφόρδης, του Πρίνστον, του Καίμπριτζ και του Εδιμβούργου. Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά, π.χ. Οικονομικός ΤαχυδρόμοςΗ ΚαθημερινήΤα Νέα, η Al-Ahram Weekly και Η Εφημερίδα των Συντακτών, ενώ από το 1993 ώς το 2008 υπήρξε συνεργάτης του περιοδικού Αντί. Από το 2005 ώς το 2011 συμμετείχε στην αιγυπτιακή αντικαθεστωτική ομάδα πανεπιστημιακών «9 Μαρτίου» και σήμερα είναι μέλος της «Πρωτοβουλίας για τη Δημοκρατία στην Ελλάδα» με έδρα το Λονδίνο.

Η εκλογή του Τραμπ θα πρέπει να ερμηνευτεί κυρίως με αρνητικούς όρους, δηλαδή ως αποτέλεσμα μιας αλυσίδας αλληλένδετων αποτυχιών και ατυχημάτων ενός πολιτικού συστήματος που έδειξε απίστευτα μειωμένα αντανακλαστικά απέναντι στην απειλή ενός φασίζοντα προέδρου.

Όπως τονίζει η Ναόμι Κλάιν στο πολυσυζητημένο άρθρο της για την εκλογή του Τραμπ, «αυτό που γνωρίζουμε από τη δεκαετία του 1930 είναι ότι εκείνο που απαιτείται για να πολεμηθεί ο φασισμός είναι μια πραγματική αριστερά». Σήμερα, η συγκρότηση μιας τέτοιας αριστεράς απαιτεί τη σύναψη πλατιών αντιφασιστικών συμμαχιών μαζί με τη σοσιαλδημοκρατία και το προοδευτικό κέντρο, εκεί όπου ο κίνδυνος της ακροδεξιάς είναι μεγάλος. Όσο αυτές καθυστερούν, νίκες όπως αυτές του Τραμπ σύντομα θα διαδοθούν και στην Ευρώπη.