«Πολιτική» μέσα από καθημερινές προσωπικές επιλογές

Μαρία Δουκακάρου

Μια εξερεύνηση των μορφών νεανικής πολιτικοποίησης και των πολιτικών του «πολιτισμού» στη μεταδικτατορική Ελλάδα. Κριτικός σχολιασμός της μονογραφίας του Νίκου Παπαδογιάννη, Militant Around the Clock? Left-Wing Youth Politics, Leisure and Sexuality in Post-Dictatorship Greece 1974-1981

Η τρέχουσα πολυδιάστατη κρίση έχει αμφισβητήσει πολλές από τις «μεταπολιτευτικές» βεβαιότητες του κοινωνικού και πολιτικού βίου στην Ελλάδα. Πρωτίστως έχει αμφισβητήσει τη σταθερότητα και αποτελεσματικότητα του πολιτικού καθεστώτος, το οποίο επικράτησε μετά την πτώση της δικτατορίας, στηρίχθηκε σε μία διαρκώς αυξανόμενη θεσμοποίηση της πολιτικής πράξης, και μέχρι πρόσφατα έδινε την αίσθηση α-πολιτικότητας. Σήμερα, είναι πλέον κατανοητό ότι και η ίδια η αντίληψη της «μεταπολίτευσης» ως ενιαίου και ομοιογενούς ιστορικού πλαισίου χρήζει επανερμηνείας και επανελέγχου, όπως άλλωστε και οι προσεγγίσεις που μονοδιάστατα συσχετίζουν την εν λόγω χρονική περίοδο με την έξαρση των πελατειακών σχέσεων και δίνουν προβάδισμα στη μελέτη εκείνων των εκδοχών της πολιτικής δράσης που προϋποθέτουν ή εξαρτούν τη συμμετοχή των φορέων τους από το κράτος και τα κόμματα. Τοποθετημένη στο πλαίσιο ευρύτερων κριτικών αναθεωρήσεων και αναλυτικών μετατοπίσεων, η μονογραφία του Ν. Παπαδογιάννη αποτελεί μια εξαιρετικά συστηματική προσπάθεια να αποτυπωθεί λεπτομερώς ο σύνθετος χαρακτήρας της «πολιτικής» κατά την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο, από την πτώση της δικτατορίας το 1974 μέχρι την έλευση του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ το 1981. 

Στη συγκεκριμένη μονογραφία ο συγγραφέας εστιάζει στην ανάλυση των πολλαπλών τρόπων με τoυς οποίους μέλη αριστερών πολιτικών οργανώσεων νεολαίας της περιόδου 1974-1981 (ειδικότερα μέλη κομμουνιστικών και σοσιαλιστικών οργανώσεων) εννοιολογούν τον «πολιτισμό» και την «πολιτική», και διερευνά τις επιδράσεις αλλά και τα αποτελέσματα των εννοιολογήσεών τους στη διαμόρφωση αντιλήψεων για τη σεξουαλικότητα και στην (ανα)παραγωγή αναπαραστάσεων για το έθνος και την «παράδοση». Η διερεύνηση των υποκειμενικών και συλλογικών αντιλήψεων επιχειρείται συστηματικά τόσο σε επίπεδο «επίσημου» πολιτικού λόγου όσο και στο επίπεδο της άτυπης, καθημερινής πρακτικής των υποκειμένων, μέσα από τη μελέτη πεδίων κοινωνικότητας που διαμορφώνονται γύρω από πρακτικές ψυχαγωγίας και υποκειμενικές επιλογές με αναφορά στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στη μουσική, στην ανάγνωση και στις διακοπές. Η αναλυτική επιλογή της ταυτόχρονης εστίασης σε δύο μεταξύ τους αλληλένδετα επίπεδα πολιτικής πράξης θεωρώ ότι συνιστούν κεντρικό προτέρημα του βιβλίου. Δημιουργεί τις συνθήκες για να καταστούν ορατές οι πλούσιες και συχνά αντιστικτικές διαθλάσεις των υπό μελέτη φαινομένων και επιτρέπει στον αναγνώστη να κατανοήσει την πολλαπλότητα των διαδικασιών μέσα από τις οποίες οι νέοι της υπό διερεύνησης χρονικής περιόδου συγκροτούνται σε πολιτικά υποκείμενα. Χαρακτηριστική ως προς τα παραπάνω είναι εξάλλου η προφορική μαρτυρία ενός μέλους κομμουνιστικής οργάνωσης νεολαίας, ο οποίος αναφερόμενος στην πρότερη πολιτικοποιημένη δράση του επισημαίνει: «watching progressive, high quality films, reading classics... these were among the three or four habits that distinguished [left-wing] people» [Προοδευτικές, ποιοτικές ταινίες, βιβλία των κλασικών... Ήταν ανάμεσα στα 3-4 χαρακτηριστικά που έλεγες ότι αυτός είναι αριστερός], συμπληρώνοντας παράλληλα ότι «we sang a lot even with our friends in the streets» [...τραγουδούσαμε πολύ, ακόμη και στο δρόμο με φίλους]. Επιπλέον, παρά την έμφαση στην περίοδο που ξεκινά με την πτώση της δικτατορίας, αναζητούνται συστηματικά οι συνέχειες και ασυνέχειες με την προ-δικτατορική Ελλάδα.

Το βιβλίο βασίζεται σε έναν συνδυασμό γραπτών και προφορικών πηγών. Ο συγγραφέας συλλέγει το υλικό του από πληθώρα περιοδικών και έντυπων κομματικών-πολιτικών εκδόσεων καθώς και από μεγάλο αριθμό συνεντεύξεων, το περιεχόμενο των οποίων αξίζει να σημειωθεί ότι αναλύεται με επίγνωση του ιστορικού χρόνου που χωρίζει τις προσλήψεις του παρελθόντος από το παρόν και με αναφορά στις επιλογές των υποκειμένων στο σήμερα. Σε επίπεδο θεωρητικό αντλεί από μια πλούσια βιβλιογραφία και προσδιορίζει με ακρίβεια τα αναλυτικά του εργαλεία. Στέκεται εξαρχής κριτικά απέναντι σε προσεγγίσεις που προσλαμβάνουν την ψυχαγωγία αρνητικά ως «μη υποχρεωτικό χρόνο» και επεκτείνει τον προβληματισμό του σε ευρύτερα σύνολα εννοιών, που έχουν μέχρι σήμερα αποτελέσει κεντρικά πρίσματα των ζητημάτων που πραγματεύεται. Έννοιες όπως ο «νεανικός πολιτισμός» και η «νεότητα» προβληματοποιούνται και ελέγχονται ως προς την αναλυτική τους δυναμική και επάρκεια στο ελληνικό (και ευρύτερα ευρωπαϊκό) συμφραζόμενο. 

Επιπλέον, η ανάλυση της ελληνικής περίπτωσης τίθεται διαρκώς σε σχέση με τις διεθνείς συγκυρίες και διερευνάται ως τμήμα μιας ευρύτερης διαδικασίας πολιτισμικών εισροών ή μετακινήσεων, ενώ ιδιαίτερη μνεία αποδίδεται στον προσδιορισμό των τρόπων με τους οποίους οι πολιτισμικά ορισμένες πρακτικές ψυχαγωγίας που μεταφέρονται στην Ελλάδα από το εξωτερικό μετασχηματίζονται και ανασημασιοδοτούνται, στα πλαίσια της «επίσημης» ή καθημερινής πολιτικής και κοινωνικής πρακτικής των υποκειμένων. 

Αναλυτικότερα, ενώ στη βιβλιογραφία που αφορά τη διαμόρφωση του «νεανικού πολιτισμού» της Δυτικής Ευρώπης στην υπό διερεύνηση περίοδο κατέχει κεντρική θέση το επιχείρημα του «πολιτισμικού εξαμερικανισμού», ο Παπαδογιάννης εξετάζει την είσοδο πολιτισμικών εισροών από την Αμερική ως επιλεκτική πρακτική των ανθρώπων που μελετά. Την αναλύει σε συνδυασμό ή/και αντιπαράθεση με άλλα πρότυπα που την ίδια περίοδο ασκούν επιρροή στους τρόπους που πολιτικοποιημένοι νέοι της εποχής εννοιολογούν τον «πολιτισμό» και την «πολιτική» και ισχυρίζεται την παράλληλη επίδραση ενός αριθμού δυτικοευρωπαϊκών και σοβιετικών πολιτισμικών προϊόντων, προτείνοντας εν τέλει την περιγραφή των πολλαπλών ψυχαγωγικών πρακτικών που εξετάζει ως μία περίπτωση «πλανητοπικοποίησης» (glocalisation). 

Τα οφέλη της υιοθέτησης μιας τέτοιας οπτικής διατρέχουν συνολικά το βιβλίο και είναι ιδιαίτερα εμφανή στα σημεία που αφορούν τη διερεύνηση των τρόπων με τους οποίους κατασκευάζονται αντιλήψεις για τη σεξουαλικότητα. Ειδικότερα όσον αφορά τον άξονα της σεξουαλικότητας, ο συγγραφέας είναι επιφυλακτικός ως προς την υιοθέτηση ενός αναλυτικού σχήματος προοδευτικής διάχυσης σεξουαλικής ελευθερίας στην Ελλάδα και ευρύτερα στη «Δύση». Σε αντίθεση με προσεγγίσεις περί «σεξουαλικής απελευθέρωσης», υποστηρίζει ότι στη διάρκεια της δεκαετίας του ’70 καταγράφονται πολλαπλοί και αντιστικτικοί μεταξύ τους μετασχηματισμοί, οι οποίοι στο συμφραζόμενο που μελετά έχουν να κάνουν με το κοινωνικό φύλο και άλλες αιτίες, όπως είναι οι ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα στις πολιτικές οργανώσεις της αριστεράς, η γεωγραφική καταγωγή των υποκειμένων ή η τάξη. Όπως υποστηρίζει, αυτό εξηγεί την ποικιλότητα των αντιλήψεων για τη σεξουαλικότητα που καταγράφει τόσο μεταξύ των μελών των υπό εξέταση πολιτικών οργανώσεων νεολαίας (αλλά και των κομμάτων αναφοράς τους) όσο και στη διάρκεια του εξεταζόμενου χρόνου.

Για παράδειγμα, στα τέλη της δεκαετίας του ’70 κανονιστικές κατηγοριοποιήσεις για τη σεξουαλικότητα, που συνεχίζουν να καταγράφονται στο επίπεδο του «επίσημου» πολιτικού λόγου των αριστερών οργανώσεων νεολαίας, συνυπάρχουν με αντιστικτικούς ως προς αυτές λόγους, που βρίσκονται σε συνομιλία με ευρύτερα φεμινιστικά διακυβεύματα της εποχής και περιγράφουν τη διατήρηση σταθερών ετεροφυλικών σχέσεων ως «μικροαστική» πρακτική, κάνοντας ταυτόχρονα λόγο για «σεξουαλικούς πειραματισμούς», οι οποίοι έχουν ωστόσο περιορισμένη εφαρμογή από τα υποκείμενα στην πράξη. 

Από τις συνεισφορές του βιβλίου στο επίπεδο της βιβλιογραφίας είναι και η αποτύπωση έντονης αριστερής συλλογικής πολιτικής δράσης μετά τη δεκαετία του ’70, μέχρι και τη δεκαετία του ’80. Συγκεκριμένα, ενώ σε άλλες μελέτες η περίοδος που ξεκινά από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 γίνεται κατανοητή ως μια περίοδος «αποπολιτικοποιημένης ιδιώτευσης», η μονογραφία του Παπαδογιάννη δείχνει πως προσεγγίσεις περί αποπολιτικοποίησης της Δυτικής Ευρώπης εκείνη την περίοδο χρήζουν επανεξέτασης. Στην Ελλάδα, μέχρι και τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’80 συνεχίζει να καταγράφεται έντονη αριστερή συλλογική δράση, την οποία ο συγγραφέας εξετάζει τόσο σε σχέση με την παρουσία των κομμάτων της περιόδου αλλά και ως μέρος διαδικασιών αμφισβήτησης της προτεραιότητάς τους. 

Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 εμφανίζονται υποκείμενα που αντιτίθενται στην προτεραιότητα των κομμάτων ως κεντρικών προσδιοριστικών στοιχείων του πεδίου του πολιτικού και ασκούν κριτική στον τρόπο λειτουργίας τους. Πρόκειται για εμφανίσεις που δείχνουν ότι οι μορφές ριζοσπαστικής κινητοποίησης μετά το 1974 δεν συνδέονται αναγκαστικά με τις δραστηριότητες των αριστερών κομμάτων και των οργανώσεων της νεολαίας τους, αλλά συνιστούν το αποτέλεσμα ευρύτερων πειραματισμών ως προς τη σχέση ανάμεσα στο υποκειμενικό και το συλλογικό, που έλαβαν χώρα με ιδιαίτερη ένταση στο πεδίο της ψυχαγωγίας, όπου μπορούν σήμερα να κατανοηθούν οι δυναμικές, τα όρια και οι αντιφάσεις τους. 

Συνοψίζοντας, θεωρώ πως, πέρα από την ύπαρξη ενός ομολογουμένως πλούσιου υλικού, αυτό που καθιστά την παρούσα μονογραφία σημαντική είναι οι θεωρητικές και αναλυτικές επιλογές του συγγραφέα της. Κινούμενος εξαρχής πέρα από υποστασιοποιητικές κατηγορίες ανάλυσης, ο Παπαδογιάννης καταφέρνει να αποτυπώσει μια σύνθετη αφήγηση για την περίοδο από το 1974 μέχρι και σήμερα. Πρόκειται για μια αφήγηση που δίνει έμφαση στο πώς τα ίδια τα υποκείμενα αναμετρήθηκαν με τα πολιτικά διακυβεύματα της εποχής τους και στο πώς βίωσαν την «πολιτική» μέσα από τις καθημερινές προσωπικές επιλογές τους. Αλλά και για μία αφήγηση που παρουσιάζει την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο ως το αποτέλεσμα της (συν)ύπαρξης πολλαπλών, παράλληλων και συνάμα μεταξύ τους αντιστικτικών πλαισίων οργάνωσης και εννοιολόγησης της συλλογικής και ατομικής πολιτικής δράσης.

Μαρία Δουκακάρου

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1978. Το 2000 αποφοίτησα από το Τμήμα Φιλοσοφίας Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 2003 ολοκλήρωσα διετές Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών στην Κοινωνική και Ιστορική Ανθρωπολογία στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Το 2006-2008, στα πλαίσια εκπόνησης της διδακτορικής μου διατριβής, πραγματοποίησα επιτόπια εθνογραφική έρευνα στο παράρτημα του Πανεπιστημίου Κρήτης στο Ρέθυμνο, στη διάρκεια της οποίας μελέτησα φοιτητικές πολιτικές συλλογικότητες και κατέγραψα τις διαδικασίες που συντελούν στη συγκρότησή τους. Το Μάιο του 2015 μου απονεμήθηκε ο τίτλος του διδάκτορα στην Κοινωνική Ανθρωπολογία από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Από το 2009 είμαι μέλος του Εργαστηρίου Εθνογραφίας του Τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, ενώ την περίοδο 2013-2014 συμμετείχα σε ερευνητικό πρόγραμμα με στόχο τη δημιουργία εξειδικευμένου αρχείου ανθρωπολογικών μελετών για τον ελλαδικό χώρο και τη δημιουργία βάσης δεδομένων για την παρουσία τους στο διαδίκτυο.

Μαρία Δουκακάρου

Eνώ σε άλλες μελέτες η περίοδος που ξεκινά από τα μέσα της δεκαετίας του ‘70 γίνεται κατανοητή ως μία περίοδος «αποπολιτικοποιημένης ιδιώτευσης», η μονογραφία του Παπαδογιάννη δείχνει πως στην Ελλάδα, μέχρι και τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’80, συνεχίζει να καταγράφεται έντονη αριστερή συλλογική δράση. Δείχνει επιπλέον ότι οι μορφές ριζοσπαστικής κινητοποίησης μετά το 1974 δεν συνδέονται αναγκαστικά με τις δραστηριότητες των αριστερών κομμάτων και των οργανώσεων της νεολαίας τους, αλλά συνιστούν το αποτέλεσμα ευρύτερων πειραματισμών ως προς τη σχέση ανάμεσα στο υποκειμενικό και το συλλογικό.

Στη βιβλιογραφία που αφορά τη διαμόρφωση του «νεανικού πολιτισμού» της Δυτικής Ευρώπης κατά την περίοδο 1974-1981 κατέχει κεντρική θέση το επιχείρημα του «πολιτισμικού εξαμερικανισμού». Ωστόσο, ο Παπαδογιάννης ισχυρίζεται την παράλληλη επίδραση ενός αριθμού δυτικοευρωπαϊκών και σοβιετικών πολιτισμικών προϊόντων, προτείνοντας εν τέλει την περιγραφή των πολλαπλών ψυχαγωγικών πρακτικών που εξετάζει ως μία περίπτωση «πλανητοπικοποίησης» (glocalisation).