Η δημοκρατία ως άλυτο θεώρημα στη θεωρία του ριζικού δημοκρατικού φιλελευθερισμού των Ernesto Laclau και Chantale Mouffe

Αλεξάνδρα Δεληγιώργη

Η θεωρία της ριζικής φιλελεύθερης δημοκρατίας που διατύπωσαν ο Ernesto Laclau και η Chantal Mouffe στο έργο τους Ηγεμονία και σοσιαλιστική στρατηγική,[1] αλλά και στους Νέους στοχασμούς για την επανάσταση του καιρού μας[2] που εξέδωσε ο Ερν. Λακλάου, λίγο μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, είναι καρπός αποδόμησης του δογματικού μαρξισμού αλλά και της θεωρίας του Μαρξ, στο πλαίσιο του λεγόμενου μεταμαρξισμού. Επιχειρώντας να παρακάμψουν την αντινομία ατομικισμού και κοινωνισμού, εγκαταλείπουν την προβληματική σχετικά με το κοινωνικό κράτος, ανοίγοντας έναν τρίτο δρόμο, πέραν του ατομικιστικού φιλελευθερισμού και του υπαρκτού τότε ακόμη σοσιαλισμού, με κατεύθυνση έναν φιλελεύθερο ριζοσπαστισμό. Το μοντέλο, ωστόσο, της ριζικής φιλελεύθερης δημοκρατίας ολοκληρώνεται, όψιμα και εν πολλοίς καθυστερημένα, αφού δημοσιοποιείται, τη στιγμή κατά την οποία εμφανίζεται στο πολιτικό προσκήνιο ο νεοφιλελευθερισμός, υπό το νέο τότε ακόμη δόγμα της παγκοσμιοποίησης, για να δώσει ένα τέλος και στην κοινωνικοποίηση του φιλελεύθερου κράτους δικαίου και στον εκδημοκρατισμό του υπαρκτού τότε σοσιαλισμού.

Ο Λακλάου δε διστάζει να εκδώσει τους Νέους στοχασμούς για την επανάσταση του καιρού του, το 1990, πιθανόν ως επαναστατική απάντηση στην πτώση του τείχους του Βερολίνου. Παραλείπει, όμως, να αναφερθεί στις παραδόσεις του Μ. Φουκώ για τη Γέννηση της βιο-πολιτικής,[3] δέκα χρόνια νωρίτερα. Στις παραδόσεις αυτές, ο Μ. Φουκώ ανίχνευσε τη γέννηση της βιοπολιτικής, το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, όταν, με την ήττα του Βίσμαρκ, στα 1870, πρωτοεμφανίζεται, στην οικονομικο-πολιτική σκηνή της Γερμανίας, ο νεοφιλελευθερισμός ως καρπός μιας γενικευμένης διοικητικής παρέμβασης της ελεύθερης αγοράς που μεταμφιεσμένη σε κράτος επανεργοποιεί τον μεσαιωνικό θεσμό των μονοπωλίων.[4] Έκτοτε, ο νεοφιλελευθερισμός και η δυνατότητα εκσυγχρονισμού του δεν παύει να απασχολεί τους Γερμανούς θεωρητικούς του Freiburg, σε κρίσιμες φάσεις της ιστορίας της Γερμανίας του 20ού αιώνα.

Παρά τις καταιγιστικές εξελίξεις, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, οι οποίες, μέσω της παρέμβασης των χρηματιστηριακών αγορών, οδήγησαν στην παγκοσμιοποίηση του νεοφιλελευθερισμού, οι Λακλάου και Μουφ αφήνουν εκτός της θεωρίας της ριζικής φιλελεύθερης δημοκρατίας τον αναγκαίο προβληματισμό σχετικά με τη νεοφιλελεύθερη τροπή του καπιταλιστικού κοσμοσυστήματος. Αν, όμως, δεν αναφέρονται στην παγκοσμιοποίηση μέσω τη οποίας ο νεοφιλελευθερισμός κινείται πλέον στη χρηματοπιστωτική τροχιά των ελεύθερων αγορών ούτε ασχολούνται με τις συνέπειες της υπονόμευσης του φιλελεύθερου κράτους δικαίου, είναι γιατί στη θεωρία τους της ριζικής φιλελεύθερης δημοκρατίας μετακινούνται από το πεδίο της πολιτικής οικονομίας στο πεδίο της πολιτικής. Στο πεδίο αυτό, αντί να θεμελιώνουν τους πολιτικούς ανταγωνισμούς, που είναι το αντικείμενο της θεωρίας τους, στις σχέσεις των παραγωγικών σχέσεων με τις παραγωγικές δυνάμεις ή στις κοινωνικές σχέσεις και τη δυναμική τους, ανιχνεύουν την απαρχή τους στην ψευδο-δυναμική που δημιουργεί το παιγνίδι της εναλλαγής στην εξουσία ανταγωνιζόμενων και μη συγκρουόμενων πολιτικών δυνάμεων.

Καθώς η θεωρία των Λακλάου και Μουφ βρήκε ετεροχρονισμένη απήχηση στην ελληνική αριστερή διανόηση με αγγλοσαξονικό θεωρητικό υπόβαθρο, προσανατολίζοντάς τη στη διεκδίκηση και ανάληψη εξουσίας, δεν είναι άσκοπο να εξετάσουμε τον τρόπο και τα κομβικά σημεία κατασκευής αυτού του μοντέλου.

Το πρώτο που παρατηρεί κανείς είναι η πρόθεση των Λακλάου και Μουφ να διανοίξουν έναν άλλο δρόμο για «μια φιλελεύθερη ριζική δημοκρατία», μετατοπίζοντας το ζήτημα της δημοκρατίας και του φιλελεύθερου κράτους δικαίου από το πεδίο των κοινωνικών αντιθέσεων, που γεννά σε όλες τις εκφάνσεις της η διαμάχη ατομικισμού και κοινωνισμού, σε ένα πεδίο πολιτικών ανταγωνισμών, αποκομμένων από τις κοινωνικο-οικονομικές αντιθέσεις και τις ταξικές συγκρούσεις ή αντιπαραθέσεις που πυροδοτούν.

Οι πολιτικοί ανταγωνισμοί, στους οποίους οι Λακλάου και Μουφ εστιάζουν την προσοχή τους, λειτουργούν ως σχήμα κενό περιεχομένου, εφόσον η κατάκτηση ή η διατήρηση της εξουσίας στην οποία αποβλέπουν, δεν εξετάζονται σε συνάρτηση με τα πολιτικο-οικονομικά προγράμματα και τις ιδεολογικές θέσεις που υποδαυλίζουν τις πολιτικές αναμετρήσεις. Η Σαντάλ Μουφ, στην ίδια γραμμή σκέψης με τον Λακλάου, βεβαιώνει, πολύ αργότερα, ότι η μετατόπιση του ενδιαφέροντος από το πεδίο των κοινωνικών συγκρούσεων στο πεδίο των κομματικών ανταγωνισμών –τους οποίους συνοψίζει με τον όρο «αγωνιστκός πλουραλισμός»[5] στάθηκε αναγκαία για τον λόγο ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποιημένη ηγεμονία δεν επιτρέπει ούτε ανέχεται τις κοινωνικές συγκρούσεις.

Στο πεδίο του πολιτικού, η Σαντάλ Μουφ διαφωνεί με τον αμοιβαίο αποκλεισμό φιλελευθερισμού και δημοκρατίας που υποστήριξε ο Καρλ Σμιτ. Αντί, όμως, να θεωρήσει ότι οι δυο όροι εξελίσσονται σε μια καταστροφική αντινομία, αντιμετωπίζει τη συνάρθρωσή τους ως ένα παράδοξο που γεννά γόνιμο προβληματισμό όσον αφορά τις εντάσεις που προκαλούν οι δυο λογικές και οι δυο παραδόσεις που συνυφαίνονται στον τόπο αυτό. Κατά τη Μουφ, μας βοηθούν να αντιληφθούμε τη δύναμη αυτού του παράδοξου να υποκινεί συνεχώς σχέσεις εγκλεισμού και αποκλεισμού (βλ. Ch. Mouffe The Democratic Paradox, ό.π. σ. 9-10).

Σε ένα τέτοιο αμιγώς πολιτικό πλαίσιο εντάσεων μεταξύ εγκλεισμών και αποκλεισμών, πώς μπορεί ανταγωνισμοί που αποσκοπούν στην ηγεμόνευση ή στην αντι-ηγεμόνευση, εντός της παγκοσμιοποιημένης νεοφιλελεύθερης χρηματοπιστωτικής συνθήκης, να επιτύχουν τη ριζοσπαστικοποίηση μιας συνεχώς υπονομευόμενης δημοκρατίας; Βασικά ερωτήματα επί της ουσίας των πολιτικών ανταγωνισμών και συγκεκριμένα, ερωτήματα όσον αφορά το τι, το γιατί και το πώς των πρακτικών τους, δεν απασχολούν τους Λακλάου και Μουφ, επειδή ακριβώς αντιμετωπίζουν τους πολιτικούς ανταγωνισμούς γενικά και αφηρημένα ως παίγνια. Είτε πρόκειται για μια παρτίδα σκάκι είτε για έναν προεκλογικό αγώνα, οι ανταγωνισμοί, που αντιμετωπίζονται ως παίγνια, αποσκοπούν σε ένα και μόνο: στη νίκη επί του αντιπάλου.

Στο σημείο αυτό, δεν είναι δύσκολο να αντιτείνει κανείς ότι οι πολιτικοί αγώνες, στην Ιστορία του πλανήτη, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, μόνον παίγνια δεν μπορούν να θεωρηθούν. Έχουν αιτίες που τους καθιστούν αναγκαίους και λόγους για τους οποίους γίνονται. Και οι αιτίες και οι λόγοι των κοινωνικών και των πολιτικών αγώνων αφορούν τη ζωή και την ύπαρξη των ανθρώπων στο πλαίσιο των κοινωνιών που συστήνουν ως υποτελείς ή ως πολίτες ή μάζες. Επίσης αποβλέπουν στην ικανοποίηση των ριζικών και έσχατων αναγκών κοινωνικών τάξεων, λαών ή εθνών εντός των οποίων τα κοινωνικο-πολιτικά-οικονομικά υποσύνολα στοιχίζονται και διαδρούν.

Τέτοιου είδους προβληματισμοί απουσιάζουν από τη θεωρία των Λακλάου και Μουφ, εφόσον κρίνονται εκτός του θέματος που τους απασχολεί. Από την πολιτική εμπειρία του της Αργεντινής, ο Αργεντινός θεωρητικός συγκρατεί τη βλέψη αντίπαλων φοιτητικών και συνδικαλιστικών παρατάξεων να συμβάλουν στη νίκη των κομμάτων με τα οποία συντάσσονται προκειμένου να παιχθεί η παρτίδα που οδηγεί άλλοτε στην άνοδο στην εξουσία άλλοτε στη διατήρησή της ή στην απώλειά της.

Για τους Λακλάου και Μουφ, οι ανταγωνισμοί ως αναμετρήσεις ηγεμονικών και αντιηγεμονικών πολιτικών δυνάμεων εγγυώνται τη δημόσια ελευθερία των μελών της κοινωνίας, τα οποία μετατρέπονται από ιδιώτες σε πολίτες, μόνον αφ’ ης στιγμής ενταχθούν σε πολιτικά σχήματα συμμετοχής στο παίγνιο της ανάληψης ή της διατήρησης της πολιτικής εξουσίας.

Αναλυτικότερα, προκειμένου να γεφυρώσουν την ιδιωτική και τη δημόσια ελευθερία, εντός της φιλελεύθερης δημοκρατίας, μετατοπίζουν την αντινομία ατομικισμού-κοινωνισμού από το οικονομικο-πολιτικό και πολιτισμικό πεδίο σε ένα πεδίο που θεωρούν αμιγώς πολιτικό, το οποίο διαχωρίζουν μάλιστα από το πεδίο της πολιτικής, και το οποίο ακριβώς γι’ αυτό είναι προϊόν αφηρημένης σκέψης. Ενώ πρώτοι ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, αλλά και ολόκληρη η πολιτική φιλοσοφία από τον Μεσαίωνα και μετά είτε ανάγεται στην παράδοση του Hobbes είτε στην παράδοση του Μαρξ, αντιμετώπισαν την αντινομία ατομικισμού-κοινωνισμού με όρους οικονομικο-πολιτικούς και ενώ ο Μαρξ θεώρησε την κοινοβουλευτική φιλελεύθερη δημοκρατία δημιούργημα των αστικών δυνάμεων και το φιλελεύθερο κράτος δικαίου καρπό της οικονομικής-πολιτικής και ιδεολογικής αντιπαράθεσης των κεφαλαιούχων και μισθωτών, οι Λακλάου και Μουφ διαχωρίζουν το πολιτικό από την πολιτική και από τη σχέση της τελευταίας με την οικονομία, θέτοντας τις πολιτικές δυνάμεις και την κίνησή τους στην τροχιά του πολιτικού ως πεδίου διαχείρισης εξουσιαστικών πρακτικών.

Υπ’ αυτή την έννοια, αντιμετωπίζουν το πολιτικό ως πεδίο κομματικών αντιπαραθέσεων αποκομμένων από το πεδίο της πολιτικής, με τρόπο σχηματικό και αφηρημένο, ώστε να άρουν τεχνηέντως τη διάδραση πολιτικής και πολιτικού και να παρακολουθήσουν μικροσκοπικά τη φιλελεύθερη δομή ως σύστημα αμιγώς πολιτικών σχέσεων.

Για να διαχωρίσουν το πολιτικό από την πολιτική και από το οικονομικό –πολιτικό πεδίο όπου κινείται η φιλελεύθερη δημοκρατία και το κράτος δικαίου που θεμελιώνει, οι Λακλάου και Μουφ δεν ενσωματώνουν στην ανάλυσή τους τη φροϋδική ψυχανάλυση –αυτό έκανε η Σχολή τη Φρανκφούρτης και πολύ αργότερα ο Κ. Καστοριάδης– αλλά την ύστερη λακανική ψυχανάλυση, στην κλινική πρακτική[6] της οποίας μεταδομιστές και μεταμαρξιστές επιχείρησαν να προσδώσουν πολιτικό χαρακτήρα, διαχωρίζοντας εκ νέου τον ατομικισμό και τον κοινωνισμό, προκειμένου να μετατοπίσουν το κέντρο βάρους από τον κοινωνισμό του τότε υπαρκτού σοσιαλισμού στον ατομικισμό της τότε φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Έτσι, αντίθετα με την πολιτική που συστήνει το πεδίο στρατηγικής υλοποίησης οικονομικο-πολιτικών και ιδεολογικών σχεδίων με αποτέλεσμα τη συγκρότηση δικαιότερων κοινωνικών δομών στη βάση αναλογικών εξισορροπήσεων το πολιτικό, στο οποίο εστιάζουν τα ενδιαφέρον τους οι Λακλάου και Μουφ, είναι πεδίο διεξαγωγής πολιτικών ανταγωνισμών απολύτως αποκομμένων από τα οικονομικο-πολιτικά συμφέροντα και τα συναφή ιδεολογικά προτάγματα, με μοναδικό διακύβευμα τη διαχείριση της εξουσίας.

Κατά τους Λακλάου και Μουφ, η φιλελεύθερη δημοκρατία μπορεί να αποκτήσει ριζικό χαρακτήρα, αρκεί οι καθαρά πολιτικές δυνάμεις ως φορείς κομμάτων ή κινημάτων να διασφαλίσουν το πεδίο επιτέλεσης των πολιτικών ανταγωνισμών που συστήνει το πολιτικό. Οι πολιτικοί ανταγωνισμοί με τη μορφή εκλογικών αναμετρήσεων, ανεξάρτητοι από τα οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά προγράμματα με τα οποία συνδέεται η κομματική τους οργάνωση, υπαγορεύουν ηγεμονικές πρακτικές πολιτικής και ιδεολογικής επικράτησης, πράγμα που μετατρέπει τους άλλοτε ταξικούς εχθρούς σε πολιτικούς αντιπάλους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, σε ένα καθαρά πολιτικό επίπεδο, είτε τον χειραφετητικό εκδημοκρατισμό είτε τον ολοκληρωτικό εκφασισμό της κοινωνίας. Εξαρτάται ποιος ανταγωνίζεται ποιον.

Στο πεδίο του πολιτικού, όπου οι Λακλάου και Μουφ μεταφέρουν την αντινομία ατομικισμού-κοινοτισμού, ο οικονομικός, σε τελική ανάλυση, καθορισμός της πολιτικής που υποστήριξε ο Μαρξ, όπως και η αλληλεπίδραση οικονομίας και πολιτικής που υποστήριξαν οι Γκράμσι, Πουλαντζάς, Καστοριάδης, Βαλλερστάιν κ.ά., δίνουν τη θέση τους στον πολιτικό συμβολικό επικαθορισμό που ασκούν αντίπαλοι πολιτικοί λόγοι∙ λόγοι, οι οποίοι, απαλλαγμένοι από τη φυσική βία των όπλων –όχι, όμως, και από τη δομική βία των βιοπολιτικών τεχνολογιών αποστέρησης–, συστήνουν τον κύριο μοχλό των ηγεμονικών πρακτικών των πολιτικών δυνάμεων. Ο συμβολικός επικαθορισμός τους διαπερνά και την άσκηση της πολιτικής είτε αυτή ευθυγραμμίζεται είτε εναντιώνεται στην παγίωση της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας.

Για να αναδείξουν το πολιτικό σε κατ’ εξοχήν πεδίο εγκαθίδρυσης της ριζικής φιλελεύθερης δημοκρατίας, στο πρώτο μέρος του βιβλίου τους Ηγεμονία και σοσιαλιστική στρατηγική, ακολουθώντας τη μέθοδο της ντερριντιανής αποδόμησης, οι Λακλάου και Μουφ αποδομούν τον δογματικό μαρξισμό[7], όσον αφορά τη σχέση οικονομικής υποδομής και ιδεολογικο-πολιτικής υπερδομής και τη στρατηγική ηγεμόνευσης του κόμματος ή των λαϊκών συμμαχιών που εμπνέει.

Θα πρέπει, εδώ, να θυμηθούμε ότι ο Ζακ Ντερριντά, σε μια προσπάθεια να ενσωματώσει τον δομισμό στην Κριτική θεωρία, κατά την πρώτη περίοδο του έργου του (1967-1975), παραμέρισε τη διαλεκτική άρνηση και τον ρόλο της ως μοχλού υπέρβασης του παλιού που συνεπάγεται τον μετασχηματισμό του, αλλά και ως μοχλού παρέγκλισης που αναδεικνύει την καινοτομία ως μορφή ρήξης με το παλιό. Παραμερίζοντας την κριτική διαλεκτική άρνηση, ο Ντερριντά επιτελούσε την αποδόμηση των δομών, χωρίς να ανοίγει δρόμους για την αναδιάρθρωσή τους.

Αν σκεφθούμε τη σχετική διάρκεια της διακυβέρνησης που προβλέπει ο θεσμός της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, εύκολα αντιλαμβανόμαστε πως οι ίδιοι πολιτικοί ανταγωνισμοί τους οποίους προϋποθέτουν και η αποδόμηση και η αναδόμηση, όταν εστιάζουν αποκλειστικά και μόνο στην κατάκτηση της εξουσίας ή στην ανάληψη της διακυβέρνησης, καθιστούν και την αποδόμηση και την αναδόμηση θεσμών και τρόπων κοινωνικής οργάνωσης εκ των πραγμάτων αδύνατες, εκτός και αν οι νικητές των πολιτικών αναμετρήσεων εκλογικών και μη μετατρέψουν τα κόμματα που εκπροσωπούν σε καθεστωτικές ηγεμονικές δυνάμεις. Ο Ντερριντά, στην ύστερη φάση του έργου του, με τα κείμενά του για την επανάσταση, τον ρατσισμό, τη φιλία, τη φιλοξενία επιχείρησε να καλύψει αυτό το κενό και τις αρνητικές συνέπειές του[8] με την επεξεργασία θέσεων η αποδόμηση των οποίων δεν είναι σε θέση να υπονομεύσει την αξία τους.

Υιοθετώντας την ντερριντιανή «αποδόμηση για την αποδόμηση», μ’ άλλα λόγια την αποδόμηση χωρίς αναδόμηση, οι Λακλάου και Μούφ διαχωρίζουν τη διαλεκτική άρνηση που συνεπάγεται τον οικονομικο-πολιτικο-ιδεολογικό μετασχηματισμό, στο πεδίο άσκηση της πολιτικής, από την αρνητικότητα που ενεργοποιεί τον πολιτικό ανταγωνισμό στο πεδίο διαχείρισης του πολιτικού. Με τον τρόπο αυτό, διαχωρίζοντας το πολιτικό παίγνιο από την άσκηση της πολιτικής, μπορούν και ταυτίζουν τον πολιτικό ανταγωνισμό με πρακτικές παρεμπόδισης της επικράτησης του αντιπάλου. Οι πολιτικοί ανταγωνισμοί, αποκομμένοι από τις πολιτικο-οικονομικές και κοινωνικές αντιθέσεις και τις αντιφάσεις που γεννούν, αρχίζουν από τη στιγμή που ο Άλλος ή οι Άλλοι αντιμετωπισθούν ως εμπόδιο αυτού που είμαι ή επιθυμώ να είμαι. Ως εμπόδιο, δηλαδή, στον αυτοπροσδιορισμό μεμονωμένων ατόμων ή συσπειρωμένων ομάδων. Με τον τρόπο αυτό, όμως, επιστρέφουν στο καθεστώς εγκλεισμού, την έξοδο από το οποίο υποτίθεται ότι επιζητούσαν. Διότι είτε πρόκειται για άτομα είτε για ομάδες, η ταυτότητά τους προκύπτει από την εν σχέσει ύπαρξή τους.

Η Σανταλ Μουφ, σε μια προσπάθεια να διευκρινίσει τον ρόλο των πολιτικών ανταγωνισμών, σε κείμενά της που δημοσιεύει μετά το 2000 υποστηρίζει ότι η πρόκριση των πολιτικών ανταγωνισμών έναντι των πολιτικο-κοινωνικών συγκρούσεων που προέτασσε η παραδοσιακή αριστερή πολιτική θεωρία μετριάζει την πόλωση αριστεράς και δεξιάς και διευκολύνει τη μεγαλύτερη δυνατή απήχηση των πολιτικών προγραμμάτων στους ψηφοφόρους.[9]

Το ζήτημα, ωστόσο, είναι οι συνέπειες του νοητικού ελιγμού με τον οποίο συντηρούν τη διελκυστίνδα θετικών και αρνητικών προτάσεων ως ασφαλιστική δικλείδα για την ύπαρξη της δημοκρατίας, όταν την ίδια στιγμή, αναγνωρίζουν ότι στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας που επήλθε με την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, δεν ευνοούνται αντιηγεμονικές δράσεις παρά μόνον με τη μορφή διαπραγμάτευσης στη σφαίρα των ατομικών δικαιωμάτων με επί πολλής νίκες, όπως, λόγου χάριν, τον γάμο μεταξύ ομοφυλοφίλων, την υιοθέτηση παιδιών στο πλαίσιο της ομοφυλόφιλης οικογένειας, την ευθανασία κτλ., κι αυτό, ενόσω πλήττονται τα ανθρώπινα και τα κοινωνικά δικαιώματα της εργασίας, της περίθαλψης ή της ασφάλειας.

Καθώς αναφέρθηκα σε συγκείμενα και περικείμενα της θεωρίας των Λακλάου και Μουφ και του διαχωρισμού πολιτικού και πολιτικής που εισηγούνται, μπορώ τώρα να αναφερθώ στον τρόπο με τον οποίο απορρίπτουν τη διαλεκτική άρνηση και τη λογική της υπέρβασης των κοινωνικών αντιθέσεων και αντιφάσεων που συνεπάγεται με τη δημιουργία νέων μορφών και δομών εξισορρόπησης.  

 

II

Κατά τους Λακλάου και Μουφ, οι πολιτικοί ανταγωνισμοί ως γλωσσικά παίγνια επικράτησης επί του αντιπάλου αναδεικνύουν το κοινωνικό ως συμβολικά επικαθοριζόμενο από τις γλωσσικές δομές. Καθώς οι γλωσσικές δομές αποδίδουν τις αναμετρήσεις που παίρνουν τη μορφή εξουσιαστικών και αντιεξουσιαστικών πρακτικών, στο πεδίο του πολιτικού, υπάγουν την τάξη πραγμάτων όπου εκτυλίσσονται οι πραγματικές κοινωνικές αντιθέσεις και τις λογικές αντιφάσεις που γεννούν, στην τάξη του λόγου.[10] Με τον τρόπο αυτό, το κοινωνικό ως σχέση του πραγματικού με το φαντασιακό που το συνέχει, υπάγεται στο συμβολικό που επικαθορίζει και το πραγματικό και το φαντασιακό, σύμφωνα με τη λογική του σημαίνοντος. Κι αυτό γιατί ο εκφερόμενος λόγος, που υπακούει στη λογική του σημαίνοντος, επανασημασιοδοτεί τις κοινωνικο-πολιτικές αντιθέσεις και αντιφάσεις, ανάλογα με το ιστορικό πλαίσιο και τις συνθήκες που διευκολύνουν ή αποτρέπουν την εκφορά του.

Για τους Λακλάου και Μουφ, φορείς των πολιτικών ανταγωνισμών είναι Υποκείμενα που εκφέρουν έναν αμιγώς πολιτικό λόγο, ανάλογο με τον καθαρό λόγο στον οποίο αναφέρεται ο Καντ, στην πρώτη Κριτική του, αποκαθαίροντάς τον από στοιχεία ιστορικο-κοινωνικού και ιδεολογικού χαρακτήρα. Γι’ αυτή την τεχνητή αποκάθαρση του λόγου, ο Καντ κατηγορήθηκε ως φορμαλιστής. Αλλά το ίδιο φορμαλιστική είναι και η προσέγγιση των Λακλάου και Μουφ, στον βαθμό που απογυμνώνει τον πολιτικό λόγο από τα κοινωνικο-οικονομικά και ιδεολογικά ανάφορά του που προκαλούν ή φορτίζουν την αξίωση της πολιτικής ηγεμόνευσης ή την εναντίωση στους εξουσιαστικούς μηχανισμούς ηγεμόνευσης που αποκλείουν έναν άλλο πολιτικό λόγο ή τον ενσωματώνουν, καθιστώντας τον, πολιτικά, ανενεργό και παθητικό.

Εδώ, οι Λακλάου και Μουφ διαχωρίζουν το συμβολικό στοιχείο που ενέχει ο λόγος για να το αντιπαραθέσουν, στη συνέχεια, στο πραγματικό και το φαντασιακό με το οποίο συνυφαίνεται, στη σύσταση της κοινωνικής δομής. Οι ανταγωνιστικές δυνάμεις με τον πολιτικό λόγο (discours) που εκφέρουν ζητούν να συγκροτήσουν πολλαπλές και διαφορετικές κοινωνικές ταυτότητες τέτοιες που να εμποδίζουν την κοινωνία να παγιωθεί σε ένα κλειστό και αναλλοίωτο σύστημα οικονομικο-πολιτικών σχέσεων.

Υπ’ αυτούς τους όρους, η παγίωση ή η αποσταθεροποίηση του κοινωνικού δεν εξαρτάται από τις παραγωγικές σχέσεις και τις δυνάμεις παραγωγής εντός της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων, όπως υποστήριζε η θεωρία του Μαρξ. Εξαρτάται αποκλειστικά από τους λόγους που εκφράζουν τις ηγεμονικές πρακτικές κοινωνικών μερίδων που αντιπολιτεύονται η μια την άλλη. Ακόμη και αν ορισμένες ηγεμονικές πρακτικές κατάφεραν, με την επικράτηση τους στο παρελθόν, να μετατρέψουν την κοινωνία σε κλειστό σύστημα, όπως συνέβη, λόγου χάριν, στα μέσα του 19ου αιώνα, με την παγίωση του φιλελεύθερου αστικού κράτους δικαίου, ωστόσο, άλλες ηγεμονικές πρακτικές που τις ανταγωνίζονται, στο πεδίο του πολιτικού, αναλαμβάνουν αργά ή γρήγορα να μειώσουν την κλειστότητα του συστήματος αν είναι πρακτικές χειραφέτησης ή να επιτείνουν την κλειστότητά του αν είναι πρακτικές χειραγώγησης.

Αυτό σημαίνει ότι οι ηγεμονικές πρακτικές χειραφέτησης ή χειραγώγησης που ενεργοποιούν οι πολιτικοί ανταγωνισμοί μεταξύ κομμάτων, συνδικαλιστικών φορέων, κοινωνικών κινημάτων διαφόρων μειονοτήτων, φύλου, φυλής κ.λπ. δεν καθορίζονται από την οικονομία, την ιδεολογία ή την κουλτούρα ούτε τις καθορίζουν. Το ίδιο, δεν προκαθορίζονται ούτε από μια νομοτελειακή κίνηση της Ιστορίας ούτε, όμως, και από τη ρήξη με τη συνέχεια που αναδεικνύει την Ιστορία ως πεδίο μετασχηματισμού των οικονομικο-πολιτικών και κοινωνικών δομών.

Κατά τους Λακλάου και Μουφ, οι ηγεμονικές πρακτικές χειραφέτησης ή χειραγώγησης είναι ιστορικά τυχαίες, με την έννοια ότι ο λόγος εκφοράς τους έχε την έρεισή του στην εγγενή στο ανθρώπινο ασυνείδητο βλέψη της υπερίσχυσης έναντι του αντιπάλου. Με το πνεύμα «της υπερίσχυσης για την υπερίσχυση» που επαγγελματοποιεί την πολιτική, οι πολιτικές αντιπαραθέσεις ανάγονται σε γλωσσικά παίγνια στα οποία από τη φύση τους εμπλέκονται οι αντίπαλοι ανταγωνιζόμενοι.[11]

Ωστόσο, οι ηγεμονικές και οι αντι-ηγεμονικές πρακτικές, αντίστοιχα, και οι λόγοι που αρθρώνουν, αν και ιστορικά τυχαίες, εφόσον μόνο στόχο τους έχουν να υπερισχύσουν έναντι του αντιπάλου, κατορθώνουν, με την ευρεία απήχηση ή επικράτησή τους, να επικαθορίσουν συμβολικά τη δράση των αντιπάλων τους και να αναδειχθούν, για ένα πεπερασμένο διάστημα, ως παραγωγοί αλήθειας, νοήματος και πολιτικών προταγμάτων.

Αυτό συνέβη με τον λόγο που άρθρωσε ο κινηματικός φεμινισμός, ο αντιρατσισμός, το οικολογικό κίνημα, το κίνημα των ομοφυλοφίλων, μετά τη δημοκρατική επανάσταση του Μάη του ’68, για δύο δεκαετίες μέχρι την πτώση του τείχους του Βερολίνου, τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την παγκοσμιοποίηση της νεοφιλελεύθερης χρηματοπιστωτικής οικονομίας. Γιατί, πράγματι, στην εικοσαετία 1970-1990, που συνέπεσε με τον εντατικό καταναλωτισμό που επέβαλε η υψηλή παραγωγικότητα των χρόνων του ’60, το φιλελεύθερο κράτος δικαίου, υπό την πίεση των εργατικών και μεσαίων στρωμάτων, άρχισε να μεταλλάσσεται σε κοινωνικό κράτος πρόνοιας, μετατοπίζοντας το βάρος από τον ιδιωτικό ατομικισμό σε ένα κοινωνισμό πολιτών με βάση τη δημόσια ελευθερία και τον σεβασμό των κοινωνικών τους δικαιωμάτων στην εργασία, στην ασφάλιση, στην παιδεία κτλ.

Για τους Λακλάου και Μουφ, η μετάλλαξη της φιλελεύθερης δημοκρατίας σε σοσιαλδημοκρατία που συντελέστηκε στο πεδίο του πολιτικού, κατά τη φάση αυτή, έδειχνε ότι δεν ήταν δυνατό να εγκαθιδρυθεί μια παγιωμένη ηγεμονία ικανή να επιβάλει στο πεδίο των θεσμών, της νομοθεσίας, της παιδείας ή του πολιτισμού τις δικές της ηγεμονιστικές φαντασιακές σημασίες του κοινωνικού. Τίποτα, επομένως, δεν απέκλειε, κατά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, το ενδεχόμενο η φιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία να οδεύσει προς ένα σοσιαλισμό με δημοκρατία, στους αντίποδες τόσο του υπαρκτού, τότε, σοσιαλισμού όσο και της σοσιαλδημοκρατίας. Για τους Λακλάου και Μουφ, αυτή η εγγενής ενδεχομενικότητα του πολιτικού έδειχνε ότι ο μόνος λόγος ύπαρξης του δημοκρατικού πολιτεύματος ήταν η συνεχής υπονόμευση της βίαια απολυτοποιημένης ηγεμονίας των φασιστικών και ολοκληρωτικών καθεστώτων.  

Μοχλός, όμως, της υπονόμευσης του απολυτοποιημένου ηγεμονισμού, κατά την άποψή τους, δεν ήταν πλέον ο μετασχηματισμός του οικονομικο-πολιτικού συστήματος στον οποίο απέβλεψε το γιακωβίνικο φαντασιακό της «ηγεμονίας με απελευθέρωση» που ενέπνεε και υποκινούσε τους δογματικούς μαρξιστές,[12] πριν από τον Γκράμσι. Μοχλός στο εξής μπορούσε να είναι η πολλότητα και διαφορετικότητα των ηγεμονικών πρακτικών, μέσω των οποίων ανταγωνιστικές μεταξύ τους συλλογικότητες επεδίωκαν να συγκροτήσουν η καθεμιά τη δική της κοινωνική ταυτότητα.

Αντίθετα, λοιπόν, με τον Μαρξ που απέδωσε την ηγεμονία της φιλελεύθερης αστικής τάξης στο σύστημα παραγωγικών σχέσεων που καθόρισε, εντέλει, την εδραίωση του φιλελεύθερου κράτους δικαίου, και αντίθετα με τους Γκράμσι και Πουλαντζά που διαφοροποιούν την έννοια της ηγεμονίας από την έννοια της ταξικής κυριαρχίας ως προς τη μορφή και το πολιτισμικό, γνωστικό, ιδεολογικό και ηθικο-πολιτικό περιεχόμενό της, ώστε να αναβαθμισθεί και να εξανθρωπισθεί ο ρόλος της ως φορέα μιας καθολικής βούλησης, στο πεδίο της πολιτικής, οι Λακλάου και Μουφ θέτουν την ηγεμονία στο πεδίο του πολιτικού, με όρους, όπως είπαμε, μιας καθαρά πολιτικής αναμέτρησης, αποκομμένης από τις σχέσεις μισθωτής εργασίας-κεφαλαίου, από το σύστημα παραγωγικών σχέσεων που διαμορφώνουν και από τη συσχέτιση των παραγωγικών σχέσεων και δυνάμεων παραγωγής που διαπερνά τις ταξικές συγκρούσεις.

Στο σημείο αυτό, οι Λακλάου και Μουφ επικαλούνται την ανομοιογένεια της εργατικής τάξης που επήλθε μετά το 1960 και τη διάκριση που υποχρέωνε τον Ν. Πουλαντζά να κάνει μεταξύ παραγωγικής εργατικής και μη παραγωγικής μικροαστικής τάξης.[13] Ωστόσο, δεν επιμένουν στο θέμα αυτό, καθώς, στο μεταξύ, με το τέλος του ιστορικού συμβιβασμού, στη σκηνή της πολιτικής θεωρίας, επικράτησε η μετα-μαρξιστική αποδόμηση ως επακόλουθο του λεγόμενου μεταδομισμού.

Έτσι, σε αντίθεση με τον Ν. Πουλαντζά, ο οποίος δεν αποσυνδέει την πολιτική από το είδος των εργασιακών σχέσεων, το σύστημα παραγωγής και τη συσχέτιση των παραγωγικών δυνάμεων,[14] οι μεταμαρξιστές Λακλάου και Μουφ διαχωρίζουν, με τρόπο ριζικό, τις ταξικές συγκρούσεις που αποσκοπούν στον μετασχηματισμό του οικονομικο-πολιτικού συστήματος από τις ανταγωνιστικές ηγεμονικές και αντι-ηγεμονικές πρακτικές που αποβλέπουν στην κατάκτηση της εξουσίας, εφόσον θεωρούν τις πρακτικές αυτές ως ιστορικά τυχαίες. Το βασικό επιχείρημά τους είναι ότι τόσο η κατεύθυνση όσο και η έκβαση των πολιτικών ανταγωνισμών εξαρτώνται, κάθε φορά, από τις συνθήκες, τις περιστάσεις, τη συγκυρία και δεν προκαθορίζονται.

Υπό το πρίσμα της ενδεχομενικότητας του ιστορικά τυχαίου, το φιλελεύθερο αστικό κράτος δικαίου επέτρεψε την υλική ευημερία των ιδιωτών ως καταναλωτών και εγγυήθηκε τα ανθρώπινα ατομικά δικαιώματα, την τυπική ισότητα, τον μη εξαναγκασμό σε δουλεία ή σε βασανιστήρια. Επομένως, όποτε το επέτρεπε η ιστορική συγκυρία, μπορούσε κάλλιστα να εγγυηθεί και τα κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών για δημόσια ελευθερία, κοινωνική αλληλεγγύη, δημόσια παιδεία, δημόσια ασφάλιση, δημόσια υγεία, στο πλαίσιο ενός κράτους προνοίας.

Σημασία είχε ότι η μετατόπιση του βάρους από την πολιτική της διακυβέρνησης στο πολιτικό πεδίο των ηγεμονικών αναμετρήσεων επέτρεπε σε καταπιεσμένες μειονότητες (γυναίκες, ομοφυλόφιλους, μαύρους κ.λπ.), να επαναπροσδιορίσουν τη θέση τους μέσα στη φιλελεύθερη δημοκρατία, με βάση τις αρχές του πλουραλισμού και της διαφοράς που εγγυούνταν τις ατομικές ιδιαιτερότητες όσον αφορά το φύλο, τη φυλή, το θρήσκευμα κ.λπ. Αυτή ακριβώς η δυνατότητα επαναπροσδιορισμού της θέσης των καταπιεσμένων μειονοτήτων, κατά την άποψη των Λακλάου και Μουφ, έδινε στην τότε φιλελεύθερη δημοκρατία ριζικό χαρακτήρα.

Αντίθετα, όμως, με το πολιτικό ως πεδίο ανταγωνισμών που εγγυάται τις ατομικές ιδιαιτερότητες, η πολιτική ως διακυβέρνηση αναλαμβάνει την ευθύνη της επίλυσης των προβλημάτων που καθιστούν δυνατή την κάλυψη των ριζικών αναγκών.

Οι Λακλάου και Μουφ, αφήνοντας, όπως είπαμε, κατά μέρος το πεδίο της πολιτικής και εστιάζοντας το ενδιαφέρον τους στο πεδίο του πολιτικού ως διεκδίκησης της ηγεμονίας ή εναντίωσης σε αυτήν, θεώρησαν τον κοινωνικό επαναπροσδιορισμό πολλαπλών συνασπισμένων μειονοτικών μερίδων της κοινωνίας ως την κατ’ εξοχήν δικλείδα ασφαλείας για την παραπέρα ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας και την ενδεχόμενη μεταλλαγή του σε δημοκρατικό πολίτευμα με σοσιαλισμό. 

Κατά την άποψή τους, η μεταλλαγή της φιλελεύθερης δημοκρατίας σε δημοκρατικό σοσιαλισμό ήταν ενδεχομένως δυνατή και όχι βέβαιη ούτε λογικά αναγκαία, εφόσον η σχέση του σοσιαλισμού με τη δημοκρατία, αντίθετα με όσα υποστήριξε ο Ν. Πουλαντζάς, δεν ήταν αξιωματικά βέβαιη∙ απόδειξη ο υπαρκτός σοσιαλισμός που την είχε αποκλείσει στην πράξη. Για τον λόγο αυτό, οι Λακλάου και Μουφ συνάρτησαν την ενδεχόμενη πραγμάτωση του σοσιαλισμού με την επικράτηση των ηγεμονικών πρακτικών όσων αντιπολιτευόμενων δυνάμεων διεκδικούν συνεχή και εντεινόμενο εκδημοκρατισμό της κοινωνικής οργάνωσης.

Όσο, όμως, και αν συναρτούν την επέκταση και εμβάθυνση της δημοκρατίας με αμιγώς πολιτικές ανταγωνιστικές αναμετρήσεις, συγκυριακές και ιστορικά τυχαίες, αυτό δεν αρκεί για να εξασφαλίσει στο μοντέλο της ριζικής φιλελεύθερης δημοκρατίας που κατασκεύασαν, ορθολογική εγκυρότητα και νομιμότητα. Χρειάζονται βάσιμα επιχειρήματα ικανά να στηρίξουν την αποσύνδεση των πολιτικών ανταγωνισμών από τις αντιθέσεις και αντιφάσεις που γεννά το σύστημα παραγωγικών σχέσεων στη συσχέτισή του με τις δυνάμεις παραγωγής, στις σύγχρονες κοινωνίες. 

Τέτοια επιχειρήματα οι Λακλάου και Μουφ τα αντλούν από τους Αγγλοσάξονες μεταδομιστές που θεώρησαν τον Μαρξ δέσμιο του χεγκελιανού εσσενσιαλισμού.[15] Προηγήθηκαν, στη δεκαετία του ’70, οι Γάλλοι μεταδομιστές που εναντιώθηκαν στη χεγκελιανή διαλεκτική λογική, ταυτίζοντάς τη με μια λογική ολοποιητικών προσεγγίσεων ολοκληρωτικού χαρακτήρα. Και οι Αγγλοσάξονες και οι Γάλλοι μεταδομιστές αγνόησαν το γεγονός ότι η χεγκελιανή λογική υπήρξε προπομπός του δομισμού, πράγμα που δε δίστασε να αναγνωρίσει ο δομιστής και αντιδιαλεκτικός ανθρωπολόγος Κλωντ Λέβι-Στρως.

Πράγματι, ο Χέγκελ, στην ενότητα με τον τίτλο «Θεωρία της Ουσίας» που αναπτύσσει στο έργο του Επιστήμη της Λογικής, εναντιώνεται στον εσσενσιαλισμό, όταν επιμένει στον σχεσιακό χαρακτήρα της ύπαρξης. Το γεγονός ότι η ύπαρξη είναι εν σχέσει, το ότι καθορίζεται, δηλαδή, από ένα σύνολο σχέσεων, τις οποίες ο Χέγκελ επεξεργάζεται με τη μορφή λογικών κατηγοριών, εμποδίζει την ουσία, εντός τη οποίας εκτυλίσσεται η ύπαρξη, να τελεί ως υπόσταση και ως παρουσία.

Παρά ταύτα, θεωρώντας τους Χέγκελ και Μαρξ εσσενσιαλιστές, οι μεταμαρξιστές, των Λακλάου και Μουφ συμπεριλαμβανομένων, αποστασιοποιούνται πλήρως από τη χεγκελιανή διαλεκτική λογική, αλλά και από την κριτική με την οποία ο Μαρξ τη μετέτρεψε σε όργανο επιστημονικής ανάλυσης του καπιταλιστικού συστήματος. Αποστασιοποιούνται έτσι και από την κριτική μέθοδο της διαλεκτικής άρνησης που καθιστά δυνατό τον μετασχηματισμό επί χάρτου κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών δομών.

Με όλα τα παραπάνω, δεν είναι λάθος να θεωρηθεί αβάσιμη και αστήρικτη η κατηγορία των μεταμαρξιστών εναντίον του Χέγκελ όσο και του Μαρξ ως εσσενσιαλιστών, δεδομένου ότι και στον Χέγκελ και στον Μαρξ, η ουσία (δομή), η οποία καθορίζει την ουσιώδη φαινομενικότητα των πραγμάτων καθ’ εαυτά, οριοθετείται ως σύστημα σχέσεων και όχι ως υπόσταση. Είναι λογικά βέβαιο ότι ο Μαρξ δε θα έθετε τον Χέγκελ ως καταγωγικό και αφετηριακό σημείο της σκέψης του, αν ο Χέγκελ δεν έδειχνε ότι τα πράγματα καθ’ εαυτά (τα καντιανά νοούμενα) είναι ανύπαρκτα εκτός του πεδίου των μεταξύ τους σχέσεων.

Με βάση τον σχεσιακό χαρακτήρα της ύπαρξης, ο Χέγκελ και ο Μαρξ συναρτούν τον πλούτο από τις εργασιακές σχέσεις, στο επίπεδο της συνείδησης ο ένας, της πολιτικής οικονομίας ο άλλος.

Οι Λακλάου και Μουφ, με την πρόθεση να αποσυνδέσουν την τύχη της δημοκρατικής επανάστασης από την τύχη της ρωσικής επανάστασης και από τον πολιτικό ολοκληρωτισμό στον οποίο οδηγήθηκε με την κυριάρχιση των Σοβιέτ και τον δογματικό μαρξισμό, υιοθετούν τη γραμμή των μεταδομιστών που μεταφέρουν τη συζήτηση από την τάξη των πραγμάτων στην τάξη του λόγου.

Το αδύνατο σημείο αυτής της μεταφοράς από το ένα επίπεδο στο άλλο, αφορά τη βαριά κατηγορία του εσσενσιαλισμού, που εξαπέλυσαν οι μεταδομιστές στη διαλεκτική λογική των πραγμάτων και των συγκεκριμένων εννοιών που καθιστούσε την κριτική σκέψη παρωχημένη, αναχρονιστική, άγονη και ολοκληρωτική. Παίρνουν, έτσι, αποστάσεις από τον Μαρξ και απομονώνουν την τάξη του λόγου από την τάξη πραγμάτων, ενώ συνακολούθως απομονώνουν τους πολιτικούς ανταγωνισμούς όχι μόνον από τις κοινωνικές αντιθέσεις, στο επίπεδο της πραγματικότητας, αλλά και από τις λογικές αντινομίες και αντιφάσεις που γεννούν, στο επίπεδο της σκέψης. Έτσι, όμως οι πολιτικοί ανταγωνισμοί καθώς κινούνται αποκλειστικά, στο επίπεδο του λόγου, παίρνουν τη μορφή λεκτικών διαξιφισμών.

Για τον Μαρξ και τους θιασώτες της σκέψης επί του συγκεκριμένου, ο διαχωρισμός της τάξης των πραγμάτων από την τάξη της σκέψης και από την τάξη του λόγου είναι καρπός αφηρημένης σκέψης. Το ίδιο και οι διαχωρισμοί των πολιτικών ανταγωνισμών από τις κοινωνικές αντιθέσεις στο επίπεδο της πραγματικότητας και από τις αντινομίες στο επίπεδο της ορθολογικής σκέψης.

Ωστόσο, για τους Λακλάου και Μουφ, ενώ στις αντιθετικές σχέσεις του τύπου Α – Β, η πραγματικότητα και του ενός και του άλλου όρου δεν εξαρτάται από τη μεταξύ τους σχέση, και ενώ στις αντιφατικές σχέσεις του τύπου Α= -Α, το περιεχόμενο των δυο όρων εξαντλείται στη μεταξύ τους αντίφαση,[16] με τις ανταγωνιστικές σχέσεις, βρισκόμαστε σε μια τρίτη συνθήκη, όπου η αναμέτρηση ή ανταγωνισμός δεν προϋποθέτει πραγματική αντίθεση ούτε συνεπάγεται λογική αντίφαση. Διότι ο ανταγωνισμός δε συντελείται στο πεδίο μιας απόλυτα αντικειμενικής πραγματικότητας, αλλά στο όριό της, πράγμα που καταμαρτυρεί την α-δυνατότητα παγίωσης του πραγματικού.

Με αυτούς τους όρους, ο λόγος που αρθρώνουν τα ανταγωνιζόμενα μέρη για να αρνηθούν μια δεδομένη τάξη πραγμάτων ή μια θεωρητική παράδοση, δε συμβάλλει στη σύγκλιση ή στην απόκλιση πραγμάτων και σκέψης, θεωρίας και πράξης. Ο λόγος υπονομεύει απλώς και τη σύγκλιση και την απόκλισή τους και τη συναίνεση και τη σύγκρουση, κινούμενος στο όριό τους ως σχέση του μέσα που δε νοείται χωρίς το έξω. Με αυτή την έννοια, ο ανταγωνισμός υπό μορφή είτε ελαφράς σύγκρουσης είτε ελαφράς συναίνεσης των αντιμαχόμενων δυνάμεων λειτουργεί ως παρέμβαση διαφοροποιητικού χαρακτήρα στη διάρθρωση ή αποδιάρθρωση της τάξης πραγμάτων και σκέψης. Το ερώτημα είναι αν διαφοροποιούν μόνον τα δυο αυτά επίπεδα όπου εκπτύσσεται το κοινωνικό ή αν ρευστοποιούν ή ακόμη και ρηγματώνουν τη συνοχή του, όπως συμβαίνει σε σκοτεινές εποχές αμφιλογίας και σύγχυσης.

Για τους Λακλάου και Μουφ, ο κίνδυνος είναι στην κρυστάλλωση παρά στη ρηγμάτωση της συνοχής του κοινωνικού. Οι πολιτικοί ανταγωνισμοί, υπακούοντας στη λογική της διαφοράς ισοδύναμων ανταγωνιζόμενων μερίδων, εμποδίζουν την κοινωνία να κρυσταλλωθεί ως πάγια αντικειμενική πραγματικότητα, μέσω κοσμοαντιλήψεων, ιδεολογιών ή θεωρητικών αναλύσεων. Αυτό σημαίνει ότι το κοινωνικό δεν μπορεί ή δεν προλαβαίνει να εμφανίσει τη συγκρότησή του ως λογικά αναγκαία και απολύτως αντικειμενική, εκτός και εάν παγιωθεί υπό μορφήν καθεστώτος, μέσω εκλογικών αναμετρήσεων χωρίς αντιπάλους.

Οι Λακλάου και Μουφ, καθώς αποκλείουν κάθε άλλη δυνατότητα αντιμετώπισης του κοινωνικού, αντιπροτείνουν τη λογική της διαφοράς και της ισοδυναμίας, με τη μεσολάβηση της οποίας, η αρνητικότητα των ανταγωνισμών διαπερνά το κοινωνικό και το εμποδίζει να πάρει τη μορφή μιας απολύτως αντικειμενικής παρουσίας ή υπόστασης. Δεδομένου ότι οι ανταγωνισμοί, με την εγγενή αρνητικότητά τους, συνεχώς υπονομεύουν την παγίωση στην οποία τείνει, αλλά ποτέ δε φτάνει το κοινωνικό.[17]

Με βάση αυτή τη σχηματοποίηση, επιχειρούν να δείξουν ότι η αντινομία ατομικισμού και κοινωνισμού την οποία τόσο η πολιτική φιλοσοφία όσο και η κοινωνική θεωρία απέδωσαν στις οικονομικο-πολιτικές δομές του ιστορικο- κοινωνικού, παύει να ισχύει στην τάξη του λόγου. Κι αυτό γιατί στην τάξη του λόγου, οι πραγματικές αντιθέσεις, καθώς επικαθορίζονται συμβολικά από τη γλώσσα, ταυτίζονται με όσα οι ανταγωνιζόμενες δυνάμεις αποφαίνονται μέσω των ηγεμονικών πρακτικών και των discours που αυτές υπαγορεύουν. Με αυτήν, όμως, την έννοια, μπορούμε να λέμε ό,τι θέλουμε, αρκεί να υπερισχύσουμε του αντιπάλου. Πράγμα το οποίο κατά κόρον συμβαίνει στη μιντιακή εποχή μας.

 

III

Τα περισσότερα από τα σημεία στα οποία η θεωρία της ριζικής φιλελεύθερης δημοκρατίας των Λακλάου και Μουφ αποτυγχάνει να γεφυρώσει το χάσμα ατομικισμού και κοινοτισμού, είναι κληρονομιά του μεταδομισμού, τον οποίο υιοθετεί, υποχωρώντας στο ισχυρό ρεύμα διεθνούς απήχησής του, στα τέλη του 20ού αιώνα.

Αυτό δε σημαίνει, βέβαια, ότι ο μεταδομισμός υπήρξε λογικά αστήρικτος. Εστιάζοντας στη λογική του σημαίνοντος, κατέδειξε ότι τίποτα δεν είναι μόνον αυτό που λέει κάποιος ότι είναι. Υπ’ αυτή την έννοια, ο μεταδομισμός ενίσχυσε τη δυνατότητα θεωρητικής συζήτησης και κατανόησης, αναδεικνύοντας την αβεβαιότητα ως κεφαλαιώδους σημασίας παράμετρο, αφού το σημαίνον με τη σχεδόν άπειρη πολυσημία του, ξεπερνά πάντα αυτό που δηλώνουν τα σημαινόμενα. Υπ’ αυτή την έννοια, η συμβολή του μεταδομισμού είναι γόνιμη, επειδή δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την καταστρατήγηση δογματικών προτάσεων που ισχυρίζονται μετ’ επιτάσεως ότι τα πράγματα είναι αυτό που οι ίδιες αποφαίνονται ότι είναι.

Αλλά η εκφορά του λόγου δεν μπορεί να παίξει τον ρόλο του τελικού ρυθμιστή, γιατί το ίδιο, mutandis mutandi, ισχύει και για τη σκέψη και τη γνώση που παράγει, όπως έδειξε η Κριτική θεωρία, από τον Καντ μέχρι τον Μαρξ και τη Σχολή της Φρανκφούρτης. Άλλωστε, χωρίς την παρέμβαση της Κριτικής θεωρίας, δε θα είχαμε το γόνιμο άνοιγμα του δομισμού στον γενετικό και στον ιστορικό δομισμό (Piaget, Gurvitch, Wallerstein κ.ά.) από τα μέσα του 20ού αιώνα κ.ε.

Αντίθετα, όμως, με τον μεταδομισμό, η Κριτική θεωρία δε θεωρεί κανένα λόγο πλήρη και εντελή, γιατί καμιά γνώση που τον στηρίζει δεν είναι τελειωτική, με την έννοια ότι πάντα κάτι μένει εκτός των ορίων της, σε σχέση με το αντικειμενικό τι που μας γνωρίζει. Αποτέλεσμα είναι η γνωστική διαδικασία να μη κλείνει ποτέ και επομένως και ο λόγος να μην είναι ποτέ ο έσχατος λόγος. Εκτός εκείνων των περιπτώσεων, όπου η γνώση τίθεται στην υπηρεσία εξουσιαστικών μηχανισμών που επιβάλλουν την αέναη αναπαραγωγή του γνωστικού παραδείγματος, από το οποίο προέκυψε με τη μορφή θεωρίας ή θεωρητικής πρότασης. Σε αυτή την περίπτωση, ο ρόλος της θεωρίας είναι νομιμοποιητικός και όχι διερευνητικός και ευριστικός.

Το παραπάνω γνωσιοθεωρητικό/ επιστημολογικό ζήτημα , βασικό όσον αφορά όχι μόνον την τυπική αλλά και την ουσιαστική εγκυρότητα των θεωρητικών προτάσεων, η μεταμοντέρνα σκέψη το παρέκαμψε, ανάγοντας θεωρητικές και φιλοσοφικές προτάσεις σε μεγάλες ή μικρές αφηγήσεις. Με εξαίρεση τον Φουκώ, ο οποίος στο Lordre du discours (εκδ. nrf Gallimard, 1971) εναντιώθηκε τόσο στις διαδικασίες αποκλεισμού, απαγόρευσης ή απόρριψης της θέλησης για αλήθεια όσο και στη γνώση που αναπαράγει εξουσιαστικές σχέσεις, διαχωρίζοντας την από την αληθή γνώση. Στην αληθή γνώση, κατά τον Φουκώ, αλλά και κατά τον Νίτσε και κατά τον Μαρξ, τείνει η κριτική γενεαλόγηση της κατεστημένης εξουσιαστικής γνώσης. 

Οι Λακλάου και Μουφ αντιπαρέρχονται το ζήτημα της γνώσης που υπηρετεί εξουσιαστικούς μηχανισμούς και το γνωστικό παράδειγμα που τη νομιμοποιεί. Κατά την άποψή τους, με τη μετατόπιση από την πολιτική στο πολιτικό, οι αντιμαχόμενες ηγεμονικές πρακτικές απογυμνώνονται από το είδος της γνώσης που θεμελιώνει και νοηματοδοτεί τη διάκριση χειραφέτησης και χειραγώγησης, δημοκρατίας και ολοκληρωτισμού, ατομικισμού και κοινοτισμού, φύσει και νόμω, κτλ. Το μόνο που προέχει είναι η ευστοχία και η απήχηση ηγεμονικών πρακτικών που αποβλέπουν στη ριζοσπαστικοποίηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Με τον τρόπο αυτό, η χειραγώγηση ή η χειραφέτηση, ενσωματωμένες στις ηγεμονικές πρακτικές και στους λόγους που αρθρώνουν, παύουν να λειτουργούν ως κριτήρια αξιολόγησης ως προς το τι της ηγεμόνευσης. Το ως προς τι ή το ου ένεκα χάνουν την αντικειμενικότητα και επομένως και τη δεσμευτικότητά τους, εφόσον το κοινωνικό που αποδίδει η λεγόμενη αντικειμενικότητα μένει πάντα ανοιχτό, ρευστό, υπό συνεχή διακύβευση.

Πρόκειται σαφώς, για ένα άλμα από το αντικειμενικό τι που δηλώνει το ον/είναι σε ερμηνείες βασισμένες στο λέγειν, ξεκομμένες και από το γνώναι και από το κρίναι. Ένα τέτοιο άλμα που αποκόπτει τον μεταμαρξισμό από τη ρίζα του που είναι η θεωρία του Μαρξ και καταγωγική απαρχή του στην παράδοση των μεθερμηνειών του αριστοτελικού πλατωνισμού. Η θεωρία του Μαρξ ως απότοκος της κριτικής που άσκησε ο Μαρξ στον χεγκελιανό ιδεαλισμό, στον ουτοπικό σοσιαλισμό και στην κλασική πολιτική οικονομία ανέδειξε την αντικειμενική πραγματικότητα ως γνωστικό αντικείμενο που θεμελιώνεται στη διαλεκτική σχέση του με το συνθηκοποιημένο ιστορικο-κοινωνικά γνωστικό Υποκείμενο.

Αν αποκόψουμε τον λόγο από το αντικειμενικά τι στο οποίο αναφέρεται το γνώναι, τότε αποκόβουμε την εκφορά του λόγου από τη γνωστική θεμελίωσή του. Οδηγούμε, έτσι, την πολιτική θεωρία σε έναν γλωσσικό σολιψισμό, ανάλογο με αυτόν στον οποίο οδηγήθηκε η λογοτεχνική θεωρία με τον κειμενισμό.

Οι Λακλάου και Μουφ καταργούν τη διαλεκτική σχέση του γνωστικού Υποκειμένου με το γνωστικό αντικείμενο, με το επιχείρημα ότι ο Μαρξ κινείται στο πλαίσιο ενός υλισμού που ανάγει το αντικειμενικό τι στη νομοτελειακά προσδιορισμένη ύλη. Πράγμα που έκανε ο Φώυερμπαχ, ο οποίος εναντιώθηκε στη χεγκελιανή λογική και στη διαλεκτική Υποκειμένου – Αντικειμένου, οπισθοδρομώντας σε αισθησιοκρατικά γνωσιοθεωρητικά σχήματα του 18ου αι. Ο Μαρξ, ωστόσο, δεν οπισθοδρομεί στην αισθησιοκρατία ούτε στον υλισμό του 18ου αιώνα, αφού αντιμετωπίζει την ύλη σε συνάρτηση με την ιστορικο-κοινωνική μορφοποίησή της.[18] Στα ίχνη του Μαρξ, ο Καστοριάδης συνέδεσε την ιστορικο-κοινωνική μορφοποίηση με τη θέσμιση του ριζικού και ιστορικο-κοινωνικού φαντασιακού. Πράγμα που εμποδίζει την πολιτική να μετατραπεί σε λογοπαίγνιο και γειώνει την πολιτική πράξη, δίνοντάς της συγχρόνως ανοιχτό ορίζοντα, όραμα, πρόταγμα, προοπτική.

Αν οι Λακλάου και Μουφ είχαν υποβάλει σε ενδελεχή εξέταση τη σκέψη του Μαρξ, έτσι όπως αυτή αρθρώνεται υπό το διπλό πρίσμα της θεωρητικής ανάλυσης του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγικών σχέσεων αφενός και της πολιτικής εναντίωσης εκείνων των παραγωγικών δυνάμεων που εμπλέκονται στη λειτουργία και ανάπτυξή του αφ’ ετέρου, θα εξασφάλιζε μια αντικειμενική βάση στην προβληματική του, προσδίδοντας στο μοντέλο του, εκτός από τυπική και ουσιαστική εγκυρότητα.

Μια τέτοια κριτική εξέταση είναι αναγκαία, όχι, βέβαια, για να αναπαραγάγει το γράμμα της θεωρίας του Μαρξ, δεδομένου ότι η θεωρία του Μαρξ αφορά στον καπιταλισμό του 19ου αιώνα, πριν από τη γένεση του νεοφιλελευθερισμού, στα τέλη του 19ου αιώνα. Αλλά για να εντοπίσει μέσα στη σύγχρονη κριτική θεωρία, τρόπους ώστε το πολιτικό, αντί να αποκλείει το θεωρείν και το πράττειν από το λέγειν, να συντείνει στην αλληλοσυσχέτιση του λόγου με τη σκέψη και τον τρόπο με τον οποίο θεμελιώνει την αναφορά της στα πράγματα.

Είναι ο μόνος τρόπος να μην οδηγηθεί στον μεταμοντέρνο ακραίο σχετικισμό που δεν μπόρεσε να αποφύγει ο μεταδομισμός. Γιατί, αν οι θεωρίες αρκούνται να διαυγάσουν τον ιστορικά τυχαίο και συγκυριακό χαρακτήρα του αντικειμένου που μας γνωρίζουν, και εν προκειμένω, το ιστορικά τυχαίο των αντιπολιτευόμενων ηγεμονικών πρακτικών, τότε και οι ίδιες όσον αφορά την ουσιαστική εγκυρότητά τους είναι δέσμιες συγκυριών και περιστάσεων που τις θέτουν υπό συνεχή διακύβευση. Αυτό ισχύει, λόγου χάριν, στις μέρες μας με τις διαδικασίες αποστέρησης που μετατρέπουν τις νεοφιλελεύθερες δημοκρατίες σε καθεστώτα εξαίρεσης. 

Εάν, όμως, οι θεωρίες, δέσμιες συγκυριών και περιστάσεων, δεν μπορούν να αξιώσουν ουσιαστική εγκυρότητα, τότε το πολιτικό υψώνεται σε μοχλό έκβασης των ιστορικών πραγμάτων, χωρίς, όμως, να μπορεί να στηρίξει ορθολογικά την απόβλεψή του. Κι αυτό γιατί εξοβελίζει την πολιτική πράξη, αλλά και τη θεωρία από την οποία αυτή αντλεί την κατεύθυνση, την προοπτική και τον σχεδιασμό της. Αποτέλεσμα είναι να μην έχουμε θεωρητικά επεξεργασμένα ιστορικο-κριτικά κριτήρια για να κρίνουμε ποιο πολιτειακό σύστημα είναι ορθότερο από ένα άλλο και για ποιους λόγους η χειραφέτηση προκρίνεται έναντι της χειραγώγησης κτλ. Το ίδιο δεν έχουμε ανάλογα επεξεργασμένα κριτήρια για να κρίνουμε πολιτικές θέσεις και πολιτικά προγράμματα.

Με αυτούς τους όρους, η επιλογή της ριζοσπαστικοποίησης του φιλελευθερισμού καθίσταται κι αυτή συγκυριακή και ιστορικά τυχαία. Ο τρόπος με τον οποίο σε πολύ μεταγενέστερα κείμενά της, η Σ. Μουφ επιχειρεί να αποδείξει την ορθότητα της ερμηνείας που επιμένει να δίνει στο πολιτικό ως πεδίο αναμετρήσεων και αντιπαραθέσεων, με τον να την αντιπαραβάλλει με την ερμηνεία του πολιτικού ως πεδίο συναινέσεων[19] δε συμβάλλει στη διεύρυνσή της, διότι και στην περίπτωση άρνησης του πολιτικού ως αντιπαράθεσης και αντιμετώπισής του ως συναίνεσης εξακολουθεί να αναπαράγει την πόλωση αντιπαράθεσης και συναίνεσης σε απόλυτη μορφή ως νείκους και φιλότητας, πάνω στην οποία ο Καρλ Σμιτ στήριξε το πολιτικό.[20] Με τον τρόπο αυτό, όμως, η απόλυτη πόλωση φιλότητας νείκους υπονομεύει τη διαλεκτική τους συσχέτιση, με αποτέλεσμα να καθιστά αχρείαστη και να εμποδίζει την κατάστρωση μιας σύνθετης στρατηγικής επεξεργασίας πολιτικών θέσεων πέραν των τακτικισμών άντλησης οπαδών και ψηφοφόρων από την πλευρά των αντιπάλων.

Τέτοιες ακραίες πολώσεις μας ξαναγυρίζουν στον ακραίο σχετικισμό πολιτικών αποφάσεων με βάση την καθαρή ισχύ πέραν οικονομικών, αισθητικών ή ηθικών διακρίσεων την οποία υπερασπίσθηκε ο Καρλ Σμιτ, θεωρώντας την ως μη υποκείμενη σε κάποιον κανόνα ή σε μια αδιάβλητη κριτική,[21] με αποτέλεσμα να νομιμοποιήσει εμμέσως την κατάργηση της δημοκρατίας.

Η ανάδειξη της εκφοράς λόγου ή λόγων σε κυρίαρχο του παιγνιδιού των ανταγωνισμών, στο πεδίο του πολιτικού, μη υποκείμενου σε έλεγχο στο επίπεδο των πραγμάτων και στο επίπεδο του αναστοχασμού, αντί να συμβάλει στη σύγκλιση θεωρίας και πράξης, προδικάζει τη μη δυνατότητα γεφύρωσής τους. Χωρίς, όμως, τη δυνατότητα σύγκλισης θεωρίας και πράξης, ως μιας εν προόδω δυναμικής διαδικασίας θεσμικού εκδημοκρατισμού, είναι αδύνατη η λύση της αντινομίας ατομικισμού και κοινωνισμού, με αποτέλεσμα η δημοκρατία στο πλαίσιο μιας κοινωνίας εξατομικευμένων και όχι μαζοποιημένων πολιτών να μετατρέπεται σε άλυτο και πάλι θεώρημα.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Βλ. Ηegemony & Socialist Stategy. Towards a Radical Democratic Politics, εκδόσεις Verso, Λονδίνο 1985.

2. Ern. Laclau, New Reflections on the Revolution of our Time, εκδόσεις Verso, Λονδίνο 1990. 

3. Μichel Foucault, Η γέννηση της βιοπολιτικής, Παραδόσεις στο Κολλέγιο της Γαλλίας (1978-79), εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2012, σ.123 κε.

4. Μ. Φουκώ, Η γέννηση της βιοπολιτικής, ό.π., βλ. Μάθημα της 7ης Φεβρουαρίου 1979, σ.107-128.

5. Chantal Mouffe, The Democratic Paradox, εκδόσεις Verso, Λονδίνο, Νέα Υόρκη 2005, σ.9.

6. Κατά τη Σ. Μ. , σε πολλαπλά σημεία στα κείμενα των Λακλάου και Μουφ, ο αντι-εσσενσιαλισμός συνένωσε πολλούς μεταδομιστές (Heidegger, Gadamer, Wittgenstein, Dewy, Rorty, Derrida, Foucault) μεταξύ των οποίων και τον Lacan., βλ. Ch. Mouffe , Τhe Democratic Paradox, ό.π. 34. Για τη Σ. Μ., ο Λακάν κατέδειξε τον αυταρχικό ρόλο του λόγου, στη θεμελιακή δομή του, εφόσον μόνο με την παρέμβαση ενός κύριου σημαίνοντος μπορεί να αναδυθεί ένα συνεκτικό σημασιολογικό πεδίο, βλ. ό.π., σ. 137-138. To ίδιο και στο Ηegemony & Socialist Strategy, οι Λ και Μ αναφέρονται στον ρόλο που παίζουν προνομιακά σημαίνοντα στην εδραίωση της σημασίας μιας σημαίνουσας αλυσίδας, βλ. ό.π., σ. 112.

7. Βλ. Hegemony&Socialsit Strategy, ό.π., βλ. το πρώτο και το δεύτερο κεφάλαιο, σ. 7-91.

8. Βλ. Hegemony & Socialist Strategy, ό.π., σ. 111-112.

9. Chantal Mouffe, The Democratic Paradox, ό.π..

10. Βλ. Ηegemony and Socialist Strategy, ό.π. σ.

11. Βλ. Ηegemony and Socialist Strategy, ό.π. σ.

12. Βλ. Ηegemony and Socialist Strategy, ό.π. σ.

13. Βλ.Hegenmony and Socialist Strategy, ό.π..σ. 82-83.

14. Οι Λακλάου και Μουφ εγκαταλείπουν τη διάκριση αυτή που ορίζει τα όρια της εργατικής τάξης, ακολουθώντας την κριτική που δέχθηκε από τον Eric Olin Wright.

15. Βλ. Ηemony &and Socialist Strategy, ό.π.

16. Ε. Laclau, Hegemοny & Socialist Strategy, ό.π., σ. 122.

17. Ε. Laclau, Hegemοny & Socialist Strategy, ό.π., σ. 129.

18. Βλ. Αλεξανδρα Δεληγιώργη, Ο μοντερνισμός στη σύγχρονη φιλοσοφία, εκδόσεις Αλεξάνδρεια [εμπλουτισμένη έκδοση] 2007, σ. 175-195.

19. Σανταλ Μουφ, Επί του πολιτικού, μτφρ. Α. Κιουπκιολή, εκδόσεις Εκκρεμές, σ. 10 κε.

20. Καρλ Σμιτ, Η έννοια του Πολιτικού, εισαγωγή-μετάφραση Αλ. Λαυρλάνου, εκδόσεις Κριτική 2009, σ. 59-61.

21. Βλ. Καρλ Σμιτ, Η έννοια του πολιτικού, ό.π. σ. 61 και Carl Schmitt, πολιτική Θεολογία, μτφρ. σημειώσεις, επιλεγόμενα Παν. Κονδύλη, εκδόσεις Λεβιάθαν 1994, όπου η κυριαρχία συναρτάται και με την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, σ.17-32.

 

(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 26 Νοεμβρίου 2017)

ΧΡΟΝΟΣ #55, 26 Νοεμβρίου 2017

Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, ομότιμος, σήμερα, εξελέγη τακτική καθηγήτρια Φιλοσοφίας των Κοινωνικών Επιστημών του Τμήματος Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του Α.Π.Θ. το 2002 και υπήρξε διευθύντρια του Εργαστηρίου Φιλοσοφίας των Κοινωνικών επιστημών από το 2003.

http://philosophein.web.auth.gr
http://users.auth.gr/~adeli/
www.deligiorgi.blogspot.com

 

Καθώς η θεωρία των Λακλάου και Μουφ βρήκε ετεροχρονισμένη απήχηση στην ελληνική αριστερή διανόηση με αγγλοσαξονικό θεωρητικό υπόβαθρο, προσανατολίζοντάς τη στη διεκδίκηση και ανάληψη εξουσίας, δεν είναι άσκοπο να εξετάσουμε τον τρόπο και τα κομβικά σημεία κατασκευής αυτού του μοντέλου. 

Καθώς αναφέρθηκα σε συγκείμενα και περικείμενα της θεωρίας των Λακλάου και Μουφ και του διαχωρισμού πολιτικού και πολιτικής που εισηγούνται, μπορώ τώρα να αναφερθώ στον τρόπο με τον οποίο απορρίπτουν τη διαλεκτική άρνηση και τη λογική της υπέρβασης των κοινωνικών αντιθέσεων και αντιφάσεων που συνεπάγεται με τη δημιουργία νέων μορφών και δομών εξισορρόπησης.

 

Τα περισσότερα από τα σημεία στα οποία η θεωρία της ριζικής φιλελεύθερης δημοκρατίας των Λακλάου και Μουφ αποτυγχάνει να γεφυρώσει το χάσμα ατομικισμού και κοινοτισμού, είναι κληρονομιά του μεταδομισμού, τον οποίο υιοθετεί, υποχωρώντας στο ισχυρό ρεύμα διεθνούς απήχησής του, στα τέλη του 20ού αιώνα.

Η ανάδειξη της εκφοράς λόγου ή λόγων σε κυρίαρχο του παιγνιδιού των ανταγωνισμών, στο πεδίο του πολιτικού, μη υποκείμενου σε έλεγχο στο επίπεδο των πραγμάτων και στο επίπεδο του αναστοχασμού, αντί να συμβάλει στη σύγκλιση θεωρίας και πράξης, προδικάζει τη μη δυνατότητα γεφύρωσής τους.