Σοσιαλδημοκρατικά (α)διέξοδα

Δημήτρης Χριστόπουλος

πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – Πάντειο Πανεπιστήμιο

Όσο ζητούμενο είναι μια καλώς νοούμενη αποστασιοποίηση που δεν στοχεύει στην ουδετερότητα και τον ιδεολογικό αφοπλισμό, άλλο τόσο ζητούμενο είναι ένα έντιμο πάθος, χωρίς το οποίο η πολιτική σβήνει. Η πολιτική με συναίσθημα είναι, ως ένα βαθμό, απαραίτητη. Μετά από ένα σημείο όμως, το συναίσθημα από πυξίδα γίνεται βαρίδι και δεν βοηθά σε κρίσιμες αποφάσεις. Επομένως, η εκλογίκευση του πάθους είναι ένα διαρκές ζητούμενο, που μας επιτρέπει να δούμε πώς πραγματικά αποδίδουμε. Αν, από τη μία, η συναισθηματική υπερφόρτιση δεν είναι επιθυμητή γιατί μας τυφλώνει, από την άλλη η στεγνή αποϊδεολογικοποιημένη (μετα)πολιτική διαχείριση μας αποστεώνει. Ουσιαστικά, καταργεί την πολιτική με αξίες και αναζητήσεις.

Με αυτήν την άσκηση αναμετριέται επιτυχημένα η Σοσιαλδημοκρατία του Ξ. Κοντιάδη. Είναι ένα βιβλίο ορθολογικό, μα όχι στεγνό. Και αυτό είναι μεγάλο πλεονέκτημα για ένα βιβλίο στην Ελλάδα το 2017 με τίτλο «Σοσιαλδημοκρατία». Και το λέω αυτό, διότι ο χώρος της σοσιαλδημοκρατίας είναι αυτός που πρώτα έχασε το πάθος του με δυσάρεστα αποτελέσματα για όλους – και πρωτίστως για την ίδια. 

Είναι λοιπόν ώρα για κριτική. Μόνον έτσι έχουμε ελπίδες να γλιτώσουμε από τον πολιτικό αταβισμό, να αποκρούσουμε την πιο αποκρουστική εκδοχή του ακροδεξιού εξτρεμισμού αλλά και τον επώδυνο μονόδρομο που ζούμε, που εκβιάζει την ανθρώπινη κρίση υπαγορεύοντας τη «μη σκέψη» ως τη μόνη σκέψη. Και σε αυτή την αναμέτρηση το βιβλίο του Κοντιάδη κερδισμένους μας αφήνει. Είναι ένα κριτικό και σε μείζονα βαθμό αυτο-κριτικό βιβλίο. 

Διάβασα αυτό το βιβλίο από τη σκοπιά της Αριστεράς των δικαιωμάτων, όπου και τοποθετώ τον εαυτό μου. Ως Αριστερά των δικαιωμάτων αντιλαμβάνομαι τον πολιτικό χώρο που διαλέγει το μέρος του αδύναμου στην εγγενή κοινωνική αντίθεση, ταυτόχρονα όμως αποδίδει αυτοτελή πολιτική και αξιακή σημασία στα δικαιώματα όλων των ανθρώπων, ανεξάρτητα από τη θέση τους στον κοινωνικό ανταγωνισμό. Μιλώ για δικαιώματα και όχι κεκτημένα, ούτε φυσικά προνόμια. Και το «επιλέγω το μέρος του αδύναμου» δεν συνεπάγεται, βέβαια, ότι ο αδύναμος –αδύναμος είτε από την άποψη του κοινωνικού-πολιτικού κύρους είτε της οικονομικής εξουσίας– έχει πάντα δίκιο επειδή είναι αδύναμος. Και αυτός πρέπει διαρκώς να τίθεται υπό τη βάσανο της κριτικής, ειδάλλως θα μένει μονίμως ανήλικος και ανώριμος, αδύναμος ων, υπό την πατερναλιστική προστασία αυτών που φέρονται πως τον εκφράζουν. Επιπλέον, σπάνια κάποιος είναι ο απολύτως αδύνατος, άρα σχεδόν πάντοτε υπάρχει κάποιος πιο ανίσχυρος από τον άλλο, όποτε η όλη συζήτηση σχετικοποιείται. Σίγουρα, πάντως, διεξάγεται με όρους σχέσεων εξουσίας, είτε σε συλλογικότητες είτε απλώς σε ανθρώπινα σώματα. Ήτοι, η κοινωνία δεν μπορεί να λύνει τα προβλήματά της μόνο με συναινέσεις αλλά και με ρήξεις, στην πραγμάτωση των οποίων οι μείζονες κοινωνικές αντιθέσεις παίζουν τον ρόλο τους. Με δυο λόγια, η τομή «Αριστερά-Δεξιά» υφίσταται όχι για λόγους μουσειακούς, αλλά διότι έτσι υπαγορεύουν οι σχέσεις εξουσίας (και) στον ύστερο καπιταλισμό.(1) 

Και σε αυτή την αναμέτρηση το βιβλίο του Κοντιάδη παίρνει θέση. Δεν αναμασά νεο-λειτουργιστικές θεωρίες για κατάργηση της διάκρισης που καταστατικά διατρέχει τον ορίζοντα της πολιτικής. Από την άλλη όμως, ο συγγραφέας, στην προσπάθειά του να οριοθετήσει με σαφήνεια την στρατηγική της σοσιαλδημοκρατίας ενάντια στη Δεξιά και στη ριζοσπαστική Αριστερά νομίζω πως υπερβάλλει. Υπερβάλλει διότι εμφανίζει το 2017 μια «ριζοσπαστική αριστερά» ως κάποιον χώρο με αντίστοιχο εκτόπισμα με τον αντίπαλό του, τη Δεξιά. Φυσικά, για αυτή την εικονοποίηση ο συγγραφέας ορμάται από την ελληνική εμπειρία μετά τον διπλό εκλογικό σεισμό του 2012 όπου η εκλογική κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ και η κρίση της ΝΔ έδωσαν το 1/3 του εκλογικού σώματος στο ΣΥΡΙΖΑ. 

Ωστόσο, θα ήθελα να επισημάνω το εξής: αυτό που ο Κοντιάδης ονομάζει «ριζοσπαστική αριστερά», στην καλύτερη των περιπτώσεων, δεν βλέπω να είχε ως πρόγραμμα κάτι περισσότερο ριζοσπαστικό από αυτό που κάποτε –όχι πολύ πίσω– θα θεωρούνταν μια αριστερή σοσιαλδημοκρατική στρατηγική. Και προσοχή: εδώ δεν αναφέρομαι μόνο στην ελληνική εμπειρία που υπήρξε ομολογουμένως ιδιαιτέρως κυνική ως προς τις πολιτικές μετατοπίσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς. Αναφέρομαι συνολικά στην ιστορική εμπειρία της Αριστεράς μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. 

Ήδη πριν το 1989, οι πολιτικές δυνάμεις που αυτοπροσδιορίζονται στην πολιτική γεωγραφία της Αριστεράς, με λιγοστές εξαιρέσεις (πχ το ΚΚΕ στην Ελλάδα) δεν θέτουν ως επιλογή για την «επόμενη μέρα» αυτό που κάποτε θεωρούνταν η πεμπτουσία του σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής, δηλαδή την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Αυτό δικαιώνει η ρήση πως «ο εικοστός αιώνας υπήρξε ο αιώνας της σοσιαλδημοκρατίας»: ελάχιστοι μετά το 1989 διανοούνται να πάνε μακρύτερα από αυτά που παραδοσιακά η σοσιαλδημοκρατική στρατηγική έθετε ως στρατηγικά όρια των μεταρρυθμίσεων της. 

Το σοσιαδημοκρατικό όμως στοίχημα με το που δικαιώθηκε, χάθηκε. Η κατάρρευση της κομμουνιστικής Αριστεράς δικαιώνει τη σοσιαλδημοκρατία αλλά συνάμα την αφήνει έωλη να γέρνει μονόπατα προς την πλευρά νεοσυντηρητικών και νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που βλέπουμε σήμερα. 

Η κριτική μου παρατήρηση στον συγγραφέα είναι ότι στη μέριμνα του –την ομολογουμένως προσεκτική και τεκμηριωμένη μέριμνα– να εμφανίσει τη σοσιαλδημοκρατία ως το ιδανικό “κάπου ανάμεσα” στη δεξιά και τη ριζοσπαστική αριστερά, κάπου χάνει το ζύγι, διότι η ριζοσπαστική αριστερά όχι απλώς ριζοσπαστική δεν είναι, ούτε καν σοσιαλδημοκρατική δεν μπόρεσε να είναι όπου δοκιμάστηκε, με πρώτη την Ελλάδα. Να το πω αλλιώς: μακάρι η «ριζοσπαστική Αριστερά» να κατάφερνε να εφαρμόσει στοιχειώδεις σοσιαλδημοκρατικές επιλογές. Ούτε όμως το «είχε», ούτε ο συσχετισμός το επέτρεψε, σαν προσπάθησε. 

 

Η εύθραυστη συγκυρία

Βιώνουμε μια πολιτική συγκυρία εύθραυστη, ήτοι εξόχως απρόβλεπτη, ναρκοπέδιο σκέτο για τους κάθε λογής ιστορικούς ντετερμινισμούς, είτε προέρχονται από την κομμουνιστική αριστερά, είτε από τη νεοφιλελεύθερη δεξιά. Η πάλαι ποτέ «κρίση» έχει εδραιωθεί ως καθεστώς και αντί για το γράμμα V (ήσουν ψηλά, έπεσες στιγμιαία και ξανανεβαίνεις) πλέον είναι σαν το L: έπεσες και συνεχίζεις χαμηλά και μόνο σε μακρά διάρκεια η κάτω γραμμή του L μπορεί να αρχίσει να ανεβαίνει. Αυτή η επίγνωση επίσης υπηρετείται από το βιβλίο του Κοντιάδη. 

Μεταξύ λοιπόν της ανεπίγνωστης άγνοιας κινδύνου που μπορεί να εκθέσει την πολιτική κοινότητα σε βαριές βλάβες, όπως έγινε το πρώτο εξάμηνο του 2015, αλλά και την πειθήνια υπόκλιση που οδηγεί σε εγκληματικές τιμωρίες, όπως έγινε μέχρι το 2015, υπάρχει ο δρόμος της επίγνωσης. Η επιλογή της συναίσθησης. Άλλο κινδυνολογία και άλλο επίγνωση. Αυτό ισχύει σε όλους τους τομείς των δημοσίων πολιτικών. Το βιβλίο του Κοντιάδη υπηρετεί την επίγνωση. Μια θέση επίγνωσης όχι μόνο δεν αντιστρατεύεται την ελπίδα, αλλά σφυρηλατεί μακροπρόθεσμα ένα συμπαγές σώμα πολιτών με αίσθηση των πραγμάτων. Φτιάχνει, όπως θα λέγαμε κάποτε «υποκειμενικό παράγοντα». 

Έγραφα το 2013 και το επαναλαμβάνω σήμερα, με μια πικρή αίσθηση:

«Ειδάλλως, υπάρχει ο μεγαλύτερος κίνδυνος, μετά από μια ενδεχόμενη εκλογική επικράτηση της Αριστεράς, να επέλθει μια σαρωτική ανατροπή, η οποία μπορεί να οδηγήσει αδυσώπητα στη μη θεραπεύσιμη πολιτική ανυποληψία και την Αριστερά, όπως ακριβώς συνέβη με τους έως σήμερα κυβερνήτες της χώρας. Η συνεχής επεξεργασία μιας πρότασης αριστερής διακυβέρνησης και της πλέον κατάλληλης στρατηγικής δεν μπορεί να βγάζει από τον ορίζοντα το ίδιο πάντα ερώτημα, που συχνά λόγω της ανυπέρβλητης δυσκολίας του απωθούμε: Τελικά, η Αριστερά είναι κομμάτι του παλιού κόσμου που καταρρέει ή του νέου που έρχεται; Η ελπίδα ότι η απάντηση βρίσκεται στο δεύτερο σκέλος είναι ένας επιπλέον λόγος να τίθεται το ερώτημα».(2)

Διαβάζοντας το βιβλίο του Κοντιάδη ομολογώ πως δεν έχω πειστεί ότι (και) η σοσιαλδημοκρατία μπορεί να είναι κομμάτι του νέου που έρχεται, διότι συνολικά έχω τις απορίες και τις αμηχανίες μου σχετικά με την στρατηγική της αριστεράς. Αυτό όμως είναι του παρόντος. Αυτό που βλέπω είναι πως τα συνθετικά του σοσιαλδημοκρατικού υφάσματος που υφαίνει ο συγγραφέας δεν είναι απλώς επιθυμητές πολιτικές στρατηγικές για το αύριο, αλλά και αναγκαίες μπας και σώσουμε την παρτίδα. 

Υπό την έννοια αυτή, μπορώ να βεβαιώσω πως διαβάζοντας έψαχνα να βρω πού διαφωνώ με τον Κοντιάδη και τα σημεία διαφωνίας είναι τόσο λίγα που δεν χρειάζεται καν να τα αναφέρω. Είμαστε μαζί σε ό,τι αφορά τη σύνθεση κοινωνικών, ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, τον αγώνα για τη διεύρυνση της ιδιότητας του πολίτη, την ανάγκη πολιτικών αναδιανομής όχι πλέον με τους κλασικούς σοσιαλδημοκρατικούς όρους αλλά με νέους όρους αλληλεγγύης απέναντι στους αόρατους ανθρώπους που δεν έχουν τίποτε – και πολλά άλλα.

 Το αν αυτό το σχέδιο σε δέκα –ας πούμε– χρόνια, που εύχομαι να είμαστε εδώ να συζητάμε και να στοχαζόμαστε, θα λέγεται «σοσιαλδημοκρατία» ή δεν ξέρω εγώ τι άλλο, μένει να μας το δείξει η γεμάτη ανοιχτή ερωτήματα, ενδεχόμενα και εκπλήξεις ιστορία μας. Ως τότε πάντως, έχουμε να πορευόμαστε με συναίσθηση του ανελέητου βάρους που πρέπει να σηκώσουμε, αλλά και από το οποίο πρέπει να απαλλάξουμε τις γενιές που έρχονται. Με σοβαρότητα και στρατηγικές, χωρίς συναισθηματισμούς, νοσταλγίες και ανέξοδες ρητορείες. Και το βιβλίο του Κοντιάδη υπηρετεί με πίστη και εντιμότητα αυτόν το στόχο. 

Η τομή «αριστερά-δεξιά» στις μέρες του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού μπολιάζεται έντονα με τη στρατηγική επιλογή μεταξύ ανοιχτών και κλειστών συστημάτων. Το ερώτημα μας είναι να βρούμε τη θέση που αρμόζει στο σύστημα αξιών εκάστου σε αυτή την τρισδιάστατη πραγματικότητα: Αριστερά – Δεξιά, σε ανοιχτά ή κλειστά συστήματα. Να μην ξεχνάμε πως ο υπαρξιακός διαχρονικός πολιτικός αντίπαλος, ο καταστατικός πολέμιος της δημοκρατίας που μας ενώνει, η άκρα δεξιά, ως αφετηρία έχει τη θέση να σώσει τον «δικό μας» αδύναμο έναντι των υπολοίπων αδυνάτων του κόσμου που μετοικούν προς τον Βορρά και τη Δύση. Εδώ λοιπόν πάμε στα δύσκολα: Μια «ανοιχτή» κοινωνία δεν είναι κατ’ ανάγκην δίκαιη. Μια «κλειστή» κοινωνία, πάντως, δεν έχει ελπίδες να είναι δίκαιη. 

Εδώ μας θέλω: στη δοσολογία ανοιχτής και δίκαιης κοινωνίας. Διότι αν η υπόσχεση του ανοίγματος εκβάλλει στην εδραίωση της ανισότητας, όπως συμβαίνει τώρα, τότε χάσαμε. Γι’ αυτό χάνουμε. Αν η απάντηση σε αυτό το μείζον πολιτικό επίδικο είναι ένας ρηχός κοσμοπολιτισμός, όπως αυτός που πολλές σοσιαλδημοκρατικές αναγνώσεις –με φαεινές εξαιρέσεις κάποιες σαν του Κοντιάδη– μας έχουν συνηθίσει την τελευταία εικοσαετία, έχουμε έτοιμη τη συνταγή ήττας. Θέλουμε κάτι πειστικό, κάτι που θα εμπνεύσει, και αυτό το βιβλίο υπηρετεί έντιμα αυτόν το στόχο.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Βλ. πιο αναλυτικά Δημήτρης Χριστόπουλος, Στο ρίσκο της κρίσης. Στρατηγικές της Αριστεράς των δικαιωμάτων, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2013, σ. 19-23.

2. Στο ίδιο, σ. 194-195.

 

(Πρώτη δημοσίευση: ΧΡΟΝΟΣ, 21 Φεβρουαρίου 2018)

ΧΡΟΝΟΣ #58, 21 Φεβρουαρίου 2018

Κείμενο κριτικής και παρουσίασης του Δημήτρη Χριστόπουλου στην παρουσίαση του βιβλίου του Ξενοφώντα Κοντιάδη Η Σοσιαλδημοκρατία σήμερα (Εκδ. Πόλις, Αθήνα, 2017), που έγινε στην Aθήνα (Ινστιτούτο Goethe) στις 17 Ιανουαρίου 2018, με συνομιλητές τον Δ. Σεβαστάκη, Ν. Σωτηρόπουλο, Γ. Καμίνη, Π. Χρηστίδη και τον συγγραφέα.

O Δημήτρης Χριστόπουλος είναι Πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστήμιου.

Είναι ώρα για κριτική. Μόνον έτσι έχουμε ελπίδες να γλιτώσουμε από τον πολιτικό αταβισμό, να αποκρούσουμε την πιο αποκρουστική εκδοχή του ακροδεξιού εξτρεμισμού αλλά και τον επώδυνο μονόδρομο που ζούμε, που εκβιάζει την ανθρώπινη κρίση υπαγορεύοντας τη «μη σκέψη» ως τη μόνη σκέψη. Και σε αυτή την αναμέτρηση το βιβλίο του Κοντιάδη κερδισμένους μας αφήνει. Είναι ένα κριτικό και σε μείζονα βαθμό αυτο-κριτικό βιβλίο.

Διαβάστε το βιβλίο
του Δημήτρη Χριστόπουλου
«Η κρίση των δικαιωμάτων»
(μπορείτε επίσης να το «κατεβάσετε» και να το εκτυπώσετε)

ebook, 166 σελ.,
isbn 978-960-504-140-3