Κατανόηση και συνεκτικότητα πληροφοριών, ανισότητες στην πρόσβαση, περισπασμοί

Χρήστος Χρυσόπουλος

Ανάμεσα στην ψηφιακή και την έντυπη έκδοση

Το ζήτημα της ανοικτής/ελεύθερης πρόσβασης περιλαμβάνει πολλές εκδοχές που έχουν να κάνουν με την οικονομία, με την παιδαγωγική διάσταση, με τη δημοκρατική διάχυση της γνώσης. Υπάρχουν επίσης ζητήματα πνευματικών δικαιωμάτων. O τρόπος, όμως, που εγώ θα ήθελα να ξεκινήσουμε τη συζήτηση περιλαμβάνει μια διάζευξη –ή ίσως όχι ακριβώς διάζευξη–, ένα πεδίο σκέψης ανάμεσα στην ψηφιακή και την έντυπη έκδοση. Ξεκινώντας ως συγγραφέας  που ασχολείται με το ζήτημα της γραφής και της ανάγνωσης (και στην ψηφιακή και στην έντυπη εκδοχή τους), θα ήθελα να θέσω μερικά στοιχεία στο τραπέζι, έτσι ώστε αθροιστικά στο τέλος να μπορέσουμε να συνθέσουμε όλες τις τοποθετήσεις.

Ασχολούμενος αρκετά χρόνια και με την παιδαγωγική πλευρά της δημιουργικής γραφής στο Πανεπιστήμιο της Άιοβα, αργότερα στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου και συνεχίζοντας τώρα στην πλατφόρμα KOLLEG, έχω την ευκαιρία να κρατώ πολύ κοντινή επαφή με ανθρώπους που ενδιαφέρονται για το γράψιμο, ενώ εγώ από τη μεριά μου τοποθετούμαι απέναντί τους μέσα σε ένα πλαίσιο παιδαγωγικό. Από την εμπειρία μου έχω δει ο ίδιος προσωπικά ποιες είναι οι δυσκολίες και παράλληλα ποιες είναι οι ευκαιρίες που ανοίγονται με τη χρήση ψηφιακού υλικού στη διδακτική διαδικασία. Θεωρώ, λοιπόν, ότι το ψηφιακό και το έντυπο βιβλίο οφείλουν να λειτουργούν συμπληρωματικά. Σημειώνω εδώ το πολύ ωραίο άρθρο της Νένης Πανουργιά, στο οποίο γίνεται ένας καίριος διαχωρισμός ανάμεσα στο ηλεκτρονικό βιβλίο και στην online έκδοση.

Η δικιά μου θέση είναι πως το βιβλίο αποτελεί πυρηνικό στοιχείο για την ανάγνωση και μπορεί –κατά περίπτωση– να επαυξάνεται από υλικό το οποίο τοποθετείται γύρω από αυτό ψηφιακά. Πάντως, ειδικότερα σε ό,τι αφορά την παιδαγωγική διαδικασία, το βασικό υλικό, πιστεύω, πρέπει να είναι οπωσδήποτε έντυπο.

Φέρνω στη συζήτηση κάποια στοιχεία που έρχονται κυρίως από τον χώρο της ψυχολογίας και αφορούν την έρευνα της ανάγνωσης. Μέχρι τώρα η έρευνα έχει δείξει ότι η ανάγνωση σε έντυπη μορφή, και ειδικά σε πανεπιστημιακό πλαίσιο, σχετίζεται με υψηλότερη κατανόηση πληροφοριών. Το retention rate, η δυνατότητα να επανακληθούν πληροφορίες από ένα κείμενο είναι σημαντικά –και μάλιστα συντριπτικά– υψηλότερη όταν κανείς διαβάζει σε έντυπη μορφή.

Το δεύτερο στοιχείο της έρευνας αφορά τη μεγαλύτερη συνεκτικότητα των πληροφοριών της έντυπης ανάγνωσης. Ο αναγνώστης μπορεί να τοποθετήσει τις πληροφορίες του κειμένου σε ένα ευρύτερο εννοιολογικό πλαίσιο σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι όταν το έχει διαβάσει ψηφιακά. Μία υπόθεση για την αιτία αυτού του φαινομένου αποδίδεται στην ίδια την κειμενικότητα του έντυπου βιβλίου, δηλαδή στην οπτική μνήμη. Όταν κανείς διαβάζει τη σελίδα χαρτιού, υπάρχουν στοιχεία που αφορούν την τοπογραφία του κειμένου, δηλαδή αν η πληροφορία ήταν στην κορυφή της σελίδας ή στη βάση της σελίδας, αν ήταν δεξιά ή αριστερά, πώς ήταν η διάρθρωση του κειμένου όταν βλέπει κανείς ένα τυπογραφικό «σαλόνι»... Όλες αυτές οι πληροφορίες χάνονται στο ψηφιακό όπου κανείς ουσιαστικά κάνει μόνο scrolling, taping και zooming. Οπότε ένα σημαντικό στοιχείο που φέρνει η έρευνα είναι η οπτική φύση της πληροφορίας.

Το επόμενο στοιχείο αφορά τα αισθητηριακά στοιχεία της ανάγνωσης, στοιχεία συμπληρωματικά που χάνονται στην ψηφιακή μορφή, και αφορούν, λόγου χάριν, το βάρος του βιβλίου: όταν κανείς κρατάει ένα βιβλίο στο χέρι του, η αίσθηση διαφοροποιείται για καθένα βιβλίο. Επίσης, όταν κανείς γυρνάει τις σελίδες, ακόμα και όταν φυλλομετρά, το εκάστοτε σημείο στο οποίο εντοπίζεται μια συγκεκριμένη κειμενική πληροφορία ή ακόμα το πώς διαρθρώνεται ένα συγκεκριμένο επιχείρημα, έχει να κάνει με το πόσες σελίδες υπάρχουν πριν και με το πόσες σελίδες απομένουν στην έκταση του βιβλίου. Οπότε κανείς μπορεί με ένα μοναδικό, μοναδιαίο σημείο αντίληψης να εντοπίσει πού ακριβώς βρίσκεται. Αυτή η φυσικότητα χάνεται στην ψηφιακή έκδοση.

Επίσης, άλλο ένα στοιχείο το οποίο φέρνει η έρευνα και αφορά την ψηφιακή μορφή ανάγνωσης (δε μιλάω ακόμα για τη χρήση του περιεχομένου) είναι η διαφοροποίηση ανάμεσα σε μικρές και μεγάλες οθόνες. Όταν κανείς διαβάζει το ψηφιακό περιεχόμενο σε τάμπλετ, ή σε desktop, ή στο κινητό, η αναγνωστική εμπειρία είναι εντελώς διαφορετική. Εδώ τίθεται και ένα ζήτημα ανισότητας στην πρόσβαση της γνώσης: Αν μιλάμε σε πανεπιστημιακό πλαίσιο, η ποιότητα της συσκευής διαφοροποιεί και την ποιότητα της πρόσβασης που έχει κανείς στο διδακτικό υλικό. Θα μπορούσε κανείς να επιχειρηματολογήσει ότι στην εκπαίδευση θα έπρεπε να υπάρχει ισότητα ευκαιριών: Όπως όλοι οι φοιτητές έχουν το ίδιο βιβλίο στα χέρια τους, θα έπρεπε να μπορούν –και με τις παραμέτρους της ψηφιακής πρόσβασης– να έχουν όλοι μπροστά τους το ίδιο ψηφιακό αντικείμενο.

Επόμενο στοιχείο που φέρνει η έρευνα –όλα ετούτα κατατείνουν στην αρχική μου θέση: στο χαμηλότερο retention rate και στη χαμηλότερη σύνθεση της πληροφορίας της ψηφιακής ανάγνωσης– είναι οι περισπασμοί. Όταν κανείς διαβάζει σε ψηφιακό περιβάλλον –και ειδικά όταν μιλάμε για αναγνώσεις οι οποίες απαιτούν κατανόηση, απαιτούν, για παράδειγμα, να εξεταστείς σε αυτή την πληροφορία– ο περισπασμός μέσα στο ψηφιακό περιβάλλον είναι πάρα πολύ εύκολος. Όταν κανείς διαβάζει στην οθόνη, έχει ανοικτό δίπλα του το facebook ή μια άλλη ιστοσελίδα... Μόλις, λοιπόν, κουραστεί, την ίδια στιγμή καταφεύγει πολύ εύκολα σε κάτι άλλο, υπάρχει δηλαδή μια συνθήκη εισόδου- εξόδου. Το ίδιο συμβαίνει και με την παρουσία links. Η διαφορά είναι η εξής: στο έντυπο βιβλίο μπορεί όντως ο συγγραφέας να αναφέρεται σε ένα link. Συνήθως τότε, σημειώνεις αυτό το στοιχείο, είτε πρόκειται για ένα διακειμενικό στοιχείο είτε για ένα στοιχείο πολυμέσου, συνεχίζεις την ανάγνωση και, όταν τελειώσει η συγκεκριμένη ενότητα, το αναζητείς και έπειτα επιστρέφεις στην ανάγνωση, πράγμα που σημαίνει πως εκείνη τη στιγμή διατηρείς στον νου  σου όλο το εννοιολογικό πλαίσιο στο οποίο τοποθετείται η συγκεκριμένη πληροφορία. Ψηφιακά, όταν βλέπεις το link μπροστά σου, ακόμα και παρορμητικά μπορεί να το ακολουθήσεις, οπότε θα οδηγηθείς κάπου αλλού. Βλέπουμε εδώ ξανά τη συνθήκη της εσόδου-εξόδου, η οποία αποτρέπει να διατηρείται συνθετικά στον νου του αναγνώστη η κειμενική πληροφορία.

Τέλος, ίσως το πιο σημαντικό από όλα, για μένα, είναι ότι με την ανάγνωση σε ψηφιακή μορφή ανεβαίνει το on screen time, δηλαδή ο χρόνος στην οθόνη. Παρεμπιπτόντως, δεν υποστηρίζω ότι η ψηφιοποίηση είναι ένα αφελώς «κακό πράγμα», όμως επιθυμώ να κάνω κάποιες αναγκαίες διαφοροποιήσεις επειδή πιστεύω ότι οφείλουμε να υπερασπίσουμε την ύπαρξη του έντυπου βιβλίου, και μάλιστα του έντυπου βιβλίου για όλους. 

Φανταστείτε, λοιπόν, ότι καθημερινά καταφεύγουμε στην οθόνη για την ψυχαγωγία μας, για την επικοινωνία μας, για τη δουλειά μας, διαβάζουμε στο κινητό μας... Ακόμα και για να πάρουμε το λεωφορείο αναζητούμε το κινητό μας τι ώρα θα έρθει. Οπότε, το γεγονός ότι η ανάγνωση προστίθεται σε αυτόν τον συνολικό ψηφιακό χρόνο σημαίνει ότι δε νοείται πλέον ως ένας χώρος προστατευμένος από την ψηφιακή κόπωση. Η συνθήκη της ανάγνωσης είναι πλέον η ίδια με οτιδήποτε άλλο κάνουμε μπροστά σε μια οθόνη.

Το ζητούμενο εδώ είναι, νομίζω, να διαφοροποιήσει κανείς τις αναγνωστικές χρήσεις. Είναι άλλη η χρήση του ψηφιακού υλικού και άλλη η χρήση του έντυπου. Θα ήθελα να φέρω εδώ –ακριβώς μιλώντας για τις διαφορετικές χρήσεις– το παράδειγμα ενός φίλου Αμερικανού blogger που διάβαζα πρόσφατα και ο οποίος έγραψε στο ιστολόγιό του: «Είμαι συνδρομητής στους New York Times ψηφιακά και λαμβάνω κάθε μέρα στο κινητό μου την εφημερίδα. Το Σαββατοκύριακο όμως αγοράζω το έντυπο». Το ψηφιακό και το έντυπο οφείλουν να συνυπάρξουν, όχι να αντικαταστήσουν το ένα το άλλο.

 

ΤΑ ΒΙΝΤΕΟ της 1ης εκδήλωσης για τις Εκδόσεις Ανοιχτής Πρόσβασης στη 14η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης (23-5-2017):

 

 

 

(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 24 Σεπτεμβρίου 2017)

ΧΡΟΝΟΣ #53, 24 Σεπτεμβρίου 2017

Ο Χρήστος Χρυσόπουλος ασχολείται με διαφορετικά είδη λογοτεχνίας (πεζογραφία, δοκίμιο, χρονικό), με τη θεωρία και με τη φωτογραφία. Έχει βραβευτεί με το Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών (2008), το διεθνές βραβείο Balkanika (2015) και το γαλλικό βραβείο Prix Laure Bataillon (2014). Είναι μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Πολιτισμού (ECP) και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Συγγραφέων (SEUA). Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.

Χρήστος Χρυσόπουλος

Christos Chrissopoulos, born in 1968 in Athens, is a novelist and essayist. He has published fourteen books and received a number of grants and awards, including the Academy of Athens Prize in 2008 and the prizes Laure-Bataillon (France, 2013) and Balkanika (2015). His work is available in several languages. 

Το βιβλίο αποτελεί πυρηνικό στοιχείο για την ανάγνωση και μπορεί –κατά περίπτωση– να επαυξάνεται από υλικό το οποίο τοποθετείται γύρω από αυτό ψηφιακά. Πάντως, ειδικότερα σε ό,τι αφορά την παιδαγωγική διαδικασία, το βασικό υλικό, πιστεύω, πρέπει να είναι οπωσδήποτε έντυπο.

Αν μιλάμε σε πανεπιστημιακό πλαίσιο, η ποιότητα της συσκευής διαφοροποιεί και την ποιότητα της πρόσβασης που έχει κανείς στο διδακτικό υλικό. Θα μπορούσε κανείς να επιχειρηματολογήσει ότι στην εκπαίδευση θα έπρεπε να υπάρχει ισότητα ευκαιριών: Όπως όλοι οι φοιτητές έχουν το ίδιο βιβλίο στα χέρια τους, θα έπρεπε να μπορούν –και με τις παραμέτρους της ψηφιακής πρόσβασης– να έχουν όλοι μπροστά τους το ίδιο ψηφιακό αντικείμενο.